Χρώματα και φάρμακα στην ελληνική αρχαιότητα:
εφαρμογές και προέλευση επίλεκτων πρώτων υλών

Χαρίκλεια Μπρεκουλάκη, Ευθύμιος Νικολαΐδης

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το πρόγραμμα ερευνά την ιστορική χρήση, την προέλευση και τη διακίνηση επίλεκτων πρώτων υλών (κιννάβαρι, σανδαράχη, αζουρίτης, μαλαχίτης, λαζουρίτης), οι οποίες εφαρμόστηκαν ως χρωστικές στην πολυχρωμία της αρχαίας ελληνικής τέχνης και, ενίοτε,αποτέλεσαν συστατικά θεραπευτικών/καλλωπιστικών σκευασμάτων,από την ύστερη αρχαϊκή μέχρι και την ύστερη ελληνιστική εποχή (6ος-3ος αιώνας π. Χ.)[1].Οι πληροφορίες για την ταύτιση των αρχαίων χρωστικών σε σωζόμενα γραπτά μνημεία της αρχαιότητας (ζωγραφική και γλυπτική) έχουν προκύψει από πρόσφατες εργαστηριακές αναλύσεις χρωματικών στρώσεων, οι οποίες μας επιτρέπουν να προσδιορίσουμε με ακρίβεια τη φυσικοχημική τους σύσταση[2]. Σε συνδυασμό με τις πληροφορίες που μας παρέχουν τα κείμενα της ελληνικής και ρωμαϊκής γραμματολογίας για τις ιδιότητες και την προέλευση των αρχαίων «λίθων», επιχειρούμενα καταγράψουμε πιθανά δίκτυα διακίνησης επίλεκτων πρώτων υλών που ταυτίστηκαν σε γραπτά μνημεία του ελλαδικού χώρου, αποτυπώνοντας στον συνοδευτικό πίνακα τις θέσεις προορισμού (με βάση τα αρχαιολογικά συμφραζόμενα των αντικειμένων και τη χρονολόγησή τους)και τις θέσεις προέλευσής τους[3] . Για παράδειγμα, η χρήση εισηγμένων λίθων και ορυκτών–όπως ο λαζουρίτης (Lapis Lazuli), η κιννάβαρι, ή η σανδαράχη–σε αγγεία, ξύλινους πίνακες και τοιχογραφίες της κλασικής και της ελληνιστικής περιόδου μας επιτρέπει να καταγράψουμε δίκτυα διακίνησης εισηγμένων χρωστικών που έφταναν στον ελλαδικό χώρο από τη Μαύρη θάλασσα, τη Μικρά Ασία, ή το μακρινό Αφγανιστάν (μέσω Περσίας), και να αξιολογήσουμε τις επιλογές και τις χρήσεις τους.

ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

Η θεωρητική ενασχόληση με τα χρώματα στην αρχαία Ελλάδα,ως ύλη, εικόνα και φυσικό φαινόμενο,μας είναι γνωστή μέσα από κείμενα φιλοσόφων και γραμματικών, από τον Εμπεδοκλή και τον Δημόκριτο, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη μέχρι και τους διανοητές της ύστερης αρχαιότητας. Συχνά, το χρώμα πραγματεύονται ερμητικά/μαγικά κείμενα και αλχημικές συνταγές, ενώ πολυάριθμες και ποικίλες εκφράσεις και περιγραφές χρωμάτων απαντούν στην αρχαία ποίηση και λογοτεχνία, αλλά και σε ιατρικές διατριβές, όπως αυτές του Ιπποκράτη και του Γαληνού.

Παράλληλα, οι πρακτικές εφαρμογές του χρώματος τεκμηριώνονται στα σωζόμενα μνημεία, ήδη από την προϊστορική εποχή και μέχρι το τέλος του αρχαίου κόσμου, ως επιφάνειες ζωγραφικής σε τοίχους και ξύλινους πίνακες, σε πολυχρωμίες κτιρίων, γλυπτών και ποικίλων χρηστικών αντικειμένων, αλλά και ως υλικό καθημερινών ή τελετουργικών δραστηριοτήτων. Ο Θεόφραστος περιγράφει διεξοδικά στο Περί λίθων τα ορυκτά από τα οποία κατασκεύαζαν οι ζωγράφοι τις χρωστικές τους –φυσικές και τεχνητές–, ενώ μερικούς αιώνες αργότερα, ο Ρωμαίος Βιτρούβιος και ο εγκυκλοπαιδιστής Πλίνιος ο πρεσβύτερος μεταφέρουν συνταγές, σχολιάζοντας λεπτομερώς την προέλευση των ορυκτών, τις ιδιότητες των χρωστικών και τις προσήκουσες εφαρμογές τους στη ζωγραφική. Τα χρώματα στην αρχαία Ελλάδα έβρισκαν συχνά και χρήσεις ως φάρμακα ή είδη καλλωπισμού (ψιμύθια). Η λαμπερή σανδαράχη χρησίμευε για το βάψιμο των μαλλιών (Αριστοτέλης, Προβλήματα, 966b, 29), χαλκούχες πράσινες και κυανές χρωστικές –μαλαχίτης και αζουρίτης αντίστοιχα– χρησιμοποιούνταν για τη σκίαση των ματιών, για το βάψιμο των προσώπων των ηθοποιών πριν επινοηθούν τα προσωπεία, αλλά και για παθήσεις των ματιών[4].

Για τους αρχαίους πολιτισμούς, όπως και για την αρχαία Ελλάδα, η πρώτη ύλη από την οποία μπορούσε να παραχθεί ένα χρώμα ή μία βαφή ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την αξία που της αποδίδονταν και με τις χρήσεις για τις οποίες προορίζονταν. Η τεχνολογία κατασκευής των χρωμάτων και η χημική ή φυσική επεξεργασία στην οποία υποβάλλονταν οι πρώτες ύλες προκειμένου να μεταβληθούν σε χρωστικές ουσίες ή βαφές, αποτελούσαν διαδικασίες οικείες στους ζωγράφους. Στα εργαστήριά τους οι παίδες έτριβαν τα ορυκτά για να τα κονιορτοποιήσουν, να τα καθαρίσουν,να τα οξειδώσουν ή να τα αναμείξουν, μια παράδοση που διατηρήθηκε μέχρι και την Αναγέννηση.Τα κριτήρια επιλογής των πρώτων υλών καθορίζονταν,εν πολλοίς, από παραμέτρους οικονομικές, γεωγραφικές-γεωλογικές, διαθεσιμότητα σε πρώτες ύλες, κοινωνικές, και, τέλος, από την προσδοκώμενη ποιότητα ενός έργου και τις καλλιτεχνικές αξιώσεις του ζωγράφου ή του τεχνίτη. Σημασία είχαν, ασφαλώς, οι ιδιότητες και η ποιότητα των υλικών: η σταθερότητά τους, η φωτεινότητά τους, η ιδιαίτερη απόχρωσή τους, η συμβατότητά τους με άλλες χρωστικές. Εξαιτίας της πολύ κακής διατήρησης αρχαίων αντικειμένων από οργανικά υλικά –όπως το ξύλο, το δέρμα και το ύφασμα– οι περισσότερες πληροφορίες που διαθέτουμε για την αρχαία πολυχρωμία προέρχονται, κυρίως, από ζωγραφισμένες επιφάνειες ανόργανων υλικών: ασβεστοκονιάματα τοιχοποιίας, μάρμαρο και πηλός. Με τη χρήση σύγχρονων φυσικοχημικών μεθόδων διάγνωσης αρχαίων υλικών έχουμε καταφέρει να ανασυνθέσουμε, σε μεγάλο βαθμό, τις πρώτες ύλες των ζωγράφων και, μέσω της αξιολόγησης των αποτελεσμάτων, να κατανοήσουμε πληρέστερα τις πληροφορίες των αρχαίων γραπτών πηγών.

ΣΥΣΤΑΣΗ, ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΕΠΙΛΕΚΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ

Σε αντίθεση με την εκτεταμένη χρήση χρωμάτων που παράγονταν από υλικά χαμηλού κόστους και απλής, σχετικά, επεξεργασίας –όπως, οι γαιώδεις ώχρες και η μίλτος, το μαύρο του άνθρακα, το λευκό του μολύβδου και οι λευκοί άργιλοι, ή άλλες τεχνητές χρωστικές, όπως το αιγυπτιακό κυανό–εισηγμένες χρωστικές από ορυκτά και ημιπολύτιμους λίθους εφαρμόζονταν, συνήθως, σε αντικείμενα γοήτρου (luxuria) και στη διακόσμηση πολυτελών μνημείων[5] . Στην παρούσα μελέτη τεκμηριώνεται η χρήση μιας ομάδας πρώτων υλών (σανδαράχη, κιννάβαρι, αζουρίτης, μαλαχίτης /κονιχαλκίτης, λαζουρίτης και πράσινη γη), που ταυτίστηκαν, κυρίως, σε έργα γλυπτικής και ζωγραφικής της αρχαϊκής, κλασικής και ελληνιστικής περιόδου, και εφαρμόστηκαν ως χρωστικές. Για τις περισσότερες από αυτές τις πρώτες ύλες τεκμηριώνονται, μέσω της αρχαίας ελληνικής και ρωμαϊκής γραμματείας, και χρήσεις τους σε ιατρικές συνταγές, στις οποίες θα αναφερθούμε, ενδεικτικά, παρακάτω.

ΣΑΝΔΑΡΑΧΗ/ΑΡΡΕΝΙΚΟΝ

Η σανδαράχη ή αρρενικόν[6], ένα δηλητηριώδες σουλφίδιο του αρσενικού, ιδιαίτερα ασταθές στην ηλιακή ακτινοβολία σε αποχρώσεις πορτοκαλοκόκκινου και κίτρινου[7], συμπεριλήφθηκε ήδη από την αρχαϊκή εποχή στην παλέτα των ελλήνων ζωγράφων (για τις εφαρμογές της σανδαράχης σε γραπτά έργα της αρχαιότητας βλ. πίνακα με χρωστικές). Η κίτρινη σανδαράχη χαρακτηρίζεται από την έντονη και λαμπερή χροιά της, η οποία αποδίδεται στα λατινικά από το επίθετο auripigmentum (χρυσίζουσα), που χρησιμοποιεί ο Πλίνιος ο πρεσβύτερος για να τη χαρακτηρίσει (Φ.Ι. XXXIV, 177-178).O Βιτρούβιος (VII, 7,5) αναφέρει ότι η σανδαράχη εξορυσσόταν στον Πόντο. Στον Πόντο τοποθετεί και ο Διοσκουρίδης την εξόρυξή της, ενώ αναφέρει, επιπρόσθετα, ως πηγή σανδαράχης τη Μυσία και την Καππαδοκία (Ι, 190, V, 120-121). Στο έργο Περίπλους του Εύξεινου Πόντου του Φλάβιου Αρριανού αναφέρεται ότι στις βόρειες ακτές της Μικράς Ασίας,μεταξύ των πόλεων Ηράκλειας και Τίου, βρισκόταν ο όρμος Σανδαράκη (Περίπλους του Εύξεινου Πόντου, 19).Στην ιατρική και φαρμακολογία η χρήση της σανδαράχης αναφέρεται στη δημιουργία σκευασμάτων. Εμφανίζεται να έχει ισχυρή επουλωτική δράση και ενδείκνυται, μεταξύ άλλων,για την αντιμετώπιση της σήψης, της ψωρίασης και της δυσεντερίας (Ιπποκράτης, De ulceribus, 16-17).

ΚΙΝΝΑΒΑΡΙΣ

Η κιννάβαρις, ένα ορυκτό του υδραργύρου[8], αποτέλεσε από πολύ νωρίς υλικό ζωγραφικής χάρη στην εξαιρετική ένταση και λαμπρότητα του χρώματός του[9]. Ωστόσο, σε αντίθεση με το χαμηλό κόστος των γαιωδών κόκκινων χρωστικών (μίλτος και ώχρα), που οι ζωγράφοι μπορούσαν εύκολα να προμηθευτούν, η κιννάβαρις στην αρχαιότητα θεωρείται «πολύτιμη» πρώτη ύλη και συνήθως χρησιμοποιείται από τους ζωγράφους με φειδώ για να δηλώσει λεπτομέρειες (για τις εφαρμογές της κιννάβαρις σε γραπτά έργα της αρχαιότητας βλ. πίνακα με χρωστικές). Σύμφωνα με τον Θεόφραστο (Περί λίθων,58,1)το αυτοφυές ορυκτό της κιννάβαρις προέρχεται από την Ιβηρική χερσόνησο και την Κολχίδα. Ο Παυσανίας, επίσης, καταγράφει την προέλευση της κιννάβαρις από την Ιβηρική χερσόνησο (Ελλάδος περιήγησις,VIII) και αντίστοιχες αναφορές προέλευσης βρίσκουμε στον Διοσκουρίδη (Περί ύλης ιατρικής, 5, 94) και τον Ορειβάσιο (Ιατρικαί συναγωγαί, 13, Κ.). Στην ιατρική και φαρμακολογία η χρήση της κιννάβαρις αναφέρεται ως στοιχείο με διαφορητική δύναμη, στυπτικό, επουλωτικό εγκαυμάτων, για αντιμετώπιση των επιφηλίδων και των φακίδων (εξέρυθρων και κνησμωδών εξανθημάτων), καθώς και σε οφθαλμολογικές παθήσεις (Διοσκουρίδης, Περί ύλης ιατρικής, 5, 94.Γαληνός, Περί κράσεως και δυνάμεως τῶν ἀπλῶν φαρμάκων, βιβλ. ΧΙ, 12, 221. Ορειβάσιος, Ιατρικαί συναγωγαί, 14, 60; 15, 1:27. Παύλος ο Αιγινίτης, Επιτομή Ιατρικής, VII, 3).

ΑΖΟΥΡΙΤΗΣ/ΜΑΛΑΧΙΤΗΣ (ΧΡΥΣΟΚΟΛΛΑ)

Ο αζουρίτης[10] και ο μαλαχίτης[11] , με κυανές και πράσινες αποχρώσεις αντίστοιχα, αποτελούνται από βασικό ανθρακικό χαλκό και συχνά συνυπάρχουν στη φύση μαζί με άλλα χαλκούχα ορυκτά, όπως ο κονιχαλκίτης (για τις εφαρμογές τους σε γραπτά έργα της αρχαιότητας βλ. πίνακα με χρωστικές). Ο αζουρίτης έχει χρησιμοποιηθεί, κυρίως, ως χρωστική κατά την αρχαϊκή εποχή στη γλυπτική, ενώ κατά την κλασική και ελληνιστική εποχή η χρήση του φαίνεται να μειώνεται δραματικά και να αντικαθίσταται από το λεγόμενο αυγυπτιακό κυανό, μια συνθετική χαλκούχο χρωστική. Ο μαλαχίτης χρησιμοποιείται ευρύτερα τόσο στη γλυπτική όσο και στη ζωγραφική και, συνήθως, ταυτίζεται με τη χρυσόκολλα των αρχαίων (Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, Φυσική Ιστορία, XXXIII, 86). Σε ορισμένες περιπτώσεις έχει διαπιστωθεί και η χρήση του κονιχαλκίτη (αρσενικούχος χαλκός), ενός ορυκτού με ιδιαίτερα φωτεινό και κορεσμένο πράσινο χρώμα[12] . Η εξόρυξή τους γινόταν κυρίως στο Λαύριο και από μεταλλοφορείες χαλκού στη Χαλκιδική (Θεόφραστος, Περί λίθων, 26,39, 40,51. Διοσκουρίδης, Περί ύλης ιατρικής, V, 104. Για αναφορά στη μακεδονική χρυσόκολλα βλ. Fragmenta Alchemica, vTractatus aclhemicus, P. Holm., frag. 20.3).Σύμφωνα με τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο (35, 30), η χρυσόκολλα συγκαταλεγόταν μεταξύ των «ανθηρών» χρωμάτων, που τα χαρακτήριζε η λαμπρότητα και το υψηλό κόστος. O Αριστοτέλης αναφερόμενος στην ύπαρξη μεταλλείων αζουρίτη (κυανούν μέταλλον) και χρυσόκολλας στη Δημόνησο, μας πληροφορεί ότι η τιμή της καλύτερης ποιότητας χρυσόκολλας ήταν αντίστοιχη με αυτή του χρυσού, κι αυτό, κυρίως, γιατί τη χρησιμοποιούσαν και σαν φάρμακο για τα μάτια (Περί θαυμασίων ακουσμάτων, 834b).Επίσης τη χρησιμοποιούσαν για την ίαση του έλκους (Γαληνός, Περί κράσεως και δυνάμεως τῶν ἀπλῶν φαρμάκων, VII, 13, 749),των σαρκωμάτων,για την επούλωση πληγών, ως στυπτικό και θερμαντικό (Διοσκουρίδης, Περί ύλης ιατρικής, 5, 89).

ΛΑΖΟΥΡΙΤΗΣ (LAPIS LAZULI)

Ο λαζουρίτης,ο σάπφειρος λίθος των αρχαίων με το βαθυκύανο χρώμα[13] (Θεόφραστος, Περί λίθων, 23), είναι ένα πυριτικό ορυκτό που εφαρμόστηκε εξαιρετικά σπάνια στην πολυχρωμία της αρχαίας Ελλάδας, προφανώς λόγω του ιδιαίτερα υψηλού του κόστους (για τις εφαρμογές του σε γραπτά έργα της αρχαιότητας βλ. πίνακα με χρωστικές). Η χρήση του ως υλικό ζωγραφικής τεκμηριώνεται από τις πηγές στο ερμητικό/μαγικό κείμενο Κυρανίδες, και θεωρείται ως ο λίθος της θεάς Αφροδίτης (Κυρανίδες, Ι, 18), ενώ, κονιορτοποιημένος μέσα σε γάλα, χρησίμευε ως φάρμακο κατά του έλκους και της εφίδρωσης (Αέτιος ο Αμηδινός, Βιβλία ιατρικά II, 38.1). Σε μεταγενέστερες πηγές ο λαζουρίτης χαρακτηρίζεται και ως «χρυσοσάπφειρος» επειδή στη σύστασή του εμπεριέχονται και χρυσίζοντα πυριτικά εγκλείσματα του σιδήρου (Αλέξανδρος, Θεραπευτικά, ii 45.12). Ο Θεόφραστος (Περί λίθων, 55) και ο Πλίνιος (Φυσική Ιστορία, 37, 119-120), βασιζόμενοι στην προγενέστερη πραγματεία του Σώτακου1[4], αναφέρονται στην περσική προέλευση του λαζουρίτη. Προφανώς, επειδή η κύρια πηγή προέλευσης του λαζουρίτη από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα είναι το Αφγανιστάν[15], η Περσία αποτελούσε σταθμό διακίνησης προς τον ευρύτερο μεσογειακό χώρο.

ΠΡΑΣΙΝΗ ΓΗ

Η πράσινη γη αποτελείται από ένα μείγμα αργιλικών συστατικών, κυρίως σελαδονίτη και γλαυκονίτη[16]. Το χρώμα των ορυκτών όπου απαντάται κυμαίνεται από γαλαζοπράσινο μέχρι πράσινο-λαδί,και αποτελεί την κύρια χρωστική που δεν διαθέτει στη σύνθεσή της χαλκό[17]. Η πράσινη γη είναι μια χρωστική εύκολης εφαρμογής, συμβατή με όλα τα υποστρώματα και τα ζωγραφικά υλικά, και, κυρίως, με δυνατότητα μακροπρόθεσμης διατήρησης. Οι σημαντικότερες πηγές σελαδονίτη και γλαυκωνίτη στην αρχαιότητα σύμφωνα με τον Βιτρούβιο (VII, 7, 4) ήταν η Σμύρνη και η Κυρήνεια της Λιβύης, ενώ απαντάται και στην περιοχή Σκουριώτισσα της Κύπρου. Οι χρήσεις της στην ελληνική ζωγραφική είναι πολύ περιορισμένες, δεδομένου ότι οι ζωγράφοι προτιμούσαν τις χαλκούχες χρωστικές που παρουσίαζαν εντονότερες αποχρώσεις (Πλίνιος ο πρεσβύτερος, Φ. Ι., 35, 48-49). Με εξαίρεση μια αναφορά για την εφαρμογή πράσινης γης στο άγαλμα του Πέρση ιππέα στην Ακρόπολη, η χρήση της έχει βεβαιωθεί σε ελληνιστικές τοιχογραφίες της Δήλου (για τις εφαρμογές της πράσινης γης σε γραπτά έργα της αρχαιότητας βλ. πίνακα με χρωστικές).

1 Η λέξη «φάρμακο» κατά την αρχαιότητα σήμαινε,επίσης, χρωστική ουσία. ΟΘεόφραστος χαρακτηρίζει ως «φαρμακοτρίβες» τους παίδες που έτριβαν στα εργαστήρια ορυκτά και λίθους για την παραγωγή χρωμάτων (Περί λίθων, 55).

2 Οι αναλυτικές μέθοδοι διάγνωσης περιλαμβάνουν: ηλεκτρονική μικροσκοπία σάρωσης (SEM - EDS), κρυσταλλογραφική ανάλυση με περιθλασιμετρία ακτίνων Χ (XRD), μοριακή ανάλυση με φασματοσκοπικές μεθόδους (FT και μRaman / ΝΙR / μFTIR) και φθορισμό ακτίνων Χ (XRF).

3 Για την προέλευση των ορυκτών βασιζόμαστε, κυρίως, σε πληροφορίες αρχαίων πηγών αλλά και σύγχρονων γεωλογικών μελετών, που παραπέμπουν σε γνωστές κατά την αρχαιότητα θέσεις εξόρυξης ή μεταλλοφορείες ορυκτών. Σε κάποιες περιπτώσεις παρατίθενται περισσότερες από μία πιθανές θέσεις, λόγω της έλλειψης στοιχείων που θα μπορούσαν να προσδιορίσουν με ασφάλεια την προέλευση του ορυκτού.

4 BRECOULAKI - PERDIKATSIS, 2006.

5 BRECOULAKI 2014.

6 Στις πηγές δεν γίνεται σαφής διαχωρισμός μεταξύ κόκκινης και κίτρινης σανδαράχης. Χρησιμοποιούνται και για τις δυο τα ονόματα σανδαράχη και αρρενικόν (ΘΕΟΦΡΑΣΤΟΣ, Περί λίθων 40, 50-52).

7 http://hudsonvalleygeologist.blogspot.gr/2010/12/orpiment-realgar.html

8 http://www.johnbettsfineminerals.com/jhbnyc/mineralmuseum/picshow.php?id= 32471

9 J. TRINQUIER: Cinnabariset ‘sang-dragon’: le ‘cinabre’ des Anciens entre minéral, végétal et animal, RévueArchéologique 2(2013), 56, 305-346.BRECOULAKI 2014.

10 http://www.princeton.edu/geosciences/news/archive/index.xml?id=8905

11 http://www.cfm-minerals.it/images/MineraliMiei/malachite1394tris.jpg

12 http://www.gemstonesadvisor.com/wp-content/uploads/167-669-thickbox.jpg

13 https://en.wikipedia.org/wiki/Lapis_lazuli#/media/File:Lapis-lazuli_hg.jpg

14 Les Lapidaires grecs, επιμ. R. HALLEUX - J. SCHAMP, Paris 1985.

15 L . VON ROSEN, Lapis Lazuli in Geological Contexts and in Ancient Written Sources, Uppsala1988.

16 D. HRADIL - T. GRYGAR - J. HRADILOVA - J. and P. BEZDICKA, Clay and Iron Oxide Pigments in the History of Painting, Applied Clay Science 22 (2003), 223-236.

17 https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Celadonite-Heulandite-Ca-pkn60a.jpg

* Με τις συντομογραφίες που αναφέρονται στον πίνακα των χρωστικών.

ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ 1987 ΠΑΕ: ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ Μ. et al., Ανασκαφή Βεργίνας, ΠΑΕ (1987), 126-148.

ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ 1987: ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ Μ., Βεργίνα. Ανασκαφή 1987, ΑΕΜΘ 1 (1987), 81-88.

ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ 1994: ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ Μ., Vergina II: The Tomb of Persephone, Αθήνα 1994. Αρχαϊκά χρώματα, στο: Αρχαϊκά χρώματα, επιμ. ΠΑΝΤΕΡΜΑΛΗΣ Δ., Αθήνα 2012.

ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΥ 1990: ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΥ Ι., Οι ταφικοί τύμβοι της Αίνειας, Αθήνα 1990.

BOUQUILLON A. –COLINART S. –PORTO E. -ZINK A., Authenticité matières et couleurs. Etude en laboratoire des Tanagréennes du Louvre, στο: Tanagra mythe et archeology, επιμ. JEAMMET V., Paris 2003, 298-301.

BOURGEOIS 2010: BOURGEOIS B., Arts and Crafts of Colour on the Louvre Tanagra Figurines, στο: Tanagras. Figurines for Life and Eternity. TheMusée du Louvre’s Collection of Greek Figurines, επιμ. JEAMMET V., Valencia 2010,238-243.

BOURGEOIS -JOCKEY 2000: BOURGEOIS B. - JOCKEY P., Polychrome Hellenistic Sculpture in Delos: Research on Surface Treatments of Ancient Marble Sculpture I, στο: Interdisciplinary Studies on Ancient Stone. ASMOSIA VI. Proceedings of the sixth International Conference of The “Association for the Study of Marble and Other Stones in Antiquity”, επιμ. LAZZARINI L., Venice 2000, 497-506.

BOURGEOIS - JOCKEY 2010: BOURGEOIS B. - JOCKEY P., The Polychromy of Hellenistic Marble Sculpture in Delos, στο: Circumlitio, 224-239.

BOURGEOIS - JOCKEY –KARYDAS 2006: BOURGEOIS B. -JOCKEY P. - KARYDAS A., New Researches on Polychrome Hellenistic Sculptures in Delos, III: the Gilding Processes. Observations and Meanings, στο: Λευκός Λίθoς. Marbres et autresroches de la Méditerranée antique. Etudes interdisciplinaires. Actes du VIIIe Colloque international de l’Association for the Study of Marble and other Stones used in Antiquity (ASMOSIA) , επιμ. JOCKEY P., Aix-en-Provence 2006, 645-661.

BRECOULAKI 2006: BRECOULAKI, H., La peinture funéraire de Macédoine. Emplois et fonctions de la couleur (IV – II siècle av. J.- C.) [Meletèmata 46], Paris-Athènes 2006.

BRECOULAKI 2014: BRECOULAKI, H., Precious Colours in Ancient Greek Polychromy and Painting, Revue Archéologique 57 (2014),3-35.

BRECOULAKI -PERDIKATSIS 2006: BRECOULAKI H. - PERDIKATSIS V., The Use of Green Color in Ancient Greek Painting, 2nd International Conference on Ancient Greek Technology (17-21 October 2005) Athens, 179-188.

BRECOULAKI et al. 2014: BRECOULAKI H. - SOTIROPOULOU S. - KATSIFAS K. - KARYDAS A.G. -KANTARELOU V., A Microcosm of Colour and Shine. The Polychromy of Chryselephantine Couches from Ancient Macedonia, Techné 40 (2014), 9-22. BRINKMANN 2003: BRINKMANN V. mit einem Beitrag von O. PRIMAVESI, Die Polychromie der archaischen und frühklassischen Skulptur, München 2003. BRINKMANN 2014: BRINKMANN V., The Polychromy of Archaic and Classical Greek Sculpture, στο: Transformations, 80-115.

BRINKMANN- KOCH-BRINKMANN 2010: BRINKMANN V. - KOCH-BRINKMANN U., On the reconstruction of Antique Polychromy Techniques, στο: Circumlitio,115-119. Circumlitio: Circumlitio the Polychromy of Antique and Mediaeval Sculpture, Proceedings of the ‘Johann-David-Passavant-Colloquium Circumlitio. The Polychromy of Antique and Mediaeval Sculpture’, επιμ. BRINKMANN V. - PRIMAVESIO. -HOLLEIN M., Munich 2010.

JEAMMET -KNECHT -PAGÈS-CAMAGNA 2007: JEAMMET V. - KNECHT C. -PAGÈS-CAMAGNA S., La couleursur les terrescuiteshellénistique. Les figurines de Tanagra et de Myrinadans la collection du Musée du Louvre, στο: Peinture et couleur dans le monde grec antique, επιμ. LEQUIME-DESCAMPS S., Paris 2007, 193-203.

JEAMMET V., Sculpture en miniature. Polychromy on Hellenistic Terracotta Statuettes in the Louvre Museum’s Collection, στο: Transformations, 208-223.

KAKOULLI 2009: KAKOULLI I., Materials and Techniques of Ancient Greek Paintings: C4-C1 BC, London 2009.

ΚΑΛΤΣΑΣ 2001: ΚΑΛΤΣΑΣ Ν., Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Τα γλυπτά, Αθήνα 2001.

ΚΑΛΤΣΑΣ 2007: ΚΑΛΤΣΑΣ Ν., Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα 2007.

KARAKASI 2001: KARAKASI K., Archaische Koren, München 2001.

KARYDAS - BRECOULAKI- BOURGEOIS 2003: KARYDASA.G. - BRECOULAKI H. - BOURGEOIS B. et al., In-Situ X-Ray Flourescence Analysis of Raw Pigments and Traces of Polychromy on Hellenistic Sculpture at the Archaeological Museum of Delos, στο: ASMOSIA VII, Proceedings of the 7th International Conference of the Association of the Study of Marble and Other Stones in Antiquity. Thasos, September 15-20, επιμ. MANIATIS Y., 2003 (ASMOSIA VII), 811-829.

KOCH-BRINKMANN - PIENING - BRINKMANN 2014: KOCH-BRINKMANN U. - PIENING H. - BRINKMANN V., Girls and Goddesses. On the Costumes of Archaic Female Statues, στο: Transformations, 116-139.

KOCH-BRINKMANN - PIENING - BRINKMANN 2014: KOCH-BRINKMANN U. - PIENING H. - BRINKMANN V., On the rendering of Human Skin in Ancient Marble Sculpture, στο: Transformations,140-151.

KOTTARIDI 2007: KOTTARIDI A., L’épiphanie des dieux des Enfers dans la nécropole royale d’Aigai, στο: Peinture et couleur dans le monde grec antique, επιμ. DESCAMPS-LEQUIME S., Paris 2007, 27-46.

LERMANN 1907: LERMANN W., Altgriechische Plastik, München 1907. RHOMIOPOULOU - SCHMIDT-DOUNAS 2010: RHOMIOPOULOU K. - SCHMIDT-DOUNAS B., Das Palmettengrab in Lefkadia, MDAI (a) 21 (2010).

ΡΩΜΙΟΠΟΥΛΟΥ 1973: RHOMIOPOULOU K., A New Monumental Chamber Tomb with Paintings of the Hellenistic Period near Lefkadia (West Macedonia), ΑΑΑ 6 (1973), 87-92.

ΡΩΜΙΟΠΟΥΛΟΥ 1997: RHOMIOPOULOU K., Lefkadia. Ancient Mieza, Athènes 1997.

ΣΑΑΤΣΟΓΛΟΥ-ΠΑΛΙΑΔΕΛΗ 1984: ΣΑΑΤΣΟΓΛΟΥ-ΠΑΛΙΑΔΕΛΗ Χ., Τα επιτάφια μνημεία από την μεγάλη τούμπα της Βεργίνας, Θεσσαλονίκη 1984.

ΣΑΑΤΣΟΓΛΟΥ-ΠΑΛΙΑΔΕΛΗ 2004: ΣΑΑΤΣΟΓΛΟΥ-ΠΑΛΙΑΔΕΛΗ Χ., Βεργίνα. Ο τάφος του Φιλίππου. Η τοιχογραφία με το κυνήγι, Αθήνα 2004.

SCHRADER 1939: SCHRADER H., Die archaischen Marmorbildwerke der Akropolis, Frankfurt 1939.

STYBBE ØSTERGAARD 2010: STYBBE ØSTERGAARD J., The Polychromy of Antique Sculpture: A Challenge to Western Ideals?, στο: Circumlitio, 87 κ.ε. Transformations: Transformations. Classical Sculpture in Colour, επιμ. ØSTERGAARD J.S. - ΝIELSEN A.M., Copenhagen 2014.

ΤΡΙΑΝΤΗ 1998: ΤΡΙΑΝΤΗ Ι., Το Μουσείο Ακροπόλεως, Αθήνα 1998.

TRIPODI 1998: TRIPODI B., Caccere a li macedoni. Tra Alessandro Ie Filippo V, Messina 1998, 77sq.

ΤΣΙΜΠΙΔΟΥ-ΑΥΛΩΝΙΤΗ 2005: ΤΣΙΜΠΙΔΟΥ-ΑΥΛΩΝΙΤΗ Μ., Μακεδονικοί τάφοι στον Φοίνικα και στον Άγιο Αθανάσιο Θεσσαλονίκης, Αθήνα 2005.