Αρχείο Γερούση

Μαρία Χριστίνα Χατζηιωάννου

Το ιδιωτικό αρχείο Γερούση, που απόκειται στο Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνώνμετά από δωρεά της οικογένειας Χαιρέτη, συνιστά μία εξαιρετικά πλούσια πηγή πληροφοριών για έναν ιδιαίτερα αξιόλογο, «μεσαίο» ελληνικό εμπορικό οίκο του19ου αιώνα, που δραστηριοποιήθηκε στο θαλάσσιο διαμετακομιστικό εμπόριο της ανατολικής Μεσογείου. Ο χαρακτηρισμός «μεσαίος» αποδίδεται στα μέλη του εμπορικού οίκου τόσο για τον ρόλο τους ως ενδιάμεσων στο εμπόριο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Ελλάδας όσο και για το μέγεθος των κεφαλαίων τους. Η σημασία του αρχείου, που συνιστά ένα από τα πρωιμότερα σωζόμενα ελληνικά εμπορικά αρχεία, δεν περιορίζεται στον θησαυρό πρωτογενών στοιχείων που περιλαμβάνει.Αφορά, εξίσου, τη δυνατότητα που παρέχει στον μελετητή να διερευνήσει τον τρόπο λειτουργίας μίας συγκεκριμένης εμπορικής επιχείρησης, τις διαφορετικές στρατηγικές που ανά διαστήματα ακολούθησε, τη δυναμική αλλά και τα όρια της επέκτασής της στο οριοθετημένο, γεωγραφικά και χρονικά, πλαίσιό της, την ανατολική Μεσόγειο κατά τις δεκαετίες του 1820 και 1830. Παράλληλα, η έρευνα της εμπορικής αλληλογραφίας, ενός πολύ σημαντικού τμήματος του αρχείου, καθιστά ανάγλυφες την έννοια και τις διαστάσεις του εμπορικού/κοινωνικού δικτύου, ενός γόνιμου εργαλείου για την προσπέλαση και την ερμηνεία καίριων πτυχών της οικονομικής ιστορίας και της ιστορίας των επιχειρήσεων. Το αρχείο του οίκου Γερούση προσφέρει, επίσης, «κλειδιά» για τη μελέτη της οικογενειακής επιχείρησης, η οποία συνιστά μιααπό τις πιο ανθεκτικές δομέςτης ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.

Το αρχείο αποτελείται από χιλιάδες λυτά έγγραφα των ετών 1823-1869, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν οι λογαριασμοί (20% του συνόλου των εγγράφων), τα συμφωνητικά (19%), η εμπορική αλληλογραφία, διάφορα κατάστιχα-τετράδια (ισολογισμοί και πρόχειρα από τα έτη 1826-1870) και, επίσης, ποικίλα έγγραφα-κατάστιχα. Η εμπορική αλληλογραφία συνιστά πολύ σημαντικό τμήμα του αρχείου, κοντά το 35% από τα περίπου 6.000 λυτά έγγραφα, και καλύπτει την περίοδο 1823-1845, ιδίως τα έτη 1823-1838.

Πρωταγωνιστές του αρχείου είναι τα τρία αδέλφια Σωτήρης, Μανώλης και Κωνσταντίνος Γερούσης. Γεννήθηκαν στα τέλη του 18ου αιώνα και ανδρώθηκαν στη Σμύρνη, που είχε αναδειχθεί ήδη από τον 17ο αιώνα ως το σημαντικότερο εμπορικό κέντρο της Μικράς Ασίας και κύρια εξαγωγική πύλη για την πλούσια αγροτική, κτηνοτροφική και βιοτεχνική παραγωγή της Οθωμανικής Ανατολίας (βαμβάκι, μαλλί, μετάξι, βαφικές ύλες, χαλιά κ.ά.). Οι Γερούση είχαν συστήσει εμπορικό οίκο στη Σμύρνη και στην Τεργέστη ήδη πριν από την επανάσταση του 1821, αλλά οι ιδιαίτερα ρευστές συνθήκες της επαναστατικής δεκαετίας τούς ώθησαν να διευρύνουν την επιχειρηματική τους δράση, επιλέγοντας ένα ευέλικτο εταιρικό σχήμα. Εκμεταλλεύθηκαν επωφελώς το αναπτυσσόμενο, διαμετακομιστικό λιμάνι της Ερμούπολης –στην οποία είχε εγκατασταθεί ο Μανώλης Γερούσης από το 1823– και οργάνωσαν ένα προσωπικό δίκτυο, το οποίο εξυπηρετούσε τόσο τη διακίνηση αγροτικών προϊόντων όσο και την εισαγωγή μεταποιημένων αγαθών. Ο Σωτήρης Γερούσης μετοίκησε το 1826-1827 στην Τεργέστη, πόλη-κλειδί για τον εμπορικό οίκο, καθώς μέσω αυτής πραγματοποιείτο η σύνδεση με τις ευρωπαϊκές αγορές.

Τη διεύθυνση του καταστήματος της Σμύρνης, που παρέμεινε ένα από τα βασικότερα κέντρα της επιχείρησης, κατείχε από το 1827 ο μικρότερος αδελφός, Κωνσταντίνος Γερούσης. Ο Κωνσταντίνος φρόντιζε αφενός για την τροφοδότηση του καταστήματος του Σωτήρη Γερούση με πελατεία και αφετέρου για την εξαγωγή ποικίλων αγροτικών προϊόντων. Η επιχείρηση εκδήλωσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη σταφίδα, ενώ σημαντική ήταν και η διακίνηση των σφουγγαριών,μία από τις πιο κερδοφόρες επιχειρήσεις του οίκου, η οποία εξασφαλιζόταν με τη συνεργασία Καλύμνιων σφουγγαράδων.

Στην Ερμούπολη, λιμάνι που αναδείχθηκε την περίοδο της Επανάστασης σε κύριο διαμετακομιστικό λιμάνι της ανατολικής Μεσογείου χάρη, ανάμεσα σε άλλα, στην εγκατάσταση χιλιάδων προσφύγων, οι Γερούση κατόρθωσαν να εδραιωθούν ως ένας από τους ευυπόληπτους εμπορικούς οίκους, διακινώντας πλήθος μεταποιημένων ευρωπαϊκών ειδών (υφασμάτων, γυαλικών), που φανέρωναν και τη σταδιακή υιοθέτηση αστικών καταναλωτικών προτύπων στα κέντρα της ανατολικής Μεσογείου. Παράλληλα,δραστηριοποιήθηκαν σε ιδιαίτερα κερδοφόρες ευκαιριακές αγορές, όπως την ανακύκλωση πολεμικών κανονιών, και τροφοδότησαν τις εφήμερες καταναλωτικές ανάγκες της Αθήνας και του Ναυπλίου.

Κύριος, ωστόσο, άξονας της δράσης του εμπορικού οίκου παρέμενε η σύνδεση με την Τεργέστη, το μεγαλύτερο λιμάνι της Αψβουργικής Μοναρχίας, και αφορούσε τόσο την εκτέλεση εμπορικών παραγγελιών (commissioni) όσο και το γενικό εισαγωγικό-εξαγωγικό εμπόριο. Το κατάστημα της Τεργέστης είχε την πρωτοκαθεδρία στο δίκτυο του εμπορικού οίκου και ο εκεί εγκατεστημένος Σωτήρης Γερούσης ήταν ο ιθύνων νους της επιχείρησης.

Τελευταίος σταθμός του εμπορικού οίκου, αλλά και της εμπορικής αλληλογραφίας, ήταν το λιμάνι της Πάτρας, όπου τα αδέλφια Γερούση εγκαταστάθηκαν σταδιακά από τα μέσα της δεκαετίας του 1830. Η μετοίκηση στην Πάτρα συνεπαγόταν μία ριζική αλλαγή στην επιχειρηματική φυσιογνωμία του οίκου, καθώς οι Γερούση κινήθηκαν κυρίως προς την αγορά αγροτικής γης καιστην εμπορία της σταφίδας, κύριου προϊόντος της περιοχής, ενώ αργότερα δραστηριοποιήθηκαν και στον χρηματοπιστωτικό τομέα.

ΤΕΡΓΕΣΤΗ

Η Τεργέστη, ελεύθερος λιμένας (portofranco) από το 1719, ήταν το κύριο θαλάσσιο λιμάνι της Αψβουργικής Αυτοκρατορίας κατά τον 19ο αιώνα, μέσο διείσδυσης και επιβολής της αυστριακής επιρροής στην Αδριατική Θάλασσα και πύλη εισόδου για μεγάλο κομμάτι του εισαγωγικού εμπορίου της μεγάλης σε πληθυσμό και έκταση κεντροευρωπαϊκής αυτοκρατορίας. Παράλληλα, από τη δεκαετία του 1830 η Τεργέστη λειτουργούσε και ως έδρα μίας από τις πρωιμότερες μεσογειακές ατμοπλοϊκές εταιρείες (Lloyd Austriaco) καθώς και ως ναυπηγικό κέντρο. Παγκόσμιας εμβέλειας ήταν επίσης η ανάπτυξη του ασφαλιστικού τομέα. Στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, μειονοτικές εθνικές κοινότητες, όπως οι Έλληνες και οι Σέρβοι, διαχειρίστηκαν μεγάλοτμήμα της εμπορικής και ναυτιλιακής κίνησης στο ελεύθερο λιμάνι εκμεταλλευόμενοι καταρχήν τη θρησκευτική ανεκτικότητα στην αψβουργική επικράτεια στο τέλος του 18ου αιώνα, αλλά και την επιθυμία των κεντρικών αρχών να επεκτείνουν και να εμβαθύνουν τις εμπορικές σχέσεις με το Λεβάντε.

Η Τεργέστη ήταν επίσης πόλη-κλειδί για το δίκτυο του εμπορικού οίκου των Αδελφών Γερούση, καθώς μέσω αυτής πραγματοποιούταν η σύνδεση με τα άλλες δυτικές αγορές. Το αυστριακό λιμάνι ήταν άλλωστε κέντρο οικονομικής πληροφόρησης, απαραίτητης για την εμπορική πρόβλεψη. Με την εγκατάσταση του Σωτήρη Γερούση στην Τεργέστη, το 1826-1827, και μέχρι το 1835 οπότε και μετοίκησε στην Πάτρα, λειτουργούσε το εμπορικό τρίγωνο Σμύρνη-Ερμούπολη-Τεργέστη. Κύρια οικονομική δραστηριότητα του εμπορικού οίκου Γερούσης-Ιωαννίδης, αλλά και του ίδιου του Σωτήρη Γερούση αποκλειστικά, ήταν η εκτέλεση εμπορικών παραγγελιών και το γενικό εισαγωγικό-εξαγωγικό εμπόριο. Οι εταιρείες που σχημάτισαν οι Γερούση στη Σμύρνη και στην Ερμούπολη υπάγονταν ουσιαστικά στην Τεργέστη, καθώς ο Σωτήρης Γερούσης ήταν ο ιθύνων νους του εμπορικού οίκου.

Περίπου το 66% (1.032 τεκμήρια) των χρονολογημένων εμπορικών επιστολών του Αρχείου Γερούση απευθύνονταν σε εμπόρους-εμπορικούς οίκους της Τεργέστης. Από αυτά, σχεδόν αποκλειστικά στον Σωτήρη Γερούση απευθύνονταν οι 841 επιστολές (81,54%), και δευτερευόντως στον εμπορικό οίκο Γερούση-Ιωαννίδη (10%=106 τεκμήρια) και στον Κωνσταντίνο Ιωαννίδη (4%=45 τεκμήρια). Οι επιστολές που προορίζονταν για τους δύο τελευταίους χρονολογούνται στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1820.

Οι περισσότερες επιστολές προς την Τεργέστη προέρχονταν από την Ερμούπολη (354 τεκμήρια=34%). Συντάκτες τουςήταν άλλα μέλη του οίκου Γερούση (π.χ. από τον εγκατεστημένο εκεί Μανώλη Γερούση), αλλά και πολλοί συνεργάτες του Σωτήρη Γερούση στο κυκλαδίτικο λιμάνι (π.χ. τον οίκο του Γρηγόριου Δανδάνη, τον Γεώργιο Σωτηρόπουλο& Σία). Σε πολύ μεγάλο αριθμό επιστολών τόπος αποστολής ήταν η Σμύρνη (330 τεκμήρια=32%). Από το μικρασιατικό λιμάνι έστελναν επιστολές τόσο ο Κωνσταντίνος Γερούσης, αδελφός του Σωτήρη Γερούση (148 τεκμήρια) όσο και πολλοί άλλοι έμποροι και εμπορικοί οίκοι (Νικόλαος Κομποθέκρας, Γεώργιος Κλέντζες, Αδελφοί Μουγγέτη). Τέλος, σημαντική ήταν και η «δυτική» δικτύωσητουεμπορικού οίκου Γερούσημε πολλά λιμάνια και αστικά κέντρα, όπως η Βενετία, η Βιτσέντσα, η Γκορίτσια, αλλά και γερμανικές πόλεις (όπως η Νυρεμβέργη), καθώς και κροατικά λιμάνια από τα οποία προέρχονταν 194 επιστολές (19%).

ΣΜΥΡΝΗ

Η Σμύρνη ήταν το σημαντικότερο λιμάνι και εμπορικό κέντρο της Μικράς Ασίας χάρη στην κυριαρχική θέση της στις εξαγωγές των παραδοσιακών εμπορευμάτων της Ανατολής (βαμβάκι, βαφικές ύλες, φρούτα, μετάξι, μαλλί κ.ά.) κυρίως από τον 18ο αιώνα. Διατηρούσε στενούς δεσμούς με τις αγορές της Ιταλίας, της δυτικής Μεσογείου, της Αγγλίας και άλλων περιοχών, και προσέλκυσε πολλούς εποίκους. Στο πλαίσιο της μεγάλης ανάπτυξή της, από το τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα, εντάσσεται και η δράση του οίκου Γερούση. Μολονότι η Σμύρνη ήταν αρχικά η έδρα και των τριών αδελφών, από το 1827 και μέχρι το 1838 παρέμεινε εκεί μόνο ο μικρότερος αδελφός Κωνσταντίνος,συμπράττοντας επιχειρηματικά για ένα διάστημα με τους Αδελφούς Μουγγέτη και κατόπιν με τον Αντώνη Γερούση.

Τη Σμύρνη έχουν ως τόπο αποστολής434 επιστολές του Αρχείου Γερούση, δηλαδή το 28% των επιστολών για τις οποίες έχουμε πλήρη στοιχεία. Από αυτές στις 197 (45%) αποστολέας ήταν ο Κωνσταντίνος Γερούσης, που υπογράφει είτε με το όνομά του, είτε, σπανιότερα, με την επωνυμία Κωνσταντίνος Γερούσης και Σία. Αξιόλογος αριθμός προερχόταν από τους Αδελφούς Μουγγέτη (38 τεκμήρια=9%), συνεταίρους του Κωνσταντίνου Γερούση. Από εμπόρους και εμπορικούς οίκους της Σμύρνης οι οποίοι συνεργάζονταν σχετικά σταθερά με τους Γερούση ξεχώριζαν ο Γεώργιος Κλέντζες (28= 6,5%), ο Π. Γ. Λάτρις (16 επιστολές=3,7%), ο Νικόλαος Κομποθέκρας (15 επιστολές=3,5%) και ο Ιωάννης Κόντογλου (13 τεκνήρια=3%). Τέλος, εμπορικές σχέσεις είχε ο οίκος Γερούση και με τον Αρμένιο έμπορο Αγόπ Βεμιάν (10 γράμματα=2,3%).

Η μεγάλη πλειοψηφία των εξερχομένωνεπιστολών (330 επιστολές= 76%) απευθύνονταν σε εμπόρους και εμπορικούς οίκους της Τεργέστης, κυρίως προς τον Σωτήρη Γερούση (236 επιστολές), και δευτερευόντως προς τον εμπορικό οίκο Γερούση-Ιωαννίδη (56 επιστολές). Μεγάλος αριθμός απευθύνονταν σε εμπόρους της Ερμούπολης (50 επιστολές= 11%) και της Πάτρας (50 επιστολές=11%), τις άλλες δύο δηλαδή έδρες του οίκου Γερούση.

ΕΡΜΟΥΠΟΛΗ

Η Ερμούπολη, το κύριο εισαγωγικό και διαμετακομιστικό λιμάνι της Ελλάδας έως τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα, συγκροτήθηκε κατά την επανάσταση του 1821. Χάρη στην εγκατάσταση εποίκων από τη Χίο, την Κάσο και τα Ψαρά αναδείχθηκε ως δυναμικό εμπορικό κέντρο του Αιγαίου («αποθήκη του Αιγαίου και τροφός της Ελλάδος») και της ανατολικής Μεσογείουευρύτερα, συνδέοντας τα μεγάλα λιμάνια του Λεβάντε (Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη) με εκείνα της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Αγγλίας. Παράλληλα, στην Ερμούπολη διαμορφώθηκε μίααστική κουλτούρα καιεπιχειρηματικότητα, βασισμένη στον τομέα του εμπορίου και της ναυτιλίας, αφού η πόλη-λιμάνι αποτέλεσε επίσης ένα από τα δυναμικότερα και πλέον εξωστρεφή ναυτιλιακά κέντρα του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.

Ο Μανώλης Γερούσης ήταν ένας από τους εύπορους εμπόρους της Σύρου κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1820, και κατείχε αξιόλογη κοινωνική θέση. Η εγκατάστασή του στην Ερμούπολη, ήδη από το 1823, συνιστούσε στρατηγική επιλογή του οίκου Γερούση στο πλαίσιο της δραστηριοποίησής του, την περίοδο 1827-1835, στην ανατολική Μεσόγειο και ειδικότερα στον αιγαιακό χώρο. Το υλικό του αρχείου καταδεικνύει την κομβική θέση της Ερμούπολης στην εμπορική δικτύωση τόσο στο εισαγωγικό εμπόριο του ελληνικού κράτους όσο και στο διαμετακομιστικό εμπόριο γενικότερα, μολονότι οι ταραχώδεις συνθήκες (επανάσταση, πειρατεία, εμφύλιες συγκρούσεις) εμπόδιζαν αναμφισβήτητα την ανάπτυξή της.

Την Ερμούπολη έχουν ως τόπο αποστολής 406 επιστολές του Αρχείου Γερούση, δηλαδή το 26% των χρονολογημένων επιστολών. Από αυτές στις 193 (48%) αποστολέας ήταν ο εμπορικός οίκος Αφοί Γερούση (86 επιστολές=21%) ή ο Μανώλης Γερούσης (67 επιστολές=16,5%), και σπανιότερα ο εμπορικός οίκος Γερούσης-Μπαλής (39 επιστολές=10%). Αξιόλογος αριθμός τεκμηρίων προερχόταν από τους στενούς συνεργάτες του εγκατεστημένου στην Τεργέστη Σωτήρη Γερούση, όπως ο Γρηγόριος Δανδάνης (45 επιστολές=11%), ο Παρασκευάς Χατζηανδρέου (24 επιστολές=6%) και πολλοί άλλοι έμποροι (Ιωάννης Μαυρίκιος, Ευστράτιος Διαμαντέρης, Γεώργιος Σωτηρόπουλος).Όπως και στην περίπτωση των επιστολών που προέρχονται από τη Σμύρνη, η μεγάλη πλειοψηφία των εξερχομένων επιστολών (354 επιστολές= 87%) απευθύνονταν σε εμπόρους και εμπορικούς οίκους της Τεργέστης, κυρίως προς τον Σωτήρη Γερούση (299 τεκμήρια), και δευτερευόντως προς τον εμπορικό οίκο Γερούση-Ιωαννίδη (42 τεκμήρια). Αξιόλογος αριθμός στάλθηκε στη Σμύρνη (41 επιστολές=10%).

Οι επιστολές χρονολογούνται κατά την περίοδο 1823-1837, δηλαδή μέχρι την οριστική εγκατάσταση των αδελφών Γερούση στην Πάτρα. Η μεγάλη πλειονότητατων επιστολών προέρχονταν από τα έτη 1832-1834 (255 τεκμήρια=63%). Από κάποια έτη (1824-1825, 1835) δεν σώζονται επιστολές από την Ερμούπολη.

ΠΑΤΡΑ

Η Πάτρα, πόλη της βορειοδυτικής Πελοποννήσου, ήταν κατά τον 19ο αιώνα το κυριότερο εξαγωγικό λιμάνι της σταφίδας του ελληνικού κράτους, και ένα αξιόλογο εμπορικό κέντρο στην ανατολική Μεσόγειο. Άμεσα συνδεδεμένη με την αγροτική ενδοχώρα της διαδραμάτισε καίριο ρόλο στην εμπορευματοποίηση της κορινθιακής σταφίδας, του σημαντικότερου αγροτικού προϊόντος της Πελοποννήσου. Η πόλη συνδέθηκε με τις αγγλικές, αυστριακές και γαλλικές αγορές, βασικότερους εισαγωγείς της σταφίδας, και απέκτησε ήδη από τη δεκαετία του 1840 διεθνή δικτύωση. Παράλληλα, η Πάτρα αποτέλεσε πόλο έλξης νέων εποίκων, κατά βάση από την Ήπειρο και τα Ιόνια Νησιά, αλλά και από κέντρα της ελληνικής διασποράς. Οι έποικοι αυτοί ασχολήθηκαν με την καλλιέργεια και την εμπορία της σταφίδας, και συγκρότησαν έναν αστικό κόσμο με ξεχωριστά κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1830 εγκαταστάθηκαν σταδιακά στην Πάτρα και οι Αδελφοί Γερούση. Οι Σωτήρης και Μανώλης Γερούσης είχαν προχωρήσει σε αγορές αστικών και αγροτικών ακινήτων ήδη από το 1835, ενώ το 1838 μετακινήθηκε από τη Σμύρνη στην Πάτρα ο Κωνσταντίνος Γερούσης. Τα τρία αδέλφια δραστηριοποιήθηκαν τόσο στην απόκτηση έγγειαςιδιοκτησίας όσο και στον τομέα του εμπορίου, στην αρχή στη διακίνηση του μεταξιού και σιγά σιγάτης σταφίδας, προϊόντος που τους ήταν οικείο από τον τόπο καταγωγής τους, τη Σμύρνη. Αργότερα, κατά τη δεκαετία του 1850, αξιόλογη ήταν η εμπλοκή των αδελφών Γερούση στον χρηματοπιστωτικό τομέα τόσο στον ιδιωτικό δανεισμό όσο και μέσα από τη συμμετοχή τουςστην ίδρυση και διοίκηση ναυτικών τραπεζών και ασφαλιστικών εταιρειών.

Περίπου το 13% (196 τεκμήρια) των χρονολογημένων εμπορικών επιστολών του Αρχείου Γερούση απευθύνονταν σε εμπόρους και εμπορικούς οίκους της Πάτρας, πόλη που κατέχει τη δεύτερη, μετά από την Τεργέστη, θέση στους τόπους παραλαβής επιστολών. Στη μεγάλη τους πλειοψηφία οι επιστολές απευθύνονταν στους Αδελφούς Γερούση (72%=141 επιστολές) και στον Σωτήρη Γερούση (22%=43 επιστολές). Η αλληλογραφία καταδεικνύει επίσης το νέο εμπορικό δίκτυο που συγκρότησαν οι Γερούση στην Πάτρα. Η πλειοψηφία των επιστολών (108 τεκμήρια=55%) προέρχονταν από εμπόρους-κτηματίες του Αιγίου, βασικού κέντρου καλλιέργειας και εμπορίου της σταφίδας και άλλων προϊόντων. Ανάμεσά τους ξεχώριζε ο Αναγνώστης Ανδριόπουλος (74 επιστολές=38%) και ακολουθούσαν οι Κωνσταντίνος Ν. Σταματόπουλος (21 επιστολές) και Κωνσταντίνος Νικολάου (13 επιστολές). Οι περισσότερες επιστολές χρονολογούνται το 1837 (106 επιστολές=54%), κατά τα πρώτα χρόνια εγκατάστασης των Γερούση στην Πάτρα, ενώ αξιόλογος είναι και ο αριθμός επιστολών του 1845 (35 επιστολές=18%). Από κάποια έτη (1840, 1843-1844, 1846) δεν σώζονται τεκμήρια.

ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΟΥ Μ. Χ., O εμπορικός οίκος Γερούση (1823-1870): από την Οθωμανική αυτοκρατορία στο ελληνικό κράτος, Διδακτορική διατριβή,τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Φιλοσοφική Σχολή, ΕΚΠΑ, Αθήνα 1989.

ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΟΥ Μ. Χ., Οικογενειακή στρατηγική και εμπορικός ανταγωνισμός. Ο οίκος Γερούση στον 19ο αιώνα, Αθήνα 2003.

CHATZIIOANNOU M. C., Creating the Pre-Industrial Ottoman-Greek Merchant: Sources, Methods and Interpretations, στο: επιμ. TANATAR BARUH L. - KECHRIOTIS V., Economy and Society on Both Shores of the Aegean, Αthens2010, 311-335.