Οι «ελληνόφωνοι» έμποροι της Κωνσταντινούπολης, της νότιας Βαλκανικής, της Μικράς Ασίας και των νησιών

Mαρία Γερολυμάτου

Το έργο Δίκτυα εμπόρων (9ος-15ος αιώνας): Οι «ελληνόφωνοι» έμποροι της Κωνσταντινούπολης, της νότιας Βαλκανικής, της Μικράς Ασίας και των νησιών έχει ως στόχο την καταγραφή και αξιοποίηση των πληροφοριών σχετικά με τη δράση «ελληνοφώνων» εμπόρων στον συγκεκριμένο χώρο. Ο προσανατολισμός του έργου είναι ανθρωποκεντρικός και αποσκοπεί στη συγκέντρωση υλικού για τη δημιουργία μιας προσωπογραφίας των εμπλεκομένων στο εμπόριο (εμπόρων, πλοιοκτητών, κάθε είδους μεταφορέων, κρατικών λειτουργών) στο Βυζάντιο από τον 9ο μέχρι τον 15ο αιώνα.

Ο όρος «ελληνόφωνος» δεν προσλαμβάνει στο συγκεκριμένο έργο εθνικό περιεχόμενο. Το Βυζάντιο ήταν πολυεθνική αυτοκρατορία, στην οποία διαφορετικοί λαοί και ομάδες συμβίωναν κάτω από την αιγίδα του αυτοκράτορα. Ο εξελληνισμός του κράτους, διαδικασία αργή, συντελέστηκε σταδιακά. Τον 9ο ωστόσο αιώνα, terminus post της καταγραφής, η χρήση της ελληνικής γλώσσας ήταν γενικευμένη. Για αυτό τον λόγο η καταγραφή στηρίχθηκε στην παραδοχή ότι οι αναφορές στις πηγές της περιόδου σε εμπόρους, για τους οποίους δεν υπάρχει σαφής ένδειξη ότι προέρχονταν από περιοχές εκτός της βυζαντινής επικράτειας, αφορούν σε «ελληνοφώνους». Πρέπει επίσης να ληφθεί υπ’ όψιν ότι διάφορες ομάδες (Σλάβοι, Τούρκοι, Αρμένιοι, Βλάχοι), οι οποίες διαβιούσαν στην αυτοκρατορία, χρησιμοποιούσαν κατά πάσα πιθανότητα τόσο τη δική τους γλώσσα όσο και την ελληνική για την καθημερινή επικοινωνία τους, ειδικά όσον αφορά στην επαφή τους με τα όργανα της βυζαντινής διοίκησης.

Ο όρος «ελληνόφωνοι» χρησιμοποιείται επομένως συμβατικά, για να δηλώσει τους εγκατεστημένους στα εδάφη του Βυζαντίου, οι οποίοι είχαν την ελληνική ως κύρια, αλλά όχι υποχρεωτικά αποκλειστική, γλώσσα επικοινωνίας. Αντιθέτως, δεν συμπεριελήφθησαν στη βάση ξένοι υπήκοοι που διαβίωναν για μικρότερες ή μεγαλύτερες περιόδους στο Βυζάντιο, όπως συνέβη κυρίως με δυτικούς εμπόρους, οι οποίοι από τον 12ο αιώνα και μετά κατέκλυσαν την Κωνσταντινούπολη και άλλες αγορές της βυζαντινής επικράτειας. Αν και είναι σχεδόν βέβαιο πως η πλειονότητα των ξένων εμπόρων που επισκέπτονταν τις βυζαντινές αγορές γνώριζαν, τουλάχιστον στοιχειωδώς, τη δημώδη μεσαιωνική ελληνική προκειμένου να πραγματοποιούν τις συναλλαγές τους, δεν έχουν περιληφθεί στη βάση, επειδή δεν ικανοποιούσαν το κριτήριο της μόνιμης εγκατάστασης.

Κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο το Βυζάντιο απώλεσε σταδιακά όλα τα εδάφη του, με εξαίρεση τις κτήσεις του στη νότια Πελοπόννησο. Για λόγους μεθοδολογικούς δεν περιελήφθησαν στην καταγραφή μαρτυρίες που χρονολογούνται μετά το 1204 και αφορούν σε περιοχές που περιήλθαν στη λατινική κυριαρχία. Βεβαίως, είναι αναμφισβήτητο ότι ελληνόφωνοι έμποροι, είτε αυτοί ήταν γηγενείς, είτε προέρχονταν από άλλες περιοχές, δραστηριοποιούνταν και μάλιστα έντονα σε αυτές τις περιοχές. Η αρχή της εξαίρεσης από τη βάση αυτών των περιπτώσεων δεν εφαρμόστηκε στην πράξη με απόλυτη αυστηρότητα. Έτσι, ο χρήστης θα συναντήσει ενδεχομένως ορισμένες περιπτώσεις ελληνοφώνων εμπόρων, οι οποίοι ταξίδευαν για τις δουλειές τους από περιοχές που ανήκαν στη βυζαντινή επικράτεια ή βρίσκονταν κάτω από την ελληνική, με την ευρύτερη έννοια, κυριαρχία, σε λατινοκρατούμενες περιοχές, ή σε κτήσεις των ιταλικών ναυτικών δυνάμεων στον Εύξεινο Πόντο και την Αδριατική.

Οι πηγές που αξιοποιήθηκαν ήταν ποικίλες. Για τη μεσοβυζαντινή περίοδο χρησιμοποιήθηκαν κυρίως ιστοριογραφικά και αγιολογικά κείμενα, καθώς και χρονογραφίες. Οι πηγές αυτές παρουσιάζουν το μειονέκτημα ότι οι πληροφορίες που παρέχουν σχετικά με εμπορικά δίκτυα είναι, εκτός εξαιρέσεων, τυχαίες. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ο ίδιος ο έμπορος δεν αποτελεί αντικείμενο ενδιαφέροντος για τον συγγραφέα, επομένως ο ερευνητής είναι αναγκασμένος να αρκεστεί στις λιγοστές πληροφορίες που μπορεί να εκμαιεύσει από την πηγή, ή στα συμπεράσματα που συνάγονται από έμμεσα στοιχεία. Από την ύστερη βυζαντινή περίοδο, ιδιαίτερα τον 14ο και τον 15ο αιώνα, αξιοποιήθηκαν διαφορετικής φύσης πηγές, όπως οι σωζόμενες αποφάσεις του πατριαρχικού δικαστηρίου στην Κωνσταντινούπολη, οι οποίες αφορούσαν συχνά σε οικονομικής φύσης διαφορές μεταξύ εμπόρων, ιδιωτικά δικαιοπρακτικά έγγραφα σχετικά με συναλλαγές ξένων υπηκόων στις οποίες εμπλέκονταν ελληνόφωνοι έμποροι, καθώς και λογιστικά κατάστιχα. Τα πλεονεκτήματα των συγκεκριμένων πηγών σε σχέση με αυτές τις προηγούμενες περιόδου είναι σαφή, αφού στόχος τους ήταν η ακριβής καταχώριση εμπορικών συναλλαγών. Φυσικά, η αποδελτίωση των πηγών κάθε άλλο παρά ενδελεχής ήταν. Η βάση έχει δυναμικό χαρακτήρα και μεγάλα περιθώρια εμπλουτισμού.

Η καταγραφή κινείται γύρω από δύο άξονες:

α) μετακινήσεις εμπόρων

β) διακίνηση αγαθών

Συνιστάται ο χρήστης να δει τους χάρτες συνδυαστικά.

Στον διαδραστικό άτλαντα εμφανίζονται ο τόπος αφετηρίας του εμπόρου και ο προορισμός του ταξιδιού του, ο οποίος θεωρείται, συμβατικά, ότι ταυτίζεται με τον τόπο διάθεσης του μεταφερόμενου αγαθού. Σε λίγες περιπτώσεις είναι δυνατό να προσδιοριστούν ορισμένοι από τους ενδιάμεσους σταθμούς της διαδρομής. Συχνά ωστόσο, δεν υπάρχει η έννοια της μετακίνησης του εμπόρου, με την έννοια ότι ένα αγαθό εμπορευματοποιείται στον ίδιο τόπο. Με την ευρύτερη λοιπόν σημασία, στην έννοια του δικτύου υπάγονται και συναλλαγές που πραγματοποιούνται στον ίδιο τόπο. Τέλος, υπάρχει η περίπτωση στην οποία ο έμπορος δεν είχε καμία εμπλοκή με τη φυσική του παρουσία στη διακίνηση του αγαθού, την οποία ανελάμβαναν άλλοι για λογαριασμό του.

Ο τόπος παραγωγής ενός εμπορεύματος, ειδικά σε περιπτώσεις εκτεταμένων δικτύων, είναι δύσκολο να εξακριβωθεί. Συχνά ο έμπορος διακινούσε εμπορεύματα τα οποία δεν είχαν παραχθεί στον τόπο αφετηρίας του ταξιδιού του. Σε άλλες πάλι περιπτώσεις υπάρχει συμβατική ταύτιση του τόπου αφετηρίας του εμπόρου και του τόπου εξαγωγής των αγαθών τα οποία διακινεί, καθώς οι πηγές δεν επιτρέπουν να τους διαφοροποιήσουμε. Άλλοτε, ο γεωγραφικός εντοπισμός δεν μπορεί να είναι ακριβής, επειδή η πηγή αρκείται σε μια γενικόλογη αναφορά (Ἀσία, Ἀνατολή, Ἑλλάς, Πελοπόννησος, Μακεδονία, Βλαχία κτλ.). Σε αυτές τις περιπτώσεις έχει επιλεγεί ένα συμβατικό σημείο της ευρύτερης περιοχής.

Σοβαρά προβλήματα προέκυψαν επίσης όσον αφορά στη χρονολογία. Πολύ συχνά δεν ήταν δυνατό να χρονολογηθεί με ακρίβεια μια μαρτυρία, και συνεπώς να ενταχθεί επαρκώς το δίκτυο στο χωροχρονικό πλαίσιο. Οι περιπτώσεις για τις οποίες διαθέτουμε ακριβή χρονολογικά στοιχεία προέρχονται από συγκεκριμένες κατηγορίες πηγών, όπως είναι τα λογιστικά κατάστιχα και τα δικαιοπρακτικά έγγραφα και δευτερευόντως τα σημειώματα κωδίκων, τα οποία αναφέρονται σε συγκεκριμένες συναλλαγές. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις η πληροφορία για τη λειτουργία του δικτύου μπορεί να χρονολογηθεί κατά προσέγγιση, η οποία ποικίλλει. ´Ετσι, υπάρχουν πληροφορίες οι οποίες μπορούν να χρονολογηθούν με ακρίβεια ενός τετάρτου του αιώνα, ενώ άλλες μπορούν να ενταχθούν απλώς στη διάρκεια ενός αιώνα ή ακόμη και περισσότερων αιώνων. Στην τελευταία αυτήν περίπτωση πρόκειται συνήθως για δίκτυα τα οποία λειτουργούσαν για μια μεγάλη χρονική περίοδο, υπάρχει, δηλαδή, η έννοια της επαναληπτικότητας. Από αυτή τη διαπίστωση, δεν συνεπάγεται βέβαια το αντίθετο, ότι, δηλαδή, μαρτυρίες οι οποίες αφορούν σε συγκεκριμένο πρόσωπο και συγκεκριμένη συναλλαγή δεν αποτελούν υποσύνολο ενός δικτύου με μεγάλη χρονικά διάρκεια λειτουργίας.

Δεδομένης της φύσης των πηγών μας, το όνομα του εμπόρου, στις περισσότερες περιπτώσεις που εντάσσονται χρονικά στη μεσοβυζαντινή περίοδο, δεν αναφέρεται. Οι πληροφορίες, όμως, έπρεπε να αξιοποιηθούν και για αυτό τον λόγο καταγράφηκαν. Υιοθετήθηκε η αρχή να μην συμπεριληφθούν στην καταγραφή των πληροφοριών οι παραγωγοί αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων, οι οποίοι διοχέτευαν τη δική τους αγροτική παραγωγή, ή άτομα για τα οποία υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι αγόραζαν αγαθά για την ικανοποίηση ατομικών ή οικογενειακών αναγκών και όχι για να τα επαναδιαθέσουν στην αγορά. Συχνά, υπήρχε δυσκολία προκειμένου να διευκρινιστεί αν ο/οι συναλλασσόμενος/οι ήταν έμπορος/οι ή αν ήταν απλώς άτομα που αγόραζαν ή πωλούσαν αγαθά, χωρίς ωστόσο να είναι έμποροι με την αυστηρή έννοια του όρου, του ανθρώπου, δηλαδή, που αγοράζει για να μεταπωλήσει έχοντας ως στόχο την αποκόμιση κέρδους.

Στην αποδελτίωση των πηγών διατηρήθηκε η ορθογραφία και ο τονισμός των ονομάτων, όπως παραδίδονται από την πηγή. Επίσης, τα πραγματολογικά στοιχεία, τα οποία αφορούν κυρίως στα διακινούμενα αγαθά, στην περίπτωση που δεν είναι στα ελληνικά, παρατίθενται όπως είναι, ενώ στον σχετικό σχολιασμό γίνεται απόπειρα να διευκρινιστεί το περιεχόμενο των σχετικών όρων.

ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΕΡΓΟΥ: Μαρία Γερολυμάτου (με τη συνεργασία του Γεράσιμου Μέριανου)

ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ: Μαρίλια Λυκάκη

ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ: Ελένη Γκαδόλου, Παναγιώτης Στρατάκης