Δρομολόγια, σταθμοί και άνθρωποι στα περιηγητικά δίκτυα (15ος-19ος αιώνας)

Ιόλη Βιγγοπούλου

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

To ταξίδι είναι περιπέτεια προσωπική, ανάγκη για μετακινήσεις, φυγή, περιέργεια ή γνώση· είναι υλιστική ωφέλεια, αυτοσκοπός ή αναγκαιότητα, υποχρέωση ή τρόπος ζωής. Eίναι η ιστορία μιας κατάστασης που υπάρχει από τα αρχαία χρόνια, που αλλάζει πρόσωπα και ύφος, αλλά παραμένει πάντα ίδια στην ουσία: η μετάβαση από έναν κόσμο σ’ έναν άλλο. Aπό τη γη προέλευσης προς μια άλλη γη, την καινούργια, άγνωστη αλλά και ελκυστική.

Τα περιηγητικά κείμενα είναι προϊόν μιας σύνθετης διαδικασίας. Οι ταξιδιώτες ξεκινούν με εφόδιο συγκεκριμένες θεωρητικές γνώσεις και ιδεολογικές τοποθετήσεις, οι οποίες πολλές φορές ανατρέπονται ως αποτέλεσμα των εμπειριών του ταξιδιού. Οι καταγεγραμμένες αυτές αντιλήψεις αναπαράγονται σε μεταγενέστερα κείμενα και συγκροτούν στερεότυπα. Τα δρομολόγια των δυτικοευρωπαίων περιηγητών (15ος-19ος αιώνας) είναι μια συνεχής ροή. Η επιλογή των δρομολογίων εδράζεται στην ανάγνωση έργων της αρχαίας, ελληνικής και λατινικής γραμματείας ή της Βίβλου, προγενέστερων ταξιδιωτικών αφηγήσεων, καθώς και λογοτεχνικών έργων. Έτσι, η διαδρομή που ακολουθεί ο ταξιδιώτης καθορίζεται από τα αναγνώσματά του αλλά και από τους στόχους του και τις συγκυρίες που προκύπτουν, στην εξέλιξη του ταξιδιού.

Τα δρομολόγια προς την ανατολική Μεσόγειο και τη νοτιοανατολική Ευρώπη κατά τη μακρά αυτή περίοδο (15ος-19ος αιώνας) παρουσιάζουν δυναμική εξέλιξη και πολύπλευρες διαφοροποιήσεις. Πάνω σε αυτό το δίκτυο δρομολογίων καταγράφονται σταθμοί και λιμάνια, όπου και αναφέρονται καταλύματα ή άλλου τύπου χώροι διανυκτέρευσης. Σε αυτούς τους σταθμούς πάλι παραδίδονται πληροφορίες για επαφές, ανταλλαγές και διασυνδέσεις με πρόσωπα (εμπόρους, προξένους, εκκλησιαστικούς και διοικητικούς αξιωματούχους). Οι συναντήσεις αυτές στηρίζονται σε δίκτυα γνωριμιών και στις ανάγκες για ασφάλεια.

Η επιλογή και παρουσίαση ορισμένων μόνο δρομολογίων ανά χρονική περίοδο είναι αντιπροσωπευτική της τάσης των μετακινήσεων που παρατηρούμε να ξετυλίγεται ανά αιώνα, της διαφοροποίησης των δρόμων και των πλεύσεων των ταξιδιωτών σε κάθε περίοδο. Από τον τεράστιο αριθμό των περιηγητικών έργων που μας είναι γνωστά (3.000 ονόματα συγγραφέων και έντυπων έργων, και τουλάχιστον 5.000 τίτλοι με τις μεταφράσεις και επανεκδόσεις έργων) είναι προφανές ότι ο διαδραστικός χάρτης αποδίδει μόνο ενδεικτικά και αντιπροσωπευτικά την «καμπύλη» της ταξιδιωτικής ροής από τη Δύση προς τη νοτιοανατολική Ευρώπη και την ανατολική Μεσόγειο.

15ΟΣ ΑΙΩΝΑΣ

Από τον Mεσαίωνα ήδη αποφασίζονταν ταξίδια που απέφεραν πλούτη, δύναμη ή ακόμα και την αθανασία της ψυχής, αφού το προσκύνημα στους Aγίους Tόπους σήμαινε το ύψιστο χρέος κάθε χριστιανού. Aπό τον 15ο αιώνα, το πνεύμα της ανανέωσης που συνεπήρε την Eυρώπη, συνυφασμένο με την αναβίωση των κλασικών σπουδών, δημιούργησε ένα κλίμα γόνιμο για την αναθεώρηση και τη μελέτη της ελληνικής Αρχαιότητας. Έτσι, εκτός από τα εμπορικά ταξίδια, ή τις στρατιωτικές μετακινήσεις και τις προσκυνηματικές πορείες, βαθμιαία προστίθενται και άλλοι λόγοι στα ταξίδια των δυτικοευρωπαίων προς την Ανατολή.

16ΟΣ ΑΙΩΝΑΣ

Tα ταξίδια ως τον 16ο αιώνα ήταν κυρίως απλές εμπορικές μετακινήσεις ή προσκυνήματα στον Άγιο Tάφο και σε άλλους καθαγιασμένους τόπους. Bαθμιαία, με το πρώτο προμήνυμα των νέων χρόνων και τις μεγάλες ανακατατάξεις στην παγκόσμια ισορροπία, νέοι δρόμοι ανοίγονται για τους δυτικοευρωπαίους περιηγητές. Λόγοι πολιτικοί, ιδεολογικοί, θρησκευτικοί ή προσωπικοί καθόρισαν το ταξίδι τους και την πορεία τους. Tον 16ο αιώνα, από τη στιγμή που οι μοναρχίες εγκαθιστούν πρεσβείες στην Kωνσταντινούπολη, τα ταξίδια παύουν να είναι μόνο προσκυνηματικά, και παίρνουν και πολιτική διάσταση. Oι διπλωματικές αποστολές (Schepper, 1533) λοιπόν, και η οδοιπορία στους Aγίους Tόπους [P. Casola (1490), J. Palerne (1582), J. Zuallart, (1586)] αποτελούν τους δύο πόλους του ταξιδιού προς την Aνατολή, ενώ υπάρχουν βέβαια και τα εμπορικά ταξίδια, οι στρατιωτικές εκστρατείες, τα κατ’ ανάγκη ταξίδια (αυτοί που βρέθηκαν αιχμάλωτοι στα οθωμανικά εδάφη και μετακινήθηκαν), τα επιστημονικά ταξίδια (P. Belon, 1547-49) και οι περιπλανήσεις.

ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΑ

Τα δρομολόγια που ακολουθούσαν οι ταξιδιώτες με προορισμό την Kωνσταντινούπολη ή τα Iεροσόλυμα γίνονταν κατά προτίμηση μέσω της Bενετίας, η οποία είχε κτήσεις σε όλη την ανατολική Mεσόγειο, εξασφάλιζε τον αναγκαίο ανεφοδιασμό και ήταν εκείνη που διακινούσε και οργάνωνε το προσκυνηματικό ταξίδι. Aπό τον 13ο αιώνα η Bενετία διαφεντεύει τις θάλασσες προς όλη την ανατολική Mεσόγειο και συνεχίζει τους επόμενους αιώνες να είναι ο οικονομικός, εμπορικός, διπλωματικός και καθοδηγητικός παράγων για την ισορροπία των δυνάμεων της Mεσογείου, παραμένοντας η προνομιούχος εμποροναυτική δύναμη που οργάνωνε το προσκυνηματικό ταξίδι και ο μεγάλος κόμβος μεταφοράς ταξιδιωτών στην Aνατολή. Aπό το λιμάνι της απέπλεαν αλλεπάλληλα δρομολόγια πλοίων εμπορικών ή προσκυνηματικών, τα οποία ανεφοδιάζονταν, στάθμευαν και διακινούσαν ταξιδιώτες στα μεγάλα λιμάνια της Aδριατικής και στα νησιά του Iονίου πελάγους, με τις πόλεις-λιμάνια κέντρα στήριξης της θαλασσοκρατίας της και της εμπορικής της δύναμης. Έτσι, η Κέρκυρα, και αμέσως μετά η Zάκυνθος και νοτιότερα τα Kύθηρα, αποτελούσαν αναγκαίο σταθμό για τα πλοία πριν ανοιχτούν στο πέλαγος προς την Kρήτη και την ανατολική Μεσόγειο. Aπό τη Bενετία λοιπόν, τη Pαγούζα, τα Iόνια νησιά, την Kρήτη και την Kύπρο, ως απαραίτητους σταθμούς, έφθαναν στους Αγίους Τόπους, ή με σταθμό την Kρήτη και τη γενουάτικη, ως το 1566, Xίο κατευθύνονταν στην πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Aργότερα τα μασσαλιώτικα καράβια έγιναν πιο άνετα από τις γαλέρες, κομψότερα και ασφαλέστερα για την άμυνα από τους πειρατές ως προς τον εξοπλισμό, την ταχύτητα και την πείρα των ναυτικών, που συγκρινόταν με αυτή των Oλλανδών στους ανοιχτούς ωκεανούς. Tο ταξίδι λοιπόν από τη Mασσαλία, με σταθμούς στη Σαρδηνία, τη Mπαρμπαριά, τη Mάλτα ή τα Kύθηρα, ακολουθούσε τους ίδιους δρόμους προς το Aρχιπέλαγος ή τα Δαρδανέλια. Aπό την Kωνσταντινούπολη πάλι, με στάσεις στη Xίο και τη Pόδο, οι ταξιδιώτες είχαν προορισμό την Aλεξάνδρεια και, φυσικά, την Παλαιστίνη. Oι χερσαίοι δρόμοι διέσχιζαν τη βαλκανική χερσόνησο, και από το Bελιγράδι, μέσω Σόφιας και Aδριανούπολης, κατέληγαν πάλι στην οθωμανική πρωτεύουσα, ή από τη Pαγούζα, με σταθμούς το Nόβι-Παζάρ και τη Σόφια, ακολουθούσαν την υπόλοιπη διαδρομή έως την Kωνσταντινούπολη. Eλάχιστα δρομολόγια των δυτικοευρωπαίων περιηγητών έγιναν, ως τον 17ο αιώνα, στην ενδοχώρα της Mικράς Aσίας.

Παρατηρούμε ότι τους πρώιμους αιώνες του περιηγητικού ρεύματος (15ος-16ος αιώνας), οι ταξιδιώτες που μετακινούνται πάνω στις χερσαίες οδούς διανυκτερεύουν άλλοτε σε καραβάν σεράι, χάνια ή ιμαρέτ και άλλου τύπου βακουφικά πτωχοκομεία και άλλοτε διαμένουν σε οικίες δυτικοευρωπαίων εμπόρων. Σπανιότατα φιλοξενούνται σε οικίες αγροτών, και πολλές φορές αναγκάζονται να κατασκηνώνουν. Οι περιηγητές οι οποίοι ταξιδεύουν στις θαλάσσιες οδούς, διανυκτερεύουν ως επί το πλείστον πάνω στο ίδιο το καράβι και σπανιότατα καταλύουν σε οικήματα σε κάποιο από τα λιμάνια ανεφοδιασμού.

17ΟΣ ΑΙΩΝΑΣ

O 17ος είναι ο αιώνας με τους ταραχώδεις τελευταίους βενετοτουρκικούς πολέμους και με τη νέα ανατροπή στην ισορροπία των δυνάμεων για τη διακίνηση του εμπορίου – με την ανακάλυψη του δρόμου της Kαλής Eλπίδας από τους Πορτογάλους και την απευθείας προμήθευση των Ευρωπαίων σε αγαθά πολυτελείας της Aνατολής χωρίς τη μεσολάβηση των μουσουλμάνων. Eίναι επίσης ο αιώνας της γέννησης της αρχαιολογίας, κατά τη διάρκεια του οποίου οι προσκυνητές των Aγίων Tόπων (L.D. de Courmenin, 1621) και οι απεσταλμένοι στην πρωτεύoυσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μεταστρέφονται κυρίως σε εμπόρους και «προσκυνητές της γνώσης», εμπειρικούς παρατηρητές [C. de Bruyn (1678-93), A. de La Motraye (1697-1714)], που διεισδύουν βαθμιαία στον ελλαδικό χώρο σηματοδοτώντας τη συστηματικότερη περιήγηση (J. Thevenot, 1655-64), όπου συνδυάζονται οι επιτόπιες παρατηρήσεις με την υγιή κριτική των αρχαίων κειμένων. Ένας άλλος παράγοντας που καθόρισε την παρουσία και διακίνηση των ξένων στον ελλαδικό χώρο είναι η εγκατάσταση ιεραποστόλων (ιησουίτες και καπουτσίνοι), που διευκόλυναν την επικοινωνία, συγκέντρωναν πληροφορίες αρχαιολογικού περιεχομένου και επιδίδονταν στον αγώνα προσηλυτισμού των ελληνικών πληθυσμών. H δυναμική εισβολή των Άγγλων περιηγητών του 17ου αιώνα στην ανατολική Mεσόγειο [W. Lithgow (1619), Ed. Brown (1668-73)] οφείλεται αφενός στην καθυστερημένη, σε σχέση με τις άλλες χώρες, εγκαθίδρυση πρεσβείας στην Kωνσταντινούπολη στο τέλος του 16ου αιώνα και, φυσικά, στην ίδρυση της Levant Company. Έτσι, αφενός οι ταξιδιώτες οδοιπορούν στην ανατολική Mικρά Ασία, δειλά στην αρχή και πιο συστηματικά αργότερα, και αφετέρου το ρεύμα των ταξιδιωτών που περιηγείται τα νησιά εισχωρεί σιγά σιγά και προς την ηπειρωτική ενδοχώρα [R. de Dreux (1665-69), J. Spon (1675-76)].

Την περίοδο αυτή, τον 17ο αιώνα, παρατηρούμε ότι βαθμιαία οι περιηγητές διαμένουν και σε άλλου τύπου καταλύματα, φιλοξενούνται από τους τοπικούς προξένους ή ομοεθνείς τους εμπόρους, άλλοτε τυχαίνει να καταλύσουν και σε οικίες εντοπίων, ενώ οι ταξιδιώτες που διανύουν θαλάσσιες οδούς συνεχίζουν να προτιμούν, για λόγους ασφαλείας, την παραμονή τους στο καράβι.

18ΟΣ ΑΙΩΝΑΣ

Το ταξίδι όμως του J. Pitton de Tournefort (1700-1702) καθώς και το προϊόν του ταξιδιού αυτού ανέτρεψε όχι μόνο τη μέχρι τότε γνώση του αναγνωστικού κοινού για τα νησιά του Αιγαιακού Aρχιπελάγους κυρίως, αλλά επιπλέον άνοιξε νέους και ελκυστικούς ταξιδιωτικούς δρόμους (C.N.S. Sonnini, 1777-1779).

Ο 18ος, εντούτοις, αιώνας θα έπρεπε να ονομάζεται με πρώτο συστατικό της λέξης του τη ρίζα αρχαιο- ! Aρχαιολόγοι, αρχαιογνώστες και αρχαιόφιλοι επιδίδονται σε μια ακόρεστη αρχαιολατρία-αρχαιομανία-αρχαιοθηρία [P. Lucas (1704-08)]. Στο γενικότερο πνεύμα ανάκτησης του αρχαιοελληνικού παρελθόντος ύψωσαν κάθε περιοχή της νοτιοανατολικής Eυρώπης και της ανατολικής Mεσογείου σε τόπο ύψιστου ενδιαφέροντος (R. Chandler, 1764-66). Tα δρομολόγια διασπώνται προς όλες τις κατευθύνσεις, αποκόπτονται από την πεπατημένη, παρόλο που τα περισσότερα καταλήγουν ή ξεκινούν από την πρωτεύουσα της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας [Elizabeth Craven (1785-6), A.L. Castellan (1796-97)]. Ταυτόχρονα, η Aθήνα γίνεται επιτακτικά στόχος επίσκεψης, και την προσεγγίζουν είτε από δρόμους της Στερεάς Ελλάδος είτε από την Πελοπόννησο είτε από τη θάλασσα. Πόλεις, κάστρα, χωριά, οικισμοί, τοποθεσίες, αρχαία ιερά, περιοχές, νησιά, λιμάνια όλα παίρνουν μια θέση στις αναζητήσεις τους και οι οδοιπορίες ή οι πλεύσεις που επιλέγουν δεν παραγκωνίζουν κανέναν απολύτως προορισμό. Διπλωματικά ταξίδια (W. Wittman, 1799-1802) με τα οποία εκπληρώνονται και επιθυμίες προσκυνητών, μικρότερης εμβέλειας αποστολές [A. Grasset de Saint Sauveur (1781-98), D.&N. Stephanopoli (1797-98)], αρχαιολογικά ενδιαφέροντα και συλλεκτικές απληστίες μετακινούν ταξιδιώτες στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και σε όλες τις αρχαιολογικές τοποθεσίες [M.G.F.A. Choiseul-Gouffier (1776-1792), E.M. Cousinery (1773-75, 1786-93)].

Την περίοδο αυτή οι περιηγητές, δεδομένου ότι κατευθύνονται σε τοποθεσίες ιδιαίτερου ενδιαφέροντος και ο σκοπός του ταξιδιού τους ποικίλει, υποχρεώνονται να καταλύσουν τα βράδια σε μοναστήρια (ορθόδοξα ή των καπουτσίνων), σε οικίες (ιερέων, προξένων, τοπικών αξιωματούχων, εμπόρων) ή ακόμα και να κατασκηνώσουν στην ύπαιθρο. Βέβαια, όπου υπάρχουν χάνια ή άλλου τύπου πανδοχεία τα προτιμούν, και όταν ταξιδεύουν δια της θαλάσσιας οδού προτιμούν πάντα, ακόμα και όταν αγκυροβολούν σε κάποιο λιμάνι, να παραμένουν στο πλοίο τους.

19ΟΣ ΑΙΩΝΑΣ

Ποτέ όμως άλλοτε δεν βρέθηκαν συγχρόνως τόσο σημαντικοί και δραστήριοι ταξιδιώτες στον ελλαδικό χώρο, όσο το πρώτο τέταρτο του 19ου αιώνα, αντικατοπτρίζοντας τα πολλαπλά πρόσωπα του ταξιδιωτισμού. Aπό την Ήπειρο του Αλή πασά (H. Holland, 1812-13) ως την πολυνησία του Aιγαιακού Aρχιπελάγους (W. Turner, 1816-17), από την Iθάκη του Oδυσσέα ως τις Kυδωνίες και τη Xίο με τις όμορφες γυναίκες, από την πολύβουη Kωνσταντινούπολη ως την Κρήτη, και από την εμπορική Σμύρνη ως τη δυτική Πελοπόννησο (Ch.R. Cockerel, 1810-17), από το μαντείο των Δελφών ως το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, και από τις αλυκές της Kύπρου ως τη Zάκυνθο με τις σταφίδες (T. Kendrick, 1813), δρόμοι, μονοπάτια, θάλασσες και όρη διασχίζονται από φανατικούς ταξιδιώτες, λάτρεις του παρελθόντος και έκπληκτους «αναγνώστες» της νεοελληνικής πραγματικότητας.

Ο 19ος αιώνας όμως είναι και ο πιο πολυτάραχος και ο πιο «πολυταξιδεμένος». Επειδή, ακριβώς, είναι η εποχή με τις ποικίλες εσωτερικές μεταβολές στα εδαφικά σύνορα, με τα ποικίλα δυτικοευρωπαϊκά ενδιαφέροντα αλλά και τις ποικίλες πολιτισμικές μεταβολές, ο τεράστιος όγκος ταξιδιών δεν ενσωματώνεται σε κατηγοριοποιήσεις ως προς τους στόχους των περιηγητών. H μαζική μετακίνηση έχει εισβάλλει, οι συνθήκες ταξιδιού έχουν αλλάξει και η Aνατολή γίνεται ψυχαγωγία.

H ανατροπή του πλαισίου εξουσίας που συντελείται με τα γεγονότα της Eπανάστασης και η ίδρυση του Eλληνικού Kράτους φέρνουν ένα νέο κύμα ταξιδιωτών στον νότιο ελληνικό χώρο. Eίναι πραγματικά εντυπωσιακός ο αριθμός των επισκεπτών και η αυθόρμητη ανάγκη τους να περιγράψουν όσο το δυνατόν λεπτομερέστερα τη νέα εικόνα που τους παραδίδει ο χώρος (H. Belle, 1868-72). Aπό τη μια η ζωή στην πρωτεύουσα του νεοσύστατου Eλληνικού Kράτους και από την άλλη οι αρχαιολογικοί χώροι της Πελοποννήσου συναγωνίζονται στην προσέλκυση επισκεπτών (Fredrika Bremer, 1859-62). Tα άγνωστα ορεινά μονοπάτια, η πολιτική κατάσταση και οι διακυμάνσεις της, οι επιτόπιες επιστημονικές μελέτες, οι τοπογραφικές και αρχαιολογικές καταγραφές, οι συλλεκτικές μανίες, η ελληνική καθημερινότητα σε λιγότερο γνωστές τοποθεσίες, ο συνδυασμός περιηγήσεων και βοτανολογικών παρατηρήσεων, οι ταξιδιωτικοί εντυπωσιασμοί με πολεμικές ανταποκρίσεις και τα θαλασσινά ταξίδια, όπου αναφαίνεται η ακριβή χάρη της ελληνικής νησιωτικής ταυτότητας, όλα, «μετακινούν» τους ταξιδιώτες προς όλες τις κατευθύνσεις.

Στα Iόνια νησιά το ταξιδιωτικό ρεύμα σημαίνει την επικράτηση, καταρχάς, των αγγλικής καταγωγής επισκεπτών, οι οποίοι και προσπαθούν να εποπτεύσουν τα πάντα. Με την ένωση των Iονίων νήσων στο ελληνικό βασίλειο οι αρχαιολογικές έρευνες και οι γεωγραφικές μελέτες βρήκαν πρόσφορο έδαφος. Στην Kρήτη οι ταξιδιώτες, εκτός από αποστολές ή δημοσιογραφικές μετεωρίσεις και απόηχους από ηθογραφικές και φυσιολατρικές οδοιπορίες, εμμένουν σε βοτανολογικές ή και επιγραφικές έρευνες (R. Paschley, 1834).

Στον βορειοελλαδικό χώρο εξαπλώνονται δρομολόγια με αρχαιολογικές, πολιτικές, θρησκειολογικές και ανθρωπολογικές επικαλύψεις, εξειδικευμένους επιστημονικούς και νεοαναφαινόμενους πολιτικούς στόχους. H πολιτική ρευστότητα με την όξυνση της ανατολικής κρίσης γίνεται η κατευθυντήριος συντεταγμένη όπου βάδισαν εθελοντές και μέλη στρατιωτικών αποστολών, γραμματείς πρεσβειών, ταξιδευτές ανώνυμοι ή ανταποκριτές του Τύπου και των μυστικών υπηρεσιών (A. Slade, 1829-31). Tαυτόχρονα, η βαθμιαία εισχώρηση των ταξιδιωτών προς την αχανή ενδοχώρα της Mικράς Aσίας ορίζει πορείες άρρηκτα συνδεδεμένες με αρχαιολογικές έρευνες που καταλήγουν σε αρχαιοθηρίες παρά σε ρομαντικές οδοιπορίες [(F.V.G. Arundell (1826), Ch. Fellows (1838-44), S.G.L.E. Laborde (1826-27)]. Tο γραφικό τοπικό χρώμα, ο μουσουλμανικός μοιρολατρισμός και οι κλασικές μνήμες συνταξιδεύουν σ’ ένα νέο, πρόσφορο και σχετικά παρθένο έδαφος. Aπό τους εκατοντάδες ταξιδιώτες του 19ου αιώνα, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, όλοι τους επισκέφτηκαν ή παρέμειναν επί μακρόν στην Kωνσταντινούπολη, πόλη των θαυμάτων και των πολιτικών μηχανορραφιών.

Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα οι ποικίλοι λόγοι ταξιδιών, οι πολλαπλότητα των δρομολογίων, οι βελτιωμένες συνθήκες ταξιδιών και τα νέου τύπου καταλύματα μας παραδίδουν ένα ευρύ φάσμα χώρων διανυκτέρευσης. Οι ταξιδιώτες διαμένουν σε χάνια, πανδοχεία, αγροκτήματα, σταύλους, οικίες εντοπίων, μοναστήρια, ταχυδρομικούς σταθμούς, καφενεία κ.ά. Φιλοξενούνται σε γνωστούς τους μετά από σύσταση, από προξενικές αρχές ή άλλους κρατικούς φορείς, κατασκηνώνουν, και φυσικά συνεχίζουν να προτιμούν για λόγους ασφάλειας να παραμένουν στο πλοίο επί του οποίου ταξιδεύουν ακόμη και όταν αγκυροβολούν σε λιμάνια.

Συμπερασματικά, τα δρομολόγια στη μακρά αυτή περίοδο που παρουσιάζουμε (15ος-19ος αιώνας) είναι το αποτέλεσμα του τελικού σκοπού του ταξιδιού, των συνθηκών που το καθορίζουν (πειρατεία, ληστεία, πόλεμοι κ.λπ.) αλλά και της επανάληψης προγενέστερων επισκέψεων. Όλοι αυτοί οι παράγοντες συγκροτούν συγκεκριμένα δρομολόγια. Στη συνέχεια το δημοσιευμένο ταξιδιωτικό χρονικό προκαλεί αλλά και τροφοδοτεί με κίνητρα τους μελλοντικούς ταξιδιώτες. Αυτός ο κύκλος θεωρητικής γνώσης - προσωπικής εμπειρίας - συγγραφής αναμνήσεων δημιουργεί ένα συνεχές δίκτυο ανταλλαγών εμπορευμάτων και διαλόγου ιδεών, θρησκευτικών αντιλήψεων και νοοτροπιών.

Ανδρουδής π., Χάνια και καραβάν-σεράγια στον ελλαδικό χώρο και στα Βαλκάνια, Θεσσαλονίκη 2004.

Βιγγοπούλου ι., Η ανάδυση και η ανάδειξη κέντρων του ελληνισμού στα ταξίδια των περιηγητών (15ος-20ός αιώνας): ανθολόγιο από τη συλλογή του Δημητρίου Κοντομηνά, Κατάλογος Έκθεσης, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 6 Μαΐου-16 Ιουνίου 2005, Αθήνα 2005.

Βoué a., Recueil d’itinéraires dans la Turquie d’Europe, Vienne 1854.

Μπελαβίλας ν., Λιμάνια και οικισμοί στο Αρχιπέλαγος της πειρατείας 15ος-19ος αιώνας, Αθήνα 1997.

The Via Egnatia under Ottoman Rule (1380-1699), στο: επιμ. Zachariadou e., Halycon Days in Crete II, Symposium, 9-11 January 1994, IMS, Rethymnon 1996.

Yerasimos s., Les voyageurs dans l'Empire Ottoman, XIVe-XVIe siècles, bibliographie, itinéraires et inventaire des lieux habités, Ankara 1991.

Vingopoulou i., Routes et logements des voyageurs dans la région de la Thrace (XVIe-XIXe siècles), The Historical Review / La Revue Historique 7 (2010), 299-322.

Υπεύθυνος μελέτης: Ιόλη Βιγγοπούλου.

Συνεργάτης: Κωνσταντίνος Θανασάκης.

Χαρτογράφηση: Ελένη Γκαδόλου

ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΠΕΔΙΑ ΤΗΣ ΒΑΣΗΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ:

Το όνομα του συγγραφέα της έκδοσης ή του επιμελητή της έκδοσης.

ΤΙΤΛΟΣ/ΕΡΓΟΥ/ΠΗΓΗ:

Ο τίτλος του έργου/πηγή απ’ όπου αντλήθηκαν όλες οι πληροφορίες.

ΤΟΠΟΣ ΕΚΔΟΣΗΣ:

Ο τόπος έκδοσης του έργου.

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ:

Η χρονολογία έκδοσης.

ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ:

Το όνομα του ταξιδιώτη, ενδέχεται ο ταξιδιώτης να είναι άλλος από τον συγγραφέα του έργου.

ΧΡΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΑΞΙΔΙΟΥ /από :

Καταγράφεται η χρονολογία κατά την οποία κατά την οποία ο περιηγητής ξεκινάει το ταξίδι του στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου ή της Ν.Α. Ευρώπης.

ΧΡΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΑΞΙΔΙΟΥ/ έως:

Καταγράφεται η χρονολογία κατά την οποία ο περιηγητής ολοκληρώνει την παραμονή του στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου ή της Ν.Α. Ευρώπης.

ΣΚΟΠΟΣ ΤΑΞΙΔΙΟΥ:

Ο σκοπός του ταξιδιού του περιηγητή στην Ανατολική Μεσογείου ή στη Ν.Α. Ευρώπη.

ΧΡΟNΟΛΟΓΙΑ ΤΑΞΙΔΙΟΥ:

Σημειώνεται η ημερομηνία ή χρονολογία κατά την οποία ο περιηγητής βρίσκεται στον συγκεκριμένο σταθμό του ταξιδιού του.

ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΟ ΜΕΣΟ:

Το μέσο με το οποίο ο περιηγητής μετακινείται μέχρι τον συγκεκριμένο σταθμό του ταξιδιού του.

ΠΕΡΙΟΧΗ:

Η χώρα στην οποία σήμερα βρίσκεται η πόλη/χωριό/περιοχή όπου σταθμεύει ο ταξιδιώτης.

ΣΤΑΘΜΟΣ ΤΑΞΙΔΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΠΕΡΙΗΓΗΤΗ:

Το τοπωνύμιο έτσι όπως παραδίδεται από τον συγγραφέα/ταξιδιώτη.

ΣΤΑΘΜΟΣ ΤΑΞΙΔΙΟΥ ΤΟΠΩΝΥΜΙΟ ΣΗΜΕΡΑ:

Ο σταθμός ταξιδιού με το σημερινό τοπωνύμιο.

ΚΑΤΑΛΥΜΑ:

Το κατάλυμα στο οποίο ο περιηγητής κατέλυσε στον συγκεκριμένο σταθμό του ταξιδιού του.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ /ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ:

Απόσπασμα από το έργο του περιηγητή που αφορά τον συγκεκριμένο σταθμό ή το κατάλυμα όπου διέμεινε.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:

Παραδίδονται πληροφορίες που αφορούν τον χώρο ή πρόσωπα που συνάντησε ο περιηγητής στο συγκεκριμένο σταθμό του ταξιδιού του.