Δίκτυα επικοινωνίας (χερσαίοι και θαλάσσιοι δρόμοι) κατά τους προϊστορικούς χρόνους στη βόρεια Ελλάδα και το βόρειο Αιγαίο

Ιωάννης Ασλάνης, Στεφανία Μιχαλοπούλου

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Αν και τα δίκτυα επικοινωνίας στον ελλαδικό αλλά και τον ευρύτερο χώρο ήταν υπαρκτά στους προϊστορικούς χρόνους, η τεκμηρίωσή τους δεν είναι πάντοτε εφικτή. Για παράδειγμα, η τεκμηριωμένη παρουσία οψιανού –πολύτιμης πρώτης ύλης– από τη Μήλο σε νεολιθικούς οικισμούς της ηπειρωτικής Ελλάδας, της Μικράς Ασίας και πιο απομακρυσμένων βορειότερων περιοχών, αποτελεί απόδειξη της επικοινωνίας του νησιού με την ηπειρωτική χώρα, αλλά δεν μπορεί να προσδιορίσει ακριβώς τις περιοχές άμεσης επαφής, καθώς το υλικό μεταφέρεται και διασκορπίζεται δευτερογενώς.

Στο παρόν έργο επιχειρείται ο εντοπισμός δικτύων επικοινωνίας στον βορειοελλαδικό χώρο (κυρίως της Μακεδονίας) σε τρεις διαφορετικές περιόδους της Προϊστορίας: τη Χαλκολιθική (4800-3200 π. Χ.), τη Μέση (2000-1700 π.Χ.) και την Ύστερη εποχή του Χαλκού (1700-1100 π.Χ.). Ειδικότερα ερευνώνται δίκτυα που αναπτύχθηκαν σε ορισμένα χρονικά διαστήματα των παραπάνω περιόδων: 4800-4500 π.Χ. (διμηνιακή φάση) της Χαλκολιθικής, περίπου 1975-1600 π.Χ. της Μέσης εποχής του Χαλκού και της Υστεροελλαδικής Ι περιόδου και 1550-1100 π.Χ. της Υστεροελλαδικής ΙΙ και ΙΙΙ περιόδου.

Η επιλογή του βορειοελλαδικού χώρου για την αναζήτηση δικτύων επικοινωνίας στην Προϊστορία αποσκοπεί στην προώθηση της έρευνας, καθώς η περιοχή υστερεί σημαντικά έναντι των νοτιότερων περιοχών όπου ανθούν σημαντικοί πολιτισμοί (π.χ. μινωικός, μυκηναϊκός), οι οποίοι αναπτύσσουν ευρύτερα σύνθετα δίκτυα επικοινωνίας, για τα οποία αφθονεί η σχετική βιβλιογραφία.

Η επιλογή του χρόνου (Χαλκολιθική, Μέση και Ύστερη εποχή του Χαλκού) σχετίζεται τόσο με το επίπεδο έρευνας, που αφορά κάθε μια επιλεγείσα χρονική περίοδο, όσο και με την παρουσία εκείνων των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που θα επιτρέψουν την ασφαλή τεκμηρίωση δικτύων επικοινωνίας. Η έρευνα στον προαναφερθέντα χώρο, που διενεργείται στο ΤΕΡΑ/ΙΙΕ από τον Ι. Ασλάνη στο πλαίσιο ευρύτερων ερευνητικών έργων, έφερε στο φως νέα στοιχεία, τα οποία δηλώνουν με σαφήνεια την ύπαρξη δικτύων επικοινωνίας πριν ακόμη ενταχθεί η περιοχή στον μυκηναϊκό κόσμο.

Το επίπεδο της έρευνας στην περιοχή της Μακεδονίας για τη Χαλκολιθική, τη Μέση και την Ύστερη εποχή του Χαλκού δεν επιτρέπει ακόμη την ασφαλή τεκμηρίωση δικτύων ιδεών και ιδεολογιών. Έτσι, αναγκαστικά, η έρευνα για την αναζήτηση δικτύων επικοινωνίας προσανατολίστηκε στη μελέτη των υλικών προϊόντων, η διασπορά των οποίων θα συνέβαλε στην κατανόηση του τρόπου επικοινωνίας γειτονικών ή μακρινών κοινοτήτων. Από τα υλικά προϊόντα επιλέχθηκε η κεραμική ως το πολυπληθέστερο ανασκαφικό εύρημα. Κύριος στόχος ήταν η χαρτογράφηση της εισηγμένης κεραμικής. Ωστόσο, αυτό δεν ήταν πάντοτε δυνατό, γιατί σε πολλές περιπτώσεις δεν γίνεται διαχωρισμός μεταξύ της εισηγμένης και της τοπικής προέλευσης κεραμικής.

ΧΕΡΣΑΙΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΣΤΗ ΧΑΛΚΟΛΙΘΙΚΗ ΕΠΟΧΗ

Στην αρχή της 5ης χιλιετίας η παραγωγή κεραμικών προϊόντων στον ελληνικό χώρο φθάνει σε εξαιρετικό τεχνολογικό και αισθητικό επίπεδο. Είναι το αποτέλεσμα συνεχούς εξέλιξης περίπου δύο χιλιάδων ετών και μαζί με άλλους νεωτερισμούς που πρωτοεμφανίστηκαν στην τεχνολογία (π.χ. ανάπτυξη μεταλλουργίας), την οργάνωση των οικισμών με την κατασκευή κοινοτικών έργων (π.χ. προστατευτικών περιβόλων, κοινοτικών κτισμάτων ή ιερών) ή την κοινωνική οργάνωση (π.χ. διαμόρφωση εξειδικευμένων ομάδων, όπως μεταλλουργών ή κεραμέων), σηματοδοτούν την αρχή μιας νέας εποχής, της Χαλκολιθικής, που έχει υπερβεί το νεολιθικό στάδιο παραγωγής. Η συγκεκριμένη εξέλιξη εντοπίζεται κυρίως στη Θεσσαλία, τη μεγαλύτερη πεδιάδα του ελληνικού χώρου, όπου η εξέλιξη από τη Νεολιθική στη Χαλκολιθική είναι συνεχής, με την τελευταία να αρχίζει περίπου από το 4800 π.Χ. (δηλαδή από τις διμηνιακές φάσεις της Νεότερης Νεολιθικής ή ΝΝ ΙΙ περίοδο).

Στο πλαίσιο αυτό, στην κεραμική παραγωγή της Θεσσαλίας όπου η γραπτή κεραμική έχει μακροχρόνια παράδοση, εμφανίζεται ένα είδος ποιοτικής κεραμικής με γραπτή διακόσμηση με σοκολατί χρώμα σε στιλπνή ωχροκίτρινη επιφάνεια. Είναι γνωστή ως «διμηνιακή κεραμική» ή κατηγορία Β3α2α των Wace και Thompson (1912). Η τεχνική κατασκευής, τα σχήματα των αγγείων και ιδιαίτερα τα διακοσμητικά θέματά της ξεχωρίζουν από κάθε άλλο είδος γραπτής κεραμικής και είναι σχεδόν εξίσου ευδιάκριτη με την μυκηναϊκή κεραμική της αντίστοιχης περιόδου. Επίκεντρο της συγκεκριμένης παραγωγής θεωρείται η περιοχή του Βόλου, όπου και ο ομώνυμος οικισμός του Διμηνίου. Ωστόσο, φαίνεται πως παράγεται και σε άλλες περιοχές της Θεσσαλίας, ίσως όχι με την ίδια ποιότητα, καθώς χρώμα και επίχρισμα συχνά απολεπίζονται.

Στη Μακεδονία η κεραμική παραγωγή της ίδιας περιόδου περιλαμβάνει σκεύη με σχετικά διαφορετικό σχηματολόγιο, αλλά με γραπτή διακόσμηση που φαίνεται να επηρεάζεται από τη Θεσσαλία. Ωστόσο, απουσιάζει η διμηνιακή κεραμική, η οποία συναντάται μόνο στο δυτικά του ποταμού Αξιού τμήμα της.

Σε αντίθεση με άλλες κατηγορίες γραπτής κεραμικής, θεσσαλικής προέλευσης, που έχουν ευρεία εξάπλωση, (α) η διασπορά της διμηνιακής κεραμικής στους οικισμούς της Μακεδονίας δυτικά του ποταμού Αξιού, όπως εμφανίζεται στη μέχρι σήμερα αρχαιολογική έρευνα, περιορίζεται σε ορισμένους μόνον οικισμούς, καθώς χαρακτηριστική διμηνιακή κεραμική συναντάται μόνο σε συστάδες τριών έως πέντε οικισμών, ενώ απουσιάζει από τους σύγχρονους γειτονικούς οικισμούς, όπου εντοπίζονται άλλες κατηγορίες γραπτής κεραμικής (π.χ. μελανό σε ερυθρό), οι οποίες συχνά μιμούνται τη διακόσμησή της. (β) Οι συστάδες οικισμών με διμηνιακή κεραμική εντοπίζονται σε περιοχές που μπορούν να χαρακτηριστούν ως περάσματα (εικόνα δρόμου 1). Πρόκειται για τη παραλιακή λοφώδη ζώνη μεταξύ Ολύμπου και Θερμαϊκού κόλπου, την επίσης παραλιακή λοφώδη περιοχή μεταξύ του όρους Πάικου και της τότε ακτογραμμής των κόλπων Γιαννιτσών και Καστανά, για τη ζώνη μεταξύ της Κίτρινης λίμνης (;) και του όρους Βερμίου στην περιοχή της Κοζάνης και για το πέρασμα ανάμεσα τις λίμνες Χειμαδίτιδα, Βεγορίτιδα και Πετρών στην περιοχή της Φλώρινας. Οικισμοί με διμηνιακή κεραμική συναντώνται και στην περιοχή της Κορυτσάς στη νότια Αλβανία, ίσως μάλιστα και βορειότερα στην περιοχή της Πελαγονίας. Διμηνιακή κεραμική συναντάται, επίσης, σε αρκετούς οικισμούς στο μέσο ρου του Αλιάκμονα στην περιοχή των Σερβίων και θα πρέπει μάλλον να αποδοθεί στην άμεση γειτνίαση με τη Θεσσαλία. (γ) Η διμηνιακή κεραμική εξαπλώνεται μέχρι τα δυτικά παράλια του Θερμαϊκού κόλπου, του κόλπου των Γιαννιτσών και του Καστανά. Οι δύο τελευταίοι έχουν καλυφθεί σήμερα με αλουβιακές προσχώσεις και είναι εύφορες πεδιάδες. (δ) Σε αντίθεση με άλλες κατηγορίες γραπτής κεραμικής (π.χ. κεραμική με διακόσμηση μελανή σε ερυθρό) που συναντώνται σε όλη τη Μακεδονία, η απουσία διμηνιακής κεραμικής ανατολικά του ποταμού Αξιού στις περιοχές της Θεσσαλονίκης, του Λαγκαδά και της Χαλκιδικής καθώς και από την ανατολική Μακεδονία, δηλώνει μεταξύ άλλων ότι η διασπορά της κεραμικής δεν γινόταν δια θαλάσσης, αλλά και ότι δεν ήταν εύκολο να αναπαραχθεί από τοπικά εργαστήρια.

Οι παρατηρήσεις αυτές επιτρέπουν τη σύνθεση της ακόλουθης εικόνας: ομάδες οικισμών με διμηνιακή κεραμική στη Μακεδονία οργανώνονται και λειτουργούν ως ενιαίο σύνολο με έναν κεντρικό και δορυφορικούς οικισμούς, όπως έχει προταθεί για οικισμούς της ίδιας περιόδου στη Θεσσαλία. Η παρουσία τους σε φυσικά διαμορφωμένες στενές ζώνες εδάφους, με τη μορφή περασμάτων, θα πρέπει να έχει ως στόχο τον έλεγχο των μετακινήσεων. Οι οικισμοί αυτοί δεν αποτελούν απαραίτητα «αποικίες» αντίστοιχων οικισμών της Θεσσαλίας, αλλά βρίσκονται ασφαλώς σε στενή επαφή με εκείνους.

Ίσως πρόκειται για μια από τις πλέον πρώιμες προσπάθειες ελέγχου φυσικών δρόμων στην Προϊστορία της Ελλάδας. Υπό το πρίσμα των νεωτερισμών της Χαλκολιθικής εποχής που προαναφέρθηκαν και σε συνδυασμό με τις ανάγκες εξεύρεσης πρώτων υλών, κυρίως μετάλλων (χαλκού, χρυσού), και ασφαλούς διακίνησης, μια τέτοια προσπάθεια ελέγχου είναι ευνόητη. Η απουσία διμηνιακής κεραμικής από την κεντρική Μακεδονία, ανατολικά του ποταμού Αξιού, και τη Χαλκιδική δηλώνει την προτίμηση των μετακινούμενων ομάδων στους χερσαίους και όχι στους θαλάσσιους δρόμους.

ΘΑΛΑΣΣΙΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ

Μετά από μια περίοδο προσαρμογής στα νέα δεδομένα,τα οποία χαρακτηρίζουν την έναρξη της εποχής Χαλκού (Πρωτοελλαδική Ι και ΙΙ περίοδος), άρχισε στην Πρωτοελλαδική ΙΙΙ περίοδο (2300-2000 π.Χ.) η εντατικοποίηση των επαφών, πολιτισμικών και οικονομικών, μεταξύ των κοινοτήτων της ηπειρωτικής και ιδιαίτερα της νησιωτικής Ελλάδας.

Στη Μακεδονία παρατηρείται στενή σχέση του δυτικού τμήματός της με την όμορη Θεσσαλία. Η κεντρική και ανατολική Μακεδονία μοιάζουν πιο απομονωμένες και τα δίκτυα επικοινωνίας, αν και είναι υπαρκτά, διακρίνονται αμυδρά στα αρχαιολογικά δεδομένα.

Κατά τη Μέση εποχή Χαλκού (2000-1700 π.Χ.) αναδύεται σταδιακά ο μινωικός πολιτισμός, ο πρώτος μεγάλος πολιτισμός στον ελλαδικό χώρο. Στα χαρακτηριστικά του περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων η ανάπτυξη έντονης εμπορικής δραστηριότητας που είναι ιδιαίτερα εμφανής στα νησιά και στα παράλια του νοτίου Αιγαίου, όπου φαίνεται να δημιουργούνται μινωικά εμπορεία. Στην ανάπτυξη του εμπορίου πιθανώς συνέβαλε σημαντικά η εισαγωγή της χρήσης ιστίου στα μέχρι τότε κωπήλατα πλοιάρια.

Τα νησιά και τα παράλια του βορείου Αιγαίου φαίνεται να διατηρούν εμπορικές σχέσεις με τον μινωικό κόσμο, αυτές όμως είναι χαλαρές. Αντίθετα, είναι στενότερες με κέντρα της κεντρικής Ελλάδας και της Εύβοιας. Στα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τα κέντρα αυτά, κατά τη Μέση εποχή του Χαλκού, περιλαμβάνεται η τροχήλατη μινυακή κεραμική. Εντοπίστηκε για πρώτη φορά στην ανατολική Στερεά και ειδικότερα στην περιοχή του Ορχομενού όπου κατοικούσαν οι Μινύες, από τους οποίους έλαβε την ονομασία της. Αν και η συγκεκριμένη περιοχή φέρεται ως κέντρο παραγωγής, δεν μπορεί, ωστόσο, να αποκλειστεί η παραγωγή της και σε άλλα εμπορικά κέντρα.

Η μινυακή κεραμική διακρίνεται για την εξαιρετική ποιότητα του πηλού (συνήθως –αλλά όχι αποκλειστικά– γκριζόχρωμου), για τα ιδιαίτερα σχήματα (κύλικες) και τη χαρακτηριστική διακόσμηση με τις οριζόντιες πλατιές αυλακώσεις στο σώμα και την κιονωτή βάση. Από το σχήμα, τη διακόσμηση, αλλά συχνά και το χρώμα, φαίνεται ότι η παραγωγή στόχευε στην υποκατάσταση μετάλλινων προτύπων. Ο στόχος φαίνεται να επιτυγχάνεται, καθώς η τροχήλατη μινυακή κεραμική έγινε πολύ δημοφιλής και συναντάται σε οικισμούς των νησιών και των παραλίων ιδιαίτερα του βορείου Αιγαίου, αρχικά σε περιορισμένη συχνότητα που αυξάνεται σταδιακά και κορυφώνεται στη Μεσοελλαδική ΙΙΙ περίοδο (1800-1700 π.Χ.). Την ίδια περίοδο εμφανίζεται και η χειροποίητη μινυάζουσα κεραμική, η οποία στην Υστεροελλαδική Ι περίοδο (1700-1600) υποκαθιστά, τουλάχιστον στη Μακεδονία, τη μινυακή.

Για τη Μακεδονία η τροχήλατη μινυακή κεραμική θεωρείται ως εμπορεύσιμο προϊόν εισαγωγής και η συχνότητά της αντανακλά τόσο την προτίμηση στο προϊόν όσο και την ένταση των εμπορικών επαφών με τα κέντρα παραγωγής. Η διασπορά της μινυακής κεραμικής στη Μακεδονία δείχνει την παρουσία της αποκλειστικά σε παραλιακούς οικισμούς (εικόνα δρόμου 2). Η διαπίστωση αυτή βεβαιώνει αρκετά αξιόπιστα την ύπαρξη θαλάσσιου δρόμου επικοινωνίας, στη συγκεκριμένη περίπτωση εμπορικού, μεταξύ των οικισμών του βόρειου αιγαιακού χώρου και της Μακεδονίας με την κεντρική Ελλάδα και την Εύβοια.

Οι περισσότεροι από τους οικισμούς με μινυακή κεραμική στη Μακεδονία δηλώνουν μακροχρόνια κατοίκηση. Υπάρχουν, ωστόσο, ορισμένοι (π.χ. Σίβηρη, Μολυβόπυργος), οι οποίοι φαίνεται να λειτουργούν για όσο διάστημα είναι περιζήτητη η μινυακή κεραμική –η παρουσία της οποίας μειώνεται και σταματά στην Υστεροελλαδική Ι περίοδο (1700-1600 π.Χ.). Είναι πολύ πιθανόν οι συγκεκριμένοι οικισμοί να αποτελούσαν εμπορικούς σταθμούς και να ιδρύθηκαν μόνο για να εξυπηρετήσουν εμπορικούς σκοπούς, κατά το πρότυπο των μινωικών εμπορείων στο νότιο Αιγαίο.

Ωστόσο, ο εντοπισμός ενός θαλάσσιου εμπορικού δρόμου δεν θα πρέπει να αποκλείσει στενότερες επαφές σε τομείς που ξεπερνούν το εμπορικό πεδίο. Οι εναλλαγές στην οργάνωση του χώρου και την τεχνική δόμησης των κτισμάτων, καθώς και η προτίμηση σε συγκεκριμένες κατηγορίες ποιοτικής κεραμικής (ερυθροβαφής και ερυθρωπή), που εντοπίστηκαν τουλάχιστον σε ορισμένους οικισμούς, φαίνεται να ενισχύουν την άποψη ότι οι επαφές της Μακεδονίας και του Αιγαίου γίνονταν ολοένα και πιο στενές στη διάρκεια της Μέσης εποχής του Χαλκού. Το ίδιο ισχύει και για τους οικισμούς της δυτικής Μακεδονίας, όπου η σχέση με τους θεσσαλικούς θεωρείται δεδομένη και διαρκής, καθώς βεβαιώνεται ήδη από την Πρώιμη εποχή του Χαλκού (3η χιλιετία π.Χ.).

ΘΑΛΑΣΣΙΟΙ ΚΑΙ ΧΕΡΣΑΙΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ

Σύμφωνα με τις νεότερες έρευνες, κατά την Ύστερη εποχή του Χαλκού (1700-1100 π.Χ.), η Μακεδονία αποτελεί σημαντικό χώρο πολιτισμικών επαφών, όπως αυτές εκφράζονται μέσα από τη διασπορά αρχαιολογικών ευρημάτων, κυρίως κεραμικής. Ο χώρος αυτός εκτείνεται από την Ήπειρο, στα δυτικά, μέχρι τον Νέστο ποταμό, στα ανατολικά. Προς τα βόρεια, στη βαλκανική ενδοχώρα, οι κοιλάδες των ποταμών Αξιού, Στρυμόνα και Νέστου λειτουργούν ως διάδρομοι πρόσβασης κα ανάπτυξης κάθε είδους δραστηριότητας.

Η επαφή με τον Νότο επιτυγχάνεται τόσο από την ενδοχώρα όσο και από τη θάλασσα. Οι χερσαίοι δρόμοι συνδέουν τη Θεσσαλία και την Ήπειρο με τη δυτική Μακεδονία. Γνωστότερα είναι τα περάσματα του Σαρανταπόρου από τη Θεσσαλία προς το οροπέδιο της Κοζάνης, του Ολύμπου και των Πιερίων ορέων προς τα δυτικά παράλια του Θερμαϊκού κόλπου και του τότε διαμορφωμένου κόλπου των Γιαννιτσών (εικόνα δρόμου 3).

Οι επαφές της δυτικής Μακεδονίας με τη Θεσσαλία, όπως μαρτυρούν τα αρχαιολογικά ευρήματα, είναι συνεχείς και έντονες. Οι έρευνες έδειξαν τη διαμόρφωση, ήδη από την αρχή της εποχής του Χαλκού (3ης χιλιετίας π.Χ.), ενός κοινού θεσσαλο-μακεδονικού πολιτισμικού πλαισίου. Η ίδια εικόνα φαίνεται να διατηρείται στη Μέση και στην Ύστερη εποχή του Χαλκού.

Στην Ύστερη εποχή του Χαλκού (1700-1100 π.Χ.), η ανάπτυξη της Θεσσαλίας και της δυτικής Μακεδονίας αντικατοπτρίζεται αρχικά στην πρώιμη παρουσία της γραπτής αμαυρόχρωμης κεραμικής και στη συνέχεια στην παρουσία της μυκηναϊκής κεραμικής. Ιδιαίτερα οι περιοχές της Αιανής των Καμβουνίων και των Πιερίων ορέων έχουν στενότερη σχέση με τη Θεσσαλία και τον μυκηναϊκό κόσμο στον οποίο εντάσσονται. Πρέπει να τονιστεί, ωστόσο, η δυσκολία διάκρισης της εισηγμένης μυκηναϊκής κεραμικής από αυτήν των τοπικών εργαστηρίων, καθώς απουσιάζουν οι ανάλογες αναλύσεις. Έτσι, στο παρόν έργο υιοθετείται ο χαρακτηρισμός «εισηγμένη» ή «τοπικής προέλευσης» που αποδίδουν οι ανασκαφείς στη μυκηναϊκή κεραμική τόσο της δυτικής όσο και των άλλων τμημάτων της Μακεδονίας. Με το ίδιο κριτήριο επιλέγονται και οι θέσεις που διαμορφώνουν το δίκτυο παρουσίας της μυκηναϊκής κεραμικής στην περιοχή (εικόνα δρόμου 3). Σε αυτό δεν περιλαμβάνονται θέσεις όπου υπάρχει μυκηναϊκή κεραμική, αλλά είναι τοπικής παραγωγής (π.χ. Αγγελοχώρι, Βεργίνα).

Στην κεντρική και ανατολική Μακεδονία η πρόσβαση από το Νότο γίνεται αποκλειστικά δια θαλάσσης. Οι παραλιακοί οικισμοί, κυρίως της κεντρικής και λιγότερο της ανατολικής Μακεδονίας, διατηρούν στενές επαφές ήδη από την αρχή της περιόδου με τη Θεσσαλία και τον αιγαιακό χώρο. Οι επαφές αυτές εκφράζονται, κυρίως, με την εξάπλωση της αμαυρόχρωμης γραπτής κεραμικής, που προέρχεται από την Θεσσαλία, και της μινυάζουσας κεραμικής, που αποτελεί συνέχεια της μινυακής κεραμικής του αιγαιακού χώρου. Η τελευταία συνεχίζει τις στενές σχέσεις που είχαν αναπτυχθεί ανάμεσα στις δύο περιοχές ήδη από τη Μέση εποχή του Χαλκού.

Ωστόσο, το στοιχείο που συμβάλλει στην αναγνώριση ενός σαφούς θαλάσσιου δρόμου επικοινωνίας μεταξύ της Μακεδονίας και του αιγαιακού χώρου, κατά την Ύστερη εποχή του Χαλκού, είναι η παρουσία της μυκηναϊκής κεραμικής.

Η μυκηναϊκή κεραμική πρωτοεμφανίζεται στη Μακεδονία σε προχωρημένη φάση της Ύστερης εποχής του Χαλκού (τέλος ΥΕ Ι περιόδου, τέλος 16ου αιώνα π.Χ.) ως εισηγμένο προϊόν. Οι λόγοι της καθυστερημένης παρουσίας της στη Μακεδονία αποτελούν πεδίο έρευνας, και πιθανώς συνδέονται με την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης και τις συνέπειές της.

Όπως προκύπτει από τη διασπορά των θέσεων (εικόνα δρόμου 3), μυκηναϊκή κεραμική συναντάται ιδιαίτερα συχνά σε θέσεις της κεντρικής Μακεδονίας. Σε αντίθεση με τη δυτική Μακεδονία, η οποία διατηρεί επαφές με τη θεσσαλική ενδοχώρα δια ξηράς, η μυκηναϊκή κεραμική μεταφέρεται στην κεντρική Μακεδονία μάλλον μόνον από τη θάλασσα. Αξιοσημείωτη είναι η περιορισμένη παρουσία μυκηναϊκής κεραμικής στην ανατολική Μακεδονία. Η χαρτογράφηση των θέσεων με μυκηναϊκή κεραμική στη Μακεδονία παρέχει τη δυνατότητα ποικίλων ερμηνειών. Εδώ, θα σημειωθεί μόνον η διατήρηση των επαφών μεταξύ των αιγαιακών κέντρων και των οικισμών της κεντρικής Μακεδονίας μέσα από θαλάσσιους δρόμους επικοινωνίας, οι οποίοι είχαν διαμορφωθεί ήδη από τη Μέση εποχή του Χαλκού.

Η μυκηναϊκή κεραμική προέρχεται από κέντρα της Πελοποννήσου (Μυκήνες, Μπερμπάτι), αλλά και της κεντρικής Ελλάδας. Αρχικά συναντάται σε περιορισμένη συχνότητα σε ελάχιστους οικισμούς (Τορώνη, προϊστορική Όλυνθο, ίσως Καραμπουρνάκι) αποκλειστικά στα παράλια της Μακεδονίας, δηλώνοντας τον θαλάσσιο δρόμο, κατά μήκος των ακτών της ηπειρωτικής Ελλάδας, ως τον κύριο δρόμο μεταφοράς της. Ωστόσο, όπως φαίνεται από τη χαρτογράφησή της, σταδιακά συναντάται και σε οικισμούς της ενδοχώρας –ένδειξη όχι μόνον της εντατικής εμπορευματοποίησής της, αλλά και της επίδρασης του μυκηναϊκού πολιτισμού στη Μακεδονία. Η εισαγωγήτης φαίνεται να περιορίζεται σε μικρού μεγέθους σκεύη, τα οποία εξυπηρετούν συγκεκριμένες ανάγκες. Η ιδιαίτερη προτίμηση σε αυτήν την κεραμική οδήγησε τους τοπικούς κεραμείς στην αναπαραγωγή της σε τοπικά εργαστήρια, περίπου από το 1300 π.Χ. και μετά (ΥΕ ΙΙΙΒ1 περίοδο), υιοθετώντας ορισμένες διαφοροποιήσεις, κυρίως, στα θέματα της γραπτής διακόσμησης. Ταυτόχρονα, η παρουσία της εισηγμένης μυκηναϊκής κεραμικής είναι συνεχής.

Η επίδραση του μυκηναϊκού κόσμου στην περιοχή της Μακεδονίας, ιδιαίτερα της κεντρικής και της δυτικής, είναι μετά το 1300 π.Χ. εξαιρετικά ισχυρή και αντανακλάται τόσο στην οργάνωση των οικισμών και την οικονομία όσο και στον τρόπο ζωής των κατοίκων. Η διαπίστωση αυτή οδήγησε αρκετούς μελετητές να κάνουν λόγο για «εκμυκηναϊσμό» της περιοχής.

Η εικόνα του οικισμού του Καστανά, στις εκβολές του ποταμού Αξιού, είναι ενδεικτική των σχέσεων της νότιας Ελλάδας με τον μυκηναϊκό πολιτισμό. Ο οικισμός, που κατοικήθηκε στην Πρώιμη εποχή του Χαλκού, βρίσκεται σε νησίδα που απέχει περίπου 70 μέτρα από την αντίπερα ακτή, όπου επιφανειακές έρευνες εντόπισαν την ύπαρξη παραλιακού οικισμού.

Από τη γεωαρχαιολογική μελέτη της ευρύτερης περιοχής προέκυψε ότι ο οικισμός του Καστανά βρισκόταν στην είσοδο χερσονήσου που εκτεινόταν προς τα βόρεια και βρεχόταν από τον λεγόμενο «κόλπο του Καστανά», όπου εξέβαλε ο ποταμός Αξιός. Περίπου στο κέντρο της χερσονήσου υπάρχει ο οικισμός του Αξιοχωρίου και στο βόρειο άκρο της ο οικισμός του Λιμνότοπου. Ο οικισμός του Αξιοχωρίου βρίσκεται στο κέντρο της χερσονήσου και δεσπόζει στη γύρω περιοχή σε ακτίνα μεγαλύτερη των 10 χιλιομέτρων. Πρόκειται, μάλλον, για τον κεντρικό οικισμό, ενώ οι οικισμοί του Καστανά και του Λιμνότοπου ελέγχουν την είσοδο και το βόρειο άκρο της χερσονήσου αντίστοιχα.

Η περιοχή αναπτύσσεται κάτω από την ισχυρή επίδραση του μυκηναϊκού πολιτισμού, ακολουθώντας την εξέλιξή του. Στον οικισμό του Καστανά κατά την Ύστερη εποχή του Χαλκού και, ιδιαίτερα, την περίοδο Καστανάς IV –που περιλαμβάνει τα στρώματα 17 μέχρι 14α και αντιστοιχεί στην ΥΕ ΙΙΙΑ-Γ πρώιμη περίοδο (1475-1275 π.Χ.)– τα κτίσματα αρχικά είναι μικρά, μονόχωρα, συχνά αψιδωτά, διατεταγμένα σε χαλαρή ομαδοποίηση γύρω από αυλές και δρόμους. Στα στρώματα 16 μέχρι 14β παρατηρείται αύξηση του μεγέθους των κτισμάτων και του αδόμητου χώρου. Στο στρώμα 14β εμφανίζεται κεντρικό μεγαροειδές κτίσμα, τύπος κτίσματος που αναφέρεται σε νότια πρότυπα. Στην οικοσκευή είναι ιδιαίτερα συχνή η αμαυρόχρωμη γραπτή διακόσμηση και αυξάνεται συνεχώς η παρουσία της εισηγμένης μυκηναϊκής κεραμικής. Η οικονομία της περιόδου Καστανάς IV χαρακτηρίζεται από την εκτεταμένη καλλιέργεια μονόκοκκου σιταριού. Συλλέγεται βιαστικά μαζί με αρκετά ζιζάνια (12%) και φαίνεται ότι αποτελεί προϊόν εξαγωγής προς οικισμούς της Αργολίδας, όπου επίσης επισημάνθηκε ανάλογο ποσοστό ζιζανίων.

Στην επόμενη περίοδο Καστανάς V, και ιδιαίτερα στο στρώμα 12 (ΥΕ ΙΙΙΓ, περίπου 1100 π.Χ.), τα ελαφρά κτίσματα του στρώματος 13 αντικαθίστανται από πλινθόκτιστα πολύχωρα κτίσματα, μεταξύ των οποίων παρεμβάλλονται αυλές και δρομίσκοι. Η παρουσία της τροχήλατης μυκηναϊκής κεραμικής αυξάνεται κατακόρυφα και είναι εντονότερη από ποτέ. Κατά τον ανασκαφέα B. Hänsel, στο στρώμα 12 αναγνωρίζεται ισχυρή επίδραση του μυκηναϊκού πολιτισμού της ΥΕ ΙΙΙΓ περιόδου, η οποία ίσως σχετίζεται με την εγκατάσταση πληθυσμιακών ομάδων από τα ανακτορικά κέντρα στην περιφέρεια του μυκηναϊκού κόσμου.

ΑNDREOU S., Stratified Wheel made Pottery Deposits and Absolute Chronology of the LBA to the EIA Transition at Thessaloniki Toumba, στο: LH III C Chronology and Synchronisms III. LH III C Late and the Transition to the Early Iron Age. Proceedings of the international Workshop held at the Austrian Academy of Sciences at Vienna, 23-24.2.2007, επιμ. DEGER-JALKOTZYS. - BÄCHLE A. E., Wien 2009, 15-40.

HÄNSEL B., Kastanas. Ausgrabungen in einem Siedlungshügel der Bronze- und Eisenzeit Makedoniens 1975-1979:. Die Grabung und der Baubefund [Prähist. Arch. Südosteuropa Bd. 7], Berlin 1989.

HÄNSEL B. - ASLANIS I., Das Prähistorische Olynth. Ausgrabungen in der Toumba Agios Mamas 1994-1996. Die Grabung und der Baubefund [Prähist. Arch. Südosteuropa Bd. 23], Berlin 2010.

HEURTLEY W. A., Prehistoric Macedonia, Cambridge 1939.

ΚΑΡΑΜΗΤΡΟΥ-ΜΕΝΤΕΣΙΔΗ Γ., Μυκηναϊκά Αιανής–Ελιμιώτιδας και Άνω Μακεδονίας, στο: ΚΥΠΑΡΙΣΣΗ-ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΑ Ν. - ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Μ. (επιμ.), Η Περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσμου.Πρακτικά του Β' Διεθνούς Διεπιστημονικού Συνεδρίου, Λαμία 1999, Αθήνα 2003, 167-190.

ΚΟΥΚΟΥΛΗ-ΧΡΥΣΑΝΘΑΚΗ Χ., Προϊστορική Θάσος. Τα νεκροταφεία του οικισμού Καστρί, Αθήνα 1992.

ΣΟΥΕΡΕΦ Κ., Τοπογραφικά και Αρχαιολογικά Κεντρικής Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 2011.

WARDLE K.A., Mycenaean Trade and Influence in Northern Greece, στο: Wace and Blegen. Pottery as Evidence for Trade in the Aegean Bronze Age 1939-1989. Proceedings of the Ιnternational Conference held at the American School of Classical Studies at Athens, 2-3/12/1989, επιμ. ZERNERC. -ZERNERP. -WINDERJ., Amsterdam1993, 117-141.

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Υπεύθυνος μελέτης: Ιωάννης Ασλάνης.

Συνεργάτιδα: Στεφανία Μιχαλοπούλου.

Χαρτογράφηση: Ελένη Γκαδόλου.

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

Για τη διαμόρφωση του χάρτη με τις ακριβείς αρχαιολογικές θέσεις συνέβαλαν οι ακόλουθοι συνάδελφοι: Αραμπατζής Χριστόφορος, Βάλλα Μάγδα, Γεωργιάδου Αναστασία, Καραμήτρου-Μεντεσίδη Γεωργία, Κουλίδου Σοφία, Λιούτας Αστέριος, Μαλαμίδου Δήμητρα, Μπέσιος Μάνθος, Σαββοπούλου Θωμαή, Στεφανή Λιάνα, Χονδρογιάννη-Μετόκη Αρετή, Χρυσοστόμου Πανίκος, Τσιούμας Μιχάλης (τοπογράφος).