Θαλάσσιοι δρόμοι του βενετικού εμπορίου στην ανατολική Μεσόγειο (13ος-14ος αιώνας)
Χαράλαμπος Γάσπαρης
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, το 1204, στο πλαίσιο της Τέταρτης Σταυροφορίας, και κατά τη διάρκεια κυρίως του 13ου αι. η Βενετία κατέκτησε και οργάνωσε το αποικιακό της κράτος, ενώ ταυτόχρονα ενίσχυσε ακόμη περισσότερο τους εμπορικούς της σταθμούς σε πολυάριθμα σημεία της ανατολικής Μεσογείου. Το ήδη εδραιωμένο και οργανωμένο θαλάσσιο εμπόριό της στην περιοχή αυτή, χάρη στα παλαιά προνόμια που είχε αποκτήσει από τον βυζαντινό αυτοκράτορα, αναπτύχθηκε περαιτέρω κατά τους επόμενους αιώνες, με απόγειο τον 15ο αιώνα. Η μεγάλη εμπορική δραστηριότητα της Βενετίας είχε ως αποτέλεσμα τόσο την οικονομική της ευρωστία όσο και την καθιέρωσή της ως μεγάλης ευρωπαϊκής πολιτικής δύναμης.
Το βενετικό θαλάσσιο εμπόριο είχε δύο βασικούς άξονες λειτουργίας: 1. Το μεγάλο σε όγκο εμπόριο, ελεγχόμενο ως ένα βαθμό από το κράτος, οργανωμένο σε καραβάνια (mude/μούδες) με αφετηρία και τέρμα πάντοτε τη Βενετία, με σταθερές γραμμές, σταθερούς σταθμούς και καθορισμένα χρονικά πλαίσια κίνησης, και 2. Το μικρομεσαίο σε όγκο εμπόριο, λιγότερο ελεγχόμενο από το κράτος, το οποίο ακολουθούσε περιφερειακούς ή και κεντρικούς δρόμους, οι οποίοι είχαν ως αφετηρία και τέρμα ποικίλα μικρά ή μεγάλα λιμάνια, τα οποία κατείχαν ή στα οποία δραστηριοποιούνταν οι Βενετοί. Στο εμπόριο αυτό λάμβαναν μέρος κάθε είδους εμπορευόμενοι σε πολυάριθμους χώρους. Πρωτεύοντα ρόλο έπαιζαν τα λιμάνια των βενετικών αποικιών, αλλά και κάποιοι εμπορικοί σταθμοί οργανωμένοι σε περιοχές που δεν ελέγχονταν πολιτικά από τη Βενετία.
Το παρόν έργο έχει ως κύριο στόχο την αποτύπωση στον χάρτη των θαλάσσιων δρόμων του βενετικού εμπορίου της δεύτερης κατηγορίας, ή αλλιώς των περιφερειακών κυρίως δρόμων του μικρομεσαίου εμπορίου στην ανατολική Μεσόγειο, όπου ήταν και ο κύριος χώρος δράσης της Βενετίας. Παράλληλα προσφέρεται σε Βάση Δεδομένων πρωτογενής τεκμηρίωση, από την οποία προκύπτουν οι δρόμοι αυτοί, με ειδικότερες πληροφορίες για τις πηγές που χρησιμοποιούνται, τα πρόσωπα που συμμετέχουν στη δραστηριότητα αυτή με διάφορους τρόπους, τους τύπους των σκαφών και τα εμπορεύματα που διακινούνται, όπου παρέχονται τέτοια στοιχεία. Το έργο καλύπτει σχεδόν δύο αιώνες, από τα μέσα περίπου του 13ου μέχρι και τη δεύτερη δεκαετία του 15ου αιώνα, περίοδο ανάπτυξης και εδραίωσης του βενετικού εμπορίου πριν ακριβώς από τη μεγάλη του ακμή. Καλύπτει επίσης γεωγραφικά κυρίως τον ελληνικό χώρο της εποχής ως σημαντικό τμήμα του ευρύτερου χώρου της ανατολικής Μεσογείου, ο οποίος αποτελούσε την καρδιά του τότε διεθνούς εμπορίου. Η αποτύπωση στον χάρτη, αλλά και η αντίστοιχη τεκμηρίωση, αναδεικνύουν το πυκνό δίκτυο θαλάσσιων δρόμων, οι οποίοι εξυπηρετούσαν διάφορους στόχους και ανάγκες της Βενετίας, των αποικιών της, αλλά και άλλων περιοχών. Το μικρομεσαίο εμπόριο, το οποίο ακολουθούσε τους δρόμους αυτούς, αποτελούσε έναν εξαιρετικά δυναμικό τομέα του εμπορίου, στον οποίο εμπλέκονταν τόσο Βενετοί όσο και ντόπιοι κάτοικοι των βενετικών αποικιών ή άλλων περιοχών, ενισχύοντας την κατά τόπους αστική οικονομία.
Η τεκμηρίωση και η αποτύπωση στον χάρτη αφορά τους θαλάσσιους δρόμους του μικρομεσαίου βενετικού εμπορίου, και όχι τους θαλάσσιους δρόμους των καραβανιών του μεγάλου εμπορίου (mude/μούδες). Οι τελευταίοι αυτοί δρόμοι ωστόσο, ως η ραχοκοκαλιά του βενετικού δικτύου εμπορικών θαλάσσιων δρόμων, τοποθετούνται στον χάρτη για συσχετισμό.
Οι θαλάσσιοι δρόμοι του βενετικού μικρομεσαίου εμπορίου μπορούν να διακριθούν σε δύο κατηγορίες με ποιοτικά και όχι γεωγραφικά χαρακτηριστικά: τους κύριους και τους περιφερειακούς. Στους πρώτους εντάσσονται οι δρόμοι που συνέδεαν μεγάλα και σημαντικά λιμάνια της ανατολικής Μεσογείου (π.χ. Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια, Βηρυτός), μεταξύ αυτών και της ίδιας της πόλης της Βενετίας, αλλά λειτουργούσαν παράλληλα με τους δρόμους των καραβανιών. Στους δεύτερους εντάσσονται οι δρόμοι που συνέδεαν μεταξύ τους περιφερειακά λιμάνια που βρίσκονταν στις αποικίες της Βενετίας ή αλλού (π.χ. Ρέθυμνο στη βενετική αποικία της Κρήτης, Θεολόγος και Παλάτια στα Τουρκικά Εμιράτα της Μικράς Ασίας).
Οι κύριοι δρόμοι εξυπηρετούσαν το μεσαίο εμπόριο μεταξύ των μεγάλων λιμανιών και διαμετακομιστικών κέντρων, το οποίο είχε στόχο τη συγκέντρωση σημαντικών ποσοτήτων προϊόντων για εμπορική εκμετάλλευση στα μεγάλα θαλάσσια ή χερσαία εμπορικά κέντρα, και πάνω από όλα την τροφοδότηση της αγοράς της ίδιας της πόλης της Βενετίας, ή και τον εφοδιασμό των σκαφών που ήταν ενταγμένα στα καραβάνια. Στο εμπόριο αυτό εμπλέκονταν κυρίως Βενετοί από τη μητρόπολη και τις αποικίες της, αλλά και άλλοι δυτικοί και ντόπιοι έμποροι με σκάφη μεσαίας και μεγάλης χωρητικότητας.
Οι περιφερειακοί δρόμοι εξυπηρετούσαν το μικρό ή και μεσαίο εμπόριο, που είχε στόχο να εφοδιάσει μικρές περιοχές με τα αναγκαία προϊόντα ή να μεταφέρει από εκεί εμπορεύσιμα προϊόντα σε μεγάλους διαμετακομιστικούς σταθμούς. Στο εμπόριο αυτό εμπλέκονταν πολυάριθμοι μικρομεσαίοι εμπορευόμενοι, πλοιοκτήτες και επενδυτές, οι οποίοι προέρχονταν κυρίως από τους ντόπιους κατοίκους ή και Βενετούς, καθώς και μικρομεσαία σκάφη.
Η αποτύπωση στον χάρτη δεν διακρίνει τις δύο αυτές κατηγορίες δρόμων, καθώς πολλοί δρόμοι (σίγουρα όχι όλοι) μπορούσαν ανάλογα με την περίπτωση να ενταχθούν άλλοτε στη μία και άλλοτε στην άλλη κατηγορία.
Στον χάρτη αποτυπώνονται οι δρόμοι εκείνοι για τους οποίους υπάρχει τεκμηρίωση στη Βάση Δεδομένων, η οποία στη συγκεκριμένη φάση δεν φιλοδοξεί στην εξαντλητική καταγραφή των διαθέσιμων πληροφοριών. Η τεκμηρίωση, ωστόσο, αυτή και η αποτύπωσή της στον χάρτη καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος των θαλάσσιων εμπορικών διαδρομών και αναδεικνύει τις τάσεις του φαινομένου, προσφέροντας πρωτογενές υλικό για περαιτέρω ανάλυση.
Η μελέτη των διαδρομών, η αποτύπωση στον χάρτη και η τεκμηρίωση αναδεικνύουν κυρίως τα περιφερειακά λιμάνια της ανατολικής Μεσογείου και όχι τα αντίστοιχα μεγάλα της ευρύτερης Μεσογείου, όπως ήταν η Αλεξάνδρεια, η Κωνσταντινούπολη, η Βενετία, η Γένοβα, ή η Βαρκελώνη, ανεξάρτητα αν καταγράφονται και αυτά κατά κανόνα ως τέρμα και όχι ως αφετηρία.
Κάθε διαδρομή αποτυπώνεται με μία κατεύθυνση συμπεριλαμβάνοντας όλους τους σταθμούς από την αφετηρία έως το τέρμα, χωρίς να εστιάζει στην επιστροφή, η οποία στην ίδια πάντοτε διαδρομή άλλοτε περιλάμβανε τους ίδιους σταθμούς, άλλοτε τους παρέκαμπτε με προορισμό κατευθείαν την αρχική αφετηρία.
Τα έγγραφα τεκμηρίωσης χρησιμοποιούν πολλές φορές ως προορισμό ενός σκάφους μια ευρύτερη περιοχή, η οποία δεν είναι εύκολο πάντοτε όχι μόνο να προσδιοριστεί, αλλά και να τοποθετηθεί πάνω στον χάρτη. Στις περιπτώσεις αυτές, όταν ο προορισμός είναι ευρύτερος χώρος αλλά σαφώς οριοθετημένος (π.χ. Κύπρος), τότε το τέρμα τοποθετείται συμβατικά στο κυριότερο λιμάνι (π.χ. Αμμόχωστος), κάτι που στις περισσότερες περιπτώσεις αποτυπώνει την πραγματικότητα. Τέτοιοι προορισμοί είναι οι: Κύπρος, Αρμενία, Αιγαίο Πέλαγος (που υπονοούνται οι Κυκλάδες), Σικελία, Απουλία, Συρία, Τουρκία. Για τους γενικούς αυτούς προορισμούς επιλέχθηκαν τα λιμάνια αντίστοιχα της Αμμοχώστου, Aiaccio, Νάξου, Μεσσήνης, Μπρίντιζι, Βηρυτού και Θεολόγου. Αντίθετα, οι γενικοί προορισμοί: Ρωμανία (Romania), Ανατολή (partes orientales, Oriente), «εκτός Κρήτης» (extra insulam) κλπ., δεν ήταν δυνατόν να αποτυπωθούν στον χάρτη, αν και συμπεριλαμβάνονται στη Βάση Δεδομένων.
Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο τελικός ή και ενδιάμεσος προορισμός μιας διαδρομής είναι τόπος όχι παραθαλάσσιος και λιμάνι (σε κάθε περίπτωση όμως πρόκειται για τόπο κοντινό σε ακτή και όχι πραγματικά ηπειρωτικό), το τέρμα τοποθετείται στον χάρτη στον τόπο αυτό, θεωρώντας ότι η άφιξη του σκάφους γινόταν σε κάποιον κοντινό όρμο, τον οποίο ωστόσο δεν γνωρίζουμε. Εξάλλου, το ενδιαφέρον μας εστιάζεται στη σύνδεση τόπων μέσω θαλάσσης και όχι στην ακριβή αποτύπωση της θαλάσσιας διαδρομής του πλοίου ή της θέσης του λιμανιού ή του όρμου προσάραξης, αν αυτό δεν ταυτίζεται με τον τόπο.
Η τεκμηρίωση παρέχεται μέσω Βάσης Δεδομένων με πεδία που περιέχουν βασικά στοιχεία του περιεχομένου του εγγράφου. Τα στοιχεία αυτά αφορούν: την ταυτότητα της πηγής–εγγράφου (χρονολογία, είδος) και το γενικό περιεχόμενό της, τη διαδρομή του σκάφους, μια σειρά εμπλεκομένων προσώπων στην υπόθεση (έμπορος, επενδυτής, πλοιοκτήτης, καπετάνιος, εγγυητής και ο τόπος κατοικίας ή προέλευσής τους), και όπου υπάρχουν τέτοιες πληροφορίες τον τύπο και το όνομα του σκάφους, τα προϊόντα που μεταφέρονται και τον όγκο τους, καθώς και το ποσό που επενδύεται ή την αξία των προϊόντων που μεταφέρονται.
Το μεγαλύτερο μέρος της τεκμηρίωσης προέρχεται από την Κρήτη και αφορά τα λιμάνια της και κυρίως τον Χάνδακα, λόγω της ύπαρξης άφθονων πηγών. Εξάλλου, το νησί αποτελούσε την εποχή αυτή ένα πολύ σημαντικό οικονομικό κέντρο και με τα λιμάνια του συνδεόταν μεγάλος αριθμός λιμανιών και όρμων σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο. Εξίσου σημαντικά κέντρα την ίδια εποχή, αλλά χωρίς την ανάλογη τεκμηρίωση, ήταν η Κύπρος, η Εύβοια, η Ρόδος, η Χίος, η Μεθώνη και η Κορώνη.
Τα στοιχεία που περιέχονται στη Βάση Δεδομένων προέρχονται από εκδεδομένες και ανέκδοτες πρωτογενείς πηγές, στις οποίες περιλαμβάνονται αποκλειστικά δημόσια έγγραφα και συμβόλαια. Τέλος, για βοήθεια στον χρήστη του χάρτη και της Βάσης Δεδομένων παρέχεται βασική βιβλιογραφία για το ειδικό θέμα του συγκεκριμένου έργου, δηλαδή το βενετικό θαλάσσιο εμπόριο στην ανατολική Μεσόγειο κατά τον 13ο και 14ο αιώνα.
Η Βάση Δεδομένων περιλαμβάνει 2.020 εγγραφές, καθεμιά από τις οποίες ταυτίζεται με ένα διαφορετικό έγγραφο. Οι πληροφορίες που αντλούνται από κάθε έγγραφο δομούνται σε κάθε εγγραφή σε 21 διαφορετικά πεδία.
Τα πεδία αυτά είναι:
1. ΔΙΑΔΡΟΜΗ - ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ: Καταγράφεται η διαδρομή του σκάφους με την αφετηρία, τους ενδιάμεσους σταθμούς, όπου υπάρχουν, και το τέρμα. Τα τοπωνύμια αποδίδονται στη σύγχρονη εκδοχή τους.
2. ΔΙΑΔΡΟΜΗ - ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ ΣΤΗΝ ΠΗΓΗ: Καταγράφεται η διαδρομή με την αφετηρία, τους ενδιάμεσους σταθμούς, όπου υπάρχουν, και το τέρμα. Τα τοπωνύμια παραμένουν στη μορφή που υπάρχουν στην πηγή.
3. ΕΤΟΣ: Έτος σύνταξης του εγγράφου.
4. Η./Μ.: Ημερομηνία σύνταξης του εγγράφου.
5. ΕΙΔΟΣ ΕΓΓΡΑΦΟΥ: Χαρακτηρισμός του εγγράφου με βάση το περιεχόμενό του.
6. ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΕΓΓΡΑΦΟΥ: Σύντομη περίληψη του περιεχομένου του εγγράφου.
7. ΕΜΠΟΡΟΣ/ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ: Το όνομα του εμπόρου ή του ιδιοκτήτη του προϊόντος που μεταφέρεται. Το όνομα του προσώπου καταγράφεται στην πρωτότυπη εκδοχή του.
8. ΤΟΠΟΣ: Τόπος προέλευσης του εμπόρου ή του ιδιοκτήτη του προϊόντος. Το όνομα του τόπου καταγράφεται στην πρωτότυπη εκδοχή του.
9. ΜΕΤΟΧΟΣ/ΕΠΕΝΔΥΤΗΣ: Το όνομα του μετόχου ή του επενδυτή. Το όνομα του προσώπου καταγράφεται στην πρωτότυπη εκδοχή του.
10. ΤΟΠΟΣ: Τόπος προέλευσης του μετόχου ή του επενδυτή. Το όνομα του τόπου καταγράφεται στην πρωτότυπη εκδοχή του.
11. ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ ΣΚΑΦΟΥΣ: Το όνομα του ιδιοκτήτη του σκάφους. Το όνομα του προσώπου καταγράφεται στην πρωτότυπη εκδοχή του. Επειδή συχνά ο ιδιοκτήτης σκάφους ήταν ταυτόχρονα και ο καπετάνιος, το όνομα επαναλαμβάνεται στο πεδίο «καπετάνιος».
12. ΤΟΠΟΣ: Τόπος προέλευσης του ιδιοκτήτη του σκάφους. Το όνομα του τόπου καταγράφεται στην πρωτότυπη εκδοχή του.
13. ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Το όνομα του καπετάνιου του σκάφους. Το όνομα του προσώπου καταγράφεται στην πρωτότυπη εκδοχή του.
14. ΤΟΠΟΣ: Τόπος προέλευσης του καπετάνιου του σκάφους. Το όνομα του τόπου καταγράφεται στην πρωτότυπη εκδοχή του.
15. ΕΓΓΥΗΤΗΣ: Το όνομα του εγγυητή της πράξης. Το όνομα του προσώπου καταγράφεται στην πρωτότυπη εκδοχή του. Ο ξεχωριστός ρόλος του εγγυητή καταγράφεται μόνο σε έγγραφα που αφορούν την Κρήτη, εξαιτίας της σχετικής πολιτικής που εφαρμοζόταν στο νησί.
16. ΤΟΠΟΣ: Τόπος προέλευσης του εγγυητή της πράξης. Το όνομα του τόπου καταγράφεται στην πρωτότυπη εκδοχή του.
17. ΤΥΠΟΣ ΣΚΑΦΟΥΣ: Ο τύπος του σκάφους με τον πρωτότυπο όρο.
18. ΟΝΟΜΑ ΣΚΑΦΟΥΣ: Το όνομα του σκάφους στην πρωτότυπη εκδοχή του.19. ΠΡΟΪΟΝ: Το προϊόν που μεταφέρεται στη σύγχρονη ονομασία του.
20. ΠΟΣΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ: Η ποσότητα του προϊόντος, σύμφωνα με τα μέτρα και τα σταθμά της εποχής.
21. ΠΟΣΟ ΕΠΕΝΔΥΣΗΣ: Το ποσό επένδυσης, όταν πρόκειται για πράξη επένδυσης χρημάτων, ή η αξία του προϊόντος που μεταφέρεται, όπου παρέχεται η ανάλογη πληροφορία. Στις περισσότερες από τις καταγεγραμμένες περιπτώσεις η αξία ορίζεται με βάση το κρητικό υπέρπυρο (yperperum) της εποχής και τις υποδιαιρέσεις του (grossi, soldi, denarii parvi). Σποραδικά συναντώνται και άλλα νομίσματα, όπως το βενετικό χρυσό δουκάτο (ducatum auri), ή τα λευκό βυζάντιο (bizantium album) της Κύπρου και άλλα.
1. EΚΔΕΔΟΜΕΝΕΣ
TAFEL G. L. FR. - THOMAS G. M., Urkunden zur älteren Handelsund Staatsgeschichte der Republik Venedig [Fontes Rerum Austriacarum, 13], τ. 3, Wien 1857 (ανατύπωση, Amsterdam 1964).
Pietro Scardon. Imbreviature (1271). Documenti della colonia veneziana di Creta, έκδ. LOMBARDO A., Torino 1942.
Leonardo Marcello. Notaio in Candia. 1278-1281, έκδ. CHIAUDANO M. - LOMBARDO A., Venezia 1960.
Pasquale Longo. Notaio in Corone. 1289-1293, έκδ. LOMBARDO A., Venezia 1951.
Cassiere della Bolla Ducale. Grazie – Novus Liber (1299-1305), έκδ. FAVARO E. Venezia 1962.
Pietro Pizolo. Notaio in Candia, έκδ. CARBONE S., τ. 1, 1300, Venezia 1978· τ. 2, 1304-1305, Venezia 1985.
Benvenuto de Brixano. Notaio in Candia. 1301-1302, έκδ. MOROZZO DELLA ROCCA R., Venezia 1950.
Stefano Bono. Notaio in Candia (1303-1304), έκδ. PETTENELLO G. - RAUCH S., Roma 2011.
The documents of Angelo de Cartura and Donato Fontanella Venetian notaries in fourteenth-century Crete, έκδ. STAHL A. M., Washington DC 2000.
Domenico prete de S. Maurizio. Notaio in Venezia (1309-1316), έκδ. TIEPOLO M. FR., Venezia 1970.
Felice de Merlis. Prete e notaio in Venezia ed Ayas (1315-1348), έκδ. BONDI SEBELLICO A., τ. 1, Venezia 1973· τ. 2, Venezia 1978.
Franciscus de Cruce. Nοτάριος στον Xάνδακα. 1338-1339, έκδ. ΓΑΣΠΑΡΗΣ Χ., Bενετία 1999.
Zaccaria de Fredo. Notaio in Candia (1352-1357), έκδ. LOMBARDO A., Venezia 1968.
Nicola de Boateriis. Notaio in Famagosta e Venezia (1355-1365), έκδ. LOMBARDO A., Venezia 1973.
Documenta veneta Coroni et Methoni rogata. Euristica e critica documentaria per gli oculi capitales Communis Veneciarum (secoli XIV-XV), έκδ. NANETTI A., τ. I, pars prima, Aθήνα 1999̇· τ. ΙI, pars secunda, Aθήνα 2007.
BASSO EN., Notai genovesi in Oltremare. Atti rogati a Chio da Giuliano de Canella (2 Novembre 1380-31 Marzo 1381), Αθήνα 1993. MΑΝΟΥΣΑΚΑΣ M., Νέα βενετικά έγγραφα (1386-1420) περί του Κρητός ποιητού Λεονάρδου Ντελλαπόρτα, Κρητικά Χρονικά 12 (1958), 387-434.
Bernardo de Rodulfis. Notaio in Venezia (1392-1399), έκδ. TAMBA G., Venezia 1974.
PIANA TONIOLO P., Notai genovesi in Oltremare. Atti rogati a Chio da Gregorio Panissaro (1403-1405), Genova 1995.
2. EΠΕΞΕΡΓΑΣΜΕΝΑ ΣΥΝΟΛΑ ΠΗΓΩΝ (ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ, ΠΙΝΑΚΕΣ)
SANTSCHI EL., Régestes des Arrêts Civils et des Mémoriaux (1363-1399), des archives du Duc de Crète, Venise 1976.
ΘΕΟΤΟΚΗΣ Σ. Μ., Θεσπίσματα της Bενετικής Γερουσίας 1281-1385 [Mνημεία της Eλληνικής Iστορίας], τ. B1-B2, Aθήνα 1936-1937.
ΘΕΟΤΟΚΗΣ Σ. Μ., Iστορικά κρητικά έγγραφα εκδιδόμενα εκ του Aρχείου της Bενετίας. Aποφάσεις Mείζονος Συμβουλίου Bενετίας 1255-1669, Aθήνα 1933.
GALLINA M., L’attività commerciale e finanziaria di Giorgio Sinadino, orefice di Candia, dal repertorio del notaio Giorgio Aymo, 1369-1372, Θησαυρίσματα 41/42 (2011/2012), 89-114.
GALLINA M., La navigazione di cabotaggio a Creta nella seconda metà del Trecento (dai registri notarili candioti), Θησαυρίσματα 38 (2008), 23-103.
3. AΝΕΚΔΟΤΕΣ
Archivio di Stato di Venezia, Duca di Candia, b. 10 και 11.
Archivio di Stato di Venezia, Notai di Candia, b. 10 (notaio Angelo Bocontolo).
Archivio di Stato di Venezia, Notai di Candia, b. 11 (notaio Antonio Brixano).