«Δίκτυα» εμπορικών επαφών και οικονομίας στον αιγαιακό χώρο κατά τη βυζαντινή εποχή, με βάση τη μελέτη της κεραμικής: Η περίπτωση της Πελοποννήσου και της Κρήτης

Αναστασία Γ. Γιαγκάκη

EΙΣΑΓΩΓΗ

Τα τελευταία χρόνια, ιδίως μετά τις αρχές του 21ου αιώνα, πληθαίνουν σημαντικά τα δεδομένα που προκύπτουν από την αρχαιολογική έρευνα και αφορούν στην κεραμική της βυζαντινής εποχής από πολυάριθμες θέσεις στη Μεσόγειο και ειδικότερα από τον ελλαδικό χώρο. Μετά από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, οπότε δημοσιεύτηκαν οι πρώτες βασικές μελέτες για την αρχαιολογική πραγμάτευση του σχετικού υλικού (με κατηγοριοποίηση των βασικών κατηγοριών βυζαντινής κεραμικής)[1], ξεκίνησε η συστηματικότερη ενασχόληση με τον συγκεκριμένο τομέα του υλικού πολιτισμού του Βυζαντίου, ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1980 και μετά [2]. Πλέον, ο σχετικός τομέας έρευνας γνωρίζει μεγάλη άνθηση τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς. Αποτέλεσμα των πολυάριθμων σχετικών δημοσιεύσεων –οι οποίες στην πλειονότητά τους πραγματεύονται πρωτογενές υλικό που ήρθε στο φως κατά τη διάρκεια συστηματικών ανασκαφικών ερευνών ή σωστικών ανασκαφών, ή προήλθε από επιφανειακές έρευνες– είναι η συγκέντρωση πληθώρας δεδομένων από πολλές περιοχές της Μεσογείου.

ΣΤΟΧΟΙ ΤΗΣ ΨΗΦΙΑΚΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Από τις ολοένα και αυξανόμενες πληροφορίες προκύπτουν στοιχεία άλλοτε για εργαστήρια παραγωγής συγκεκριμένων κατηγοριών κεραμικής που αναδεικνύουν τοπικές παραγωγές σε πολλές θέσεις της Μεσογείου, άλλοτε για τη διάδοση σε συγκεκριμένες θέσεις κατηγοριών κεραμικής για τις οποίες είτε το ή τα κέντρα παραγωγής είναι γνωστά, είτε η προέλευσή τους συσχετίζεται με μία ευρύτερη γεωγραφική περιοχή. Ο όγκος του δημοσιευμένου υλικού δυσχεραίνει τη συγκέντρωση και τη διαχείρισή του τόσο από τον ειδικό όσο και τον μη επιστήμονα. Αποτέλεσμα είναι να υπάρχουν πολυάριθμες μελέτες, όπου παρουσιάζεται πρωτογενές υλικό, αλλά λίγες προσπάθειες συγκεντρωτικής παρουσίασης της κεραμικής μίας συγκεκριμένης περιόδου της βυζαντινής εποχής ή μίας συγκεκριμένης περιοχής, με παράλληλη χρήση όλων των διαθέσιμων δημοσιευμένων πληροφοριών, σαφή απεικόνιση της εμβέλειας διάχυσης συγκεκριμένων κατηγοριών και ανάδειξη του σχετικού συγκριτικού υλικού. Τέτοιες προσπάθειες, όμως, θα μπορούν να υποστηρίξουν περισσότερο συνθετικές προσεγγίσεις.

Η συγκέντρωση του εν λόγω υλικού μέσα από τη συστηματική αποδελτίωση των δημοσιεύσεων θέτει στη διάθεση της ερευνητικής κοινότητας ένα χρήσιμο εργαλείο. Από αυτό μπορούν να αντληθούν στοιχεία, εύκολα και άμεσα, είτε για τις κατηγορίες κεραμικής και το εύρος κυκλοφορίας τους είτε για συγκεκριμένες γεωγραφικές θέσεις και τα χαρακτηριστικά της κεραμικής που απαντά σε αυτές. Με αυτό τον τρόπο ενισχύεται: α) η προσπάθεια ανασύστασης της επικοινωνίας μεταξύ ποικίλων περιοχών, β) η διερεύνηση της μεταβολής των εμπορικών δικτύων με την πάροδο των αιώνων και με την αλλαγή των πολιτικών και ιστορικών συνθηκών, γ) η ανάδειξη των γνωρισμάτων της κεραμικής που εντοπίζεται σε κάθε θέση. Φυσικά, ένα τέτοιο εγχείρημα είναι εξαιρετικά πολύπλοκο και απαιτεί πολύχρονη προσπάθεια, καθώς το υλικό είναι πολυάριθμο και θέτει πολλαπλά ζητήματα στη διαχείριση και την αποτύπωση των πληροφοριών που κομίζει, δεδομένου ότι ο βαθμός παράθεσης, ανάλυσης και σχολιασμού της πληροφορίας διαφέρει από δημοσίευση σε δημοσίευση και συχνά απουσιάζει η πολυεπίπεδη ανάγνωση του υλικού.

Μέσα στο πλαίσιο που σύντομα σκιαγραφήθηκε, δημιουργήθηκε ένα πιλοτικό δείγμα μίας σχετικής προσπάθειας, το οποίο είναι διαθέσιμο με ανοικτή πρόσβαση στον κάθε ενδιαφερόμενο μέσω του διαδικτύου, ώστε ο τελευταίος να μπορεί να αντλεί άμεσα και εύκολα τα σχετικά δεδομένα μαζί με την αντίστοιχη βιβλιογραφία. Το θέμα που διερευνάται ως υποέργο 2.7 του έργου: «Κύρτου πλέγματα: Δίκτυα οικονομίας, εξουσίας και γνώσης στον ελληνικό χώρο από τους προϊστορικούς χρόνους έως τη σύγχρονη εποχή: Αναλυτική τεκμηρίωση – ερμηνευτική χαρτογράφηση – συνθετικές προσεγγίσεις» στοχεύει, με αφορμή δύο συγκεκριμένες μελέτες περίπτωσης σχετικές με τον γεωγραφικό χώρο της Πελοποννήσου και της Κρήτης, να συγκεντρώσει το σχετικό δημοσιευμένο υλικό εισηγμένης στις δύο περιοχές κεραμικής [3], απεικονίζοντας τα δεδομένα με χρήση χαρτών. Για τις ανάγκες του υποέργου προέκυψαν περίπου 3.230 λήμματα.

Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι από το 1930 και μετά υπήρξαν αρκετές προσπάθειες αναλογικής χαρτογράφησης των θέσεων της ανατολικής Μεσογείου, όπου απαντά κεραμική της βυζαντινής εποχής. Στόχος τους ήταν να αποτυπωθεί πιο διακριτά η διάχυση μιας συγκεκριμένης κατηγορίας ή τύπου κεραμικής [4]. H επιλογή της χαρτογράφησης για την αποτύπωση των δεδομένων και την καλύτερη κατανόηση της διάχυσης της κεραμικής έχει το πλεονέκτημα να αναδεικνύει με σαφήνεια τις περιοχές κύριας κυκλοφορίας συγκεκριμένων παραγωγών, τη συμπληρωματική ή μη παρουσία σύγχρονων παραγωγών σε συγκεκριμένες περιοχές, απεικονίζοντας με εύγλωττο τρόπο τα δεδομένα. Κυρίως, όμως, αποτυπώνοντας ευκρινώς τα δεδομένα σε χάρτη, καθίστανται σαφή τα όρια της έως τώρα έρευνας και του συγκεκριμένου «εργαλείου», αναδεικνύονται οι ανισότητες στην εκπροσώπηση συγκεκριμένων περιοχών και γεννιούνται νέες προβληματικές τις οποίες καλείται να αντιμετωπίσει η μελλοντική έρευνα [5]. Στα πλεονεκτήματα της χαρτογράφησης καταγράφονται τόσο η εύγλωττη απεικόνιση της διάχυσης μίας συγκεκριμένης κατηγορίας κεραμικής στον κάθε χώρο –και, κατ’ επέκταση, των διαφοροποιήσεων στις κατηγορίες κεραμικής που απαντούν σε αυτούς, ανάλογα με τη διαφορετική περίοδο– όσο και η ανάδειξη του μεγέθους και της σημασίας συγκεκριμένων περιοχών παραγωγής κεραμικής, μέσα από την παρουσίαση της διάχυσης των προϊόντων της. Παράλληλα, μέσα από τους χάρτες προβάλλονται καλύτερα οι ενδείξεις για την παράλληλη παρουσία στις ίδιες θέσεις σύγχρονων παραγωγών (όπως η κεραμική του «Ζευξίππου» και η κεραμική του «Αιγαίου»), θέτοντας περαιτέρω ερωτήματα σχετικά με τη διερεύνηση ενδεχόμενης ύπαρξης κοινού εμπορικού δικτύου διάδοσης συγκεκριμένων παραγωγών [6]. Σε δεύτερο επίπεδο, μέσα από τον επιπλέον σχολιασμό του ιδιαίτερου χαρακτήρα που πιθανόν έχουν συγκεκριμένες θέσεις (σημαντικά αστικά κέντρα, στρατιωτικές ή μοναστηριακές εγκαταστάσεις, κάστρα, χωριά κ.λπ [7], παρέχεται στο εξής η δυνατότητα συστηματικότερης διερεύνησης του κοινού και των χρηστών στους οποίους στόχευαν οι συγκεκριμένες παραγωγές. Στην ουσία, δηλαδή, μέσα από τη συστηματοποίηση της χαρτογράφησης προσφέρονται συμπληρωματικές πληροφορίες για τα περισσότερα από τα βασικά ερωτήματα της μελέτης της κεραμικής και όχι μόνον για την επικοινωνία και τις ανταλλαγές μεταξύ των περιοχών.

Βέβαια, το εργαλείο έχει και αρκετούς περιορισμούς, οι οποίοι πηγάζουν από τα όρια της ίδιας της αρχαιολογικής έρευνας: α) τη δυσκολία αποτύπωσης ποσοτικών δεδομένων για το σύνολο του υλικού, β) την ανισότητα στον αριθμό περιοχών που εκπροσωπούνται από κάθε γεωγραφική ζώνη, γ) την προέλευση των στοιχείων σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα από κέντρα κατανάλωσης και όχι και από κέντρα παραγωγής. Παρόλ’ αυτά, η συστηματική υιοθέτηση της χαρτογράφησης προσφέρει μία πλούσια βάση δεδομένων. Όταν τα στοιχεία που παρέχει για τη διάχυση συγκεκριμένων παραγωγών συνδυαστούν με άλλες πληροφορίες, που αντλούνται από την πολιτική ή την οικονομική ιστορία, όταν, δηλαδή, επιχειρηθεί η ερμηνεία τους, τότε μπορεί να προσεγγιστούν οι τρόποι της συγκεκριμένης διάδοσης και ο ρόλος συγκεκριμένων θέσεων ή ομάδων ανθρώπων σε αυτές [8].

Ως εξέλιξη της χαρτογράφησης προτείνεται η ψηφιακή μορφή χαρτογράφησης, η οποία καταλήγει στη συγκεκριμένη διαδραστική υποδομή με ποικίλα πλεονεκτήματα έναντι της αναλογικής: Η ψηφιακή, διαδικτυακή εφαρμογή επιτρέπει στον χρήστη να χρησιμοποιεί δύο βασικά κριτήρια πλοήγησης ή αναζήτησης (τον τόπο και την ευρύτερη κατηγορία κεραμικής), με τις αλλαγές να αντανακλώνται στον εκάστοτε χάρτη που θα προκύπτει, ενώ σε έναν απλό, στατικό χάρτη, δύσκολα μπορεί να αναδειχθεί ο κάθε τόπος και τα γνωρίσματα της κεραμικής που απαντά εκεί. Επίσης, συνοδεύεται με επιπλέον πληροφορίες για τις βιβλιογραφικές πηγές από τις οποίες προήλθαν τα δεδομένα τα οποία αποτυπώνονται στους διαδραστικούς χάρτες. Ακόμη, με τη χρήση των γεωγραφικών πληροφοριακών συστημάτων, ο γεωγραφικός χάρτης με το φυσικό ανάγλυφο αποτελεί μία σταθερή βάση πάνω στην οποία μπορούν αργότερα να προστεθούν και άλλες μεταβλητές [9]. Κατά συνέπεια, βασικά γνωρίσματα της κάθε θέσης, όπως η γειτνίασή της με φυσικούς πόρους ή άλλες θέσεις, μπορούν να γίνουν άμεσα αντιληπτά. Επιπλέον, η δημιουργία του χάρτη βασίζεται στα δεδομένα μίας τράπεζας δεδομένων στα οποία υπάρχει πρόσβαση και των οποίων η επικαιροποίηση –για ενημέρωση, διόρθωση ή συμπλήρωση– είναι άμεσα εφικτή. Η ψηφιακή υποδομή είναι, επομένως, πιο εύχρηστη και προσφέρει πολλαπλά επίπεδα έρευνας και πληροφόρησης.

Ο χώρος της Πελοποννήσου επελέγη λόγω του ιδιαίτερου και μακρόχρονου ενδιαφέροντος που αναπτύχτηκε στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών «Ιστορική γεωγραφία του ελληνικού χώρου» για την ιστορία της [10], αλλά και λόγω του σχετικού δημοσιευμένου κεραμικού υλικού [11] το οποίο προσφέρει ένα ικανό δείγμα από τον ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο για τη διερεύνηση του θέματος. Το εν λόγω δείγμα προέρχεται από αρκετές διαφορετικές θέσεις και περιλαμβάνει όλη την περίοδο που μας απασχολεί (4ος-15ος αιώνας), σε σύγκριση με τα δεδομένα από άλλες περιοχές του ελλαδικού χώρου. Συμπληρωματικά, επελέγη και ο νησιωτικός χώρος της Κρήτης, καθώς αποτελεί μία άλλη περιοχή του αιγαιακού χώρου για την οποία τις τελευταίες δεκαετίες συσσωρεύεται πλήθος δεδομένων σχετικά με την κεραμική της ρωμαϊκής, βυζαντινής και βενετικής εποχής. Το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε στην αποδελτίωση και καταγραφή των πληροφοριών για την κεραμική που απαντά στο νησί από τον 4ο μέχρι και τον 16ο αιώνα, προκειμένου να αποτελέσει ένα συγκρίσιμο δείγμα με τα αντίστοιχα δεδομένα της Πελοποννήσου. Δεδομένου του όγκου των σχετικών πληροφοριών που προέκυψαν από τις δύο αυτές γεωγραφικές ενότητες, ειδικά για την Κρήτη έμφαση δόθηκε στην παρουσίαση των στοιχείων που υπάρχουν για παράκτιες θέσεις του νησιού ή θέσεις της ενδοχώρας του. Στόχος ήταν να αναδειχθούν οι ποικίλες κατηγορίες εισηγμένης σε αυτές κεραμικής για όλους τους υπό διερεύνηση αιώνες, εξαιρώντας τα πολυάριθμα στοιχεία που αφορούν στην πόλη της Γόρτυνας, τα οποία άλλωστε περιορίζονται, σχεδόν αποκλειστικά, στην παροχή πληροφοριών για την πόλη στη διάρκεια της πρώτης βυζαντινής περιόδου στο νησί, και όχι μεταγενέστερα. Μέσω των χαρτών που προέκυψαν από τις δύο μελέτες περίπτωσης, τα δεδομένα για την κεραμική που απαντά σε αυτές τις περιοχές του ελλαδικού χώρου, μπορούν να συγκριθούν και να αντιπαραβληθούν, αναδεικνύοντας κοινά δίκτυα και περιπτώσεις μεταξύ τους επικοινωνίας.

Το έργο στοχεύει στην ανάδειξη: α) σε πρώτο επίπεδο, των ποικίλων κατηγοριών κεραμικής που απαντούν σε συγκεκριμένες περιοχές, β) σε δεύτερο επίπεδο, των επαφών των τελευταίων με θέσεις της ανατολικής και δυτικής Μεσογείου ή ακόμα και με θέσεις εντός Πελοποννήσου ή Κρήτης και της μεταβολής αυτών στο πέρασμα των αιώνων. Τέλος, το έργο προσφέρει την ευκαιρία να εξεταστούν, παράλληλα, οι δυνατότητες και τα όρια μίας τέτοιας προσέγγισης. Σε αυτήν τη συγκεκριμένη προσπάθεια δίνεται εξίσου βαρύτητα και στους δύο βασικούς άξονες: τον ειδολογικό, δηλαδή το αντικείμενο της κεραμικής, και τον γεωγραφικό, δηλαδή τον χώρο, και αποτυπώνονται οι διακυμάνσεις και οι αλλαγές που σημειώνονται από τον 4ο και μέχρι και τον 15ο/16ο αιώνα, χωρίς να επικεντρώνεται το ενδιαφέρον σε μία μόνον περίοδο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, δίνεται έμφαση στον χώρο όπου διαδραματίζεται κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα και αναδεικνύεται η ιδιαιτερότητα μίας συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής και των επιμέρους θέσεών της. Ως προς αυτό, το συγκεκριμένο έργο διαφοροποιείται αισθητά από άλλες, αναλογικές προσπάθειες [12], επίσης προσανατολισμένες στη διερεύνηση της διάδοσης των κατηγοριών της βυζαντινής κεραμικής σε περιοχές του μεσογειακού χώρου, καθώς στις τελευταίες το τοπικό κριτήριο υποτάσσεται στο ειδολογικό, εστιάζοντας στην ανάδειξη στον χάρτη της διάχυσης μίας συγκεκριμένης κατηγορίας κεραμικής.

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΨΗΦΙΑΚΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Προκαταρκτικά, θα πρέπει να γίνουν ορισμένες διευκρινίσεις ως προς τη μέθοδο που ακολουθήθηκε στην αποδελτίωση, ως προς τα δεδομένα που εικονίζονται στους χάρτες και ως προς το περιεχόμενο της τράπεζας δεδομένων που τους υποστηρίζει, προκειμένου να είναι σαφές το είδος της πληροφορίας που τελικά –βάσει των διαθέσιμων, δημοσιευμένων στοιχείων– κατέστη δυνατό να απεικονιστεί, έχοντας πάντα υπόψη τη μέγιστη δυνατή χρησιμότητα του αποτελέσματος.

Αποδελτίωση δεδομένων

Για την αποδελτίωση των δημοσιευμένων πληροφοριών δημιουργήθηκε ένα φύλλο εργασίας σε πρόγραμμα excel με πεδία κατάλληλα προσαρμοσμένα στις ανάγκες του συγκεκριμένου έργου. Σε αυτά καταχωρίστηκαν τα εκάστοτε στοιχεία, τα οποία αντλήθηκαν από τη συστηματική αποδελτίωση της βιβλιογραφίας, ελληνόγλωσσης και ξενόγλωσσης, για την κεραμική από θέσεις της Πελοποννήσου και της Κρήτης. Αυτά μεταφορτώθηκαν σε ειδικά για το πρόγραμμα σχεδιασμένη τράπεζα πληροφοριών χωρικών δεδομένων (mySQL), από όπου προέκυψε ένας ψηφιακός, διαδραστικός, γεωγραφικός άτλαντας μέσω χρήσης εφαρμογής γεωγραφικού πληροφοριακού συστήματος, του γνωστού GIS (λογισμικό ArcGIS)[13].

Μεθοδολογικά ζητήματα – περιορισμοί της έρευνας

Κατά τη διάρκεια της συγκέντρωσης του υλικού και όταν ένα μεγάλο μέρος του ήταν έτοιμο προς επεξεργασία, έγινε αντιληπτό ότι υπάρχει μεγάλη ανομοιογένεια ως προς τον τρόπο παρουσίασής του στις εκάστοτε δημοσιεύσεις. Κρίθηκε, λοιπόν, αναγκαία η χρήση ορισμένων συμβάσεων ως προς την ψηφιακή παρουσίαση του υλικού για την καλύτερη απεικόνισή του στην εν λόγω εφαρμογή. Καταγράφηκαν, δηλαδή, ορισμένα μεθοδολογικά ζητήματα που αποτυπώνονται στο περιεχόμενο της τράπεζας δεδομένων.

Κατ’ αρχάς, με δεδομένο ότι από ορισμένες θέσεις, όπως η αρχαία Κόρινθος και το Άργος, οι σχετικές με τη βυζαντινή κεραμική πληροφορίες είναι εξαιρετικά πολυάριθμες και προέρχονται από πολλούς και διαφορετικούς ανασκαμμένους χώρους στην ευρύτερη περιοχή του αστικού χώρου, για λόγους διευκόλυνσης του χρήστη υιοθετήθηκε η χρήση ενός κοινού γεωγραφικού στίγματος για όλη την περιοχή. Με τον τρόπο αυτό ο χάρτης είναι πιο ευανάγνωστος, καθώς δεν προκύπτουν δεκάδες σημεία για έναν αστικό χώρο. Προκειμένου, όμως, να είναι σαφής ο χώρος προέλευσης του συγκεκριμένου υλικού, σημειώθηκαν στο λήμμα «Παρατηρήσεις» περαιτέρω στοιχεία ως προς την επιμέρους ανασκαφική ενότητα και τη θέση της. Σε διαφορετική περίπτωση, για κάθε επιμέρους ανασκαφική ενότητα θα υπήρχε ένα διαφορετικό γεωγραφικό στίγμα, κάτι που θα δυσχέραινε την αποτύπωση συνολικών πληροφοριών για μία γεωγραφική θέση. Αντίστοιχη πρακτική υιοθετήθηκε και για τις επιμέρους θέσεις μίας ευρύτερης περιοχής επιφανειακής έρευνας: σημειώνεται η ευρύτερη γεωγραφική περιοχή, με επιμέρους αναφορά της εκάστοτε θέσης στις «Παρατηρήσεις». Καθώς στην πλειονότητα των περιπτώσεων δεν παραδίδεται στις δημοσιεύσεις συγκεκριμένο γεωγραφικό στίγμα για την κάθε θέση της επιφανειακής έρευνας, αυτές σημειώθηκαν με αναφορά στις ονομασίες τους που συνοδεύουν την εκάστοτε δημοσίευση.

Επίσης, τα θραύσματα ή τα αγγεία καταγράφηκαν με αναφορά στο βασικό σχήμα στο οποίο εντάσσονται και ακολούθησε η τυπολογική τους κατάταξη βάσει των συγκεκριμένων τύπων που αναγνωρίζονται (βλ. παρακάτω). Σύμφωνα με τις αναφορές που υπάρχουν σε βασικά σχήματα αγγείων, όπως αυτά σημειώνονται στις δημοσιεύσεις, το καταγεγραμμένο υλικό παρουσιάστηκε, κατόπιν, ομαδοποιημένο σε ευρείες κατηγορίες κεραμικής (επιτραπέζια αγγεία, μαγειρικά σκεύη, αγγεία μεταφοράς και αποθήκευσης, λύχνοι, διάφορα) μέσω των οποίων μπορούν να γίνουν οι σχετικές αναζητήσεις.

Ακόμη, αν και τα τελευταία χρόνια οι περισσότεροι μελετητές έχουν υιοθετήσει συγκεκριμένα συστήματα ταξινόμησης για την αναφορά στις πιο γνωστές και ευρέως διαδεδομένες κατηγορίες κεραμικής, αρκετές φορές και συνήθως σε δημοσιεύσεις παρελθόντων δεκαετιών –που αφορούν σε υλικό κεραμικής από την Πελοπόννησο και την Κρήτη– δεν υπάρχει σαφής ταύτιση των παραδειγμάτων που παρουσιάζονται με συγκεκριμένη κατηγορία κεραμικής. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω και προκειμένου να υπάρχει ομοιογένεια στην απεικόνιση των στοιχείων, κρίθηκε πιο ορθολογικό να χρησιμοποιηθούν στην καταγραφή των βασικών πληροφοριών οι εν γένει αποδεκτές τυπολογικές κατατάξεις που είναι σε ισχύ[14]. Σε αυτές προστίθεται η χρήση ονομασιών που έχουν παγιωθεί στην ελληνόγλωσση και ξενόγλωσση βιβλιογραφία για την περιγραφή άλλων κατηγοριών, μη περιλαμβανομένων στις προαναφερθείσες κατατάξεις. Δεδομένου ότι, όπως έχουν σημειώσει και άλλοι ερευνητές[15], είναι συχνές οι περιπτώσεις δημοσιεύσεων στις οποίες ένα σχήμα αγγείου αποδίδεται στον ευρύτερο τύπο μίας γνωστής τυπολογικής κατάταξης –χωρίς επιμέρους προσδιορισμό της υποκατηγορίας στην οποία το κάθε παράδειγμα ανήκει και, συχνά, χωρίς δυνατότητα άντλησης των σχετικών πληροφοριών λόγω περιορισμένων στοιχείων στις δημοσιεύσεις–, υιοθετήθηκε η παραπομπή στη γενική κατάταξη. Όπου εξήχθησαν με αρκετή ασφάλεια οι σχετικές επιμέρους πληροφορίες, συμπληρωματικές λεπτομέρειες τυπολογίας παρατίθενται στο πεδίο: «Παρατηρήσεις». Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται μεγαλύτερη ομοιομορφία στη χρησιμοποιούμενη ορολογία.

Έμφαση στην εισηγμένη κεραμική

Το ενδιαφέρον του συγκεκριμένου ερευνητικού προγράμματος στρέφεται, όπως προαναφέρθηκε, στην αποτύπωση των εμπορικών επαφών θέσεων της Πελοποννήσου και της Κρήτης με άλλες περιοχές. Αυτές μπορούν να διερευνηθούν μέσω της μελέτης της εισηγμένης σε κάθε θέση κεραμικής. Ας σημειωθεί, άλλωστε, ότι τα σχετικά δημοσιευμένα δεδομένα δίνουν έμφαση κυρίως στην παρουσίαση παραδειγμάτων της εισηγμένης σε μία θέση παραγωγής, δηλαδή κατεξοχήν στην καλής ποιότητας επιτραπέζια κεραμική, τους αμφορείς και τα λυχνάρια. Είναι εξαιρετικά περιορισμένα τα διαθέσιμα στοιχεία για άλλες κατηγορίες κεραμικής, οι οποίες πιθανόν αποτελούσαν επίσης αντικείμενο εμπορίου, όπως τα μαγειρικά σκεύη. Γι’ αυτό απομονώθηκαν και παρατίθενται μόνον οι πληροφορίες που αφορούν στα προαναφερθέντα είδη εισηγμένης κεραμικής (καλής ποιότητας επιτραπέζια κεραμική, αμφορείς, λυχνάρια) και, σε συγκεκριμένες μόνον περιπτώσεις, και των μαγειρικών σκευών ή πολύ χαρακτηριστικών κατηγοριών κοινής κεραμικής (όπως στάμνες και λαγήνια, για παράδειγμα) –για τις οποίες υπάρχουν από τη βιβλιογραφία πληροφορίες ότι μπορούν να συσχετιστούν με συγκεκριμένα κέντρα παραγωγής, διαφορετικά από τις πελοποννησιακές θέσεις στις οποίες αυτές απαντούν. Δεν καταγράφηκαν παραδείγματα τα οποία οι ερευνητές θεωρούν ως πιθανά τοπικά προϊόντα των πελοποννησιακών και κρητικών θέσεων στις οποίες απαντούν ή άλλα για τα οποία οι μελετητές του υλικού δεν σημειώνουν εάν αποτελούν εισηγμένα ή τοπικά προϊόντα. Ειδικά ως προς τα πήλινα λυχνάρια, είναι κοινή η κατασκευή λυχναριών σε περιοχές εκτός της βασικής ζώνης παραγωγής τους –όπως, για παράδειγμα, στα λυχνάρια του λεγόμενου «βορειοαφρικανικού τύπου»–, δηλαδή σε ποικίλα περιφερειακά εργαστήρια που ακολουθούν μορφολογικά μία συγκεκριμένη, ευρέως διαδεδομένη κατηγορία. Επιπλέον, στις περισσότερες από τις δημοσιεύσεις δεν καθίσταται σαφές εάν τα παραδείγματα αναγνωρίζονται ως εισαγόμενα ή ως τοπικά προϊόντα. Σε αυτή την περίπτωση, καταγράφηκαν μόνον εκείνα τα παραδείγματα για τα οποία υπήρχε διατυπωμένη η άποψη ότι είχαν εισαχθεί στην εκάστοτε θέση.

Ζητήματα χρονολόγησης και ποσοτικών δεδομένων

Διευκρινίζεται ακόμη, ως προς το περιεχόμενο, ότι στις περισσότερες δημοσιεύσεις είτε παρουσιάζεται επιλεκτικά ένα δείγμα από την κεραμική μίας θέσης ή μίας ανασκαφικής περιοχής, συνήθως με έμφαση στα διαγνωστικά παραδείγματα (δηλαδή στην καλής ποιότητας ερυθροβαφή κεραμική της πρωτοβυζαντινής περιόδου ή την εφυαλωμένη κεραμική της μεσοβυζαντινής και υστεροβυζαντινής περιόδου ή τους αμφορείς), είτε δεν παραδίδονται σαφή ανασκαφικά στοιχεία για τη χρονολόγηση της κεραμικής, οπότε χρονολογείται κατά προσέγγιση με βάση συγκριτικό υλικό άλλων θέσεων, είτε, στο πλαίσιο μίας πρώτης παρουσίασης ενός υλικού, δεν παραδίδονται σαφή στοιχεία για την ποσότητα που αντιπροσωπεύει η κάθε κατηγορία κεραμικής σε συγκεκριμένα σύνολα.

Μάλιστα, ως προς το τελευταίο, σημειώνεται μία διαβάθμιση στο είδος της πληροφορίας: είτε η ποσότητα δεν σημειώνεται καθόλου είτε σημειώνεται με σχετικό τρόπο, όταν, για παράδειγμα, –εκτός από τα πιο χαρακτηριστικά όστρακα που παρουσιάζονται σε έναν κατάλογο αναλυτικά– γίνεται μνεία με σχετικούς αριθμούς σε άλλα αντίστοιχα, τα οποία επίσης χαρακτηρίζουν το υπό εξέταση σύνολο. Δεν υπάρχει, όμως, μία συνολική σχετική ποσοτική εξέταση του δείγματος ή μία σαφής παρατήρηση ως προς το εάν η αναφερόμενη ποσότητα αντιπροσωπεύει πράγματι το σύνολο, με αποτέλεσμα οι ενδεικτικές αυτές ποσότητες να αντιμετωπίζονται με επιφύλαξη. Σε ελάχιστες περιπτώσεις παραδίδονται αναλυτικά ποσοτικά δεδομένα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν με ασφάλεια. Βάσει των παραπάνω, με κοινό τρόπο απεικόνισης σημειώνεται ο εντοπισμός μίας κατηγορίας κεραμικής σε διαφορετικές θέσεις[16]. Αναγράφεται συμπληρωματικά στο «Είδος δημοσίευσης» η ένδειξη: Α, Β και Γ, προς ενημέρωση του χρήστη για το εάν, αντίστοιχα, στη δημοσίευση δεν δίδονται καθόλου ποσοτικές πληροφορίες, εάν αυτές είναι σχετικές, δηλαδή όχι ιδιαίτερα σαφείς, ή εάν είναι λεπτομερείς.

Επομένως, με δεδομένο τον συγκεκριμένο περιορισμό των στοιχείων της έρευνας, ο χρήστης της εφαρμογής θα πρέπει να λάβει υπόψη του ότι πιθανώς μερικά από τα εικονιζόμενα στοιχεία αναφέρονται σε μεμονωμένα δείγματα και, κατά συνέπεια, δεν πρέπει να ερμηνευθούν ως ενδείξεις οργανωμένης εμπορικής δραστηριότητας αλλά απλώς ως καταγραφές που οδηγούν στη λεπτομερή αποτύπωση της διάχυσης μίας συγκεκριμένης κατηγορίας κεραμικής στον πελοποννησιακό χώρο. Ανάλογοι κίνδυνοι έχουν επισημανθεί κατά το παρελθόν και για τα στοιχεία που εικονίζονται στους αναλογικούς χάρτες[17]. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο χρήστης θα πρέπει να συμβουλευτεί τη συγκεκριμένη δημοσίευση, προκειμένου να βεβαιώσει το είδος της ποσοτικής πληροφορίας που παρέχεται.

Ως προς τη χρονολόγηση, σημειώθηκε εκείνη που παραδίδεται από την εκάστοτε δημοσίευση. Όμως, σε περιπτώσεις ύπαρξης νεότερων δημοσιεύσεων που αναθεωρούν τις σχετικές χρονολογήσεις, η αντίστοιχη χρονολογική ένδειξη προσαρμόστηκε στις τελευταίες (σχετικές περιπτώσεις εντοπίστηκαν στο υλικό από την αρχαία Κόρινθο και από θέσεις της Κρήτης). Σχετικός σχολιασμός και βιβλιογραφία παρατίθενται στο λήμμα «Παρατηρήσεις». Επιπλέον, για τις περιπτώσεις εκείνες –για τις οποίες η προτεινόμενη από τη δημοσίευση χρονολόγηση οδηγεί σε αμφιβολίες σε σύγκριση με τα γενικά δεδομένα που υπάρχουν για τη χρονολόγηση συγκεκριμένων κατηγοριών κεραμικής– χρησιμοποιήθηκε το σημείο στίξης του ερωτηματικού, για να δηλώσει την παρατήρηση.

Διευκρινίσεις ως προς την αποτύπωση «δικτύων»

Σε ένα δεύτερο επίπεδο, σχετικό με την απεικόνιση εμπορικών «δικτύων» μέσω της συγκεκριμένης εφαρμογής, πρέπει να διευκρινιστεί εξαρχής ότι τα δεδομένα που απεικονίζονται δεν φιλοδοξούν να αποτυπώσουν τον «στενό» ορισμό του εμπορικού δικτύου. Αντίθετα, σημειώνεται ότι στο πλαίσιο της διερεύνησης των εμπορικών επαφών μεταξύ διαφορετικών θέσεων με βάση τα αρχαιολογικά δεδομένα, η χρήση του όρου είναι πιο γενική. Νοείται συχνά ως συνώνυμο της επικοινωνίας, της ύπαρξης «κόμβων» και «δεσμών» μεταξύ θέσεων που συνδέονται μεταξύ τους γιατί παρουσιάζουν κοινές κατηγορίες κεραμικής[18]. H περαιτέρω επεξεργασία και ο συνδυασμός του δείγματος με τις γραπτές πηγές μπορεί να οδηγήσει στην αναλυτικότερη ανάδειξη εμπορικών δικτύων.

Για την αποτύπωση και αναγνώριση «δικτύων», όπως αυτά προσδιορίστηκαν προηγουμένως, χρειάζονται προφανώς δύο κόμβοι, ο κόμβος που αντιστοιχεί στον τόπο εύρεσης και ο κόμβος που αντιστοιχεί στον χώρο προέλευσης. Εντούτοις, οι αρχαιολογικές ενδείξεις για τον εντοπισμό εργαστηρίων παραγωγής συγκεκριμένων κατηγοριών κεραμικής σε περιοχές της βυζαντινής επικράτειας παραμένουν εξαιρετικά περιορισμένες σε αριθμό. Ακόμα λιγότερα είναι τα στοιχεία που αφορούν στη με βεβαιότητα αναγνώριση των προϊόντων τους σε θέσεις κατανάλωσής τους. Από την άλλη, οι προαναφερθείσες κατηγορίες, στην πλειονότητά τους και με δεδομένες τις απόψεις που έχουν διατυπωθεί για την προέλευσή τους, αντιπροσωπεύουν εισαγωγές κεραμικής στις εκάστοτε πελοποννησιακές και κρητικές θέσεις. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις, αρχαιολογικά ή αρχαιομετρικά δεδομένα έχουν επιβεβαιώσει τις απόψεις. Επομένως, η δήλωση του σχετικού δικτύου γίνεται κατά προσέγγιση, δηλαδή ως τόπος παραγωγής συγκεκριμένων κατηγοριών κεραμικής υποδεικνύεται μία ευρύτερη ζώνη, στην οποία έχει θεωρηθεί ή αποδειχθεί από την έρευνα ότι θα πρέπει να αναζητηθεί το ή τα κέντρα παραγωγής τους. Για παράδειγμα, έχει επιβεβαιωθεί ότι οι κατηγορίες πρωτομαγιόλικα και αρχαϊκή μαγιόλικα παράγονταν σε θέσεις της νότιας και βόρειας-κεντρικής Ιταλίας αντίστοιχα, χωρίς όμως ακόμη να είναι δυνατόν τα παραδείγματα από την Πελοπόννησο να αποδοθούν σε συγκεκριμένα κέντρα της Ιταλίας. Επομένως, επελέγησαν δύο ευρύτερες ζώνες για να ορίσουν το γενικό χώρο προέλευσης των παραδειγμάτων και το αντίστοιχο γεωγραφικό στίγμα ορίστηκε συμβατικά. Ακόμη, η ευρεία ομάδα της μεσοβυζαντινής εφυαλωμένης κεραμικής περιλαμβάνει πολλές κατηγορίες και έχει απασχολήσει ιδιαίτερα την έρευνα. Ως προς την παραγωγή της έχει υποστηριχτεί ότι παράλληλα με ένα βασικό και προφανώς καλά οργανωμένο κέντρο –το οποίο τροφοδοτούσε γειτονικές και απομακρυσμένες αγορές με τα προϊόντα του και πρόσφατα θεωρήθηκε ότι εντοπίζεται στην περιοχή της Χαλκίδας[19]– αναγνωρίζονται και επιμέρους κέντρα παραγωγής[20]. Η διάχυση της παραγωγής τους σε άλλες θέσεις δεν μπορεί ακόμη να αποδειχτεί με βεβαιότητα στις περισσότερες των περιπτώσεων. Με βάση τα δεδομένα αυτά, επελέγη συμβατικά ένα κύριο στίγμα για την προέλευση αυτών των κεραμικών, τοποθετημένο στον αιγαιακό χώρο. Αντίστοιχα, η πρωτοβυζαντινή ερυθροβαφής κεραμική της βόρειας Αφρικής παραγόταν σε πολλά διαφορετικά κέντρα της συγκεκριμένης περιοχής, πολλά από τα οποία μας είναι γνωστά, χωρίς ωστόσο να είναι δυνατή η συσχέτιση των εισαγωγών στην Πελοπόννησο με συγκεκριμένο κέντρο. Επομένως, ο ευρύτερος χώρος της βόρειας Αφρικής ορίζεται ως τόπος προέλευσής τους. Υιοθετείται, δηλαδή, η προσέγγιση που ακολουθείται από τη σύγχρονη έρευνα[21] στην προσπάθεια ανασύστασης των εμπορικών επαφών μεταξύ θέσεων της Μεσογείου, με τη διαφορά ότι τα σχετικά στοιχεία αποτυπώνονται σε χάρτη. Υπάρχουν, ακόμη, κατηγορίες κεραμικής για τις οποίες η έρευνα δεν διαθέτει ακόμα στοιχεία για τον ή τους τόπους παραγωγής τους, αν και θεωρούνται γενικά εισηγμένες στις περιοχές στις οποίες εντοπίζονται. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το σχετικό υλικό καταγράφηκε, χωρίς να συσχετίζεται με συγκεκριμένη περιοχή παραγωγής, προκειμένου να δηλωθεί η παρουσία του στην εκάστοτε θέση και με την ελπίδα οι μελλοντικές έρευνες να δώσουν στοιχεία για την προέλευσή του.

Η αναζήτηση στη συγκεκριμένη βάση γίνεται βάσει του τόπου ή/και βάσει της ευρύτερης κατηγορίας κεραμικής.

ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΤΗΣ ΨΗΦΙΑΚΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Η πληθώρα των δεδομένων που κατέστη δυνατό να αποδελτιωθούν, προσφέρει πολυάριθμες πληροφορίες για τις εισηγμένες, σε θέσεις της Πελοποννήσου και της Κρήτης, κατηγορίες κεραμικής από τον 4ο μέχρι και τα μέσα του 15ου ή και τον 16ο αιώνα αντίστοιχα Από την αποδελτίωση του σχετικού υλικού καθίσταται σαφές ότι εκτός από την περιοχή της Κορίνθου –η οποία μονοπωλεί σχεδόν το ενδιαφέρον των μελετητών λόγω των πολυάριθμων συστηματικά δημοσιευμένων ευρημάτων από τις μακροχρόνιες ανασκαφές στην περιοχή από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, αποτελώντας θέση-αναφοράς για τον πελοποννησιακό χώρο– αναδεικνύονται και άλλες θέσεις. Από αυτές σημειώνονται ευρήματα τόσο από την πρωτοβυζαντινή περίοδο όσο και από τη μεσοβυζαντινή και υστεροβυζαντινή, αλλά και από την περίοδο των λεγόμενων «μεταβατικών» χρόνων (των «Σκοτεινών» αιώνων) του Βυζαντίου. Πολυάριθμα και σημαντικά είναι τα ευρήματα από επιμέρους θέσεις, μικρής ή μεγάλης έκτασης, τα οποία ήρθαν στο φως μέσα από τις επιφανειακές έρευνες στις εν λόγω περιοχές, όπως, για παράδειγμα, στις περιοχές γύρω από τη Σικυώνα, τα Μέθανα, την Ασέα, το Μπερμπάτι, τη Σπάρτη, την Πύλο κ.ά. Με τη χαρτογραφική τους απεικόνιση επιχειρείται η αποτύπωση μίας συνολικής εικόνας για την κεραμική που κυκλοφορούσε όχι μόνο σε μία συγκεκριμένη θέση με ανεπτυγμένο αστικό χαρακτήρα αλλά και στην ενδοχώρα γύρω από αυτήν, αναδεικνύοντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε περιοχής. Διευκολύνεται με αυτόν τον τρόπο η συναγωγή περισσότερο λεπτομερών και όχι γενικών, όπως γίνεται συχνά, συμπερασμάτων για το πλέγμα των επικοινωνιών μεταξύ περισσότερο ή λιγότερο γειτονικών θέσεων. Μάλιστα, η εν λόγω διερεύνηση εκτείνεται διαχρονικά, σε ό,τι αφορά στη βυζαντινή εποχή, από τα πρωτοβυζαντινά χρόνια μέχρι και τον 15ο αιώνα, θέτοντας στη διάθεση των ερευνητών έναν αξιόλογο όγκο πληροφοριών από τον οποίο μπορούν να αντλήσουν χρήσιμα στοιχεία για τις μεταβολές στην κυκλοφορία της εισηγμένης κεραμικής με την πάροδο των αιώνων.

Επομένως, πολλοί από τους προγραμματικούς στόχους έχουν εν πολλοίς επιτευχθεί. Από τη συγκεκριμένη καταγραφή αναδεικνύεται ο ρόλος θέσεων της Πελοποννήσου και της Κρήτης τόσο στο διεθνές εμπόριο –ένα θέμα που έχει μέχρι σήμερα έχει κατεξοχήν απασχολήσει τους ερευνητές–, αλλά και το πιο σημαντικό, στο περιφερειακό και ιδίως στο μικρής κλίμακας τοπικό εμπόριο μεταξύ πελοποννησιακών, κυρίως, θέσεων. Αυτή η πτυχή δεν είχε καταστεί δυνατό να αναδειχθεί ιδιαίτερα μέχρι σήμερα, κυρίως γιατί απουσίαζε η συστηματική αποδελτίωση των δεδομένων. Επιπλέον, παρουσιάζονται στοιχεία που δείχνουν εμφανώς τη σημαντική θέση της Πελοποννήσου και της Κρήτης καθώς και επιμέρους περιοχών στο διεθνές και περιφερειακό εμπόριο κατά τη διάρκεια της πρωτοβυζαντινής περιόδου, μίας εποχής για την οποία απουσιάζουν συνθετικές μελέτες σχετικές με τις παραπάνω περιοχές. Αντίθετα, ανάλογες προσπάθειες έχουν ξεκινήσει να γίνονται αναφορικά με την αντίστοιχη θέση της Πελοποννήσου για την περίοδο της λατινικής κυριαρχίας[22]. Παράλληλα, αναδεικνύεται η διασπορά της εισηγμένης κεραμικής και σε δυσπρόσιτες θέσεις. Απεικονίζεται, επίσης, με σαφή τρόπο η διαφοροποίηση στις ζώνες από τις οποίες εισάγονταν κεραμικά προϊόντα στην Πελοπόννησο και στην Κρήτη, ως αποτέλεσμα, βέβαια, και των μεταβαλλόμενων ιστορικών συνθηκών στη διάρκεια των υπό διερεύνηση αιώνων. Για παράδειγμα, οι επαφές με θέσεις της βόρειας Αφρικής και των ακτών της Μικράς Ασίας, στη διάρκεια της πρωτοβυζαντινής περιόδου, αντικαθίστανται με επαφές με θέσεις της ιταλικής χερσονήσου στη διάρκεια των πρώτων αιώνων της περιόδου της λατινικής κυριαρχίας. Το υλικό που συγκεντρώθηκε για τις δύο γεωγραφικές περιοχές είναι πλούσιο και προβάλλει πολυάριθμους επιμέρους τύπους κεραμικών αγγείων σε συσχετισμό με τον χώρο εύρεσής τους, συχνά με αναφορά στα χαρακτηριστικά των επιμέρους ανασκαφικών ενοτήτων. Προσφέρεται για περαιτέρω εμβάθυνση στη παρατιθέμενη βιβλιογραφία με στόχο συνθετικότερες προσεγγίσεις.

[1] Για τη μεσοβυζαντινή εφυαλωμένη κεραμική, της οποίας η κατηγοριοποίηση προηγήθηκε της πρωτοβυζαντινής, σημειώνεται η μελέτη του D. Talbot Rice (Talbot Rice D., Byzantine Glazed Pottery, London 1930) και η λίγο μεταγενέστερη, περισσότερο αναλυτική, δημοσίευση του Charles Morgan, II (Morgan C. H., II The Byzantine Pottery, Corinth, τ. XI, Cambridge-Massachusetts 1942), η οποία συστηματοποίησε τη σχετική κατηγοριοποίηση. Για την καλής ποιότητας ερυθροβαφή κεραμική και τους αμφορείς της πρωτοβυζαντινής περιόδου σημειώνονται ενδεικτικά οι μελέτες του J. W. Hayes (Hayes J. W., Late Roman Pottery, London 1972) και του J. Α. Riley, αντίστοιχα (Riley J. A., The Pottery from the First Session of Excavation in the Caesarea Hippodrome, Bulletin of the American Schools of Oriental Research 218 (1975), 25-63• Toυ Ιδιου, The Carthage System of Quantification of Pottery, στο: Humphrey J. H. (επιμ.), Excavations at Carthage 1975 Conducted by the University of Michigan, τ. 1, Tunisia 1976, 125-156• Toυ Ιδιου, The Coarse Pottery from Berenice, στο: Lloyd J. A. (επιμ.), Excavations at Sidi Khrebish Benghazi Berenice), τ. 2, Libya Antiqua suppl. V.2, Tripoli 1979, 91-467).

[2] Dark K., Byzantine Pottery, Gloucestershire-Charleston 2001, 7-8, 28-29• Γιαγκάκη Α. Γ., Η κεραμική στην Κρήτη τη μεσαιωνική και νεότερη εποχή: Σύντομη επισκόπηση της έρευνας, στο: Γιαγκάκη Α. - Γκράτζιου Ο. (επιμ.), Πανεπιστήμιο Κρήτης. Φιλοσοφική Σχολή – Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Εκπαιδευτική Συλλογή Μεσαιωνικής και Νεότερης Κεραμικής. Κατάλογος, Ρέθυμνο 2012, 23-25••Πετρίδης Π., Πρωτοβυζαντινή κεραμική του ελλαδικού χώρου, Αθήνα 2013, 19-25••ο Ιδιος, Η ιστορία της έρευνας της βυζαντινής κεραμικής και τα νέα δεδομένα στην επιστήμη της κεραμολογίας, στο: Τριακοστό Τέταρτο Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης. Πρόγραμμα και Περιλήψεις Εισηγήσεων και Ανακοινώσεων. Αθήνα, 9, 10 και 11 Μαΐου 2014. Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Αθήνα 2014, 110-111 [το κείμενο είναι προσβάσιμο ηλεκτρονικά στη διεύθυνση: http://www.chae.gr/other/dloads/eisigiseis/istoriakeramikis.pdf, ημ. πρόσβ. 17/01/2014].

[3] Στην καταχώριση των σχετικών, πολυάριθμων στοιχείων σημαντική ήταν η συμβολή της κυρίας Ζωγραφιάς Μπιδικούδη, της κυρίας Μαρίλιας Λυκάκη και του κυρίου Χρήστου Μακρυπούλια, επιστημονικών συνεργατών του Ι.Ι.Ε. στο πλαίσιο του έργου «Κύρτου πλέγματα». Τους ευχαριστώ θερμά για τη συμβολή τους και από τη θέση αυτή. Ευχαριστώ επίσης την κυρία Ελένη Γκαδόλου και τον κύριο Παναγιώτη Στρατάκη για την τεχνική υποστήριξη της προσπάθειας.

[4] Η πρώτη προσπάθεια αναλογικής χαρτογράφησης επιχειρήθηκε από τον D. Talbot Rice (Talbot Rice, Byzantine Pottery, 80-81 και συνοδευτικός χάρτης). Για άλλες προσπάθειες, βλ. συγκεντρωτικά: Γιαγκάκη A. Γ., Παρατηρήσεις στη μεθοδολογία και στη μελέτη της κεραμικής του 11ου-12ου αιώνα., προοπτικές της έρευνας και επιβοηθητικά εργαλεία: Η συμβολή της χαρτογράφησης και της ανάλυσης δικτύων, Βυζαντινά Σύμμεικτα 25 (2015), 155-210.

[5] Ενδεικτικά, για τη σημασία των χαρτών, βλ. Fuerst-Bjeliš Β., Imaging the Past: Cartography and Multicultural Realities of Croatian Borderlands, στο: Bateira C. (επιμ.), Cartography – A Tool for Spatial Analysis, Rijeka 2012, 295-296.

[6] Αναλυτικότερα για τη χαρτογράφηση των δεδομένων και τη χρησιμότητά της στη μελέτη της βυζαντινής κεραμικής, βλ. Γιαγκάκη, Παρατηρήσεις στη μεθοδολογία, 184-195.

[7] Για μία πρώτη σχετική προσπάθεια ερμηνείας που εκπορεύεται από τη δημιουργία ψηφιακών χαρτών με χρήση του προγράμματος Adobe Illustrator, βλ. François V., Représenter le commerce de la poterie à Byzance, στο: Malamut É. - Ouerfelli M. (επιμ.), Les échanges en Méditerranée médiévale. Marqueurs, réseaux, circulations, contacts, Aix-en-Provence 2012, 43-47 χάρτες 9-10.

[8] Βλ. σχετικά και Γιαγκάκη, Παρατηρήσεις στη μεθοδολογία, 185-186.

[9] Σιμώνη Ε. - Ανδρινόπουλος Α., Η εφαρμογή γεωγραφικού πληροφοριακού συστήματος στην αρχαιολογική έρευνα της Δυτικής Αχαϊας, στο: Ριζάκης Α. Δ. (επιμ.), Αχαϊκό τοπίο ΙΙ. Δύμη και Δυμαία χώρα [Μελετήματα 29], Αθήνα 2000, 158.

[10] Σχετικά με το ερευνητικό πρόγραμμα και με επιμέρους δραστηριότητές του: http://www.eie.gr/nhrf/institutes/ibr/programmes/histgeo-gr.html (ημ. πρόσβ. 25/08/2014).

[11] Η σχετική βιβλιογραφία είναι εκτενέστατη, όπως προκύπτει και από τα στοιχεία που παρατίθενται στα λήμματα της οικείας βάσης δεδομένων. Βλ. συμπληρωματικά, και Γιαγκάκη, Παρατηρήσεις στη μεθοδολογία, 187-188.

[12] Βλ. σχετικά σημ. 4.

[13] Αναλυτικότερα και για άλλες προσπάθειες στις οποίες υιοθετούνται ανάλογες εφαρμογές: Γιαγκάκη, Παρατηρήσεις στη μεθοδολογία, 191-192, σημ. 120-123.

[14] Ως προς την καλής ποιότητας ερυθροβαφή κεραμική της πρωτοβυζαντινής περιόδου υιοθετήθηκε η τυπολογική κατάταξη του J. W. Hayes (Late Roman Pottery). Ως προς την εφυαλωμένη κεραμική της μεσοβυζαντινής και υστεροβυζαντινής περιόδου ακολουθήθηκε η κατάταξη του Ch. Morgan, II (The Byzantine Pottery) και για την απόδοσή της στα ελληνικά εκείνη που παρουσιάζεται στο: Παπανικόλα-Μπακιρτζή Δ. (επιμ.), Βυζαντινά εφυαλωμένα κεραμικά. Η τέχνη των εγχαράκτων, Αθήνα 1999. Για την απόδοση στα ελληνικά της ορολογίας που αφορά σε εισηγμένες από τη Ιταλία κατηγορίες εφυαλωμένης κεραμικής, βλ. Γιαγκάκη Α. Γ., Εφυαλωμένη κεραμική από τη θέση «Άγιοι Θεόδωροι» στην Ακροναυπλία (11ος-17ος αι.) [ΕΙΕ / ΙΙΕ, Τμήμα Βυζαντινών Ερευνών, Ερευνητική Βιβλιοθήκη 7], Αθήνα 2012. Ως προς την τυπολογία των αμφορέων υιοθετήθηκαν για την πρωτοβυζαντινή και τη μεσοβυζαντινή περίοδο οι κατατάξεις του J. A. Riley (The Pottery from the First Session, 25-63• The Carthage System of Quantification of Pottery, 125-156• The Coarse Pottery from Berenice, 91-467) και N. Günsenin (Günsenin Ν., Recherches sur les amphores byzantines dans les musées turcs, στο: DÉROCHE V. – SPIESER J.-M. (επιμ.), Recherches sur la céramique byzantine [Bulletin de Correspondance Hellénique suppl. XVIII], Athènes-Paris 1989, 267-276), και του J. W. Hayes (Hayes J. W., Excavations at Saraçhane in Istanbul, τ. 2, The Pottery, Princeton 1992, 61-78), αντίστοιχα.

[15] Είναι ενδεικτικές οι παρατηρήσεις της Στ. Δεμέστιχα, αναφορικά με την αναγνώριση των επιμέρους παραλλαγών του υστερορωμαϊκού αμφορέα 1 (Demesticha S., Amphora Typologies, Distribution, and Trade Patterns: The Case of the Cypriot LR1 Amphorae, στο: Lawall M. L. - Lund J. (επιμ.), The Transport Amphorae and Trade of Cyprus [Gösta Enbom Monographs 3], Aarhus 2013, 171-175).

[16] Ένα πρόσφατο παράδειγμα για τη χρήση συμβόλων απεικόνισης, τα οποία παραδίδουν με μεγάλη σαφήνεια ποσοτικά δεδομένα για την κεραμική της πρωτοβυζαντινής εποχής, προέρχεται από επιφανειακή έρευνα στην Κύπρο. Βλ. Winther-Jacobsen K., Supply Mechanisms at Non-agricultural Production Sites. Economic Modelling in Late Roman Cyprus, στο: Lawall - Lund, The Transport Amphorae and Trade of Cyprus, 203-207 με εικ. 1. Σε αυτήν, πάντως, την περίπτωση πρόκειται για έρευνα σε πρωτογενές υλικό κεραμικής.

[17] Για την έλλειψη συστηματικής παράθεσης ποσοτικών δεδομένων και ό,τι αυτή συνεπάγεται, βλ. και: Dimopoulos J., Byzantine Graffito Wares excavated in Sparta (12th – 13th Centuries, στο: Böhlendorf-Arslan B. - Uysal A. O. - Witte-Orr J. (επιμ.), Çanak. Late Antique and Medieval Pottery and Tiles in Mediterranean Archaeological Contexts [BYZAS 7], Istanbul 2007, 345• Η ΙΔΙΑ, Trade of Byzantine Red Wares, end of the 11th-13th centuries, στο: Mundell Mango M. (επιμ.), Byzantine Trade 4th-12th Centuries. The Archaeology of Local, Regional and International Exchange. Papers of the Thirty-eighth Spring Symposium of Byzantine Studies, St John’s College, University of Oxford, March 2004 [Society for the Promotion of Byzantine Studies Publications 14], Farnham-Burlington 2009, 185• François, Représenter le commerce, 36. Βλ. επίσης Γιαγκάκη, Εφυαλωμένη κεραμική από τη θέση «Άγιοι Θεόδωροι» στην Ακροναυπλία, 112.

[18] Για περισσότερες λεπτομέρειες για όλα τα παραπάνω, βλ. Γιαγκάκη, Παρατηρήσεις στη μεθοδολογία, 188-199.

[19] Waksman S. Y. - Kontogiannis N. D. - Skartsis S. S. - Vaxevanis G., The Main “Middle Byzantine Production” and Pottery Manufacture in Thebes and Chalcis, The Annual of the British School at Athens 109 (2014), 379-422.

[20] Βλ. ενδεικτικά: Sanders G. D. R., Παραγωγή των εργαστηρίων της Κορίνθου, στο: Παπανικόλα-Μπακιρτζή, Βυζαντινά εφυαλωμένα κεραμικά, 162• Sanders G. D. R., Recent Developments in the Chronology of Byzantine Corinth, στο: Williams C. K. II - Bookidis N. (επιμ.), Corinth: The Centenary 1896-1996 [Corinth. Results of excavations conducted by the American School of Classical Studies of Athens, τ. XX], Princeton 2003, 388-395• Vassi O., An Unglazed Ware Pottery Workshop in Twelfth-Century Lakonia, Τhe Annual of the British School at Athens 88 (1993), 292• Παπανικόλα-Μπακιρτζή Δ., Εργαστήρια εφυαλωμένης κεραμικής στο βυζαντινό κόσμο, στο: Μπακιρτζής Χ. (επιμ.), 7ο Διεθνές Συνέδριο Μεσαιωνικής Κεραμικής της Μεσογείου, Θεσσαλονίκη, 11-16 Οκτωβρίου 1999, Πρακτικά, Αθήνα 2003, 53• Οικονόμου-Laniado Α., Βυζαντινή κεραμική από το Άργος (12ος-13ος αιώνας), στο: Ζαφειροπούλου Ν. (επιμ.), Α΄ αρχαιολογική σύνοδος Νότιας και Δυτικής Ελλάδος, ΣΤ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, 6η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, Πρακτικά, Πάτρα 9-12 Ιουνίου 1996, Αθήνα 2006, 346••Dimopoulos, Byzantine Graffito Wares, 336, 339.

[21] Βλ. για ένα χαρακτηριστικό, πρόσφατο, παράδειγμα, τη μελέτη της J. Vroom (Vroom J., The Morea and its links with Southern Italy after AD 1204: ceramics and identity, Archeologia Medievale 38 (2011), 413-419 και ειδικά πίν. 2a-b-5), όπου για τη διερεύνηση των εμπορικών επαφών η παραγωγή συγκεκριμένων κατηγοριών κεραμικής συσχετίζεται με ευρείες γεωγραφικές περιοχές.

[22] Βλ. ενδεικτικά: Vroom, The Morea, 409-430.

Για οποιεσδήποτε πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή, αλλά και για ενδεχόμενες προσθήκες ή διορθώσεις, μπορείτε να επικοινωνήσετε στη διεύθυνση: yangaki@eie.gr

late_roman amhpora Υστερορωμαϊκός αμφορέας 1
© Α. Γ. Γιαγκάκη, σχέδιο βάσει: D. P. S. Peacock, D. F. Williams, Amphorae and the Roman Economy. Αn Introductory Guide, London, New York 1986, 185, εικ. 104.  
Υστερορωμαϊκός αμφορέας 1 από τα αρχεία της ηλεκτρονικής βάσης Roman Amphorae: a digital resource, University of Southampton
©University of Southampton (2014) Roman Amphorae: a digital resource [data-set]. York: Archaeology Data Service [distributor] https://doi.org/10.5284/1028192
late_roman amhpora Υστερορωμαϊκός αμφορέας 2
© Α. Γ. Γιαγκάκη, σχέδιο βάσει: σχέδιο βάσει: D. P. S. Peacock, D. F. Williams, Amphorae and the Roman Economy. Αn Introductory Guide, London, New York 1986, 182, εικ. 101.
Υστερορωμαϊκός αμφορέας 2 από τα αρχεία της ηλεκτρονικής βάσης Roman Amphorae: a digital resource, University of Southampton
©University of Southampton (2014) Roman Amphorae: a digital resource [data-set]. York: Archaeology Data Service [distributor] https://doi.org/10.5284/1028192
Υστερορωμαϊκός αμφορέας 3 από τα αρχεία της ηλεκτρονικής βάσης Roman Amphorae: a digital resource, University of Southampton
©University of Southampton (2014) Roman Amphorae: a digital resource [data-set]. York: Archaeology Data Service [distributor] https://doi.org/10.5284/1028192
Υστερορωμαϊκός αμφορέας 4 από την Κόρινθο
©The American School of Classical Studies at Athens, Digital Collections
Υστερορωμαϊκός αμφορέας 5 από την Κόρινθο
©The American School of Classical Studies at Athens, Digital Collections
Υστερορωμαϊκός αμφορέας 7, από τα αρχεία της ηλεκτρονικής βάσης Roman Amphorae: a digital resource, University of Southampton ©University of Southampton (2014) Roman Amphorae: a digital resource [data-set]. York: Archaeology Data Service [distributor] https://doi.org/10.5284/1028192
cretan_ amhpora Κρητικός αμφορέας (τύπος MRC2B) από την Ελεύθερνα, Κρήτη
© A. G. Yangaki, La céramique des IVe-VIIIe siècles ap. J.-C. d'Eleutherna, Athènes 2005, 394 εικ. 49b
shere_ amhpora Σφαιρικός αμφορέας από την Ελεύθερνα, Κρήτη
© A. G. Yangaki, La céramique des IVe-VIIIe siècles ap. J.-C. d'Eleutherna, Athènes 2005, 394 εικ. 51c
african_ amhpora Aφρικανικός αμφορέας, τύπος Keay XXV από την Ελεύθερνα, Κρήτη
© A. G. Yangaki, La céramique des IVe-VIIIe siècles ap. J.-C. d'Eleutherna, Athènes 2005, 394 εικ. 54a
Αμφορέας "Σπαθείον", από τα αρχεία της ηλεκτρονικής βάσης Roman Amphorae: a digital resource, University of Southampton
©University of Southampton (2014) Roman Amphorae: a digital resource [data-set]. York: Archaeology Data Service [distributor] https://doi.org/10.5284/1028192
Αμφορέας Keay 52, από τα αρχεία της ηλεκτρονικής βάσης Roman Amphorae: a digital resource, University of Southampton
©University of Southampton (2014) Roman Amphorae: a digital resource [data-set]. York: Archaeology Data Service [distributor] https://doi.org/10.5284/1028192
cretan_plate Πινάκιο από την Ελεύθερνα, Κρήτη, ερυθροβαφής κεραμική από τη βόρεια Αφρική, σχήμα 50
© A. G. Yangaki, La céramique des IVe-VIIIe siècles ap. J.-C. d'Eleutherna, Athènes 2005, 394 εικ. 5a
cretan_plate Πινάκιο από την Ελεύθερνα, Κρήτη, ερυθροβαφής κεραμική από τη βόρεια Αφρική, σχήμα 59
© A. G. Yangaki, La céramique des IVe-VIIIe siècles ap. J.-C. d'Eleutherna, Athènes 2005, 394 εικ. 5d
cretan_plate Πινάκιο από την Ελεύθερνα, Κρήτη, ερυθροβαφής κεραμική από τη βόρεια Αφρική, σχήμα 61
© A. G. Yangaki, La céramique des IVe-VIIIe siècles ap. J.-C. d'Eleutherna, Athènes 2005, 394 εικ. 5e
cretan_plate Πινάκιο από την Ελεύθερνα, Κρήτη, ερυθροβαφής κεραμική από τη βόρεια Αφρική, σχήμα 67
© A. G. Yangaki, La céramique des IVe-VIIIe siècles ap. J.-C. d'Eleutherna, Athènes 2005, 394 εικ. 12f
Θραύσμα πινακίου από τη Κόρινθο. Ερυθροβαφής κεραμική από τη Βόρεια Αφρική, σχήμα 67
©The American School of Classical Studies at Athens, Digital Collections
Θραύσμα κούπας από τη Κόρινθο. Ερυθροβαφής κεραμική από τη Βόρεια Αφρική, σχήμα 73
©The American School of Classical Studies at Athens, Digital Collections
cretan_cup Κούπα από την Ελεύθερνα, Κρήτη, ερυθροβαφής κεραμική από τη βόρεια Αφρική, σχήμα 99
© A. G. Yangaki, La céramique des IVe-VIIIe siècles ap. J.-C. d'Eleutherna, Athènes 2005, 394 εικ. 8a
Θραύσμα πινακίου (;) από τη Κόρινθο. Ερυθροβαφής κεραμική από τη Βόρεια Αφρική, σχήμα 99
©The American School of Classical Studies at Athens, Digital Collections
Θραύσμα πινακίου (;) από τη Κόρινθο. Ερυθροβαφής κεραμική από τη Βόρεια Αφρική, σχήμα 104
©The American School of Classical Studies at Athens, Digital Collections
Θραύσμα πινακίου (;) από τη Κόρινθο. Ερυθροβαφής κεραμική από τη Βόρεια Αφρική, σχήμα 105
©The American School of Classical Studies at Athens, Digital Collections
corinthian_plate Πινάκιο από την Ελεύθερνα, Κρήτη, ερυθροβαφής κεραμική από τη βόρεια Αφρική, σχήμα 106
© A. G. Yangaki, La céramique des IVe-VIIIe siècles ap. J.-C. d'Eleutherna, Athènes 2005, 394 εικ. 7e
Θραύσμα πινακίου (;) από τη Κόρινθο. Ερυθροβαφής κεραμική από τη Βόρεια Αφρική, σχήμα 109
©The American School of Classical Studies at Athens, Digital Collections
cretan_plate Πινάκιο από την Ελεύθερνα, Κρήτη, ερυθροβαφής κεραμική από τη Μικρά Ασία, σχήμα 3Ε
© A. G. Yangaki, La céramique des IVe-VIIIe siècles ap. J.-C. d'Eleutherna, Athènes 2005, 394 εικ. 11a
cretan_plate Πινάκιο από την Ελεύθερνα, Κρήτη, ερυθροβαφής κεραμική από τη Μικρά Ασία, σχήμα 10C
© A. G. Yangaki, La céramique des IVe-VIIIe siècles ap. J.-C. d'Eleutherna, Athènes 2005, 394 εικ. 11e
 cooking_pot Μαγειρικό σκεύος από την Ελεύθερνα, Κρήτη, «Aegean Cooking Ware»
© A. G. Yangaki, La céramique des IVe-VIIIe siècles ap. J.-C. d'Eleutherna, Athènes 2005, 394 εικ. 32i
Λυχνάρι από την Κόρινθο (Broneer XXVIII)
©The American School of Classical Studies at Athens, Digital Collections
Θραύσματα αγγείων από την Κόρινθο, με μεταλλικά χρώματα
©The American School of Classical Studies at Athens, Digital Collections
Κούπα με λευκό πηλό από την Κόρινθο
©The American School of Classical Studies at Athens, Digital Collections
Γραπτή πολύχρωμη κούπα με λευκό πηλό από την Κόρινθο
©The American School of Classical Studies at Athens, Digital Collections
Θραύσματα γραπτών πολύχρωμων αγγείων με λευκό πηλό από την Κόρινθο
©The American School of Classical Studies at Athens, Digital Collections
Πινάκιο από την Κόρινθο, κεραμική περιοχής Αιγαίου
©The American School of Classical Studies at Athens, Digital Collections
Πινάκιο από την Κόρινθο, κεραμική περιοχής Αιγαίου
©The American School of Classical Studies at Athens, Digital Collections
plate_fragment Θραύσμα πινακίου από την Ελεύθερνα Κρήτης, «κεραμική Ζευξίππου»
© Α. Γ. Γιαγκάκη, "Η κεραμική από το βυζαντινό κτήριο στο Πυργί της Ελεύθερνας", στο: Θ. Καλπαξής (επιμ.), Ελεύθερνα Τομέας ΙΙ. 3. Βυζαντινό σπίτι στην Αγία Άννα, Ρέθυμνο 2008, 283, πίν. 1, δ.
Πινάκιο από την Κόρινθο, «Κεραμική Ζευξίππου»
©The American School of Classical Studies at Athens, Digital Collections
glazed_plate Κούπες και πινάκια από την Ελεύθερνα Κρήτης, εφυαλωμένη κεραμική γραπτή με πράσινο υαλώδες χρώμα («Glaze painted ware»)
© Α. Γ. Γιαγκάκη, "Η κεραμική από το βυζαντινό κτήριο στο Πυργί της Ελεύθερνας", στο: Θ. Καλπαξής (επιμ.), Ελεύθερνα Τομέας ΙΙ. 3. Βυζαντινό σπίτι στην Αγία Άννα, Ρέθυμνο 2008, 286, πίν. 4, α-δ.
Θραύσματα αγγείων, από την Κόρινθο με πιτσιλωτό διάκοσμο
©The American School of Classical Studies at Athens, Digital Collections
Μεσαιωνικές κούπες, από την Κόρινθο με γραπτή με καστανό και πράσινο χρώμα εφυαλωμένη κεραμική
©The American School of Classical Studies at Athens, Digital Collections
Μεσοβυζαντινές κούπες από την Κόρινθο, που φέρουν εγχάρακτο διάκοσμο και κηλίδες ερυθρού επιχρίσματος
©The American School of Classical Studies at Athens, Digital Collections
Πινάκιο από την Κόρινθο με ιλαροπληγή διάκοσμο
©The American School of Classical Studies at Athens, Digital Collections
Πινάκιο από την Κόρινθο με λεπτεγχάρακτο διάκοσμο
©The American School of Classical Studies at Athens, Digital Collections
Πινάκιο από την Κόρινθο με αδρεγχάρακτο διάκοσμο
©The American School of Classical Studies at Athens, Digital Collections
Πινάκιο από την Κόρινθο, με γραπτή με επίχρισμα εφυαλωμένη κεραμική
©The American School of Classical Studies at Athens, Digital Collections
Κούπα από την Κόρινθο, Ύστερη εγχάρακτη κεραμική
©The American School of Classical Studies at Athens, Digital Collections
Πινάκιο από την Κόρινθο, κεραμική Σερρών
©The American School of Classical Studies at Athens, Digital Collections
Κανάτα από την Κόρινθο με μεταλλικό διάκοσμο
©The American School of Classical Studies at Athens, Digital Collections
Πινάκιο από την Κόρινθο, κεραμική πρωτομαγιόλικα
©The American School of Classical Studies at Athens, Digital Collections
Πινάκιο από την Κόρινθο, κεραμική πρωτομαγιόλικα
©The American School of Classical Studies at Athens, Digital Collections
Θραύσματα αγγείων της πολύχρωμης εφυαλωμένης κεραμικής («RMR Ware») από την Κόρινθο
©The American School of Classical Studies at Athens, Digital Collections
Αρχαϊκή μαγιόλικη κανάτα (;) από την Κόρινθο
©The American School of Classical Studies at Athens, Digital Collections
Αρχαϊκή μαγιόλικη κανάτα (;) από την Κόρινθο
©The American School of Classical Studies at Athens, Digital Collections
loza_dorada_fragment   glazed_blue_fragment Θραύσματα αγγείων εφυαλωμένης κεραμικής από την Ιβηρική χερσόνησο: α) εφυαλωμένο όστρακο γραπτό με μεταλλικό χρώμα ("loza dorada"), β) εφυαλωμένο αγγείο γραπτό με μεταλλικό και μπλε του κοβαλτίου χρώμα
© A. G. Yangaki, «A First Overview on Late Medieval Pottery from the Iberian peninsula in Greece», Viator 44.1 (2013), 325 εικ. 13-14 (σχέδια @ Μάνθος Ρεμούνδος)
Αυτοθερμαινόμενο σκεύος από την Κόρινθο
©The American School of Classical Studies at Athens, Digital Collections
Κανάτα από την Κόρινθο με γραπτό διάκοσμο
©The American School of Classical Studies at Athens, Digital Collections
Κανάτα από την Κόρινθο με γραπτό διάκοσμο
©The American School of Classical Studies at Athens, Digital Collections