Δίκτυα αλυκών στη Μεσόγειο από την αρχαιότητα έως τα νεότερα χρόνια

Σοφία Ζουμπάκη, Μαρία Γερολυμάτου , Παναγιώτης Μιχαηλάρης, Αγγελική Πανοπούλου, Κώστας Τσικνάκης, Ευαγγελία Μπαλτά

ΑΞΟΝΕΣ ΚΑΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

Το αλάτι (χλωριούχο νάτριο, NaCI) θεωρήθηκε από την πρώιμη αρχαιότητα πολύτιμο αγαθό και στοιχείο πολιτισμού. Απαραίτητο στην καθημερινή δίαιτα του ανθρώπου και με πάμπολλες χρήσεις πέρα από τη μαγειρική –στην οινοποιία, στην επεξεργασία μετάλλων, στην υαλουργία, στη φαρμακευτική, στην κτηνοτροφία, και, κυρίως, στην παρασκευή αλιπάστων και στη συντήρηση τροφίμων– το αλάτι έχει ένα σημαντικότατο ρόλο σε πολλούς τομείς της καθημερινής ζωής και της οικονομίας.

Από την προσεκτική εξέταση των χώρων όπου βρίσκονταν αλυκές συνάγεται ότι, σε αρκετές περιπτώσεις, η φυσική διαμόρφωση ορισμένων παράκτιων βράχων συνέβαλλε στη λειτουργία τους ως λεκανών εξάτμισης. Σε αυτές εγκλωβιζόταν θαλασσινό νερό υψηλής περιεκτικότητας σε αλάτι, με τη βοήθεια του ήλιου και του ανέμου συμπυκνωνόταν, και τελικά κρυσταλλωνόταν. Tέτοιου είδους φυσικές κοιλότητες υπάρχουν σε πολλές περιοχές του ελληνικού χώρου, όπως, για παράδειγμα, στις ακτές της μεσσηνιακής Mάνης μέχρι το ακρωτήριο Tηγάνι, από τις οποίες οι ντόπιοι εξακολουθούν να συλλέγουν ακόμα αλάτι.

Σε όλες τις εποχές μαρτυρείται εκτός από τις φυσικές και η ύπαρξη τεχνητών αλυκών. Οι παράκτιες ζώνες με πλούσιο διαμελισμό, μεγάλη ακτογραμμή και χαμηλή θαλάσσια στάθμη σε συνδυασμό με επίπεδες παράλιες εκτάσεις, καθώς και οι ευνοϊκές κλιματολογικές συνθήκες, αποτελούσαν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για τη λειτουργία τους. Ωστόσο, εδώ η ανθρώπινη επέμβαση ήταν καθοριστική, καθώς απαιτούνταν η κατασκευή δεξαμενών και τηγανιών, αναχωμάτων και αυλακιών τροφοδοσίας. Τα επόμενα στάδια περιλάμβαναν τη συλλογή του αλατιού και τη συγκέντρωσή του σε σωρούς, αρχικά στον χώρο των αλυκών και έπειτα σε αποθήκες. Καθώς το αλάτι στα νεότερα χρόνια αποτελούσε κρατικό μονοπώλιο, οι μεγαλύτερες ποσότητες αλατιού μεταφέρονταν με κρατικά πλοία στις πρωτεύουσες των κρατών και αποθηκεύονταν σε κρατικές αποθήκες, προκειμένου να διοχετευτούν, στη συνέχεια, στις αγορές. Μικρές ποσότητες παρέμεναν στους τόπους παραγωγής για οικιακή κατανάλωση.

Ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς των αλυκών, παρόλο που στην αρχαιότητα δεν είναι σαφές, από τα βυζαντινά έως και τα νεότερα χρόνια είναι βέβαιο ότι ανήκαν σε μεγάλους γαιοκτήμονες, σε μονές ή στο κράτος, το οποίο έλεγχε και τη διακίνηση του αλατιού. Τη διαχείρισή τους αναλάμβαναν, ωστόσο, ιδιώτες. Στις αλυκές εργάζονταν, κατά κανόνα, οι κάτοικοι των γειτονικών περιοχών. Το μισθολογικό τους καθεστώς διέφερε ανάλογα με τη γεωγραφική θέση και την εποχή. Είναι ενδεικτικό ότι στην Πελοπόννησο του 14ου αιώνα αναφέρονται ως εργάτες των αλυκών που βρίσκονταν στο Aσπροπήλι της Μεσσηνίας οι βιλλάνοι, όπως συνηθιζόταν και στις αγροτικές καλλιέργειες, οι οποίοι έπαιρναν ως αμοιβή τη μισή παραγωγή. Αργότερα, τον 16ο και 17ο αιώνα, αγγαρεύονταν οι κάτοικοι των γειτονικών στις αλυκές χωριών, οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι να εγκαταλείπουν τις αγροτικές τους εργασίες και να εργάζονται με ελάχιστη αμοιβή.

Με επίκεντρο την αλυκή οργανωνόταν ένα ευρύ δίκτυο υποδομών, ανθρώπων και συναλλαγών. Η προστασία τους καθιστούσε αναγκαία την ύπαρξη μικρών ή μεγάλων κάστρων, εκεί που η κάλυψη των θρησκευτικών αναγκών των εργατών απαιτούσε την ανέγερση εκκλησιών. Ακόμα, η αποθήκευση του αλατιού προϋπέθετε την κατασκευή αποθηκών, ενώ η εξαγωγή του προϊόντος την ύπαρξη λιμανιών. Ως προς το τελευταίο, ο κυριότερος μελετητής της ιστορίας του αλατιού, J. C. Hocquet, κατέδειξε ότι η ύπαρξη ενός καλά οργανωμένου λιμανιού είχε καθοριστική σημασία στην εμπορευματοποίηση αυτού του εξαιρετικά βαριού προϊόντος.

Κύριος στόχος του έργου είναι η διαχρονική αποτύπωση της γεωγραφίας των αλατοπαραγωγικών περιοχών του σημερινού ελληνικού και κυπριακού χώρου. Εκτός από τις αλυκές, και σε δεύτερο επίπεδο, συγκεντρώθηκαν τεκμήρια για τους τόπους συγκέντρωσης, προορισμού και διάθεσης του αλατιού, και, λιγότερο, για τον όγκο παραγωγής και τη διαχείρισή τους. Αποτυπώνονται, έτσι, η συνέχεια ή η ασυνέχεια των οργανωμένων και μη αλυκών αλλά και τα δίκτυα που είχαν οργανωθεί ανάμεσα σε αυτές και τα κέντρα προορισμού και διάθεσης του αλατιού. Καθώς δεν πρόκειται για μία διεξοδική μελέτη της εκμετάλλευσης, διακίνησης και χρήσης του αλατιού, αλλά για οπτική απεικόνιση των άμεσων ή έμμεσων πληροφοριών που αφορούν τις περιοχές παραγωγής και εκμετάλλευσής του, συλλέγονται και αξιοποιούνται μόνο οι πηγές που παρέχουν δεδομένα τα οποία είναι δυνατόν να απεικονιστούν σε χάρτη, ώστε να δείξουν τους τόπους παραγωγής και προορισμού του αλατιού. Ως προς το δεύτερο, μάλιστα, επειδή πρόκειται για ογκώδες, αλλά επαναλαμβανόμενο υλικό, καθώς τα δίκτυα διακίνησης του αλατιού υπαγορεύονταν κατά κανόνα από την εκάστοτε κρατική μονοπωλιακή πολιτική, η καταγραφή των διακινούμενων ποσοτήτων αλατιού δεν είναι εξαντλητική, αλλά ενδεικτική.

Είναι, ωστόσο, εμφανές, ότι η αποτύπωση των αλατοφόρων περιοχών στη διαχρονία υπόκειται στα προβλήματα των πηγών και στους περιορισμούς της έρευνας. Παρότι συμπεριλήφθηκαν όλες οι αλυκές, ανεξαρτήτως μεγέθους, τεχνητές ή φυσικές, ορισμένες από τις δεύτερες είναι δύσκολο να ταυτιστούν με ακρίβεια στον χώρο, καθώς οι οικισμοί που βρίσκονταν κοντά τους δεν επιζούν, οπότε και τοποθετήθηκαν στην ευρύτερη περιοχή. Έπειτα, οι μαρτυρίες των γραπτών πηγών για τις αλυκές της αρχαιότητας, αλλά και του Βυζαντίου, είναι συνήθως εξαιρετικά φειδωλές σε λεπτομέρειες. Σπανίως επιτρέπουν συμπεράσματα για διάφορα κεφαλαιώδη ζητήματα, που συνδέονται με το καθεστώς ελέγχου της παραγωγής και του εμπορίου του αλατιού, την τιμή του, τον τρόπο μεταφοράς του, την ακριβή τοποθεσία συλλογής του και τη διακίνησή του στη συνέχεια. Αντίθετα, τα ιστορικά τεκμήρια πολλαπλασιάζονται από την υστεροβυζαντινή εποχή έως τα νεότερα χρόνια, με αποτέλεσμα για κάθε ένα από τα παραπάνω ζητήματα να σώζονται πλήθος πληροφορίες. Ιδιαίτερα μεταξύ του 15ου και του 18ου αιώνα, που το εμπόριο του αλατιού άκμαζε, η βενετική ή η οθωμανική διοίκηση στις οποίες υπόκεινταν οι ελληνικές περιοχές, ενδιαφέρονταν για την καταγραφή των αλυκών και την αύξηση της παραγωγικότητάς τους. Για τις περιόδους, όμως, αυτές οι γνώσεις μας περιορίζονται όχι από την έλλειψη των πηγών, αλλά από τη δυσκολία προσπέλασης του συνόλου των εγγράφων και από την απουσία συνθετικών μελετών.

Σημαντικό βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση αποτέλεσαν οι προσπάθειες να συμπεριληφθούν στην παρούσα εργασία: α) Αδημοσίευτο αρχειακό υλικό που συγκεντρώθηκε από τις έρευνες της Ευαγγελίας Μπαλτά στο Başbakanlık Osmanlı Arşivi (1990-2003), το οποίο αφορά πληροφορίες για τις αλυκές που λειτουργούσαν στον ελληνικό χώρο κατά την οθωμανική περίοδο, και β) Αδημοσίευτο αρχειακό υλικό που συγκεντρώθηκε από τον Παναγιώτη Μιχαηλάρη κατά τις έρευνές του στο Κρατικό Αρχείο της Βενετίας (Archivio di Stato di Venezia) και, ειδικότερα, στο Ιδωτικό Αρχείο του εμπόρου Δημητρίου Περούλη (Archivio Privato Perrulli), το οποίο αφορά τις αλυκές της βενετικής Λευκάδας. Το συγκεκριμένο υλικό έμενε ανενεργό, εφόσον τα ερευνητικά ενδιαφέροντα των παραπάνω ερευνητών είχαν προσανατολιστεί σε άλλες θεματικές. Η ένταξή του εδώ αφενός αξιοποίησε τον μόχθο που είχε καταβληθεί και αφετέρου δίνει το έναυσμα σε άλλους ερευνητές να συνεχίσουν σε πιο ενδελεχείς αναζητήσεις και επεξεργασίες.

Τα ίχνη της διαδικασίας παραγωγής του αλατιού κατά την αρχαιότητα είναι σχεδόν ανύπαρκτα. Μόνο σε ελάχιστα σημεία γύρω από τη Μεσόγειο σώζονται κατάλοιπα αλοπηγικής δραστηριότητας[1], όπως τα εντυπωσιακά λείψανα των αλυκών στην πόλη Καύνο της Καρίας, που χρονολογούνται στον 1ο αιώνα π.Χ. κι επιβεβαιώνουν τη, γνωστή από τις γραπτές πηγές, σημασία του αλατιού για την οικονομική ζωή της πόλης[2]. Ο συνηθέστερος τρόπος για την πρόσληψη αλατιού ήταν η απλή συλλογή του στις ακτές μετά από εξάτμιση του θαλασσινού νερού, ενώ οι πιο πρόσφοροι τόποι προμήθειάς του ήταν οι λιμνοθάλασσες και τα βραχώδη παράλια όπου δημιουργούνταν θύλακες που εγκλώβιζαν θαλασσινό νερό, το οποίο στη συνέχεια εξατμιζόταν αφήνοντας πίσω το αλάτι, συνήθως μαζί με άλλες προσμίξεις που έπρεπε να απομακρυνθούν[3]. Ο Πλίνιος (Φυσ. Ιστ. 31. 39, 81) αναφέρει τη μέθοδο της διοχέτευσης θαλασσινού νερού σε τεχνητές λίμνες, με ή χωρίς χρήση γλυκού νερού, και τη λήψη αλατιού με την εξάτμιση του νερού. Υπήρχε επίσης ορυκτό αλάτι, ενώ αλάτι μπορούσαν να δώσουν και οι αλμυρές πηγές, όπως αυτή της Χαονίας που, κατά τον Αριστοτέλη, το νερό της έδινε μέσω βρασμού λευκό λεπτόκοκκο αλάτι (Μετεωρολογικά 2. 3, 359a).

Λόγω της σπανιότητας των αρχαιολογικών τεκμηρίων, οι γνώσεις μας για την εκμετάλλευση των φυσικών πηγών αλατιού και τη διακίνησή του βασίζονται, σχεδόν αποκλειστικά, στις γραπτές πηγές, σε έργα δηλαδή της αρχαίας ελληνικής και λατινικής γραμματείας, σε επιγραφές και σε λίγες αναφορές σε παπύρους. Έτσι, πολύτιμες πληροφορίες που παρέχουν οι φιλολογικές πηγές[4], όπως το σχετικό κεφάλαιο της Φυσικής Ιστορίας του Πλινίου (31. 73-105), στην οποία οφείλουμε πολλά γενικά στοιχεία για τις μεθόδους παραγωγής, τη χρήση και τις ποικιλίες του άλατος, δεν είναι δυνατόν να απεικονιστούν, παρά μόνο σε σχέση με τους τόπους παραγωγής. Αναφορές επιγραφικών πηγών στη χρήση αλατιού, π.χ. στα τελετουργικά γεύματα που ακολουθούν τις θυσίες[5], επίσης δεν αξιοποιούνται, παρά μόνο αν μπορούν να συνδεθούν με συλλογή ή διακίνηση άλατος σε συγκεκριμένη περιοχή.

Έμμεσα συμπεράσματα για αφθονία αλατιού σε κάποιους τόπους συνάγονται από τις πληροφορίες για άνθηση δραστηριοτήτων, που απαιτούν χρήση μεγάλης ποσότητας αλατιού, όπως η παρασκευή των περιζήτητων ταρίχων, δηλαδή αλιπάστων, και του πολυτελούς γάρου (λατ. garus), πικάντικης σάλτσας με βάση ζωμό ψαριού, αλάτι και διάφορα καρυκεύματα. Το αλάτι ήταν για αιώνες το μόνο μέσο συντήρησης των τροφίμων. Ήταν αυτό που συντηρούσε για όλο το χρόνο κρεατικά και ψάρια (ταρίχη, λατ. salsamenta), αλλά και λαχανικά (ἁλμαῖα, λατ. salgama) ή τυριά, και διευκόλυνε τη μεταφορά τους σε μακρινές αποστάσεις, εξυπηρετώντας τις εξαγωγές και το μεγάλης κλίμακας εμπόριο[6]. Τόσο ο γάρος όσο και τα αλίπαστα θα πρέπει να πωλούνταν ευρέως, τουλάχιστον στις πολυάνθρωπες πόλεις που έσφυζαν από εμπορική κίνηση. Αναφέρονται και τα δύο είδη σε επιγραφές, σε φιλολογικά κείμενα και παπύρους, αλλά σε ελάχιστες περιπτώσεις σώζονται αρχαιολογικά κατάλοιπα της παραγωγής ή του εμπορίου τους. Συνήθως είναι άγνωστο πού παρασκευάζονταν τα προϊόντα αυτά, ενώ αγνοούμε τους περισσότερους κόμβους του εμπορικού τους δικτύου. Καταγράφουμε, επομένως, εδώ μόνο περιπτώσεις εμπορίου γάρου ή παστών, των οποίων γνωρίζουμε τον τόπο παραγωγής, αφού εκεί θα πρέπει να υπήρχε αλάτι σε κοντινή απόσταση και αφθονία. Περιπτώσεις για τις οποίες διαθέτουμε πληροφορίες αποκλειστικά για τις περιοχές όπου τα προϊόντα κατέληγαν δεν είναι αξιοποιήσιμες, αφού, όπως είπαμε, γάρος, τάριχος και τα υπόλοιπα είδη στην παρασκευή των οποίων ήταν απαραίτητο το αλάτι βρίσκονταν σε όλες τις αγορές, ιδίως των μεγαλουπόλεων. Έτσι, ενώ ταριχοπωλεῖον και τάριχος αναφέρονται σε επιγραφές της Δήλου[7], αγνοούμε την προέλευση του προϊόντος που πωλούνταν στο νησί, όπως δεν γνωρίζουμε λεπτομερώς ούτε την προέλευση των ταρίχων, που ήταν περιζήτητο είδος στην Αθήνα[8]. Είναι πιθανό, αλλά όχι τεκμηριωμένο, ότι παραγόταν τάριχος στην Κω, όπου ένας ιερός νόμος καθόριζε τις θυσίες που έπρεπε να γίνουν από αυτούς που είχαν τα συμβόλαια (μάλλον για συλλογή συγκεκριμένων φόρων) από τους πωλητές λιβανιού, οσπρίων και ταρείχου (Syll.3 1000, στ. 15: τοὶ ἔχοντες τὰν ὠνὰν λιβανοπωλᾶν, ὀσπρίων, ταρείχο[υ])[9]. Πιθανό είναι ακόμη να γινόταν ταριχεία στα θυννεία κοντά στον ισθμό που ενώνει τη χερσόνησο των Μεθάνων με την Τροιζήνα, καθώς η ίδια επιγραφή που μαρτυρεί τα θυννεία κάνει λόγο και για αλυκές στην ευρύτερη περιοχή[10]. Η επιγραφή δεν παρέχει σαφείς πληροφορίες ούτε για τη διαχείριση των αλυκών ούτε για την εκμετάλλευση των θυννείων, είτε αυτά ήταν μόνο για αλιεία ή εκτροφή ιχθύων είτε περιελάμβαναν κι εγκαταστάσεις ταριχείας. Ο όρος ότι αυτοί που υπέστησαν βλάβη (προφανώς από τη διαμάχη που αναφέρεται στην επιγραφή) θα αποζημιωθούν «ἀπὸ τᾶν κοινᾶν ποθόδων τᾶν ἐκ τῶν θυννείων» (στ. 43-44) δείχνει ότι τα θυννεία απέφεραν κάποια έσοδα, αλλά τι ακριβώς ήταν αυτά, παραμένει άγνωστο[11] .

Ενώ οι περισσότερες πληροφορίες που διαθέτουμε για την παραγωγή γάρου και αλιπάστων είναι από γραπτές πηγές, τα ελάχιστα σωζόμενα αρχαιολογικά τεκμήρια τέτοιας δραστηριότητας είναι εξαιρετικά πολύτιμα. Μια εγκατάσταση παραγωγής γάρου έχει ταυτιστεί με τετράγωνες δεξαμενές –σήμερα βυθισμένες στη θάλασσα– στο Καστελλόριζο, ενώ στην Κόρινθο σώζονται σημαντικά κατάλοιπα εμπορικής δραστηριότητας που καλύπτει μεγάλο μέρος της Μεσογείου, και μάλιστα ήδη στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ.[12]. Πολυάριθμα όστρακα αμφορέων, που βρέθηκαν στο λεγόμενο Punic Amphora Building στην Κόρινθο, περιείχαν υπολείμματα ψαριών συντηρημένων με αλάτι και συσκευασμένων για εμπόριο. Οι αμφορείς προέρχονται από την Ισπανία, τη Μοτύη της Σικελίας, τη Χίο, τη Μένδη, ενδεχομένως την Ποτίδαια, κι ίσως ακόμη τη Μασσαλία και περιοχές της βόρειας Αφρικής. Το 40% των αμφορέων είναι φοινικικοί κι άλλοι τόσοι πιθανότατα προέρχονται από τη Χίο. Ανάλυση των φοινικικών αμφορέων επιτρέπει να ταυτιστεί ως χώρος παραγωγής τους η περιοχή του Kuass στο σημερινό Μαρόκο, κοντά στα στενά του Γιβραλτάρ ή στην απέναντι ιβηρική ακτή[13]. Η περιοχή αυτή είναι γνωστή για τη μεγάλη κλίμακα της παραγωγής και εξαγωγής παστών ψαριών, πράγμα στο οποίο συνέβαλαν οι πολλές αλυκές της[14]. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο εμπόριο αυτό εμπλέκονται Φοίνικες. Έχει υποστηριχθεί ότι η πρόσβαση σε πηγές προμήθειας αλατιού έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην πορεία του φοινικικού αποικισμού στην Ιβηρία και στην Κύπρο, όπως και του ελληνικού στη νότια ακτή της Γαλλίας και στην Ιβηρική χερσόνησο[15]. Η σημασία του αλατιού δεν διέφυγε από την προσοχή των Φοινίκων που είχαν ιδρύσει αποικία στην περιοχή του Κιτίου της Κύπρου, όπου μαρτυρείται επιγραφικά σε φοινικική γραφή «ο άνθρωπος του αλατιού», προφανώς, έμπορος αλατιού.

Η δυσκολία ταύτισης των αλυκών που αναφέρουν οι αρχαίες πηγές με σύγχρονες τοποθεσίες είναι ένα σύνηθες πρόβλημα στην έρευνα. Στις αρχαίες επιγραφές οι αλυκές ονομάζονται κατά κανόνα ἁλαί, χωρίς περαιτέρω προσδιορισμό, οπότε η ταύτισή τους πάνω στο σημερινό τοπίο είναι συχνά εξαιρετικά δύσκολη, ιδίως για περιοχές με συνεχή κατοίκηση από τα αρχαία χρόνια και σημαντική μεταβολή του φυσικού και αστικού τοπίου τους, όπως η Αττική. Είναι χαρακτηριστική η διαμάχη μεταξύ των μελετητών για την ἁλή που αναφέρεται σε επιγραφικά κείμενα από την Αγορά των Αθηνών (Agora 19, La και Agora 19, Lb), για την ταύτιση της οποίας έχουν προταθεί διάφορες περιοχές γύρω από το Σούνιο, στο Θορικό, στο στενό Σαλαμίνας-Πειραιά, ακόμη και στον αστικό δήμο της Κοίλης κοντά στη Μελίτη, χωρίς κάποια από αυτές τις ταυτίσεις να φαίνεται ότι λύνει όλα τα τοπογραφικά και ιστορικά προβλήματα της επιγραφής.

Δυσκολία, ωστόσο, δημιουργείται και στην προσπάθεια να χρονολογηθεί η εκμετάλλευση κάποιας αλυκής, καθώς οι μαρτυρίες των γραπτών πηγών δεν παρέχουν συνήθως καμία ένδειξη για το χρονολογικό εύρος εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων αλατιού. Τα δεδομένα που αντλούνται τόσο από τις φιλολογικές πηγές όσο κι από τις επιγραφές και τους παπύρους, χρονολογούνται, επομένως, με ασφάλεια μόνο την εποχή που χρονολογούνται οι ίδιες οι πηγές. Ενίοτε, εσωτερικά κριτήρια των πηγών μας ή η φιλολογική και ιστορική τους ανάλυση επιτρέπουν να συμπεράνουμε ότι κάποια από τα στοιχεία που παραθέτουν μπορούν να αναχθούν σε παλαιότερες εποχές. Είναι γνωστό, για παράδειγμα, ότι ρωμαϊκές πηγές αντλούν από παλαιότερα κείμενα, όπως ο Πλίνιος κι ο Διοσκουρίδης αντλούν συχνά τις πληροφορίες τους από τον Θεόφραστο (4ος αιώνας π.Χ.), οπότε πιθανολογούμε ότι ορισμένες αναφορές τους στο αλάτι είναι δυνατόν να ισχύουν τουλάχιστον ως την εποχή του Θεοφράστου. Το ίδιο ισχύει και για τις ιστορικές πληροφορίες που έμμεσα αντλούνται από μη ιστορικά κείμενα, όπως οι κωμωδίες. Αναφορές στο αλάτι μπορούν κάποιες φορές να συνδεθούν με ιστορικά γεγονότα, τα οποία συχνά αξιοποιούνται στην πλοκή της κωμωδίας, οπότε γνωρίζοντας τη χρονολογία διδασκαλίας ενός θεατρικού έργου χρονολογούμε έμμεσα και τις πληροφορίες σχετικά με το αλάτι, π.χ. οι αναφορές του Αριστοφάνη στο αλάτι των Μεγάρων (Ἀχαρνῆς, στ. 520-522).

Φιλολογικές κι επιγραφικές μαρτυρίες σπανίως παρέχουν στοιχεία σχετικά με το καθεστώς εκμετάλλευσης του αλατιού και ελέγχου των τόπων προμήθειάς του. Ακόμα κι όταν οι πηγές παρέχουν φειδωλά αποσπασματικές πληροφορίες, δεν είναι δυνατόν να συναχθούν από αυτές γενικά συμπεράσματα, αφού κατά εποχές και περιοχές παρατηρούνται διαφορές. Το ότι το αλάτι αποτελούσε αντικείμενο εμπορίου το γνωρίζουμε από πολλές πηγές. Ιδίως κάποιες περίφημες ποικιλίες αλατιού ήταν περιζήτητες, όπως της Σαλαμίνας της Κύπρου (Πλιν., Φυσ. Ιστ. 31. 84), των Μεγάρων (Πλιν., Φυσ. Ιστ. 31. 87. Διοσκουρίδης 5. 109), της Αττικής (Πλιν., Φυσ. Ιστ. 31. 87. Cic., Fam. 9. 15, 5), τόσο ώστε να υπάρχουν κι απομιμήσεις τους (Πλιν., Φυσ. Ιστ. 31. 79). Ωστόσο, μεγάλης κλίμακας εμπόριο αλατιού δεν φαίνεται να γινόταν κατά την αρχαιότητα, αφού σχεδόν παντού στον ελλαδικό χώρο, και γενικά στις ακτές της Μεσογείου, το αλάτι δεν σπανίζει. Μόνο σε κάποιες περιοχές της ενδοχώρας ήταν είδος εν ανεπαρκεία, ενώ υπήρχε αυξημένη ανάγκη για αλάτι σε μεγαλουπόλεις. Έτσι, οι Γορτύνιοι στην Κρήτη απαιτούσαν την απόδοση συγκεκριμένης ποσότητας άλατος από την εξαρτημένη απ’ αυτούς νήσο Καύδο (Γαύδο), δίνοντας τη δυνατότητα να μεταφέρεται το προϊόν ή από τους ίδιους τους Καύδιους, ή με πλοία που θα έστελναν οι Γορτύνιοι.

Η μεταφορά του αλατιού γινόταν τόσο δια θαλάσσης όσο και δια ξηράς. Στη Μεσόγειο έπλεαν πλοία φορτωμένα αλάτι, αυτά που ο Πλούταρχος ονομάζει ἁληγὰ πλοῖα (Mor. 685d). Φορτία αλατιού ακολουθούσαν όμως και χερσαίες οδούς για να προμηθεύσουν την ενδοχώρα, σε περιοχές όπου το αγαθό είτε σπάνιζε είτε ήταν χαμηλής ποιότητας και καθαρότητας, π.χ. η Via Salaria, που πήρε την ονομασία της από τη διαδρομή του αλατιού από τις εκβολές του Τίβερη κατά μήκος της κοιλάδας του, ενώ αρχαίοι λεξικογράφοι και παροιμιογράφοι κάνουν λόγο για εμπόρους που κόμιζαν αλάτι στη θρακική ενδοχώρα. Η μεταφορά του άλατος φαίνεται ότι γινόταν σε σάκους ή κιβώτια, ίσως παρόμοια με τα ξύλινα κιβώτια που αναφέρονται σε κωμικούς ποιητές του 5ου αιώνα π.Χ., δηλαδή αντικείμενα από φθαρτά υλικά που δεν αφήνουν ίχνη, ενώ δεν υπάρχει κεραμικό σκεύος που να σχετίζεται αποκλειστικά με τη μεταφορά και το εμπόριο αλατιού. Ένα θραύσμα αττικού αμφορέα τύπου SOS, που χρονολογείται μεταξύ 725 και 650 π.Χ. και βρέθηκε στη νεκρόπολη S. Montano της Ischia, φέρει ελληνική επιγραφή επί τα λαιά ΗΑ, που οι εκδότες θεώρησαν ότι μπορεί να αποτελεί συντομογραφία της λέξης ἅ(λς), σημαίνοντας, ενδεχομένως, το περιεχόμενο του αμφορέα. Φυσικά, η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί σίγουρη[16]. Εξίσου αμφίβολη είναι η ερμηνεία των περίφημων τηγανόσχημων σκευών ως δοχείων μεταφοράς άλμης ή αλατιού, ή ως σκευών τυποποίησης του αλατιού με στόχο το εμπόριό του από τους Κυκλαδίτες, ίσως προς την ηπειρωτική Ελλάδα[17]. Έχει θεωρηθεί, μάλιστα, ότι τα διακοσμητικά μοτίβα των τηγανόσχημων –σπείρες που ερμηνεύονται ως κύματα, καθώς και σχηματοποιημένα σύμβολα του ήλιου– απηχούν τη σχετική με το αλάτι χρήση τους.

Το αλάτι δεν αποτελεί δυσεύρετο είδος γύρω από τη λεκάνη της Μεσογείου, οπότε η τιμή του στην αρχαιότητα δεν ήταν υψηλή[18], αντίθετα από ό,τι συνέβαινε στη μεσαιωνική Ευρώπη[19], όπου οι συνθήκες ευνοούσαν την αύξηση της τιμής και της φορολογίας του. Ενδεικτική της τιμής του είναι η μαρτυρία ότι οι Θράκες συνήθιζαν να ανταλλάσσουν τους δούλους εκείνους που δεν είχαν καμία αξία με αλάτι (Πολυδεύκης, Ὀνομαστικόν 7. 14; Σουίδας A 1384)[20]. Ακόμη και στη δύσκολη φάση πολιορκίας της Αθήνας από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή, που περιγράφει ο Πλούταρχος (Δημ. 33), ο μέδιμνος του αλατιού κόστιζε 40 δραχμές, ενώ των σιτηρών 300 δραχμές. Τιμές του αλατιού σώζονται σε πολλούς καταλόγους της Δήλου[21].

Ανεξάρτητα από την τιμή, η σημασία του αλατιού είναι φανερή από την προϊστορική εποχή, που το χρησιμοποιούσαν σαν ένα είδος πρωτόγονου νομίσματος[22], ως την άνθηση της περιόδου Hallstatt-La Tène, που οφειλόταν στον έλεγχο του εμπορίου αλατιού στις περιοχές Hallstatt και Hallein της Αυστρίας[23], κι ως τον ρόλο του αλατιού στην εξάπλωση της Ρώμης[24]. Δεν είναι τυχαίο ότι ο μισθός των Ρωμαίων στρατιωτών κι άλλων υπαλλήλων της ρωμαϊκής διοίκησης ονομαζόταν salarium (πρβ. αγγλική λέξη salary), αφού το αλάτι είναι η βάση της διατροφής και, κατ’ επέκταση, η βάση της ζωής.

Οι πηγές μάς δίνουν λιγοστές πληροφορίες σχετικά με την τοποθεσία των αλυκών στη βυζαντινή περίοδο. Γνωρίζουμε ότι σημαντικές αλυκές υπήρχαν κυρίως στη Χερσώνα (η οποία αποτελούσε επίσης κέντρο παραγωγής παστών ψαριών και γάρου)[25] και τη βόρεια ακτογραμμή του Ευξείνου Πόντου, στη δυτική Μικρά Ασία, στα νότια παράλια της θάλασσας της Προποντίδας, καθώς και στη Θρακική χερσόνησο. Το περιορισμένο εύρος των πληροφοριών τις οποίες διαθέτουμε για την αλοπηγία στο Βυζάντιο είναι αντιστρόφως ανάλογο του σημαντικού ρόλου τον οποίο διαδραμάτιζε το αλάτι στη διατροφή των Βυζαντινών. Η χρήση του δεν περιοριζόταν στην καθημερινή παρασκευή της τροφής, δηλαδή ως καρύκευμα, αλλά επεκτεινόταν στη συντήρηση διαφόρων ευπαθών προϊόντων, κυρίως κρέατος, ψαριών, λαχανικών και τυριού. Το εμπόριο των αλιπάστων αποτελούσε σημαντική οικονομική δραστηριότητα και η κατανάλωσή τους ήταν ευρέως διαδεδομένη στο Βυζάντιο, ιδίως στις οικονομικά ασθενέστερες τάξεις ή σε περιόδους κρίσεων (π.χ. πολιορκίες)[26].

Σε αντίθεση με την πληθώρα των μαρτυριών σχετικά με τη χρήση και την εμπορία του αλατιού, λίγα πράγματα είναι γνωστά για την παραγωγή του κατά τη βυζαντινή εποχή. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των αλυκών του Δυρραχίου, οι οποίες, αν και αναφέρονται από συγγραφείς της περιόδου (Άννα Κομνηνή, Ἀλεξιάς, 132-133), παραμένει άγνωστο αν ήταν τεχνητές ή φυσικές, και αν είχαν γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης κατά την εν λόγω περίοδο. Είναι ευρέως διαδεδομένη η αντίληψη ότι οι αλυκές της βυζαντινής επικράτειας ανήκαν στο δημόσιο, το οποίο ωστόσο δεν τις εκμεταλλευόταν άμεσα, αλλά εκμίσθωνε σε ιδιώτες το δικαίωμα αυτό. Η πρακτική αυτή ήταν συνηθισμένη στο Βυζάντιο για μια σειρά κρατικών εσόδων, όπως ήταν οι τελωνειακοί δασμοί. Ειδικά για την ύστερη βυζαντινή περίοδο διαθέτουμε ορισμένες πληροφορίες από τις πηγές που μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε καλύτερα τη λειτουργία αυτού του μηχανισμού και τον ρόλο που έπαιζαν σε αυτόν οι διάφοροι κρατικοί λειτουργοί. Σε έγγραφα που χρονολογούνται από το δεύτερο τέταρτο του 13ου αιώνα και εξής και τα οποία σώζονται στο αρχείο της Μονής Θεοτόκου Λεμβιωτίσσης στη δυτική Μικρά Ασία[27] αναφέρεται ότι οι υπενοικιαστές των αλυκών της Σμύρνης (από σύγχρονους μελετητές έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι πρόκειται για τις ίδιες αλυκές με εκείνες στη Φώκαια) έλαβαν εντολή από τον αυτοκράτορα να παραδίδουν στη μονή 200 «αννονικούς μοδίους» (περίπου 1.700 κιλά) αλατιού ετησίως. Στο τελευταίο από τα έγγραφα αυτά (με βάση την ινδικτιώνα, οι δύο πιθανές χρονολογίες του είναι το 1259 ή το 1274) μνημονεύεται και ο τότε υπεύθυνος της αλυκής, Κωνσταντίνος Χαδηνός, ο οποίος μάλιστα ήταν ταυτοχρόνως και κρατικός αξιωματούχος[28]. Η εκμίσθωση της εκμετάλλευσης των εσόδων από το αλάτι σε δημόσιους λειτουργούς ήταν συνηθισμένη, αν κρίνουμε από την περίπτωση του Λέοντος Καλοθέτου, Βυζαντινού διοικητή της Παλαιάς Φώκαιας: το 1350 είχε αποπειραθεί να εξαγάγει με βενετικό πλοίο από το λιμάνι της πόλης σιτηρά και αλάτι, προερχόμενο, προφανώς, από τις αλυκές της Φώκαιας τις οποίες εκμεταλλευόταν ο Καλόθετος[29].

Το πιο εντυπωσιακό παράδειγμα εκμίσθωσης του δικαιώματος εκμετάλλευσης των κρατικών αλυκών είναι εκείνο του Αλεξίου Αποκαύκου. Συγκεκριμένα, από το ιστορικό έργο του Ιωάννη Καντακουζηνού μαθαίνουμε ότι ο Αλέξιος είχε ξεκινήσει τη σταδιοδρομία του ως γραμματέας στην υπηρεσία του Βυζαντινού αξιωματούχου Γεωργίου Στρατηγού. Ο τελευταίος περί το 1320 εκμεταλλευόταν τις κρατικές αλυκές (πρόκειται κατά πάσα πιθανότητα για εκείνες της Αγχιάλου και της Αίνου) και, θέλοντας να ανανεώσει τη συμφωνία και για το επόμενο έτος, εμπιστεύθηκε στον Απόκαυκο ένα χρηματικό ποσό και τον έστειλε στην Κωνσταντινούπολη προκειμένου να εξασφαλίσει την ανανέωση. Αντ’ αυτού, ο Απόκαυκος υποσχέθηκε στον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β΄ ότι θα κατέβαλλε διπλάσιο μίσθωμα αν ανετίθετο σε αυτόν η εκμετάλλευση των αλυκών. Πράγματι, ο αυτοκράτωρ τον όρισε διαχειριστή των κρατικών αλυκών αντί του Στρατηγού, όμως στο τέλος της μισθωτικής περιόδου ο Απόκαυκος καρπώθηκε ολόκληρη την πρόσοδο των αλυκών, εξαπατώντας έτσι το δημόσιο ταμείο[30].

Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν αρκετές ενδείξεις που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί απολύτως βέβαιο πως η κατοχή και εκμετάλλευση των αλυκών στο Βυζάντιο αποτελούσε αποκλειστικό προνόμιο της πολιτείας. Φαίνεται ότι, παράλληλα με τις κρατικές αλυκές, υπήρχαν και άλλες οι οποίες ανήκαν σε ιδιώτες, σε μοναστήρια ή στην Εκκλησία. Σε ορισμένες περιπτώσεις δεν γνωρίζουμε επακριβώς την προέλευσή τους και ενδέχεται να είχαν κατασκευαστεί από γαιοκτήμονες ή εκκλησιαστικούς αξιωματούχους για την κάλυψη τοπικών αναγκών και ίσως, παράλληλα, για την εμπορική εκμετάλλευση του αλατιού. Μία τέτοια περίπτωση γνωρίζουμε από τα γραπτά του Ιγνατίου, ο οποίος διετέλεσε μητροπολίτης Νικαίας για ένα διάστημα μεταξύ του 815 και του 843. Από επιστολή την οποία απηύθυνε στον επίσκοπο Ελενουπόλεως γνωρίζουμε ότι στην περιφέρεια του τελευταίου βρισκόταν μία αλυκή την οποία εκμεταλλευόταν η επισκοπή. Ο Ιγνάτιος συμφώνησε με τον επίσκοπο την αγορά μίας ποσότητας αλατιού, καταβάλλοντας το συνολικό αντίτιμο των 12 χρυσών νομισμάτων[31]. Σε έγγραφο του 1089, το οποίο εναπόκειται στο αρχείο της Μονής Ξενοφώντος στο Άγιον Όρος, αναφέρεται μία αλυκή στην περιοχή Βουρβουρού, που ανήκε αρχικά στην τοπική μονή των Ιερομνήμων (στη Σιθωνία Χαλκιδικής) και πέρασε στην κυριότητα της Μονής Ξενοφώντος όταν ο αυτοκράτωρ Βασίλειος Β΄ (976-1025) παραχώρησε στην τελευταία ως μετόχι τη μονή των Ιερομνήμων και όλες τις ιδιοκτησίες της. Δεν γνωρίζουμε αν η αλυκή κατασκευάστηκε από τους αρχικούς ιδιοκτήτες μοναχούς ή αν παραχωρήθηκε στη Μονή Ιερομνήμων από τρίτους[32].

Συνήθως οι αλυκές αυτές ήταν προηγουμένως κρατικές και τις είχαν παραχωρήσει στην Εκκλησία ή τις μονές διάφοροι Βυζαντινοί αυτοκράτορες. Για παράδειγμα, το 688 ο Ιουστινιανός Β΄ παραχώρησε ως δωρεά στον ναό του Αγίου Δημητρίου την αλυκή της Θεσσαλονίκης (πιθανώς στις εκβολές του Γαλλικού ποταμού, αν και παραμένει ανοικτό το ενδεχόμενο να ταυτίζεται με τις αλυκές Αγγελοχωρίου στην περιοχή Καραμπουρνού, ή ακόμη και με εκείνες του Κίτρους Πιερίας), ώστε από τις προσόδους της να καλύπτονται τα έξοδα φωτισμού και συντήρησης του ναού, καθώς και η καθημερινή διατροφή των κληρικών του[33]. Παρόμοιες περιπτώσεις συναντούμε και στη μέση και ύστερη βυζαντινή περίοδο. Το 1136 όλες οι αλυκές της Χερρονήσου (με άλλα λόγια της Θρακικής χερσονήσου) παραχωρήθηκαν από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Β΄ Κομνηνό στη νεοϊδρυθείσα Mονή Παντοκράτορος στην Κωνσταντινούπολη[34], ενώ το 1216 ο αυτοκράτωρ Θεόδωρος Α΄ Λάσκαρις παραχώρησε στη Mονή Αγίου Ιωάννου Θεολόγου στην Πάτμο την αλυκή του Πύργου κοντά στη Μίλητο (παραχώρηση η οποία επικυρώθηκε το 1221)[35].

Ενδείξεις για την ύπαρξη ιδιωτικών αλυκών αντλούμε από ένα έγγραφο της Μονής Θεοτόκου Λεμβιωτίσσης το οποίο χρονολογείται στο έτος 1230. Αναφέρεται στην αλυκή του Λιγώνος (περιοχή στα νότια περίχωρα της πόλης της Σμύρνης, στις υπώρειες του όρους Πάγος), η οποία προ του 1230 ανήκε στον μοναχό Γεράσιμο, ο οποίος κατόπιν τη δώρισε στη Μονή Αγίου Γεωργίου Εξωκαστρίτου· παράλληλα, ο γιος του Γεράσιμου, Ξένος Βάλκης, διατηρούσε το ήμισυ των προσόδων της. Το 1230 η οικογένεια Βάλκη παραχώρησε στη Μονή Θεοτόκου Λεμβιωτίσσης, μετόχι της οποίας ήταν η Μονή Αγίου Γεωργίου, την πλήρη κατοχή και κυριότητα της αλυκής[36]. Από το ίδιο έγγραφο πληροφορούμαστε ότι η εν λόγω αλυκή συνόρευε με άλλες δύο, του Πιθιανού και του Καμπάνη, πιθανότατα και αυτές ιδιωτικές[37].

Στην ύστερη βυζαντινή περίοδο, η άμεση εκμετάλλευση των αλυκών γινόταν από εξειδικευμένες ομάδες τεχνιτών, οι οποίοι αποτελούσαν είδος κοινοπραξίας, όπως γνωρίζουμε από ένα έγγραφο της Μονής Διονυσίου στο Άγιον Όρος. Στο έγγραφο, το οποίο χρονολογείται στο έτος 1415, μνημονεύονται οι «πρωταλυκάριοι» Δημήτριος Πανάρετος και Ανδρόνικος Κοντοσκάλης, δηλαδή, οι επικεφαλής των δύο ομάδων εργατών που δούλευαν στην αλυκή της Θεσσαλονίκης[38].

III. OΙ ΑΛΥΚΕΣ ΤΩΝ ΒΕΝΕΤΙΚΩΝ ΚΤΗΣΕΩΝ

Είναι γνωστό ότι η τύχη και η επιβίωση της Βενετίας από την αρχή της σύστασής της έως και την κατάλυσή της από τα ναπολεόντεια στρατεύματα (1797), συνδέθηκε με την παραγωγή και το εμπόριο αρχικά, μονοπώλιο αργότερα, του αλατιού. Έτσι από την πλησίον της θαλάσσια ενδοχώρα (Gioggia, Δαλματικές ακτές-Ιόνιο) έως τις κατά καιρούς πλέον απώτατες κτήσεις της (Κύπρος, Κρήτη), αλλά και σε περιοχές που μπορούσε να επηρεάζει (Σικελία, ακτές βόρειας Αφρικής), είχε ιδρύσει ή εκμεταλλευόταν ένα ευρύτατο δίκτυο αλυκών, το οποίο τροφοδοτούσε συνεχώς το μονοπώλιο του αλατιού με τις απαραίτητες ποσότητες. Σε όποιες από τις περιοχές αυτές δεν υπήρχε επάρκεια αλατιού η Βενετία επιδίωκε να κατασκευάσει αλυκές, προκειμένου να διατηρείται αμετάβλητο το παραπάνω δίκτυο. Φυσικά, μεγάλο μέρος του παραγόμενου και μεταφερόμενου στη Βενετία αλατιού διαχέονταν σε περιοχές της Βόρειας Ιταλίας, αλλά και πολλών άλλων περιοχών της κεντρικής Ευρώπης (π.χ. Ελβετία), αφού το θαλάσσιο αλάτι πάντα θεωρούνταν υπέρτερο του ορυκτού. Το εμπόριο του αλατιού συνέβαλε αποφασιστικά στην οικονομική ανάπτυξη της Βενετίας και εξασφάλιζε για αιώνες την οικονομική και πολιτική κυριαρχία της στη Μεσόγειο.

Είναι γνωστό ότι η τύχη και η επιβίωση της Βενετίας από την αρχή της σύστασής της έως και την κατάλυσή της από τα ναπολεόντεια στρατεύματα (1797), συνδέθηκε με την παραγωγή και το εμπόριο αρχικά, μονοπώλιο αργότερα, του αλατιού. Έτσι από την πλησίον της θαλάσσια ενδοχώρα (Gioggia, Δαλματικές ακτές-Ιόνιο) έως τις κατά καιρούς πλέον απώτατες κτήσεις της (Κύπρος, Κρήτη), αλλά και σε περιοχές που μπορούσε να επηρεάζει (Σικελία, ακτές βόρειας Αφρικής), είχε ιδρύσει ή εκμεταλλευόταν ένα ευρύτατο δίκτυο αλυκών, το οποίο τροφοδοτούσε συνεχώς το μονοπώλιο του αλατιού με τις απαραίτητες ποσότητες. Σε όποιες από τις περιοχές αυτές δεν υπήρχε επάρκεια αλατιού η Βενετία επιδίωκε να κατασκευάσει αλυκές, προκειμένου να διατηρείται αμετάβλητο το παραπάνω δίκτυο. Φυσικά, μεγάλο μέρος του παραγόμενου και μεταφερόμενου στη Βενετία αλατιού διαχέονταν σε περιοχές της Βόρειας Ιταλίας, αλλά και πολλών άλλων περιοχών της κεντρικής Ευρώπης (π.χ. Ελβετία), αφού το θαλάσσιο αλάτι πάντα θεωρούνταν υπέρτερο του ορυκτού. Το εμπόριο του αλατιού συνέβαλε αποφασιστικά στην οικονομική ανάπτυξη της Βενετίας και εξασφάλιζε για αιώνες την οικονομική και πολιτική κυριαρχία της στη Μεσόγειο.

ΚΥΠΡΟΣ

Το αλάτι και η ζάχαρη της Κύπρου συνιστούσαν τα σημαντικότερα εξαγώγιμα προϊόντα του νησιού στη διάρκεια της φραγκικής και βενετικής κατάκτησης. Οι αλυκές της βρίσκονταν στη Λεμεσό και στη Λάρνακα και, συχνά, οι περιηγητές που επισκέπτονταν το νησί αναφέρονταν στο λευκό και άριστης ποιότητας αλάτι τους. Η περίμετρος της αλυκής της Λάρνακας έφθανε τα δύο μίλια και η παραγωγή της κάλυπτε όχι μόνο τις εγχώριες ανάγκες, αλλά εξάγονταν και μεγάλες ποσότητες. Υπολογίζεται ότι μόνο από τις αλυκές της Λάρνακας την εποχή της βενετοκρατίας φορτώνονταν περίπου 70 πλοία κάθε χρόνο, ενώ τα ετήσια έσοδα του βενετικού δημοσίου έφθαναν τα 300.000 δουκάτα. Η εξαιρετική ποιότητα του αλατιού των κυπριακών αλυκών, και ειδικά της Λάρνακας, είχε ως αποτέλεσμα την αυξημένη ζήτησή του και την υψηλή αξία του. Το παραγόμενο αλάτι, σύμφωνα με τον Άγγλο περιηγητή Τζων Λοκ το 1553, αποτελούσε περιουσία της Βενετίας, ενώ μόνο οι υπεύθυνοι που είχε ορίσει το κράτος μπορούσαν να διαθέσουν ποσότητες. Για την προστασία μάλιστα του προϊόντος οι αλυκές φρουρούνταν τα βράδια. Ανέφερε ότι στις αποθήκες της Βενετίας βρισκόταν επί το πλείστον κυπριακό αλάτι και παρόλο που εξάγονταν μεγάλες ποσότητες, αρκετοί σωροί παρέμεναν στις αλυκές. Ισχυριζόταν, τέλος, ότι το αλάτι που φορτωνόταν στα πλοία ζυγιζόταν απευθείας στη Βενετία.

Πράγματι, αυτήν την περίοδο δόθηκε περισσότερη σημασία στην εκμετάλλευση των κυπριακών αλυκών και στην οργάνωση της μεταφοράς του αλατιού προς τη βενετική πρωτεύουσα. Διασώζονται έγγραφα στα οποία αναφέρεται ότι η Σύγκλητος ανάγκαζε τα πλοία της, που περνούσαν από το νησί με προορισμό τη Βενετία, να απαλλάσσονται από τα φορτία τους και να φορτώνουν αλάτι.

ΚΡΗΤΗ

Από την πρώτη περίοδο της βενετικής παρουσίας στην Κρήτη δόθηκε έμφαση στο ζήτημα της δημιουργίας αλυκών. Στόχος της προσπάθειας να καλύπτονται οι ανάγκες του ντόπιου πληθυσμού αλλά και να εξάγονται ορισμένες ποσότητες του προϊόντος στη Mητρόπολη.

Η Βενετική Σύγκλητος αποφάσισε το 1303 την αποστολή ειδικών προσώπων στο νησί, τα οποία θα εξέταζαν τη δυνατότητα κατασκευής αλυκών. Τα πρόσωπα που έφθασαν αναζήτησαν κατάλληλους χώρους και τα αποτελέσματα της προσπάθειας έγιναν ορατά τους επόμενους αιώνες, όταν μαρτυρείται η λειτουργία αλυκών σε διάφορα σημεία του νησιού. Oι κυριότερες βρίσκονταν στην περιοχή της Σούδας. Για αυτές κάνει λόγο ο Φλωρεντινός περιηγητής Cristoforo Buondelmonti στο έργο του Descriptio Insulae Cretae, που έγραψε τη δεύτερη δεκαετία του 15ου αιώνα.

H εκμετάλλευση των αλυκών ανήκε, κατά την περίοδο αυτή, στους ιδιοκτήτες των γαιών στις οποίες βρίσκονταν. Αντίθετα, η διακίνηση του προϊόντος ήταν ελεύθερη. Ωστόσο, ένα νέο καθεστώς ίσχυσε από το 1522, οπότε η εκμετάλλευση του αλατιού αποτελούσε πλέον μονοπώλιο του κράτους. H συγκέντρωσή του είχε ανατεθεί σε έναν εισπράκτορα φόρων με έδρα τον Xάνδακα, ο οποίος ενοικίαζε το αλάτι των διαμερισμάτων των Xανιών, του Pεθύμνου και της Σητείας σε άλλους, μικρότερους φοροεισπράκτορες.

Όλη αυτήν την περίοδο οι εξαγωγές αλατιού από την Κρήτη για τη Βενετία ήταν σχετικά μικρές. Με την κατάληψη της Κύπρου από τους Οθωμανούς, τα χρόνια 1570-1571, χάθηκε για το Βενετικό κράτος η βασικότερη πηγή προμήθειας αλατιού. Κάτω από αυτές τις συνθήκες δόθηκε βάρος στη συστηματικότερη εκμετάλλευση των αλυκών της Κρήτης. Του θέματος επιλήφθηκε ο Giacomo Foscarini, γενικός προνοητής και ανακριτής του νησιού τα χρόνια 1574-1577. Η βενετική προσπάθεια απέδωσε γρήγορα καρπούς. Έτσι, οι αλυκές που λειτουργούσαν από τα προηγούμενα χρόνια προσαρμόστηκαν στα νέα δεδομένα, ενώ πολλές νέες κατασκευάστηκαν επίσης σε διάφορες περιοχές του νησιού. H συμβολή των ντόπιων κατοίκων, όλη αυτήν την περίοδο, ήταν καθοριστικής σημασίας.

Tην πρώτη θέση στις αλυκές του νησιού καταλάμβανε, εκείνη την περίοδο, η περιοχή του κόλπου της Σούδας με τα φυσικά πλεονεκτήματά της. Ακολουθούσε η Σπιναλόγκα και οι απέναντι περιοχές της: η Όξω Eλούντα διέθετε 12 δεξαμενές, 61 βραστήρες και 13 τηγάνια, ενώ η Mέσα Eλούντα 16 δεξαμενές, 122 βραστήρες και 39 τηγάνια. Aλυκές λειτουργούσαν επίσης στην περιοχή του Aλμυρού και των Φρασκιών κοντά στον Xάνδακα, στο Παλαιόκαστρο κοντά στη Σητεία και στην Iεράπετρα. Mικρότερος αριθμός αλυκών υπήρχε σε πολλές άλλες επίκαιρες θέσεις αλλά και σε απομονωμένες περιοχές του νησιού.

Aπό τις τελευταίες δεκαετίες του 16ου αιώνα και έως την κατάληψή της από τους Οθωμανού, στα μέσα του 17ου αιώνα, η Kρήτη αποτελούσε από τις βασικότερες περιοχές μεταφοράς αλατιού προς τη Bενετία. Οι μεταφορές του προϊόντος γίνονταν με γαλέρες ή με ναυλωμένα από το κράτος πλοία ιδιωτών. Μεγάλες ποσότητες του προϊόντος, ωστόσο, μέσω του ιδιαίτερα διαδεδομένου λαθρεμπορίου, επί το πλείστον από τις νότιες ακτές του νησιού, διακινούνταν προς διάφορες κατευθύνσεις, κυρίως σε νησιά του Αιγαίου αλλά και στην Κωνσταντινούπολη.

ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ

Στις νοτιοανατολικές ακτές της χερσονήσου υπήρχαν αρκετές αλυκές. Ανάμεσα στις παραγωγικότερες του Regno di Morea ήταν εκείνες του Θερμησίου. Η περίμετρός τους ήταν μεγαλύτερη σε σύγκριση με τις άλλες αλυκές της Πελοποννήσου, και αποκαλούνταν από τους Βενετούς «θαύμα της φύσης», επειδή δεν απαιτούσαν πολλές εργασίες, όπως κατασκευή τηγανιών, κ.λπ. για την κρυστάλλωση του αλατιού, παρά μόνο για τη συλλογή του. Η εκμετάλλευσή τους από τους Βενετούς είχε ξεκινήσει από την πρώτη βενετική κατάκτηση, αλλά εντατικοποιήθηκε από τον προνοητή Francesco Grimani μεταξύ των ετών 1698-1700, όταν η παραγωγή τους άγγιξε τους υψηλότερους δείκτες. Καθώς η ποιότητα του αλατιού τους ήταν εξαιρετική, σημαντικές ποσότητες εξάγονταν απευθείας από τις ακτές της Θερμησίας στη Βενετία, ενώ το υπόλοιπο εξυπηρετούσε το τοπικό μονοπώλιο.

Στην Πελοπόννησο υπήρχαν, επίσης, αλυκές στη Μεθώνη και στην Κορώνη, στον Πύργο, στα Λεχαινά και στην Καμενίτσα. Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες των Βενετών να ενισχύσουν την παραγωγή τους, δεν σημείωσαν σημαντική ανάπτυξη. Ιδιαίτερη φροντίδα για τις δύο πρώτες –ήταν γνωστές στους Βενετούς από την πρώτη βενετική κατάκτηση– έδειξε ο γενικός προνοητής Antonio Zeno το 1692, από τις οποίες σημαντικότερες ήταν εκείνες της Μεθώνης, που βρίσκονταν κοντά στην οχυρωμένη πόλη και διέθεταν 38 αλατοπήγια λευκού αλατιού και 28 μαύρου, δηλαδή με προσμίξεις. Ο ίδιος φρόντισε να κατασκευαστούν αποθήκες για την προστασία του αλατιού από τις καιρικές συνθήκες και τις κλοπές. Παρά τις προσδοκίες των Βενετών, η παραγωγή τους αυξήθηκε πρόσκαιρα έως το 1700. Στα τέλη του 17ου αιώνα οι αλυκές της Κορώνης, που βρίσκονταν στο χωριό Λογγά, διακρίνονταν σε παλιές και νέες. Η παραγωγή τους, ωστόσο, ήταν ελάχιστη και κακής ποιότητας.

Το αλάτι των αλυκών του Πύργου –οι αλυκές βρίσκονταν στον Ποντικό, κοντά στον Αλφειό– προτιμούνταν από τους ντόπιους καταναλωτές, αλλά οι Βενετοί έκριναν ότι ήταν ακατάλληλο για εξαγωγή. Ως προς τις αλυκές των Λεχαινών, που ενώνονταν με τη λιμνοθάλασσα του Κοτυχίου, η παραγωγή τους ήταν μικρή και κακής ποιότητας. Κοντά στις εκβολές του ποταμού Καμενίτσα (σημ. Πείρος) βρίσκονταν οι ομώνυμες αλυκές, που μαρτυρούνται ήδη στις πηγές του 15ου αιώνα. Από τις συγκεκριμένες αλυκές, παρότι η παραγωγή τους ήταν μικρή, τροφοδοτούνταν με αλάτι τα μοναστήρια της ευρύτερης περιοχής της Αχαΐας στα τέλη του 17ου και στις αρχές του 18ου αιώνα.

Αμέσως μετά την κατάκτηση, οι Βενετοί επιδόθηκαν στη διερεύνηση του χώρου για τον εντοπισμό νέων αλυκών. Στις πηγές καταγράφονται οι αλυκές της Βερβερόντας στο Πορτοχέλι, τις οποίες οι Βενετοί άρχισαν να τις εκμεταλλεύονται από το 1691, της Κουμπούρνας κοντά στο χωριό Αγά (δεν σώζεται σήμερα), όπου το αλάτι παραγόταν φυσικά senz’alcuna manifattura e dispendio, και του Παλαιόκαστρου. Το αλάτι των τελευταίων όμως ήταν κακής ποιότητας και η λειτουργία τους διακόπηκε. Ύστερα από παράκληση του ενοικιαστή των αλυκών της Θερμησίας, Mario Stella, επιτράπηκε η εκ νέου εκμετάλλευσή τους, χωρίς όμως τα αναμενόμενα αποτελέσματα.

ΝΗΣΙΑ ΤΟΥ ΙΟΝΙΟΥ

Καθώς οι κτήσεις της Βενετίας τον 18ο αιώνα είχαν μειωθεί δραματικά, οι αλυκές των Επτανήσων και αυτές των Δαλματικών ακτών απέκτησαν μεγάλη σημασία για τη διατήρηση του μονοπωλίου του αλατιού. Έτσι, αλυκές οι οποίες στο παρελθόν δεν είχαν και τόσο μεγάλη σημασία πέραν εκείνης που αναδείκνυε η αυτοκατανάλωση και η τροφοδοσία με αλάτι και των γειτονικών τους περιοχών (λ.χ. Λευκάδας, Κέρκυρας, Ζακύνθου και πολύ λιγότερο της Κεφαλονιάς), αναδείχτηκαν σε ζωτικής σημασίας παράγοντες για την βενετσιάνικη οικονομία του 18ου αιώνα. Από τις έως τώρα ιστορικές προσεγγίσεις φαίνεται ότι η περίοδος κατοχής των Ιόνιων νησιών από τους Τόκκους (14ος-15ος αιώνας) αποτελεί, αν όχι το έναυσμα για την ίδρυση αλυκών σε αυτά, πάντως ένα χαρακτηριστικό χρονικό ορόσημο για την εμφάνιση αλυκών και αλατιού στο χώρο των Επτανήσων.

Από τις αλυκές αυτές των τριών κυρίως νησιών, εκείνη της Ζακύνθου (Καταστάρι) εμφανίζεται, όπως προαναφέρθηκε, κατά την περίοδο των Τόκκων, αλλά ουσιαστικά η παραγωγή της αποτελεί οικονομικό μέγεθος από τον 16ο αιώνα με συνεχή, έκτοτε, παρουσία. Στη κανονική λειτουργία των αλυκών, όχι μόνο της Ζακύνθου, κάτω από την επίβλεψη του Ufficio del Sal της κεντρικής διοίκησης, οι αλυκές δημοπρατούνταν και ο ενοικιαστής αναλάμβανε αφενός την τροφοδοσία του τοπικού πληθυσμού με το πολύτιμο προϊόν –η συντήρηση του ελαιοκάρπου έως την έκθλιψή του ήταν απολύτως εξαρτημένη από την παραγωγή αλατιού– αφετέρου την αποστολή καθορισμένης ποσότητας στη Βενετία για την εν συνεχεία εμπορευματοποίησή του.

Το ίδιο, σε γενικές γραμμές, συμβαίνει και στην Κέρκυρα (αλυκές Λευκίμμης, κυρίως, και Ποταμού), ενώ για τη Λευκάδα τα πράγματα διαφοροποιούνται, επειδή είναι το μόνο νησί του Ιονίου που θα γνωρίσει τουρκική κατοχή (1479-1684), γεγονός που ανατρέπει τη δυτική κανονικότητα. Ωστόσο, όλα αυτά τα ομογενοποιεί, τρόπον τινά, ο 18ος αιώνας, όταν το αποικιακό κράτος της Βενετίας θα περιοριστεί αποκλειστικά στο Ιόνιο και την Αδριατική. Το γεγονός αυτό, μαζί με την εξάπλωση των άλλων δυτικών δυνάμεων, θα αφαιρέσει από τη βενετική οικονομία σημαντικές πλουτοπαραγωγικές πηγές και, εν προκειμένω, η Βενετία θα χάσει ένα ευρύτατο δίκτυο αλυκών εκτός της Αδριατικής. Έτσι οι αλυκές και το αλάτι των Ιόνιων νησιών θα κληθεί να αντικαταστήσει αλατοφόρες περιοχές που χάθηκαν. Φυσικά, η έως τότε οικονομική δυναμική του αλατιού δεν ήταν ικανή να ανταποκριθεί σε τέτοιες νέες και σοβαρές απαιτήσεις, χωρίς την άμεση αναδιοργάνωση των πραγμάτων.

Βρισκόμαστε, λοιπόν, στη δεύτερη δεκαετία του 18ου αιώνα, όταν ο αθηναϊκής καταγωγής Δημήτριος Σπυρ. Περούλης (τέλη 17ου αιώνα-1771), από οικογένεια της οποίας μέλη βρίσκονται στη Βενετία τουλάχιστον από τα μέσα του 17ου αιώνα, θα αναδειχθεί στον παράγοντα εκείνο του βενετικού εμπορίου που θα αναλάβει σχετικές πρωτοβουλίες και στο εμπόριο του αλατιού. Ξεκινώντας ως ο τυπικός μεταπράτης εμπορευόμενος, αλλά γρήγορα εναλλάσσοντας ρόλους, θα αναδειχθεί σε σοβαρό οικονομικό παράγοντα αφού, είτε μόνος είτε σε συνεργασία με άλλους, θα αναλάβει την τροφοδοσία των μονοπωλίων του καπνού, και κυρίως του αλατιού, με τις απαραίτητες για την επιβίωσή τους ποσότητες.

Όσο αφορά το αλάτι κέντρο της παραγωγής θα αναδειχθεί τώρα η Λευκάδα, στην οποία οι άνθρωποι του Περούλη θα συνεργήσουν συστηματικά στην παραγωγή αλατιού είτε στις παλαιές αλυκές του νησιού, αλλά κυρίως στις νέες αλυκές που θα ιδρύσει ο Περούλης στην περιοχή Αλέξανδρος του νησιού. Παράλληλα, ο ίδιος, μέσω των ανθρώπων του, θα αναλάβει την και την εκμετάλλευση των αλυκών της Ζακύνθου αλλά και εκείνων της Κέρκυρας, εκμετάλλευση που θα καταστεί πιο εντατική και αποδοτική επειδή ο ίδιος θα αποκτήσει τουλάχιστον επτά μεγάλα πλοία, με τα οποία θα μεταφέρει τις απαραίτητες ποσότητες αλατιού στην Βενετία. Την εκμετάλλευση αυτή θα συνεχίσει, μετά τον θάνατό του, ο γιος του Σπυρίδωνας, χωρίς βέβαια το στοιχείο της μεγάλης ζωτικότητας των χρόνων του Δημητρίου Περούλη, καθώς τα βενετσιάνικα πράγματα οδεύουν στο τέλος, ενώ οι αλυκές και το αλάτι των Ιονίων θα κληθούν να υπηρετήσουν άλλους σκοπούς.

IV. ΟΙ ΑΛΥΚΕΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ

Λίγες είναι οι μελέτες για το θαλάσσιο αλάτι στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Πρώτος ο Lutfi Güçer έδωσε το 1963 μια εξαιρετική μελέτη για το μονοπώλιο αλατιού στην Οθωμανική αυτοκρατορία του 15ου και 17ου αιώνα. Tο 1982 οι Stefan Andreev και η Elena Grozdanova, με οθωμανικό αρχειακό υλικό της Eθνικής Bιβλιοθήκης της Σόφιας, παρουσίασαν τη δραστηριότητα αλυκών, όπως της Σωζόπολης, Aγχιάλου (Ahyolu) και άλλων. O Minhai Maxim το 1988 υποδεικνύει ότι το αλάτι αποτελούσε σημαντική πηγή προσόδων για τις παραδουνάβεις χώρες. Ο Saim Savaş έδωσε μια ενδιαφέρουσα μελέτη για την αλατοπαραγωγή του Sivas, όπως και η Νeşe Erin για τις αντίστοιχες του Ερζερούμ. Τέλος, ένας τόμος που κυκλοφόρησε το 2004 στην Τουρκία συγκεντρώνει πολλές και ενδιαφέρουσες μελέτες για το θέμα.

Οι πληροφορίες μας για την αλατοπαραγωγή στον ελλαδικό χώρο στα οθωμανικά χρόνια περιορίζονται στις αλυκές του Aρχιπελάγους και της δυτικής Mικράς Aσίας, των Iονίων νησιών και στο μονοπώλιο του αλατιού στην Kρητική Πολιτεία (1898-1918). Aπό τα βενετικά αρχεία γνωρίζουμε ότι στη δυτική Πελοπόννησο οι Βενετοί εφοδιάζονταν από τον 13ο αιώνα με αλάτι από τις αλυκές της Kορώνης, της Mεθώνης και της Kυλλήνης. Στην αιγαιακή πλευρά της Πελοποννήσου βρίσκονταν οι αλυκές του Θερμησιού. H Aγγελική Πανοπούλου αφιέρωσε μελέτη για τις αλυκές του Mοριά στον 13ο-15ο αιώνα, όπου υποστήριξε ότι το αλάτι της Πελοποννήσου δεν είχε ουσιαστική θέση στον κατάλογο των προσόδων της Bενετίας από τις περιοχές της Romania, καθώς το μεγαλύτερο μέρος των αναγκών του εμπορίου της καλυπτόταν από το αλάτι της Kύπρου.

Aπό μια πρώτη αναδίφηση στις οθωμανικές πηγές προκύπτει ότι στον ελλαδικό χώρο λειτουργούσαν πάμπολλες αλυκές. Aναφέρουμε τις σπουδαιότερες αρχίζοντας από τον νότο. Στην Kρήτη υπήρξαν η Σούδα και η Σπιναλόγκα• στην Πελοπόννησο ήσαν περισσότερες, κυρίαρχη όμως και μακροβιότερη ήταν αυτή στο Θερμίσι της Aργολίδας. Aναφέρονται αλυκές στο σαντζάκι της Eύβοιας, δηλαδή στην Aθήνα και την περιοχή της Aταλάντης και της Λαμίας. Στη Θεσσαλία λειτουργούσαν αλυκές στον Bόλο και δυτικά, στην Ήπειρο αναφέρεται η αλυκή της Kοπραίνης Άρτας. Στον βόρειο χώρο κυριαρχούν οι αλυκές της Θεσσαλονίκης, του Kίτρους στην Karaferye, και ανατολικότερα, οι αλυκές στο Ορφάνι στις εκβολές του Στρυμώνα, η αλυκή στην Kεραμωτή στις εκβολές του Nέστου, και οι πλούσιες αλυκές στην περιφέρεια της Κομοτηνής, όπου μέχρι σήμερα λειτουργούν δυο αλυκές κοντά στα χωριά N. Kεσάνη και Mέση. Aφήνοντας τον ηπειρωτικό χώρο και περνώντας στα νησιά, σταματούμε στη Mυτιλήνη, με την ενεργή έως σήμερα αλυκή της Kαλλονής, και προχωρώντας νοτιότερα, σημειώνουμε τις αλυκές της Kω, που αναγράφονται και σε κανουνναμέδες του 16ου αιώνα. Aλάτι παραγόταν και στις Kυκλάδες, Πάρο, Nάξο, Mήλο, αλλά και σε άλλα νησιά ή σε παραλίες του ελλαδικού χώρου, όπως είναι φυσικό από τον γεωφυσικό του χαρακτήρα. Τρεις ήσαν οι βασικές αλατοφόρες περιοχές στον ελλαδικό χώρο: η Πελοπόννησος, η Kρήτη και η Θεσσαλονίκη.

ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ

Στα τέλη του 15ου και στις αρχές του 16ου αιώνα αναφέρονται τέσσερα kadiliks που παράγουν αλάτι. Πρόκειται για την Kαλαμάτα, το Άργος, την Aρκαδία και τον Mυστρά. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπονοούνται οι αλυκές της Mεθώνης, Kορώνης και του Άργους, γνωστές βενετικές κτήσεις που πέρασαν στα 1500 στους Oθωμανούς, και το 1540, το Nαύπλιο και το Θερμίσι. Στους κανουνναμέδες που εξέδωσαν οι σουλτάνοι Bαγιαζήτ B΄ και Σουλεϊμάν ο Mεγαλοπρεπής για τον Mοριά υπάρχει ειδικό άρθρο για τις αλυκές του Mοριά, όπου η φορολογία του αλατιού συνδέεται άρρηκτα με την αντίστοιχη της κτηνοτροφίας της περιοχής, δηλώνοντας ρητά κατά αυτόν τον τρόπο μια βασική χρήση του αλατιού ως απαραίτητου στοιχείου στη διατροφή των κοπαδιών. Στον κανουνναμέ του Σουλεϊμάν δηλώνεται ότι οι αλατάδες κρατούσαν το έκτο και το υπόλοιπο παραδιδόταν στο κράτος• ο νόμος φυσικά ήταν κατηγορηματικά σαφής για τις ποινές που θα επιβάλλονταν σε όσους επιχειρούσαν να κλέψουν το Δημόσιο.

Στα φορολογικά κατάστιχα οι άνθρωποι που δουλεύουν σε αλυκές καταγράφονται ιδιαιτέρως, λόγω των φοροαπαλλαγών τους. Άλλοι πλήρωναν ispence και haraç και ήταν απαλλαγμένοι μόνο από έκτακτους φόρους και υπηρεσίες προς τον οθωμανό κυρίαρχο, ενώ κάποιοι άλλοι δεν πλήρωναν ούτε ispence. Oρισμένες σημειώσεις στα πελοποννησιακά κατάστιχα είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικές• αντιγράφουν διατάγματα σουλτάνων που εκδόθηκαν ειδικά για τον σκοπό αυτό, όπως για παράδειγμα το hüküm του Σελίμ A΄ για τις αλυκές της Kορώνης, το οποίο παραπέμπει σε προγενέστερες εποχές. Kατά το ιντερμέτζο της βενετικής κατοχής (1685-1715) οι Bενετοί επέδειξαν έντονο ενδιαφέρον για τις αλυκές της Πελοποννήσου, όπως φαίνεται από τις εκθέσεις των Bενετών προνοητών που δημοσίευσε ο Σπύρος Λάμπρου αλλά και από το ανέκδοτο υλικό των βενετικών αρχείων που παρουσίασε η Aγγελική Πανοπούλου για τις αλυκές και την παραγωγή αλατιού στην Πελοπόννησο του 17ου αιώνα. Bασίστηκε στις επιστολές του Γενικού Προβλεπτή της Antonio Zeno (1690-94) και στο αρχείο Grimani (1698-1700), παρουσιάζοντας συγχρόνως και τα σχέδια των αλυκών της Mεθώνης και Kορώνης.

Oι ειδήσεις για το αλάτι του Mοριά κατά τη δεύτερη Tουρκοκρατία (1715-1821) περιορίζονται στην αλυκή του Θερμισιού. O μουκατάς του αλατιού φέρει το όνομά της και τα oθωμανικά τεκμήρια είναι αρκετά για να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της παραγωγής στην αλυκή αυτή.

ΚΡΗΤΗ

Mετά την παράδοση του Xάνδακα το 1669 στους Oθωμανούς, οι Bενετοί διατήρησαν στην κατοχή τους ως το 1715 τρία θαλάσσια φρούρια, τη Γραμπούσα, τη Σούδα και τη Σπιναλόγκα για να προστατεύουν το θαλάσσιο εμπόριό τους. Kατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας συνεχίστηκε η εκμετάλλευση των αλυκών της Σούδας και της Σπιναλόγκας, όπου υπήρχαν και οι μεγαλύτερες αλυκές του νησιού. Στον κανουνναμέ της απογραφής του 1650 σημειώνεται ότι οι εργάτες που δούλευαν στις αλυκές μπορούσαν να κρατούν για τον εαυτό τους το έκτο από το αλάτι που μάζευαν και έπρεπε να παραδίδουν το υπόλοιπο στο δημόσιο. H ύπαρξη αυτού του νόμου μαρτυρεί ότι οι αλυκές της Eλούντας, αλλά και κάποιες αλυκές γύρω από τη Σούδα, είχαν περιέλθει πια στους Oθωμανούς. Στα kadi sicilleri απαντούν αναφορές μόνο για την αλυκή της Σπιναλόγκας. Mετά το τέλος του τουρκοβενετικού πολέμου, το 1715, οι αλυκές βρίσκονταν σε κακή κατάσταση. H εκμετάλλευσή τους συνέχισε να γίνεται από τους ραγιάδες των χωριών, Eπάνω Φουρνή, Kάτω Φουρνή, Kαστέλι Φουρνή, όπως και στον καιρό της βενετοκρατίας. Ήδη από το 1656, δηλαδή πριν την άλωση του Hρακλείου, οι ραγιάδες πλήρωναν στην επαρχία Pεθύμνης, που βρισκόταν υπό οθωμανική κατοχή, φόρο αλατιού 44 άσπρα ανά οικογένεια. O φόρος αυτός προοριζόταν για τη μισθοδοσία των γενιτσάρων των Xανίων. Στα 1671 προμηθευόταν κανείς αλάτι στο Hράκλειο αποκλειστικά από τα καταστήματα κεντρικής διαθέσεως των γενιτσάρων

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Oι αλυκές της Θεσσαλονίκης μαρτυρούνται από τα βυζαντινά χρόνια. Θεωρείται ότι στις πλούσιες αλυκές της οφείλει η Θεσσαλονίκη την ονομασία Solun, πόλη του αλατιού, που της έδωσαν οι Σλάβοι. Στα 1468-1469 τα έσοδα τριών ετών από την εκμετάλλευση αλυκών έφταναν τα 9.000.000 άσπρα, γεγονός που αποδεικνύει την υψηλή παραγωγή αλατιού στην Θεσσαλονίκη. Tο 1472 και το 1481 οι πηγές αναφέρουν κάποιον Πελοποννήσιο Γεώργιο, γιο του Παλαιολόγου (Μorali Yorgi bin Paleologo), ενοικιαστή των φόρων των αλυκών της Θεσσαλονίκης.

Στη Θεσσαλονίκη τον 16ο αιώνα σημειώνονται και δυο μαχαλλάδες αλατάδων. Τον 18ο αιώνα καταγράφονται εννιά χωριά στη διοικητική περιφέρεια της Kαλαμαριάς και του Παζαργκιάχ (Xαλκιδική). Στις αρχές του 19ου αιώνα τα χωριά των αλατάδων έφτασαν τα 21, γεγονός που από μόνο του αποδεικνύει την εντατικοποίηση της παραγωγής αλατιού στην περιοχή. Oι κάτοικοι των χωριών αυτών, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, δούλευαν στις αλυκές και ήταν απαλλαγμένοι από σειρά φόρων, όπως ispence, salariye, ulak, saman, κ.λπ., όπως, επίσης, δεν ήταν υποχρεωμένοι να δίνουν παξιμάδι για τον στρατό, ενώ τα παιδιά τους εξαιρούνταν από το παιδομάζωμα. Στο αρχειακό υλικό του Οθωμανικού Αρχείου της Πόλης (Başbakanlık Osmanlı Arşivi) εντοπίσαμε σειρά εγγράφων για το εμπόριο του αλατιού της Θεσσαλονίκης έως τις αρχές του 20ού αιώνα.

1 MARZANO 2013, 124-130.

2MARZANO 2013, 126-128 και εικ. 24-25.

3Για διάφορα είδη αλυκών και μεθόδους αλοπηγίας, βλ. ΔΑΛΑΚΑ - ΠΕΤΑΝΙΔΟΥ 2004, 458-465. ΠΕΤΑΝΙΔΟΥ 2001, 68-71. ΚΟΡΟΒΕΣΗΣ 2001, 216-229, ειδικά για τη σύσταση του θαλασσινού αλατιού και τα ιόντα και άλατα που περιέχει, 217-218. Βλ., επίσης, MARZANO 2013, 124-130. Γενικά για την αλοπηγία στην αρχαιότητα βλ. ΠΕΤΑΝΙΔΟΥ 1977, 68 κ.εξ. και 200-204.

4ΚΑΝΑΒΑΣ 2001.

5Πρβ., π.χ., P. AMANDRY 1939, 183-219.

6MARZANO 2013, 89-122, με φωτογραφίες εγκαταστάσεων παραγωγής αλιπάστων και σχέδια των αμφορέων. A. WILSON, “Quantification of Fish-Salting Infrastructure Capacity in the Roman World”, στο http://oxrep.classics.ox.ac.uk/working%20papers/quantification_fishsalting_infrastructure_capacity_roman_world/

7Ταριχοπωλεῖον: βλ., π.χ., ID 104 (14), Β στ. 3 (434-315 π.Χ.). ID 104 (18), στ. 15 (434-315 π.Χ.). ID 104(20), στ. 4 (434-315 π.Χ.). Τάριχος: π.χ., ID 401, στ. 24 (190 π.Χ.).

8 Από κάποιες φιλολογικές μαρτυρίες προκύπτει ότι η Αθήνα προμηθευόταν από το Βυζάντιο, την Κριμαία στον Εύξεινο Πόντο, την Ισπανία και τη Σικελία, ενώ κατά την ελληνιστική εποχή και από την Κύπρο και την Ιταλία, CURTIS 2001, 317 n. 114, όπου αναφέρονται οι πηγές.

9 SHERWIN-WHITE 1978, 230 n.51. CROWTHER 2004, 25-26.

10Η επιγραφή, που περιλαμβάνει διαιτησία για διένεξη μεταξύ Τροιζήνος και Αρσινόης, σώζεται αποσπασματικά αλλά σε δύο αντίγραφα, ένα στην Επίδαυρο κι ένα στην Τροιζήνα. Επίδαυρος: IG IV2 1, 76 + 77. 42–50. Βλ., επίσης, AGER 1996, 138 και DIXON 2000, 192-221. Τροιζήν: IG IV 752. Βλ. και σχόλια LYTLE 2012, 27-30.

11 Ο BRESSON 2007, 190, θεωρεί ότι τα έσοδα θα μπορούσαν να προέρχονται από την πώληση δικαιωμάτων σε ξένους ψαράδες ώστε να ψαρεύουν στα ύδατα της Τροιζήνος. Ο LYTLE 2012, 29, πιστεύει ότι τα θυννεία, όπως κι άλλες πηγές φυσικών πόρων στην ακτή, τα εκμεταλλεύονταν σύμφωνα με παλιότερη συμφωνία από κοινού οι δύο πόλεις, οι οποίες τα ενοικίαζαν και θα πρέπει να τους απέφεραν σημαντικά έσοδα.

12WILLIAMS 1979, 105-144.

13MANIATIS et al. 1984, 205-222. Βλ., επίσης, LOWE 2005.

14LOWE 2001, 133-151, ιδίως 141.

15LOWE 2001, 136-138.

16Για όλους αυτούς τους τρόπους μεταφοράς βλ. CARUSI 2008, 167.

17ΝΤΟΥΜΑΣ 1993, 299-318.

18Για τιμές που μαρτυρούνται στις πηγές βλ. CARUSI 2008, 162-165, 169-170 και 174.

19CARUSI 2008, 197.

20AVRAM 2007, 239-51.

21Π.χ. IG XI 2, 159, Α 36; 161, Α 121; 287, Α 44,57, 67, 80; ID 291 , Β 35; 314, Α 71; 316, στ. 70 κ.λπ. Πρβ. και CARUSI 2008, 164, υποσ. 29.

22CARUSI 2008, 41-43.

23NENQUIN 1961, 148-152. HOPKINSON 1975.

24GIOVANNINI 1985.

25MINNS 1913, 7, 440, 534. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ 2001, 334.

26ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ 2001, 332-334.

27MIKLOSICH - MÜLLER 1871, 284-285.

28AHRWEILER 1965, 19, 149-150. MATSCHKE 1973, 42-43. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ 2001, 328-330.

29MATSCHKE 1993, 141. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ 2001, 330.

30MATSCHKE 1971, 135. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ 2001, 326-327.

31KAZHDAN 1992, 197-198.

32PAPACHRYSSANTHOU 1986, 10, 33-34.

33SPIESER 1973, 156-159. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ 2001, 330-332. ΝΙΓΔΕΛΗΣ 2008.

34GAUTIER 1974, 117. KÜLZER 2008, 221, 312. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ 2001, 330.

35ΒΡΑΝΟΥΣΗ 1980, 119-123. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ 2001, 330-331. ΡΑΓΙΑ 2009, 350. THONEMANN 2011, 288-290, 328-329. Τον 12o αιώνα το μετόχι του Πύργου ανήκε στη Μονή Παναχράντου στην Κωνσταντινούπολη αλλά, κατά πάσα πιθανότητα, η αλυκή δεν ήταν από τότε προσαρτημένη σε αυτό.

36MIKLOSICH - MÜLLER 1871, 48-51. AHRWEILER 1965, 50, 67. Από το έγγραφο πληροφορούμαστε ότι διέθετε οκτώ «τηγάνια» (οὖσα χωρισμάτων ὀκτώ)· πρόκειται για τη μοναδική μαρτυρία σε γραπτή πηγή της βυζαντινής περιόδου αναφορικά με τη χωρητικότητα μιας αλυκής.

37MIKLOSICH - MÜLLER 1871, 48-51. AHRWEILER 1965, 113.

38OIKONOMIDÈS 1968, 92-97. MATSCHKE 1981, 144-159. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ 2001, 328-329. ΝΙΓΔΕΛΗΣ 2008, 47. Η αλυκή πιθανολογείται ότι βρισκόταν στα δυτικά της βυζαντινής Θεσσαλονίκης, στην περιοχή του σημερινού λιμένος. Έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι πρόκειται για την ίδια αλυκή που είχε δωρηθεί στον ναό του Αγίου Δημητρίου από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β΄ το 688.

* Με τις συντομογραφίες που αναφέρονται στο κείμενο.

AGER 1996: AGER S., Interstate Arbitrations in the Greek World, 337-90 B.C., Berkeley - Los Angeles 1996.

AMANDRY 1939: AMANDRY P., Convention religieuse conclue entre Delphes et Skiathos, Bulletin de Correspondence Hellénique

AHRWEILER 1965: AHRWEILER H., L’histoire et la géographie de la région de Smyrne entre les deux occupations turques (1081-1317), particulièrement au XIIIe siècle, Travaux et Mémoires 1 (1965), 1-204.

ALCOCK et al. 2005: ALCOCK S.E - BERLIN A.M. - HARRISON A.B. - HEATH S. - SPENCER N. - STONE D.L., Pylos Regional Archeological Project, Part VII: Historical Messenia, Geometric through Late Roman, Hesperia 74 (2005), 147-209.

ΑΡΑΚΑΔΑΚΗ 2002: ΑΡΑΚΑΔΑΚΗ Μ., Οι αλυκές της Ελούντας μέσα από τις επιστολές του Zeno (1640-1644), στο: Το αλάτι και οι αλυκές ως φυσικοί πόροι κι εναλλακτικοί πόλοι τοπικής ανάπτυξης, Μυτιλήνη 2002, 102-115.

ΑΡΑΚΑΔΑΚΗ 2007: ΑΡΑΚΑΔΑΚΗ Μ., Στις αλυκές της Ελούντας. Ιστορίες και ταλαιπωρίες της αλατοπαραγωγής στα χρόνια της Βενετοκρατίας, στο: Αλοπηγικές δραστηριότητες και παράκτια οικοσυστήματα στην περιβαλλοντική εκπαίδευση, επιμ. ΜΑΜΑΚΗΣ Γ., Νεάπολη Κρήτης 2007, 33-42.

Archivio di Stato di Venezia, Provveditori da Terra e da Mar, filza 844 (Lettere Antonio Zeno 15 Αυγούστου 1690 - 8 Μαρτίου 1694, αρ. 45 (Νέο Ναυαρίνο, 15 Μαΐου 1692).

Archivio di Stato di Venezia, Senato, Dispacci, Provveditori da Terra e da Mar, filza 860-860bis, φφ. 69v-70r (28 Αυγούστου 1688).

ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ 2000: ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ Α., Η παραγωγή υφασμάτων, αλατιού και ζάχαρης στη λατινοκρατούμενη Κύπρο: Τεχνικές παραγωγής και διαδικασία εμπορίου, στο: Τεχνογνωσία στη λατινοκρατούμενη Ελλάδα, Αθήνα 2000, 50-70.

ΑΣΩΝΙΤΗΣ 2005: ΑΣΩΝΙΤΗΣ Σ.Α., Το νότιο Ιόνιο κατά τον όψιμο Μεσαίωνα, Αθήνα 2005.

AVRAM 2007: AVRAM A., Some Thoughts about the Black Sea and the Slave Trade before the Roman Domination (6th-1st centuries BC), στο: The Black Sea in Antiquity: Regional and Interregional Economic Exchanges, επιμ. GABRIELSEN V. - LUND J., Aarhus 2007, 239-251.

BALTA - YILMAZ 2004: BALTA E. - YILMAZ F., Salinas and salt in Greek lands during the Ottoman Period, στο Tuz Kitabi, επιμ. GÜRSOY NASKALI E. - SEN M., Istanbul 2004, 248-257.

BON 1969: BON A., La Morée franque; recherches historiques, topographiques et archéologiques sur la principauté d’Achaïe (1205-1430) [Bibliothèque des écoles françaises d’Athènes et de Rome 231], Paris 1969.

ΒΡΑΝΟΥΣΗ 1980: ΒΡΑΝΟΥΣΗ Ε.Λ., Βυζαντινὰ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Πάτμου, τ. 1, Αὐτοκρατορικά, Αθήνα 1980.

BRESSON 2007: BRESSON A., L’économie de la Grèce des cités (fin VIe-Ier siècle a. C.), τ. 1., Les structures et la production, Paris 2007.

CARUSI 2008: CARUSI C., Il Sale nel mondo greco (VI a.C.-III d.C.). Luoghi di produzione, circolazione commerciale, regimi di sfruttamento nel contest del Mediterraneo antico, Bari 2008.

CROWTHER 2004: CROWTHER C., The Dating of Koan Hellenistic Inscriptions, στο: The Hellenistic Polis of Kos: State, Economy and Culture, επιμ. HÖGHAMMER K., Uppsala 2004, 21-60.

CURTIS 2001: CURTIS R., Ancient Food Technology, Leiden - Boston - Köln 2001.

ΔΑΛΑΚΑ - ΠΕΤΑΝΙΔΟΥ 2004: ΔΑΛΑΚΑ Α. - ΠΕΤΑΝΙΔΟΥ Θ., Η γεωγραφία της αλοπηγικής δραστηριότητας στην Ελλάδα, στο: Πρακτικά του 7ου Πανελληνίου Γεωγραφικού Συνεδρίου, Μυτιλήνη 2004, 458-465.

DIXON 2000: DIXON M.D., Disputed Territories: Interstate Arbitrations in the Northeast Peloponnese, ca. 250-150 BC, Διδακτορική Διατριβή, Ohio State University 2000.

Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος, Τμήμα Χειρογράφων και Ομοιοτύπων, Αρχείο Nani, 3919, αρ. IV, φφ. 24r-v (20 Ιανουαρίου 1704=1705).

GAUTIER 1974: GAUTIER P., Le typikon du Christ Sauveur Pantocrator, Revue des études byzantines 32 (1974), 1-145.

GEROLA 1932: GEROLA G., Monumenti veneti dell’isola di Creta, τ. 4, Venezia 1932.

ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ 2001: ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ Μ., Η εκμετάλλευση των αλυκών και το εμπόριο των αλιπάστων στο Βυζάντιο των μέσων και ύστερων χρόνων, στο: Το ελληνικό αλάτι. Η΄ Τριήμερο Εργασίας, Μυτιλήνη, 6-8 Νοεμβρίου 1998, Αθήνα 2001, 326-339.

ΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ-ΣΙΣΙΛΙΑΝΟΥ 2002: ΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ-ΣΙΣΙΛΙΑΝΟΥ Ε., Πρεσβείες της βενετοκρατούμενης Κέρκυρας (16ος - 18ος αι.). Πηγή για σχεδίασμα ανασύνθεσης της εποχής, Αθήνα 2002.

GIOVANNINI 1985: GIOVANNINI A., Le Sel etla Fortune de Rome, Athenaeum 63 (1985), 373-387.

HOCQUET 1982: HOCQUET J.-C., Le sel et la fortune de Venice, τ. 1. Production et monopole (δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση, Lille 1982· πρώτη έκδοση 1978).

HODGETTS 1974: HODGETTS A.C., The Colonies of Coron and Modon under Venetian Administration, 1204-1400, London 1974.

HOPKINSON 1975: HOPKINSON B., Archaeological Evidence of Saltmoulding at Important European Salt-Sites and its Relationship to the Distributions of Urnfielders, Journal of Indo-European Studies 3 (1975), 1-52.

ΚΑΝΑΒΑΣ 2001: ΚΑΝΑΒΑΣ Κ., “Ἁλμυρότης ἐκ πεπυρωμένων”: Η φυσική και μεταφυσική ιστορία του άλατος από τον Αριστοτέλη ως τις πηγές του αραβικού και του ευρωπαϊκού Μεσαίωνα, στο: Το ελληνικό αλάτι. Η΄ Τριήμερο Εργασίας, Μυτιλήνη, 6-8 Νοεμβρίου 1998, Αθήνα 2001, 61-85.

ΚΑΒΒΑΔΙΑ-ΣΠΟΝΔΥΛΗ 2002: ΚΑΒΒΑΔΙΑ-ΣΠΟΝΔΥΛΗ Α., Πρωτοβυζαντινή Πυλία, στο: Πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη και Ολυμπία, επιμ. ΘΕΜΕΛΗΣ Π.Γ. - ΚΟΝΤΗ Β., Αθήνα 2002, 219-228.

ΚAZHDAN 1992: KAZHDAN A., Ignatios the Deacon’s Letters on the Byzantine Economy, Byzantinoslavica 53 (1992), 197-201.

ΚΟΛΥΒΑ-ΚΑΡΑΛΕΚΑ 1989: ΚΟΛΥΒΑ-ΚΑΡΑΛΕΚΑ Μ., Οἱ ἁλυκές στή Ζάκυνθο: παραγωγή καί ἐκμετάλλευση (16ος αἰ.), Τά ἱστορικά 6/10 (1989), 47-74.

ΚΟΡΟΒΕΣΗΣ 2001: ΚΟΡΟΒΕΣΗΣ Ν., Εξέλιξη αλοπηγικής τεχνολογίας. Οικοσύστημα αλυκών, στο: Το ελληνικό αλάτι. Η΄ Τριήμερο Εργασίας, Μυτιλήνη, 6-8 Νοεμβρίου 1998, Αθήνα 2001, 216-229.

KREKIC 1961: KREKIC B., Dubrovnik (Raguse) et le Levant au Moyen Âge [Documents et Recherches 5], Paris - La Haye 1961.

KÜLZER 2008: KÜLZER A., Ostthrakien (Eurōpē) [Tabula Imperii Byzantini 12], Wien 2008.

ΛΑΜΠΡΟΣ 1900: ΛΑΜΠΡΟΣ Σ.Π., Ἐκθέσεις τῶν Βενετῶν Προνοητῶν τῆς Πελοποννήσου ἐκ τῶν ἐν Βενετίᾳ ἀρχείων ἐκδιδόμεναι, Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρίας 5 (1900), 425-567, 605-823.

ΛΑΜΠΡΟΣ 1884: ΛΑΜΠΡΟΣ Σ.Π., Τὰ ἀρχεῖα τῆς Βενετίας καὶ ἡ περὶ Πελοποννήσου ἔκθεσις τοῦ Μαρίνου Μικιέλ, στο: ΛΑΜΠΡΟΣ Σ.Π., Ἱστορικὰ Μελετήματα, Αθήναι 1884, 173-220.

LONGNON - TOPPING 1969: LONGNON J. - TOPPING P., Documents sur le régime des terres dans la principauté de Morée au XIVe siècle, Paris 1969.

LOWE 2005: LOWE B., Between Colonies and Emporia. Iberian Hinterlands and the Exchange of Salted Fish in Eastern Spain, στο: Hellenistic economies, επιμ. ARCHIBALD Z.H. - DAVIES J. - GABRIELSEN V. - OLIVER G.J., London - New York 2005, 133-154.

LYTLE 2012: LYTLE E., Ἡ θάλασσα κοινή: Fishermen, the Sea, and the Limits of Ancient Greek Regulatory Reach, Classical Antiquity 31 (2012), 1-55.

ΜΑΛΤΕΖΟΥ 1983: ΜΑΛΤΕΖΟΥ Χ., Προσωπογραφικὰ βυζαντινῆς Πελοποννήσου καὶ ξενοκρατούμενου ἑλληνικοῦ χώρου (μὲ ἀφορμὴ τὸν φάκελο Foscari τῆς Βενετίας), Σύμμεικτα 5 (1983), 1-27.

MANIATIS et al. 1984: MANIATIS Y. et al., Punic Amphoras Found at Corinth, Greece: an Investigation of Their Origin and Technology, Journal of Field Archaeology 11 (1984), 205-222.

MARZANO 2013: MARZANO A., Harvesting the Sea: The Exploitation of Marine Resources in the Roman Mediterranean, Oxford 2013.

MATSCHKE 1971: MATSCHKE K.-P., Fortschritt und Reaktion im Byzanz im 14. Jahrhundert. Konstantinopel in der Bürgerkriegsperiode von 1341 bis 1354 [Berliner Byzantinische Arbeiten 42], Berlin 1971.

MATSCHKE 1973: MATSCHKE K.-P., Bemerkungen zum spätbyzantinischen Salzmonopol, στο: Studia Byzantina. Folge II, επιμ. IRMSCHER J. - NAGEL P., Berlin 1973, 37-60.

MATSCHKE 1981: MATSCHKE K.-P., Die Schlacht bei Ankara und das Schicksal von Byzanz [Forschungen zur Mittelalterlichen Geschichte 29], Weimar 1981.

MATSCHKE 1993: MATSCHKE K.-P., Notes on the Economic Establishment and Social Order of the Late Byzantine Kephalai, Byzantinische Forschungen 19 (1993), 139-143.

MINNS 1913: MINNS E.H., Scythians and Greeks, Cambridge 1913.

ΜΙΧΑΗΛΑΡΗΣ 2001: ΜΙΧΑΗΛΑΡΗΣ Π.Δ., Από το Ιόνιο στη χώρα των Γριζώνων: τα ταξίδια του λευκαδίτικου αλατιού τον 18ο αι., στο: Το ελληνικό αλάτι. Η΄ Τριήμερο Εργασίας, Μυτιλήνη, 6-8 Νοεμβρίου 1998, Αθήνα 2001, 166-171.

MIHAÏLARIS 2006: MIHAÏLARIS P., Le saline di S. Maura (Lefcada) come fattore economico dello Stato Veneziano nella prima metà del XVIII secolo, στο: Ricchezza del Mare, ricchezza dal Mare, secc. XIII-XVIII: atti della trentasettesima Settimana di studi, 11-15 Aprile 2005 [Istituto internazionale di storia economica “F. Datini” Prato. Serie 2, Atti delle “Settimane di studi” e altri convegni 37], Firenze 2006, 499-509.

MIKLOSICH - MÜLLER 1871: MIKLOSICH F. - MÜLLER I., Acta et diplomata graeca medii aevi sacra et profana, τ. 4, Wien 1871.

NANETTI 1996: NANETTI A., Il fondo archivistico Nani nella Bibliotca Nazionale di Grecia ad Atene: Euristica documentaria sulla Morea veneta, Venezia 1996.

NENQUIN 1961: NENQUIN J., Salt: a Study in Economic Prehistory, Brugge 1961.

ΝΙΓΔΕΛΗΣ 2008: ΝΙΓΔΕΛΗΣ Π.Μ., Αναζητώντας τη θέση των αλυκών του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης στην Πιερία. Μια παλαιά επιγραφή (IG X 2 1, 24) και ένα νέο έγγραφο, στο: Η Πιερία στα Βυζαντινά και Νεότερα Χρόνια. 3ο Επιστημονικό Συνέδριο. Πρακτικά, επιμ. ΓΡΑΙΚΟΣ Ν., Κατερίνη 2008, 39-56.

NOIRET 1892: NOIRET H., Documents inédits pour servir à l’histoire de la domination vénitienne en Crète de 1380 à 1485 [Bibliothèque des Écoles françaises d’Athènes et de Rome 61], Paris 1892.

ΝΤΟΚΟΣ - ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ 1993: ΝΤΟΚΟΣ Κ. - ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ Γ., Τό βενετικό κτηματολόγιο τῆς Βοστίτσας, Αθήνα 1993.

ΝΤΟΥΜΑΣ 1993: ΝΤΟΥΜΑΣ Χ., Το πρωτοκυκλαδικό τηγανόσχημο σκεύος: σκέψεις για μια πιθανή χρήση τους, στο: Πρακτικά Α΄ Κυκλαδολογικού Συνεδρίου, Άνδρος, 5-9 Σεπτεμβρίου 1991 [Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών 14], Αθήνα 1993, 299-318.

OIKONOMIDÈS 1968: OIKONOMIDÈS N., Actes de Dionysiou [Archives de l’Athos 4], Paris 1968.

ΠΑΓΚΡΑΤΗΣ 2003: ΠΑΓΚΡΑΤΗΣ Γ.Δ., Οι αλυκές της Κέρκυρας στην περίοδο της βενετικής κυριαρχίας, στο: Ανάπλαση και αξιοποίηση των ανενεργών αλυκών Επτανήσου (Κέρκυρας, Λευκάδας και Ζακύνθου) (Διεπιστημονικό Συνέδριο 30 Σεπτεμβρίου - 3 Οκτωβρίου 1999) , Αθήνα 2003, 45-50.

ΠΑΓΚΡΑΤΗΣ 2008: ΠΑΓΚΡΑΤΗΣ Γ.Δ., Οι εκθέσεις των βενετών βαΐλων και προνοητών της Κέρκυρας (16ος αιώνας), Αθήνα 2008.

ΠΑΓΚΡΑΤΗΣ 2013: ΠΑΓΚΡΑΤΗΣ Γ.Δ., Κοινωνία και Οικονομία στο Βενετικό «Κράτος της θάλασσας». Οι ναυτιλιακές επιχειρήσεις της Κέρκυρας (1496-1538), Αθήνα 2013.

ΠΑΝΟΠΟΥΛΟΥ 1987-1988: ΠΑΝΟΠΟΥΛΟΥ Α., Ἁλυκὲς καὶ παραγωγὴ ἁλατιοῦ στὴν Πελοπόννησο μὲ βάση τὸ ἀρχεῖο Grimani (1698-1700), στο: Πρακτικά τοῦ Γ΄ Διεθνοῦς Συνεδρίου Πελοποννησιακῶν Σπουδῶν, τ. 3, Αθήνα 1987-1988, 305-329.

ΠΑΝΟΠΟΥΛΟΥ 2001: ΠΑΝΟΠΟΥΛΟΥ Α., Οι τεχνικές του αλατιού στην Πελοπόννησο τον 17ο αιώνα. Με αφορμή δύο ανέκδοτα σχέδια των αλυκών της Μεθώνης και της Κορώνης, στο: Το ελληνικό αλάτι. Η΄ Τριήμερο Εργασίας, Μυτιλήνη, 6-8 Νοεμβρίου 1998, Αθήνα 2001, 156-165.

ΠΑΝΟΠΟΥΛΟΥ 2003: ΠΑΝΟΠΟΥΛΟΥ Α., Παραγωγή και εμπόριο αλατιού στην Πελοπόννησο (13ος-16ος αι.), στο: Χρήμα και αγορά στην εποχή των Παλαιολόγων, επιμ. ΜΟΣΧΟΝΑΣ Ν.Γ., Αθήνα 2003, 157-179.

ΠΑΝΟΠΟΥΛΟΥ 2012: ΠΑΝΟΠΟΥΛΟΥ Α., Ένα παράδειγμα εκμετάλλευσης των θαλασσίων πόρων: οι αλυκές της Καμενίτσας (17ος - 18ος αι.), στο: Πρακτικά Συνεδρίου. Δύμη, Φραγκοκρατία - Βενετοκρατία - Α΄ Τουρκοκρατία, επιμ. ΣΑΡΑΝΤΗ Ε.Γ., Πάτρα 2012, 269-277.

PAPACHRYSSANTHOU 1986: PAPACHRYSSANTHOU D., Actes de Xénophon [Archives de l’Athos 15], Paris 1986.

ΠΑΥΛΙΔΗΣ 1993: ΠΑΥΛΙΔΗΣ Α., Η Κύπρος ανά τους αιώνες, μέσα από τα κείμενα ξένων επισκεπτών της, Λευκωσία 1993.

ΠΕΝΤΟΓΑΛΟΣ 1977: ΠΕΝΤΟΓΑΛΟΣ Γ.Η., Πληροφορίες γιὰ ἁλυκὲς στὴν Κεφαλονιὰ τὸν ΙΣΤ΄ αἰῶνα, Ἡ Κεφαλονίτικη Πρόοδος 6 (1977), 83-87.

ΠΕΤΑΝΙΔΟΥ 1977: ΠΕΤΑΝΙΔΟΥ Θ., Άλας. Το αλάτι στην Ευρωπαϊκή Ιστορία και τον πολιτισμό, Αθήνα 1977.

ΠΕΤΑΝΙΔΟΥ 2001: ΠΕΤΑΝΙΔΟΥ Θ., Η γεωγραφία της παραγωγής άλατος στον ελληνικό κόσμο, στο: Το ελληνικό αλάτι. Η΄ Τριήμερο Εργασίας, Μυτιλήνη, 6-8 Νοεμβρίου 1998, Αθήνα 2001, 67-85.

ΠΛΟΥΜΙΔΗΣ 1974: ΠΛΟΥΜΙΔΗΣ Γ.Σ., Συλλογὴ ἐγγράφων γιὰ τὶς βενετοκρατούμενες Μεθώνη καὶ Κορώνη (1465-1502), Πελοποννησιακὰ 10 (1974), 155-164.

ΡΑΓΙΑ 2009: ΡΑΓΙΑ Ε., Η κοιλάδα του κάτω Μαιάνδρου στη βυζαντινή εποχή, ca 600-1300. Γεωγραφία και ιστορία [Βυζαντινά Κείμενα και Μελέτες 51], Θεσσαλονίκη 2009.

ΣΑΘΑΣ 1882: ΣΑΘΑΣ Κ.Ν., Μνημεῖα Ἑλληνικῆς Ἱστορίας. Documents inédits relatifs à l'histoire de la Grèce au Moyen Âge, τ. 3, Paris 1882.

ΣΑΘΑΣ 1884: ΣΑΘΑΣ Κ.Ν., Μνημεῖα Ἑλληνικῆς Ἱστορίας. Documents inédits relatifs à l'histoire de la Grèce au Moyen Âge, τ. 6, Paris 1884.

SHERWIN-WHITE 1978: SHERWIN-WHITE S., Ancient Cos: An Historical Study from the Dorian Settlement to the Imperial Period, Göttingen 1978.

SPIESER 1973: SPIESER J.M., Inventaires en vue d’un recueil des inscriptions historiques de Byzance. I. Les inscriptions de Thessalonique, Travaux et Mémoires 5 (1973), 145-180.

ΘΕΟΤΟΚΗΣ 1936: ΘΕΟΤΟΚΗΣ Σ.Μ., Θεσπίσματα τῆς Βενετικῆς Γερουσίας [Μνημεῖα τῆς Ἑλληνικῆς Ἱστορίας 2.1], Αθήνα 1936.

THONEMANN 2011: THONEMANN P., The Maeander Valley. A Historical Geography from Antiquity to Byzantium, Cambridge 2011.

TOPPING 1972: TOPPING P.W., The Post-Classical Documents, στο: The Minnesota Messenia Expedition, επιμ. MCDONALD W.A. - RAPP G.R., JR., Minneapolis 1972, 64-80.

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ 1959: ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ Κ.Ν., Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῶν Πατρῶν, Πάτραι 1959.

ΤΣΕΛΙΚΑΣ 1995: ΤΣΕΛΙΚΑΣ Α.Δ., Μεταφράσεις Βενετικών Εκθέσεων περί Πελοποννήσου. Γ΄ 4. Η μετάφραση του εκτάκτου προνοητού Θαδδαίου Γραδενίγου, 1692, Πελοποννησιακά 21 (1995), 33-53.

ΤΣΙΚΝΑΚΗΣ 2008: ΤΣΙΚΝΑΚΗΣ Κ.Γ., Οι εκθέσεις των Βενετών Προνοητών της Κεφαλονιάς (16ος αιώνας), Αθήνα 2008.

WILLIAMS 1979: WILLIAMS II C.K., Corinth, 1978: Forum Southwest, Hesperia 48 (1979), 105-144.

ΖΑΧΑΡΙΑΔΟΥ 1992: ΖΑΧΑΡΙΑΔΟΥ Ε.Α., Παραγωγή και εμπόριο στο Δεσποτάτο της Ηπείρου, στο: Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου για το Δεσποτάτο της Ηπείρου, επιμ. ΧΡΥΣΟΣ Ε., Άρτα 1992, 87-93.

ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ-ΕΡΕΥΝΗΤΕΣ ΙΙΕ: Σοφία Ζουμπάκη (αλυκές αρχαίας εποχής), Μαρία Γερολυμάτου (αλυκές βυζαντινής εποχής), Παναγιώτης Μιχαηλάρης - Αγγελική Πανοπούλου - Κώστας Τσικνάκης (αλυκές βενετικών κτήσεων ελληνικού χώρου), Ευαγγελία Μπαλτά (αλυκές στον ελληνικό χώρο στην οθωμανική περίοδο)

ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ: Μαρίλια Λυκάκη - Χρήστος Μακρυπούλιας (αλυκές βυζαντινής εποχής και βενετικών κτήσεων ελληνικού χώρου), Λεωνίδας Μοίρας (αλυκές στον ελληνικό χώρο στην οθωμανική περίοδο).

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ: Παναγιώτης Στρατάκης