Δρόμοι του λαδιού στο Αιγαίο κατά τη Μυκηναϊκή εποχή (14ος-12ος αιώνας π.Χ.):
Παραγωγή και διακίνηση των μεταφορικών ψευδόστομων αμφορέων
Βασίλης Πετράκης
TΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΟΙ ΨΕΥΔΟΣΤΟΜΟΙ ΑΜΦΟΡΕΙΣ (ΜΨΑ)
Ο ψευδόστομος (παλαιότερα: ετερόστομος) αμφορέας (αγγλικά: stirrup-jar ή false-necked jar· γαλλικά: vase à étrier· γερμανικά: Bügelkanne) αποτελεί ένα ιδιαίτερο σχήμα κεραμικού αγγείου του Αιγαίου της Ύστερης Εποχής του Χαλκού (β΄ μισό της 2ης χιλιετίας π.Χ.). Οφείλει την ιδιαίτερη ονομασία του στο βασικό διαγνωστικό του χαρακτηριστικό, δηλαδή, το κυλινδρικό στέλεχος που φέρει πάνω στο σώμα του. Αυτό το στέλεχος μοιάζει με λαιμό που φέρει στόμιο, αλλά έχει κλειστεί με έναν πήλινο δίσκο (πρόκειται, δηλαδή, για ψευδές στόμιο). Δύο (ή τρεις σε ορισμένους πρώιμους αμφορείς) μικρές, κάθετες λαβές είναι προσκολλημένες στο στέλεχος αυτό. Το πραγματικό στόμιο, αρκετά στενό, είναι πάντοτε έκκεντρα τοποθετημένο, κατακόρυφα ή ελαφρώς πλάγια στο κλειστό σώμα του αγγείου, το οποίο ποικίλει από σχεδόν σφαιρικό ως ωοειδές ή απιόσχημο (Εικόνα 1).
Ενώ οι ψευδόστομοι αμφορείς παρουσιάζουν εξαιρετική ποικιλία στο μέγεθος και τη διακόσμηση, το ενδιαφέρον μας εδώ εντοπίζεται στον τύπο του μεταφορικού ψευδόστομου αμφορέα (στο εξής ΜΨΑ), ο οποίος συχνά αναφέρεται και ως FS 164 (η σύντμηση FS αντιστοιχεί στο ‘Furumark Shape’ και αναφέρεται στο σύστημα ταξινόμησης της μυκηναϊκής κεραμικής του Σουηδού αρχαιολόγου Arne Furumark). Οι ΜΨΑ έχουν ύψος περίπου 40 εκατοστά και η συνήθης χωρητικότητά τους ήταν 12-14 λίτρα.
Οι ΜΨΑ είναι φτιαγμένοι από σχετικά χονδροειδή πηλό και φέρουν απλή γραπτή διακόσμηση (οριζόντιες ή κυματοειδείς ταινίες), η οποία απαντά είτε με σκοτεινόχρωμες ταινίες επί ανοιχτού βάθους, είτε με ανοιχτόχρωμες ταινίες επί σκοτεινού βάθους (η τελευταία τεχνική σπανίζει στις άλλες κατηγορίες αιγαιακής κεραμικής του 14ου-12ου αιώνα π.Χ.). Με εξαίρεση την ανοιχτόχρωμη διακόσμηση επί σκοτεινού βάθους (που θα μπορούσε να είναι καολίνης ή κάποιος άλλος ασβεστούχος χρωστήρας), όλοι οι άλλοι σκοτεινόχρωμοι χρωματισμοί (ερυθρωποί ως καστανοί ή μελανοί) επιτυγχάνονται με τη χρήση λεπτού επιχρίσματος πηλού εμπλουτισμένου με σίδηρο, με μείωση ή αυξομείωση του οξυγόνου μέσα στον κεραμικό κλίβανο. Εκτός από τη γραπτή διακόσμηση, ορισμένοι ΜΨΑ φέρουν επιγραφές στη Γραμμική Β γραφή και στις δύο τεχνικές (βλ. παρακάτω).
Οι ΜΨΑ απαντούν συχνότατα σε σύνολα οικιακά (ιδίως σε χώρους που προσδιορίζονται ως υπόγειοι αποθηκευτικοί), καθώς και στα φορτία ναυαγίων της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, όπως αυτά των Ιρίων στην Αργολίδα, της Χελιδονείας Άκρας και του Uluburun· απαντούν σε ταφικά σύνολα πολύ σπανιότερα (σε αντίθεση με τους μικρούς ψευδόστομους από λεπτότερο πηλό που χρησιμοποιούνται συχνά και ως κτερίσματα). Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι, επίσης, η κατανομή των συγκεκριμένων αγγείων και πέραν του Αιγαίου, σε θέσεις της ευρύτερης ανατολικής ή κεντρικής Μεσογείου.
Ενώ ο ψευδόστομος αμφορέας φαίνεται να είναι μινωική επινόηση που ανάγεται στα τέλη της Μέσης Εποχής του Χαλκού (περίπου 1700-1600 π.Χ.), οι ΜΨΑ αποτελούν ιδιαίτερο φαινόμενο των ώριμων φάσεων της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, με τους πρωιμότερους να εμφανίζονται κατά τον 14ο αιώνα π.Χ. Η ακμή της παραγωγής των ΜΨΑ φαίνεται ότι ανήκει στον όψιμο 14ο και στο μεγαλύτερο μέρος του 13ου αιώνα π.Χ., ενώ η διακίνησή τους φαίνεται να είχε ελαττωθεί προς το τέλος του 13ου και κατά τον 12ο αιώνα π.Χ. Οι περισσότεροι από τους ΜΨΑ φαίνεται ότι είχαν παραχθεί στην Κρήτη (βλ. παρακάτω).
Είναι πιθανόν ότι η επινόηση του ΜΨΑ συνδέεται με την εντατικοποίηση του θαλασσινού εμπορίου κατά τον 14ο αιώνα π.Χ. Οι ψευδόστομοι αμφορείς εν γένει αποτελούσαν πρακτικό σχήμα που επέτρεπε τη σχετικά ασφαλή μεταφορά υγρών προϊόντων, κυρίως ελαιολάδου, αλλά ίσως και κρασιού· το στενό στόμιο έκλεινε εύκολα με ένα σβώλο άψητου πηλού (σφραγιστικό επιστόμιο), το οποίο, αφού συχνά ασφαλιζόταν με το αποτύπωμα κάποιας σφραγίδας, έπρεπε, αφού στέγνωνε, να σπάσει για να ανοιχτεί ο αμφορέας. Επιπλέον, η έκκεντρη τοποθέτηση του στομίου επέτρεπε και τη μεταγωγή του υγρού με μικρή σχετικά κλίση του αγγείου. Υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις ότι οι ΜΨΑ είχαν μακρά χρήση και ότι θα μπορούσαν να έχουν χρησιμοποιηθεί για πολλές διαφορετικές μεταφορές του ίδιου ή και διαφορετικών προϊόντων.
Έχουμε την τύχη να γνωρίζουμε τη μυκηναϊκή, ελληνική ονομασία του αγγείου: στις πινακίδες Fr 1184 της Πύλου και K 778 της Κνωσού σώζεται η ονομαστική πληθυντικού ka-ra-re-we, η οποία μάλλον αποδίδει τον τύπο *χλαρῆϝες (ονομαστική ενικού *χλαρεὺς). Πιθανόν η λέξη αποτελεί μινωικό λεκτικό δάνειο, ενώ ετυμολογικά συγγενής είναι, μάλλον, και η γλώσσα του Ησυχίου χλαρόν · ἐλαιηρὸς κώθων .
TΙ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΟΥΣ ΨΕΥΔΟΣΤΟΜΟΥΣ ΑΜΦΟΡΕΙΣ;
Ο χονδροειδής πηλός των ΜΨΑ, με το πλήθος των ορυκτών εγκλεισμάτων που περιέχει, προσφέρεται ιδανικά για την ταυτόχρονη εφαρμογή δύο βασικών τεχνικών ανίχνευσης της προέλευσης κεραμικών τεχνέργων σήμερα: της χημικής ανάλυσης και της πετρογραφικής επισκόπησης. Αυτές οι μελέτες, στηριζόμενες σε βάσεις δεδομένων αναφοράς πηλών και λεπτομερείς γεωλογικές επισκοπήσεις, επιτρέπουν την ταύτιση της χημικής σύστασης, αλλά και της γεωλογικής ταυτοποίησης των ορυκτών εγκλεισμάτων που περιέχει ο πηλός. Ο συνδυασμός των δύο μεθόδων επιτρέπει στις περισσότερες περιπτώσεις την εξαγωγή αρκετά ασφαλών συμπερασμάτων σχετικά με την προέλευση του πηλού από τον οποίο κατασκευάστηκαν τα αγγεία και, συνακόλουθα, του τόπου όπου αυτά κατασκευάστηκαν.
Η πραγματική σημασία του εγχειρήματος έγκειται στο συσχετισμό του διαφαινόμενου κάθε φορά γεωγραφικού συσχετισμού με άλλα χαρακτηριστικά των ΜΨΑ. Είναι, επί παραδείγματι, εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι όλοι οι ενεπίγραφοι αμφορείς με επιβεβαιωμένη προέλευση αποδείχτηκε ότι προέρχονταν από την Κρήτη, παρότι η ηπειρωτική Ελλάδα της εποχής είχε επίσης ανακτορικές διοικήσεις με γνώση της Γραμμικής Β γραφής.
Επιπρόσθετα, ο μελετητής έχει στη διάθεσή του και τα τυπολογικά χαρακτηριστικά των ΜΨΑ (μερικά από τα οποία φαίνεται να συνδέονται με συγκεκριμένες περιοχές). Η αξιοποίησή τους εξαρτάται, βεβαίως, από την ταύτιση (χημική ή/ και πετρογραφική) ορισμένων ασφαλών παραδειγμάτων, αλλά αποτελεί ουσιαστικά ένα ανεξάρτητο σύνολο κριτηρίων από τα οποία μπορούμε να συνάγουμε συμπεράσματα για τα διάφορα τοπικά εργαστήρια ή τις τεχνοτροπικές προτιμήσεις ή παραδόσεις των επιμέρους περιοχών που παρήγαγαν τα συγκεκριμένα αγγεία.
Σε αντίθεση με τη μελέτη της προέλευσης, η μελέτη ταύτισης του υγρού περιεχομένου των ΜΨΑ έχει προχωρήσει ελάχιστα. Η ανάλυση οργανικών καταλοίπων από το εσωτερικό των αγγείων θα μπορούσε να βοηθήσει ουσιαστικά προς αυτή την κατεύθυνση, αν και τα αποτελέσματα θα μπορούσαν να περιπλέκονται από την πιθανή μακρά χρήση των αμφορέων αυτών για διαφορετικά διαδοχικά προϊόντα.
Η μελέτη των επιγραφών Γραμμικής Β πάνω σε ΜΨΑ μας επιτρέπει, επίσης, να δούμε μια πολύ ιδιαίτερη χρήση της γραφής στο πρωτοϊστορικό Αιγαίο, η οποία μας απομακρύνει από το χώρο της ανακτορικής γραφειοκρατίας sensu stricto (βλ. παρακάτω).
Η διακίνηση των ΜΨΑ, όπως μπορεί να προκύψει από τον συσχετισμό της προέλευσης και της κατανομής των αγγείων αυτών, επιτρέπει να ξεκινήσουμε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση για την κεραμική παραγωγή και το εμπόριο στο νότιο Αιγαίο κατά την περίοδο ακμής των μυκηναϊκών ανακτόρων, αλλά και την έκταση και ένταση του ελέγχου των ανακτόρων στους συγκεκριμένους τομείς οικονομικής δραστηριότητας.
Ορισμένοι ΜΨΑ έφεραν σύντομες επιγραφές στη Γραμμική Β γραφή. Αυτές απαντούν συχνότερα στον ώμο, αλλά και στην κοιλιά των αμφορέων, και σπανιότερα επί του δίσκου του ψευδούς στομίου.
Οι ΜΨΑ αποτελούν μακράν τον πιο συχνό τύπο ενεπίγραφου αγγείου της μυκηναϊκής εποχής (οι εξαιρέσεις είναι λίγοι σκύφοι και κύπελλα από τα Χανιά, την Κνωσό και τις Μυκήνες). Ενεπίγραφοι ΜΨΑ έχουν βρεθεί κυρίως στα Χανιά, στη Θήβα, στις Μυκήνες και την Τίρυνθα, ενώ λίγα ή ‘μοναχικά’ ευρήματα έχουμε και από άλλες θέσεις όπως η Κνωσός, τα Μάλια, η Μιδέα, ο Ορχομενός, η Κρεύσις ή η Ελευσίνα. Ενδιαφέρουσα ‘απουσία’ από το δίκτυο των ενεπίγραφων αμφορέων (αλλά εν πολλοίς και των ΜΨΑ) αποτελεί το ανάκτορο της Πύλου.
Οι περισσότερες από τις επιγραφές είναι πολύ σύντομες και φέρουν μία μόνον αλληλουχία σημείων (‘λέξη’). Στις περισσότερες περιπτώσεις μπορούμε να υποθέσουμε ότι πρόκειται για κάποιο κύριο όνομα, το οποίο, όμως, δεν είναι σαφές εάν ανήκει σε κάποιον οικονομικό παράγοντα υπεύθυνο για την παραγωγή του υγρού περιεχομένου, τον αποστολέα ή, ίσως, τον ίδιο τον κεραμέα. Σε κάθε περίπτωση, η αναφορά του ίδιου ονόματος σε αμφορείς που βρέθηκαν σε διαφορετικές θέσεις αποκαλύπτει και άλλα πολυεπίπεδα δίκτυα επαφών στον μυκηναϊκό κόσμο.
Σε αντίθεση με τις πινακίδες που αποτελούνταν από καλοζυμωμένο πηλό που δεν προοριζόταν να ψηθεί, αλλά να ανακυκλωθεί, όταν το τεκμήριο εκπλήρωνε τον προορισμό του, και στις οποίες η επιγραφή μπορούσε να σβηστεί ή να διορθωθεί με αρκετή ευκολία, η γραπτή επιγραφή ενός ΜΨΑ ήταν μόνιμη. Επιπλέον, οι ενεπίγραφοι αμφορείς μας έχουν δώσει και τη μοναδική απόδειξη επιγραφών που πραγματικά ταξίδευαν σε μεγάλη κλίμακα στο μυκηναϊκό κόσμο.
Μεταξύ των ενεπίγραφων αμφορέων ξεχωρίζει μια ομάδα από τη λεγόμενη ‘Οικία του Κάδμου’ στη Θήβα. Ορισμένοι αμφορείς που βρέθηκαν εκεί φέρουν επιγραφές στην κοιλιά με τρεις ‘λέξεις’ από τις οποίες η πρώτη είναι κύριο όνομα σε ονομαστική πτώση, η μεσαία το τοπωνύμιο wa-to (ίσως *Ϝάνθος;) που μάλλον ανήκει σε θέση της δυτικής Κρήτης, και ένα δεύτερο όνομα σε γενική πτώση. Η δομή των συγκεκριμένων επιγραφών θυμίζει ορισμένες καταγραφές προβάτων σε πινακίδες Γραμμικής Β από την Κνωσό, όπου απαντούν πάλι τοπωνύμια και κύρια ονόματα σε ονομαστική και γενική πτώση. Δεν αποκλείεται οι γενικές να είναι κτητικές, δηλώνοντας τους ιδιοκτήτες των αγρών από τα οποία προέρχεται το λάδι ή το κρασί που περιείχαν οι αμφορείς, ενώ οι ονομαστικές τους υπεύθυνους παράγοντες για την αποστολή του προϊόντος. Ακόμη και έτσι, είναι δύσκολο να εξηγηθεί το γεγονός ότι τέτοιου είδους επιγραφές απαντούν με βεβαιότητα μόνο στη Θήβα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει επίσης η αναφορά του επιθέτου wa-na-ka-te-ro (*ϝανάκτερος ‘σχετικός με τον *ϝάνακτα/ ηγεμόνα’) ή της σύντμησης wa σε λίγους, αλλά εκτενώς διεσπαρμένους ΜΨΑ (από τη Θήβα, την Ελευσίνα, την Τίρυνθα και τα Χανιά). Εκ πρώτης όψεως, η αναφορά του επιθέτου απλώς επιβεβαιώνει το ανακτορικό ενδιαφέρον για το θαλάσσιο εμπόριο μεταξύ Κρήτης και ηπειρωτικής Ελλάδας. Ωστόσο, είναι αξιοπρόσεκτο ότι τόσο το εμπόριο όσο και η κεραμική παραγωγή αποτελούν ακριβώς τους δύο εκείνους τομείς όπου η ανακτορική ‘εμπλοκή’ είναι λιγότερο σαφής. Αυτή η φαινομενική ασυμφωνία έχει εξαιρετική σημασία, καθώς μπορεί να υποδεικνύει το προσωπικό ενδιαφέρον του ηγεμόνα ακόμη και για τομείς της οικονομίας που δεν βρίσκονταν υπό το στενό έλεγχο της κεντρικής διοίκησης.
Το σύνολο των ενεπίγραφων ΜΨΑ έχει κρητική προέλευση, με τη συντριπτική πλειονότητα να έχει παραχθεί στη δυτική Κρήτη. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς γνώση της Γραμμικής Β γραφής έχουν εκείνη την εποχή και οι διοικήσεις των ελλαδικών μυκηναϊκών κέντρων. Ωστόσο, ενεπίγραφοι αμφορείς δεν φαίνεται, προς το παρόν, να είχαν παραχθεί ποτέ στην Αργολίδα ή τη Βοιωτία. Φαίνεται ότι οι συνθήκες που υπαγορεύουν την παραγωγή ενεπίγραφων μεταφορικών αγγείων σχετίζονται στενά με κρητικές, πολιτικές και οικονομικές δομές.
ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΩΝ ΨΕΥΔΟΣΤΟΜΩΝ ΑΜΦΟΡΕΩΝ;
Η μελέτη των ΜΨΑ αποτελεί σημείο συνάντησης διαφορετικών επιστημονικών πεδίων σε αρμονική συνεργασία. Η χημεία, η γεωλογία, η αρχαιολογία, η μελέτη της αρχαίας οικονομίας, της κεραμικής τεχνολογίας και ‒για τους ενεπίγραφους αμφορείς‒ η επιγραφική-φιλολογική μελέτη έχουν συνδυαστεί σχεδόν ιδανικά, προωθώντας σημαντικά την κατανόησή μας για την παραγωγή και τη διακίνηση των αγγείων αυτών. Η μελέτη των ΜΨΑ αποτελεί σήμερα την πλέον επιτυχημένη διεπιστημονική προσέγγιση ενός ζητήματος της εποχής του Χαλκού στο Αιγαίο.
Πέραν της ευκαιρίας άσκησης και εκλέπτυνσης των μεθοδολογικών και αναλυτικών εργαλείων μας, η μελέτη των ΜΨΑ προσφέρεται για μια από τις πλέον διεισδυτικές ματιές στους μηχανισμούς του εμπορίου της αιγαιακής πρωτοϊστορίας, εμπλουτίζοντας τις γνώσεις μας για τις διασυνδέσεις ενός κόσμου, του οποίου την πολυπλοκότητα μόλις έχουμε αρχίσει να ανιχνεύουμε.
ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ
Ο ψηφιακός διαδραστικός χάρτης που συνοδεύει το παρόν σύντομο κείμενο αντλεί πληροφορίες από μια εκτενή βάση δεδομένων που έχει συμπεριλάβει στοιχεία και πληροφορίες από το σύνολο των αναλυθέντων μέχρι σήμερα ΜΨΑ. Η διασύνδεση μεταξύ των θέσεων εύρεσης και των περιοχών προέλευσης του κάθε αναλυθέντος δείγματος αναδεικνύουν το σύνθετο πλέγμα συσχετισμών, το οποίο η μελέτη των συγκεκριμένων αμφορέων μας επιτρέπει να διαβλέψουμε (Εικόνα 2).
Παρότι μέρος των πεδίων της βάσης δεδομένων υποστηρίζει τον χάρτη, ελπίζουμε ότι ο πλούτος των πληροφοριών, που έχει ήδη καταγραφεί, θα χρησιμοποιηθεί και σε μελλοντικές εφαρμογές ανάλυσης./p>
HALLAGER E., The inscribed stirrup jars: implications for Late Minoan IIIB Crete, American Journal of Archaeology 91 (1987), 171-190.
HASKELL H. W., The origin of the Aegean stirrup jar and its earliest evolution and distribution (MB III-LB I), American Journal of Archaeology 89 (1985), 221-229.
HASKELL H. W. - JONES R. E. - DAY P. M. - KILLEN J. T., Transport Stirrup Jars of the Bronze Age Aegean and the East Mediterranean [Prehistory Monograph 33], Philadelphia 2011.
PALAIMA T. G., Inscribed stirrup jars and regionalism in Linear B Crete, Studi Micenei ed Egeo-Anatolici 25 (1984), 189-203.
ΠΕΤΡΑΚΗΣ Β., Wa-na-ka-te-ro. Σπουδές στην οικονομική οργάνωση και πολιτική γεωγραφία της Υστερομινωικής ΙΙΙ Κρήτης με αφορμή τη συνθετική ανάλυση των ενεπίγραφων ψευδόστομων αμφορέων που μνημονεύουν τον ηγεμονικό τίτλο. Διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Αθηνών 2010.
vAN ALFEN P. G.,The Linear B inscribed stirrup jars as links in an administrative chain, Minos 31/32 (1996-1997), 251-274.
ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ ΕΡΓΟΥ: Βασίλης Πετράκης, Άννα Μιχαηλίδου
ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ: Δήμητρα Θεοδωρίδου, Παναγιώτης Στρατάκης