Η κοινωνική και οικονομική διείσδυση Ρωμαίων και Ιταλιωτών στις ελληνικές πόλεις.
Δίκτυα κινητικότητας «επιχειρηματιών», εμπόρων και άλλων επαγγελματιών.
Οι περιπτώσεις της Αθήνας και των Ιονίων νήσων*

Σοφία Ζουμπάκη

Οι μακροχρόνιες σχέσεις του ελλαδικού χώρου με την ιταλική χερσόνησο ανιχνεύονται ήδη στις μυθολογικές παραδόσεις, ενώ οι πρώτες αρχαιολογικά τεκμηριωμένες επαφές των Ελλήνων με τη Δύση χρονολογούνται κατά τη μυκηναϊκή περίοδο και οφείλονταν κυρίως σε οικονομικά κίνητρα. Η προσέγγιση αυτή κορυφώθηκε με τον αποικισμό του 8ου π.Χ. αιώνα και έκτοτε παρέμεινε συνεχής, όπως μαρτυρούν φιλολογικές, επιγραφικές, νομισματικές και αρχαιολογικές πηγές[1]. Οι αποικίες της Μεγάλης Ελλάδος διατηρούν στενούς συναισθηματικούς δεσμούς με τη μητροπολιτική Ελλάδα, που εκφράζονται με τις επαφές των αποίκων με τα ιερά, τις εορτές και τους αγώνες της μητρικής γης, ιδίως αυτά που αποκτούν πανελλήνια ακτινοβολία. Αναθήματα σε μεγάλα ιερά, ονόματα νικητών σε πανελλήνιους αγώνες, επαφές με τα μαντεία, όπως των Δελφών ή της Δωδώνης, δείχνουν ότι η θρησκεία είναι ένας ισχυρός συνδετικός κρίκος των Ελλήνων των αποικιών με την κοιτίδα τους. Παρά ταύτα μόνο σποραδικά οι άποικοι εμφανίζονται στις πηγές να αναπτύσσουν οικονομικής φύσεως δραστηριότητες στον ελλαδικό μητροπολιτικό χώρο. Ακόμη πιο σπάνια μαρτυρούνται οικονομικές δραστηριότητες Ρωμαίων στην Ανατολή πριν από τον 3ο π.Χ. αιώνα.

Οι δύο περιοχές που επελέγησαν να παρουσιαστούν ως παραδείγματα για την παρουσία Ιταλιωτών και Ρωμαίων στον ελλαδικό χώρο, η Αθήνα και τα Ιόνια νησιά, είναι δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις. Καμία από τις δύο περιοχές δεν προσείλκυσε τους ανθρώπους αυτούς για ιδιαίτερους θρησκευτικούς λόγους, σαν αυτούς που προαναφέρθηκαν, καθώς δεν διοργάνωναν κάποιον από τους τέσσερις πανελλήνιους αγώνες και δεν διέθεταν ιερά και μαντεία πανελλήνιας εμβέλειας. Η παρουσία των Ιταλιωτών από τον 5ο π.Χ. αιώνα στην Αθήνα κι από τον 4ο αιώνα στα Ιόνια νησιά, καθώς και των Ρωμαίων από τον 3ο αιώνα στα νησιά και από το 2ο π.Χ. αιώνα στην Αθήνα οφείλεται σε διαφορετικούς λόγους. Η Αθήνα προσείλκυε ανέκαθεν, λόγω της πνευματικής και καλλιτεχνικής της παραγωγής, ανθρώπους δραστηριοποιούμενους σε σχετικούς χώρους, ενώ ένας σημαντικός αριθμός μετοίκων επωφελούνταν από τις οικονομικές δυνατότητες που προσέφερε η πόλη και το σημαντικό λιμάνι του Πειραιά. Όσο για τα Ιόνια νησιά, αυτά αποτελούν νοητό σύνορο που χωρίζει τη Μεσόγειο στα δύο και ταυτόχρονα γέφυρα, σταυροδρόμι, απ’ όπου περνούσαν ταξιδιώτες και προϊόντα. Η θέση τους πάνω στο δρόμο που συνδέει την Ανατολή με τη Δύση αποτελεί, επομένως, ένα βασικό πλεονέκτημα και τα καθιστά την «πύλη» εισόδου στον ελλαδικό χώρο για τους πλέοντες από την Ιταλία προς ανατολάς.

Η προσέγγιση Ιταλιωτών και Ρωμαίων με τον ελλαδικό χώρο εντείνεται από τον 3ο π.Χ. αιώνα και εξής, καθώς εξελίξεις στο οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο εντός της ρωμαϊκής επικράτειας[2] ωθούν τους εμπόρους να στραφούν και ανατολικά. Στην τόνωση της δραστηριοποίησης των εμπόρων στην Ανατολή συνέβαλε η εκκαθάριση της Αδριατικής από τους Ιλλυριούς πειρατές, την οποία οι Ρωμαίοι ανέλαβαν κατά τη διάρκεια του Ιλλυρικού πολέμου (228/7 π.Χ.), καθώς Ιλλυριοί πειρατές, κατά τον Πολύβιο (2.8, 1), παρενοχλούσαν τα πλοία που έπλεαν από την Ιταλία προς την ανατολική Μεσόγειο και συχνά λήστευαν και σκότωναν τους εμπόρους. Αυτό μαρτυρεί τη στήριξη της Ρώμης στην ασφαλή ναυσιπλοΐα και στο εμπόριο, αλλά είναι βέβαιο ότι της παρείχε και μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για σταδιακή πολιτική και στρατιωτική επέκτασή της στη Βαλκανική[3].

Οι μαρτυρίες που περιλαμβάνονται εδώ, αφορούν ιδιώτες Ιταλιώτες και Ρωμαίους που είχαν μια μόνιμη ή παροδική παρουσία στην Αθήνα και στα Ιόνια νησιά και διαδραμάτισαν έναν ρόλο στην πολιτική, οικονομική, κοινωνική ή πολιτιστική ζωή των περιοχών που τους φιλοξενούσαν, ή άφησαν την τελευταία τους πνοή στα μέρη αυτά. Δεν συμπεριλαμβάνονται, λοιπόν, εδώ φυσιογνωμίες της πολιτικής ζωής των πόλεων της Μεγάλης Ελλάδας που μαρτυρούνται σε συνθήκες συμμαχίας ή που βρέθηκαν για μικρά διαστήματα ως εντολοδόχοι των πόλεών τους για πολιτικούς ή στρατιωτικούς λόγους, αν δεν τεκμηριώνεται η φυσική παρουσία τους με προσωπική τους πρωτοβουλία. Στόχος του διαδραστικού χάρτη είναι η ανάγλυφη ανάδειξη της δραστηριότητας προσώπων μικρότερης εμβέλειας, που αναπτύσσουν ιδιωτικές σχέσεις με την Αθήνα ή τα νησιά του Ιονίου και που δραστηριοποιούνται ποικιλοτρόπως, κυρίως στον οικονομικό τομέα.

Από το έργο αυτό δεν αποκλείονται οι πρόξενοι γιατί, αν και αναλαμβάνουν έναν ρόλο διπλωματικού διαμεσολαβητή ανάμεσα στις πατρίδες τους και σε άλλες πόλεις, η προσέγγισή τους συχνά ξεκινά από ιδιωτικές τους δραστηριότητες και προσωπικό ενδιαφέρον, ενώ έπεται ή και εξυπηρετείται έτσι ο διπλωματικός τους ρόλος. Υπάρχουν μάλιστα ερευνητές που υποστηρίζουν ότι οι πρόξενοι εκπροσωπούσαν αποκλειστικά εμπορικά συμφέροντα (agentes mercatorii), πράγμα που ωστόσο δεν είναι δυνατόν, με βάση τις αποσπασματικές πληροφορίες των πηγών, να θεωρηθεί ότι είχε γενική ισχύ[4]. Λόγω της αποσπασματικότητας των μαρτυριών δεν είναι πάντα εφικτό να προσδιοριστεί ο βαθμός και η ένταση των προσωπικών σχέσεων των προξένων με τις πόλεις που τους χορηγούν την προξενία, όπως δεν είναι πάντα εύκολο να ανιχνευθεί κατά πόσον γινόταν χρήση σημαντικών προνομίων που συχνά συνόδευαν τη χορήγηση προξενίας, όπως η γῆς ἔνκτησις, δηλαδή η άδεια απόκτησης γης.

Όσο για τους λοιπούς Ιταλιώτες και Ρωμαίους που μαρτυρούνται στην Αθήνα και στα νησιά, άλλοτε είναι δυνατό να ανιχνευθούν οι λόγοι της παρουσίας τους κι άλλοτε, εκτός από το όνομα και την καταγωγή τους, παραμένει άγνωστο ο,τιδήποτε τους αφορά. Απαραίτητη προϋπόθεση για την απεικόνιση των προσώπων στον διαδραστικό χάρτη είναι η αναφορά του εθνικού τους στην πηγή όπου μαρτυρούνται. Η καταγωγή των Ιταλιωτών δίδεται είτε με την αναφορά του εθνικού της πόλης τους είτε της ευρύτερης περιοχής τους είτε ακόμη με το γενικό προσδιορισμό τους ως «Ἰταλοί/Ἰταλιῶτες/Ἰταλικοί» ή «Σικελοί». Το εθνικό Ἰταλός/Ἰταλιώτης/Ἰταλικός μπορεί απλώς να δηλώνει καταγωγή, μπορεί, όμως, και να δηλώνει το προσωπικό νομικό καθεστώς, σε αντιδιαστολή προς τον Ρωμαίο πολίτη, πριν από τη Lex Plautia Papiria (90/89 π.Χ.), νόμο που παρέσχε τη ρωμαϊκή πολιτεία στις κοινότητες συμμάχων των Ρωμαίων στην Ιταλία[5]. Το εθνικό «Ῥωμαῖος», επίσης, δεν σημαίνει μόνον αυτόν που κατάγεται από τη Ρώμη. Ενδέχεται να δηλώνει τον Ρωμαίο πολίτη ή απλώς αυτόν που προέρχεται από την Ιταλία και ο οποίος, είτε κατέχει τη ρωμαϊκή πολιτεία είτε όχι, στα μάτια των Ελλήνων ήταν αδιακρίτως «Ρωμαίος». Καθώς δεν είναι πάντα δυνατό να εξακριβωθεί η καταγωγή και το νομικό καθεστώς των προσώπων που προσδιορίζονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, οι «Ιταλοί» και οι «Ρωμαίοι» της Αθήνας και των Ιονίων νησιών καταγράφονται όπως μαρτυρούνται στις πηγές.

Αποφεύγουμε να συμπεριλάβουμε –εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων– περιπτώσεις ανθρώπων που έμμεσα, από τα ονόματα που φέρουν, συμπεραίνεται ότι είναι Ρωμαίοι, ωστόσο δεν προσδιορίζονται ως τέτοιοι στις πηγές. Στην Αθήνα για παράδειγμα, ήδη από το 2οπ.Χ. αιώνα, απαντούν σε εφηβικούς και πρυτανικούς καταλόγους ρωμαϊκά ονόματα που οδηγούν στην υπόθεση ότι ίσως πρόκειται για πρόσωπα ρωμαϊκής καταγωγής. Όταν, όμως, αυτά τα ονόματα ακολουθούνται από αθηναϊκά δημοτικά, σημαίνει ότι, ακόμη κι αν πρόκειται για ξένους στην καταγωγή ανθρώπους, αυτοί έχουν ήδη πολιτογραφηθεί Αθηναίοι πολίτες. Τα άτομα αυτά δεν συμπεριλαμβάνονται εδώ, καθώς τα ρωμαϊκά ονόματα που απαντούν στους αθηναϊκούς καταλόγους την εποχή αυτή, συνήθως δεν είναι πλήρη αλλά μόνο μεμονωμένα στοιχεία ρωμαϊκών ονομάτων (nominas implicia, κατά κανόνα praenomina) που σε συνδυασμό με τα αθηναϊκά δημοτικά, δεν επιτρέπουν να εξακριβωθεί αν πρόκειται για Αθηναίους, που αυθαίρετα φέρουν ένα ρωμαϊκό όνομα χωρίς να έχουν τη ρωμαϊκή πολιτεία, ή αν πρόκειται για Ρωμαίους πολίτες εγκατεστημένους στην Αθήνα, των οποίων τα περίπλοκα μακροσκελή ονόματα δεν ήταν οικεία στους Αθηναίους κι αποδίδονταν προσαρμοσμένα στο ελληνικό ονομαστικό σύστημα, δηλαδή ως όνομα+πατρώνυμο+δημοτικό. Αντίθετα, ένας Μάαρκος Κορνήλιος Γαΐου, που μαρτυρείται στο τέλος του 3ου/αρχές 2ουπ.Χ. αιώνα στην Σάμη της Κεφαλληνίας, είναι προφανώς Ρωμαίος, αφού ένα τέτοιο πλήρες ρωμαϊκό όνομα δεν μπορεί τόσο νωρίς να φέρεται από έναν Έλληνα, δεδομένου ότι η διάδοση της ρωμαϊκής πολιτείας στις ελληνικές πόλεις γενικεύεται από τις πρώτες δεκαετίες του 1ουμ.Χ. αιώνα[6], ενώ νωρίτερα απονέμεται φειδωλά.

Οι πρώτες μαρτυρίες Ιταλιωτών στην Αθήνα χρονολογούνται στην κλασική εποχή και απαντούν σποραδικά στις πηγές. Φαίνεται ότι διέμεναν για μικρά ή μεγαλύτερα διαστήματα στην Αθήνα για ποικίλους λόγους. Ένας Κροτωνιάτης, ο Φάυλ[λος],σπεύδει να βοηθήσει ως καπετάνιος τους Αθηναίους στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ενώ είναι γνωστός και από τη συμμετοχή του σε πανελλήνιους αγώνες. Άλλοι είναι έμποροι σιτηρών, όπως ο Σώπατρος Φιλιστ[ίω]νος Ἀκραγαντῖνος, ο Διοκλῆς και ο [- - -]ίππος, και οι δύο Καταναίοι. Άλλοι δραστηριοποιούνται στον χώρο των γραμμάτων και της τέχνης, όπως οι υποκριτές Ἀριστόδημος Μεταποντῖνος και Ἀρχίας Θούριος, ο διδάσκαλος του ανδρικού χορού της Αιγηίδος φυλής στα Διονύσια του 328/7 π.Χ. Χαρίλαος Λοκρός, ο κωμικός ποιητής Ἄλεξις Στεφάνου Θούριος, ο ποιητής της Νέας Κωμωδίας από τις Συρακούσες Φιλήμων Δάμωνος, ο ιστορικός Τίμαιος Ταυρομενίτης. Αυτοί προφανώς θεωρούσαν την Αθήνα κέντρο της πνευματικής ζωής, οπότε πίστευαν ότι η έστω σύντομη παραμονή τους εδώ θα τους προσέδιδε κύρος συμβάλλοντας στην εξέλιξη της σταδιοδρομίας τους. Κάποιοι εξ αυτών που έμειναν στην Αθήνα μεγαλύτερα διαστήματα, είχαν τη δυνατότητα να δραστηριοποιηθούν ενεργά και στο πεδίο της δημόσιας ζωής, όπως ο τραγικός υποκριτής Ἀριστόδημος Μεταποντῖνος, που φαίνεται ότι έμεινε στην Αθήνα από το 390 ως το 340 π.Χ. κι έλαβε μέρος σε πρεσβεία της πόλης προς τον βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο Β΄. Όλοι αυτοί οι Ιταλιώτες που ασχολούνταν με τα γράμματα και το θέατρο, χρονολογούνται κατά τον 5ο και 4οπ.Χ. αιώνα, ενώ μόνον ο κιθαρωδός Νικοκλῆς Ἀριστοκλέους Ταραντῖνος μαρτυρείται στην Αθήνα τον 3ο π.Χ. αιώνα.

Ανάμεσα στους ποικίλης προέλευσης μετοίκους που εγκαθίστανται στην Αθήνα και δραστηριοποιούνται σε κάποιον τομέα της οικονομικής ζωής, ενδεχομένως να υπήρχαν, κατά την κλασική εποχή, άνθρωποι από την Κάτω Ιταλία και τη Σικελία. Μόνον,όμως, σε ένα αποσπασματικό ψήφισμα (IG ΙΙ2 61), χρονολογούμενο πριν το 378/7 π.Χ., ένας Σικελιώτης –από το όνομα του οποίου σώζεται μόνο το αρχικό Ἀ[-ca.6-]–απαλλάσσεται του μετοικίου, προνόμιο που χορηγείται και στους απογόνους του. Είναι ο μόνος μέτοικος από τη Μεγάλη Ελλάδα που γνωρίζουμε με σιγουριά. Λίγες επιτύμβιες επιγραφές του 5ου και 4ου π.Χ. αιώνα μαρτυρούν ότι κάποιοι άνθρωποι, προερχόμενοι από την Κάτω Ιταλία και τη Σικελία, πέθαναν στην Αθήνα. Ίσως και σ’ αυτές τις περιπτώσεις να πρόκειται για μετοίκους που ανέπτυξαν οικονομική δραστηριότητα, αλλά οι επιτύμβιες επιγραφές τους δεν παρέχουν τέτοιες λεπτομέρειες.

Κατά την ελληνιστική εποχή, πληθαίνουν οι μαρτυρίες Ιταλιωτών που πρόσκαιρα ή μόνιμα διέμεναν στην Αθήνα. Αρκετοί είναι γνωστοί μόνον από τα επιτύμβια μνημεία τους –στη συντριπτική τους πλειοψηφία μαρμάρινοι κιονίσκοι. Δεν είναι βέβαια δυνατό να εξακριβωθεί αν ήταν εγκατεστημένοι στην πόλη, ή απλώς το μοιραίο τους βρήκε σε μια σύντομη παρεπιδημία τους. Ο σημαντικός αριθμός των επιτυμβίων καθιστά πάντως αμφίβολη την πιθανότητα τυχαίου θανάτου, κατά τη σύντομη παρουσία στην Αθήνα, όλων αυτών των προσώπων. Τα εθνικά τους δείχνουν καταγωγή από διάφορες πόλεις ή ευρύτερες περιοχές της νοτίου Ιταλίας και Σικελίας, ενώ οι ιδιότητές τους κατά κανόνα αποσιωπούνται. Ενδεχομένως, όπως και άλλοι μέτοικοι, να δραστηριοποιούνται κι αυτοί σε επικερδείς εμπορικές, τραπεζικές ή άλλες δραστηριότητες, που το λιμάνι του Πειραιά αλλά και η Αθήνα ευνοούσαν. Η οικονομική άνθηση της Αθήνας ενισχύεται από το 167 π.Χ., οπότε η Δήλος καθίσταται από τους Ρωμαίους ελεύθερο λιμάνι υπό την εποπτεία της Αθήνας[7]. Κοινότητες Ιταλιωτών και Ρωμαίων, όπως και άλλων ξένων, εγκαθίστανται στο νησί και βρίσκονται έμμεσα ή και άμεσα σε επαφή με την Αθήνα[8]. Ένας από αυτούς ίσως είναι ο Σπόριος Ῥωμαῖος, ιεροποιός στα Πτολεμαία στην Αθήνα, γύρω στο 150 π.Χ., που ταυτίζεται από τον Ηλία Καπετανόπουλο με ομώνυμο ιεροποιό στα Απολλώνια της Δήλου το 144/3 π.Χ. (ID 2594, 39).

Ρωμαίοι μαρτυρούνται επιγραφικά στην Αθήνα από το 2ο π.Χ. αιώνα. Ένας εξ αυτών είναι ο αρχιτέκτονας Δέκμος Κοσσούτιος Ποπλίου που προσελήφθη από τον Αντίοχο Δ’ Επιφανή της Συρίας για την ολοκλήρωση του Ολυμπιείου και τιμάται στην Αθήνα το 175 π.Χ. Από την εποχή αυτή σώζονται ελάχιστα επιτύμβια μνημεία Ρωμαίων, ενώ στο β’ μισό του 2ου π.Χ. αιώνα Ρωμαίοι απαντούν σε εφηβικούς και πρυτανικούς καταλόγους. Κάποιοι που συγκαταλέγονται μεταξύ των εφήβων, φέρουν το εθνικό « Ῥωμαῖος», ενώ άλλοι δεν φέρουν εθνικό ή φέρουν αθηναϊκά δημοτικά, αλλά τα ρωμαϊκά τους ονόματα δεν αφήνουν αμφιβολία για την καταγωγή τους, καθώς σ’ αυτήν την πρώιμη εποχή η ρωμαϊκή πολιτεία δεν έχει ακόμη διαδοθεί μεταξύ των Αθηναίων[9]. Στους πρυτανικούς καταλόγους ανάλογα ονόματα επίσης δείχνουν έμμεσα ότι πρόκειται για Ρωμαίους που έχουν πολιτογραφηθεί Αθηναίοι. Αυτή όμως η κατηγορία εφήβων ή πρυτάνεων, που δεν φέρουν το εθνικό Ῥωμαῖος, δεν συμπεριλαμβάνεται στην παρούσα εργασία.

Η παρουσία των Ρωμαίων στην Αθήνα παραμένει αμείωτη τον 1ο π.Χ. αιώνα. Ο αιώνας ανοίγει με την κυριαρχία της φιλορωμαϊκής παράταξης στην πολιτική ζωή. Πρόκειται κυρίως για πρόσωπα σχετιζόμενα με τη Δήλο και το ρωμαϊκό στοιχείο της[10]. Η θέση τους κλονίζεται, όταν ο βασιλιάς του Πόντου Μιθριδάτης Ευπάτωρ παίρνει με το μέρος του ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού –όπως και σ’ άλλες πόλεις– εμφανιζόμενος ως απελευθερωτής από τους Ρωμαίους. Οι Αθηναίοι πλήρωσαν ακριβά την προσχώρησή τους στο στρατόπεδο του Μιθριδάτη, όταν ο Σύλλας πολιόρκησε και λεηλάτησε την πόλη τιμωρώντας τους κατοίκους[11]. Την ίδια εποχή η Δήλος –έχοντας ζήσει τον «Εφέσιο Εσπερινό», δηλαδή τη σφαγή των Ρωμαίων που βρίσκονταν πάνω στο νησί από τα στρατεύματα του Μιθριδάτη και των συμμάχων του, και λίγα χρόνια αργότερα την εισβολή του πειρατή Αθηνόδωρου– παύει πλέον να είναι το εμπορικό κέντρο της ανατολικής Μεσογείου, οπότε χάνεται και για την Αθήνα ένα σημαντικό οικονομικό πλεονέκτημα.

Οι Ρωμαίοι, ωστόσο, δεν εγκαταλείπουν την Αθήνα. Αξιωματούχοι βρίσκουν ευκαιρίες να επισκεφθούν την πόλη που διέθετε μεγάλο μουσειακό και καλλιτεχνικό ενδιαφέρον, ενώ γόνοι σημαντικών οικογενειών της ρωμαϊκής ελίτ έλκονται κυρίως από την έντονη πνευματική ζωή της και περνούν ένα διάστημα στην πόλη που παραμένει «Ἑλλάδος παίδευσις» (όπως ο Κικέρων, ο Τ. Πομπώνιος Ἀττικός, ο [Λε]ύκιος Σωφήιος Ἀπ[πίου ὑός] και ο αδελφός του [Ἀππιος Σωφ]ήιος Ἀππίου ὑός, μαθητές κι οι δυο του Επικούρειου φιλοσόφου Φαίδρου και φίλοι των δύο προαναφερθέντων, πιο γνωστών συμπατριωτών τους). Εφηβικοί κατάλογοι του 1ου π.Χ. αιώνα δείχνουν ότι οι Ρωμαίοι εξακολουθούν να συμμετέχουν στην εφηβεία, είτε ως ξένοι είτε ως πολιτογραφημένοι Αθηναίοι.

Η πολιτογράφηση των Ρωμαίων ως Αθηναίων αφενός και η διάδοση της ρωμαϊκής πολιτείας σε Αθηναίους αφετέρου, δυσχεραίνουν τη διάκριση μεταξύ Ρωμαίων και ντόπιων από τις αρχές του 1ου μ.Χ. αιώνα και μετά. Όσο η ρωμαϊκή πολιτεία και συνακόλουθα τα ρωμαϊκά ονόματα διαδίδονται μεταξύ των Αθηναίων από τις πρώτες δεκαετίες του 1ου μ.Χ. αιώνα και εξής, τόσο οι εξ Ιταλίας Ρωμαίοι πολίτες διακρίνονται δυσκολότερα από τους αθηναϊκής καταγωγής Ρωμαίους πολίτες. Μια σπάνια περίπτωση Ρωμαίου που διαμένει στην Αθήνα και παραδίδεται επιγραφικά το εθνικό του, είναι ο Μάρκος Πόρκιος Κάτων Ῥωμαῖος / [M(arcus) Por]cius [M(arci) f(ilius) CatoTus]cula(nu)s, μέλος της επιφανούς ρωμαϊκής οικογενείας των Porcii Catones. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος που αποδίδεται η ταυτότητά του στη δίγλωσση επιτύμβια επιγραφή του, στη λατινική εκδοχή της οποίας δίνεται μια πιο αναλυτική μορφή του ονόματός του και μια πιο συγκεκριμένη αναφορά στην καταγωγή του, αφού δεν αυτοπροσδιορίζεται απλώς ως Ρωμαίος, αλλά ως Tuscula(nu)s. Αυτό δείχνει σαφώς ότι πολλοί «Ρωμαίοι» που απαντούν στις ελληνικές επιγραφές, δεν κατάγονταν από την πόλη της Ρώμης, αλλά χρησιμοποιούν το εθνικό για να δηλώσουν την καταγωγή τους από την Ιταλία, και κυρίως την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη. Προσωπογραφικές κι ονομαστικές μελέτες καθιστούν δυνατή την ανίχνευση της δυτικής καταγωγής ορισμένων ατόμων που διαδραματίζουν έναν ρόλο στον δημόσιο βίο της Αθήνας, κατά την πρώιμη αυτοκρατορική περίοδο, αλλά αν αυτοί δεν προσδιορίζονται ως Ρωμαίοι στις πηγές, δεν συμπεριλαμβάνονται στην παρούσα εργασία.

Η επαφή των Ιονίων νησιών με τη Δύση είναι μακρόχρονη, ενώ η αλληλεπίδρασή των δύο πλευρών της Αδριατικής σε καλλιτεχνικό κι εμπορικό επίπεδο πιστοποιείται από τα αρχαιολογικά ευρήματα. Οι εκτεταμένες επαφές των νησιών με τη Δύση ανιχνεύονται σε νομισματικά και αρχαιολογικά τεκμήρια: νομίσματα των νησιών βρίσκονται στην Ιταλία, ενώ κεραμική της ιταλικής χερσονήσου βρίσκεται στα Ιόνια νησιά, αλλά και κεραμική των νησιών βρίσκεται στην ιταλική χερσόνησο, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τους κερκυραϊκούς αμφορείς, που απαντούν από τη Μασσαλία και τη Μαγιόρκα ως την Καρχηδόνα και τις Ευεσπερίδες (σημ. Βεγγάζη), και βέβαια σε πάμπολλα σημεία της Αδριατικής[12].

Η στρατηγική θέση των νησιών πάνω στα θαλάσσια δρομολόγια της Μεσογείου τα κατέστησε την «πύλη» εισόδου όσων έπλεαν από την Ιταλία προς τον ελλαδικό χώρο. Οι ρότες των πλοίων που κινούνταν από τη Δύση προς την Ανατολή κι αντίστροφα, περνούσαν ανάμεσα από τα Ιόνια νησιά και την ηπειρωτική ακτή της νότιας Βαλκανικής λόγω των ρευμάτων και των καιρικών συνθηκών, που τις περισσότερες μέρες του χρόνου καθιστούσαν αδύνατο τον απευθείας διάπλου της Αδριατικής, όπως άλλωστε δείχνει και η σημασία του διορύκτου, του καναλιού στο στενό μεταξύ της Λευκάδας και της ηπειρωτικής στεριάς[13]. Τα δρομολόγια ανάμεσα στα νησιά και στην ηπειρωτική ακτή οδηγούσαν βορείως της Κέρκυρας, στα στενά του Οτράντο, όπου η απόσταση ανάμεσα στις δύο αντίπερα όχθες της Αδριατικής μειώνεται σημαντικά κι εκεί γινόταν ο διάπλους.

Επιγραφικά, η παλαιότερη τεκμηριωμένη παρουσία δυτικών στα Ιόνια νησιά πιστοποιείται τον 4ο π.Χ. αιώνα στη Λευκάδα, όπου άλλωστε μαρτυρείται και πλήθος άλλων ξένων: Παρμονίσκ[ος] Ἀριστοφῶν[ος] Συρακόσιος(IGIX 12 4, 1308, ίσως 4ος π.Χ. αιώνας), [- - -] Συρακόσιος και δύο άλλοι με ελληνικά ονόματα σε επιτύμβια columela του 3ου π.Χ. αιώνα (IGIX 1, 595•IX 12 4, 1277), [Ἀ]ρχῆς [Δ]εξιλάου [- - -]ωνιάτης, ίσως [Κροτ]ωνιάτης (IGIX 12 4, 1386, 3ος π.Χ. αιώνας). Είναι ενδιαφέρον ότι κατά την ελληνιστική εποχή απαντά στη Λευκάδα και ένας ελληνικής καταγωγής Μασσαλιώτης, ο Δημήτριος[14].

Ο πρώτος Ρωμαίος πολίτης εγκατεστημένος στα Ιόνια νησιά μαρτυρείται στο τέλος του 3ου/αρχές 2ου π.Χ. αιώνα. Πρόκειται για τον Μάαρκο Κορνήλιο Γαΐουπου ζει στη Σάμη της Κεφαλληνίας, σύμφωνα με τους καταλόγους θεαροδόκων των Δελφών. Η καταγωγή του δεν αναφέρεται, αλλά το όνομά του προδίδει ότι είναι Ρωμαίος, αφού ένα τέτοιο όνομα δεν μπορεί τόσο νωρίς να φέρεται από έναν Έλληνα[15]. Το γεγονός ότι εμφανίζεται ως θεαροδόκος, σημαίνει ότι διαθέτει μια σταθερή έδρα στην Κεφαλληνία, όπου μπορεί να φιλοξενήσει τους θεωρούς των Δελφών. Η εγκατάσταση στην Κεφαλληνία ασφαλώς συνδέεται με την ενασχόλησή του με κάποια κερδοφόρα επιχείρηση.

Από τον 2ο π.Χ. αιώνα πληθαίνουν οι εγκαταστάσεις Ρωμαίων στα Ιόνια νησιά. Ο Λίβιος (33. 17, 11) μας πληροφορεί ότι στις αρχές του 2ου π.Χ. αιώνα στη Λευκάδα ζούσε μια κοινότητα Ρωμαίων, οι οποίοι διευκόλυναν τους στρατιώτες του Φλαμινίνου να κατακτήσουν την πόλη, παρά τη σθεναρή αντίσταση των Λευκαδίων[16]. Στιγμιότυπο του εκτεταμένου εμπορικού δικτύου γύρω από τη Λευκάδα απεικονίζει και η δίγλωσση επιτύμβια επιγραφή του A(ulus) Cossinius Philocratis Puteolanus(2ος/1ος π.Χ. αιώνας)[17]. Το όνομα Cossinius απαντά εκτός από τους Ποτιόλους (Puteoli), απ’ όπου κατάγεται ο συγκεκριμένος άνθρωπος, και στο Βουθρωτό, όπως επίσης στη Δήλο και την Κω. Αποτυπώνονται έτσι στις επιγραφές τα παρακλάδια μιας εμπορικής οικογένειας που απλώνεται στην ανατολική Μεσόγειο.

Την ύπαρξη μιας λατινόφωνης κοινότητας στην Κεφαλληνία, που διαλαλεί την καταγωγή και την ταυτότητά της, δείχνουν κάποιες λατινικές επιγραφές. Από αυτές αξίζει να αναφέρουμε δύο επιτύμβιες βετεράνων του 1ου μ.Χ. αιώνα, που δείχνουν ότι για κάποιον λόγο, που δεν αναφέρεται στα κείμενα, δύο άνθρωποι που κατάγονται από την Ιταλία, επιλέγουν να εγκατασταθούν μετά την αποστράτευσή τους στην Κεφαλληνία, όπου και πεθαίνουν. Πρόκειται για τον C(aius) Quintius C. f., της φυλής Publilia, από τη Verona, που υπηρέτησε ως λεγιωνάριος στη Legio IIII Scythica και στην centuria του C(aius) Aninius. Ο άλλος βετεράνος είναι γνωστός από την επιτύμβια επιγραφή του σ’ έναν cippus (πεσσίσκο), ο Ditius Pa[- - -] από τη Savona (παραθαλάσσια πόλη στη βόρεια Ιταλία, κοντά στα σύνορα με τη Γαλλία). Αυτός υπηρέτησε για 35 χρόνια στο ρωμαϊκό στρατό ως faber navalis, δηλαδή ως ναυπηγός, επιφορτισμένος να κατασκευάζει πλοία υπό την επίβλεψη του architectus navalis, ο οποίος σχεδίαζε τα πλοία κι έκανε όλες τις μετρήσεις[18]. Τον λόγο για τον οποίο ένας τέτοιος εξειδικευμένος τεχνίτης τελείωσε τη ζωή του στην Κεφαλονιά, έχοντας μάλλον συνειδητά επιλέξει να εγκατασταθεί εδώ μετά από 35 χρόνια υπηρεσίας του, δεν τον αναφέρει η επιτύμβια επιγραφή του. Ίσως, όμως, μπορούμε να τον αντιληφθούμε. Μια προσεκτική ματιά στα νομίσματα του νησιού, όπου απεικονίζεται συχνά το κουκουνάρι, προσφέρει μια πιθανή εξήγηση. Προφανώς το κουκουνάρι δεν απεικονίζεται απλώς ως διακοσμητικό θέμα, καθώς στα νομίσματα των αρχαίων πόλεων απεικονίζονται κατά κανόνα στοιχεία από το ζωϊκό, φυτικό και θαλάσσιο κόσμο που αποτελούν σημαντικές πλουτοπαραγωγικές πηγές για την περιοχή. Στο νησί ευδοκιμεί ο τύπος ελάτης abiesce phalonica, εξαιρετική ποικιλία για τη ναυπηγική, πράγμα που αποκλείεται να είχε περάσει απαρατήρητο από τους Ρωμαίους, που αναζητούσαν τις καλύτερες πρώτες ύλες σε όλη την αυτοκρατορία. Ο faber navalis θα βρήκε εδώ μια άριστη πρώτη ύλη για τη ναυπηγική και θα είχε με την ευκαιρία αυτή γνωρίσει το νησί στη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας[19].

Οι Ρωμαίοι εντόπισαν σίγουρα και στα υπόλοιπα νησιά σημαντικούς φυσικούς πόρους που μπορούσαν να εκμεταλλευτούν[20]. Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα, ωστόσο, ίσως ήταν η ίδια η θέση των νησιών πάνω στις ναυτικές ρότες που συνδέουν την Ανατολή με τη Δύση. Στα λιμάνια τους, που βρίσκονταν πάνω σ’ αυτό το πέρασμα, σίγουρα θα στάθμευαν έμποροι εξ Ιταλίας, όπως και από άλλες περιοχές της Μεσογείου. Έτσι μαρτυρείται το πέρασμα ενός λατινόφωνου επαγγελματία, ο οποίος στάθμευσε στην Ιθάκη κι άφησε τα ίχνη του σκαλίζοντας σ’ ένα θραύσμα αγγείου το όνομά του, το επάγγελμά του, τη διεύθυνσή του και την ημερομηνία (1η Οκτωβρίου 35 π.Χ.) κατά την οποία επισκέφθηκε ένα σπήλαιο-ιερό στον κόλπο της Πόλης, όπου λατρευόταν ο ομηρικός ήρωας Οδυσσέας. Πρόκειται για τον Epaphroditus Novi, ungentarius de Sacra Via, δηλαδή αρωματοποιό ή αρωματοπώλη που έδρευε στην εμπορική οδό Sacra Via της Ρώμης[21]. Δεν ξέρουμε αν προορισμός του ήταν η Λευκάδα, όπου παρήγετο η αρωματική ουσία irinum Leucade από την λευκαδία ίριδα (Πλιν., Φυσ. Ιστ. 21. 19, 42), ή αν η Ιθάκη ήταν απλώς ένας σταθμός καθ’ οδόν προς ή από κάποιο κέντρο εμπορίου αρωμάτων στην Ανατολή.

Σίγουρα αρκετοί είναι εκείνοι οι Ιταλιώτες ή Ρωμαίοι, των οποίων η παρουσία δεν τεκμηριώνεται επιγραφικά, όπως π.χ. των Ρωμαίων που, κατά τον Αππιανό (12. 6, 45), ζούσαν στη Ζάκυνθο στη διάρκεια των Μιθριδατικών πολέμων, όπως και αυτών που προαναφέραμε ως εγκατεστημένους στη Λευκάδα στις αρχές του 2ουπ.Χ. αιώνα. Ρωμαίοι αξιωματούχοι, επίσης, γνώριζαν τα νησιά από τα ταξίδια τους στην Ανατολή και, λόγω της εγγύτητας με την Ιταλία, τα επέλεγαν ως τόπο εγκατάστασής τους, όταν τύχαινε να πέσουν σε δυσμένεια και να εξοριστούν. Ο Στράβων (10. 2, 13) αναφέρει ότι ο Caius Antonius, θείος του Μάρκου Αντωνίου, εξορίστηκε στην Κεφαλληνία μετά την υπατεία του (63 π.Χ.) και κατείχε όλη τη νήσο ως προσωπική του κτήση (τὴν ὅλην νῆσον ὑπήκοον ἔσχεν), ενώ ίδρυσε μια νέα πόλη εκεί, πριν του επιτραπεί να επιστρέψει στη Ρώμη.

*Τα πρόσωπα που σημειώνονται στο κείμενο με έντονη γραφή (bold), είναι δυνατό να αναζητηθούν με βάση το όνομα ή την καταγωγή τους στον διαδραστικό άτλαντα, όπου αναφέρονται αναλυτικά οι πηγές όπου απαντούν και εκτενέστερα σχόλια.

1 Για τις μυθολογικές παραδόσεις, βλ. Cabanes P., L’Adriatique dans l’Antiquité, στο: Cabanes P. (επιμ.), Histoire de l’Adriatique, Paris 2001, 27 κ. εξ.• για τα αρχαιολογικά κατάλοιπα, βλ. Greco Ε., Archeologia della Magna Grecia, Roma-Bari 1992, ελλ. μετ. Σουέρεφ Κ., Αρχαιολογία της Μεγάλης Ελλάδας, Αθήνα 2001• και Πρέκα-Αλεξανδρή K., Σχέσεις της Κέρκυρας με την Ιταλία και Σικελία μέχρι τη Ρωμαϊκή εποχή, στο: Παππάς Θ. (επιμ.), Ελληνική παρουσία στην Κάτω Ιταλία και Σικελία. Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου, Κέρκυρα, 29-31 Οκτωβρίου 1998,Κέρκυρα 2000, 69-79. Για την ταυτότητα των Ιταλιωτών Ελλήνων και το βαθμό επιβίωσης του ελληνισμού στη Μεγάλη Ελλάδα, βλ. Lomas K., Rome and the Western Greeks 350 BC – AD 200. Conquest and Acculturation in South Italy, London-New York 1993, 99 κ. εξ.

2 Για τους λόγους της ρωμαϊκής εξωστρέφειας τον 3ο π.Χ. αιώνα, βλ. Crawford M. H., Coinage and Money under the Roman Republic. Italy and the Mediterranean Economy, London 1985, 28-29• Alföldy G.,The Social History of Rome, Baltimore 1988, αγγλική μετ. του Römische Sozialgeschichte, Wiesbaden 1984, 29-30, 37• Zoumbaki S., The Presence of Italiote Greeks and Romans in Aetolia, Acarnania and the Adjacent Islands from the 3rd c. BC to the Beginning of the Imperial Age, στο: De Sensi Sestito G.-Intrieri M. (επιμ.), Sulla rotta per la Sicilia: L’Epiro, Corcira e l’ Occidente, Pisa 2011, 524.

3 Shipley G., The Greek World after Alexander, 323-30 BC, London-New York 2008, 371-372• Eckstein A., Conceptualizing Roman Imperial Expansion under Republic: An Introduction, στο: Rosenstein N. -Morstein-Marx R. (επιμ.), A Companion to the Roman Republic, Oxford 2010, 570.

4 Τις διάφορες απόψεις συνοψίζει ο Marek Chr., Die Proxenie, Frankfurt am Main-Bern-New York 1984, 359 κ.εξ. παραθέτοντας τη σχετική βιβλιογραφία κι αμφισβητώντας την ερμηνεία των προξένων ως agentes mercatorii.

5 Brunt P. A., Italian Manpower 225 B.C.-A.D.14, Oxford 1987, 204 κ.εξ. Εξαίρεση αποτελούν μαρτυρίες Ιταλικών –εκτός Αθήνας και Ιονίων νήσων– που χρονολογούνται με σιγουριά μετά τη Lex Plautia Papiria, όπως δείχνουν οι επιγραφέςIGIV 604 (67 π.Χ.) και CILI2 746• ILLRP320• CILIII 531• ILS867 (69 π.Χ.) από το Άργος, ILLRP 370• ILGR80, βλ. Rizakis A. D., Achaie III. Les cités achéennes: Épigraphie et histoire [ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ 55], Athènes 2008, no. 131 (74 π.Χ.) από το Αίγιον.

6 Για την Αθήνα, βλ. Byrne S., Roman Citizens of Athens, Leuven-Dudley 2003,σελ. XII.

7 Για την οικονομία της Δήλου και την παρουσία των Ρωμαίων, βλ. ενδεικτικά Hatzfeld J., Les Italiens résident à Délos, BCH 36 (1912), 5-218• Zalesskij Ν. Ν., Les Romains à Délos (de l’histoire du capital commercial et du capital usuraire romain), στο: Coarelli F. -Musti D. -Solin H. (επιμ.), Delo e l’Italia [Opuscula Instituti Romani Finlandiae 2], Roma 1982, 21-49• Roussel P.,Délos, colonie Athénienne, Paris 1987• Rauh Ν. Κ., The Sacred Bonds of Commerce: Religion, Economy, and Trade Society at Hellenistic Roman Delos, 166-87 B.C., Amsterdam 1993• Reger G., Regionalism and Change in the Economy of Independent Delos, Berkeley-Oxford 1994.

8 Fisher R., From Polis to Province: An Analysis of the Athenian Governing Class from 167/6 B.C. to A.D. 13/4 [Διδακτορική διατριβή, McMaster University] 1986, 81-106.

9 Byrne, Roman citizens of Athens, σελ. XII.

10 Για παράδειγμα ο άρχων για τρία έτη Μήδειος, ο παντοδύναμος ηγέτης της φιλορωμαϊκής παράταξης. Βλ. σχετικά Fisher, From Polis to Province, 175 και 207-210.

11 Αππιανός, Μιθριδατικά 38–39, 41• Πλούταρχος, Σύλλας 14.3–7.

12 Zoumbaki, S., Where East Meets West: Mobility between the Two Shores of Adriatic and the Impactof Roman Presence on the Economy and Identity of the Island Societies of the Ionian Sea during the Late Hellenistic and Roman Periods, υπό δημοσίευση στο: Kouremenos A. (επιμ.), Insularity and Identity in the Roman Mediterranean (υπό έκδοση).

13 Wirbelauer Ε., Landesgeschichte als Meeresgeschichte. Antike Seerouten und Seefahrten im Gebiet der mittleren Ionischen Inseln, στο: Οlshausen E.-Sonnabend H. (επιμ.), Zu Wasser und zu Land. Verkehrswege in der antiken Welt [Stuttgarter Kolloquium zur historischen Geographie des Altertums 7, 1999], Stuttgart 2002, 401-402.

14 IG IX 1, 590• IX 12 4, 1284. Πρβ. Lomas K., Romanisation and Cultural Identity in Massalia, στο: Lomas Κ. (επιμ.), Greek Identity in the Western Mediterranean. Papers in Honour of Brian Shefton, Leiden-Boston 2004, 475-498, για την ελληνική πολιτιστική ταυτότητα στη Μασσαλία.

15 Plassart A., Inscriptions de Delphes. La liste desthéorodoques, BCH45 (1921), 15 II 146. Για τη χρονολόγηση των δελφικών καταλόγων των θεαροδόκων, βλ. Oulhen J., Les théarodoques de Delphes [Διδακτορική διατριβή, Université Paris X-Nanterre] 1992, 303-304, 329-332, 485.

16 Brunt, Italian Manpower, 208.

17 IG IX 12 4, 1451.

18 IG IX 12 4, 1548.

19 Zoumbaki S., Where East Meets West (υπό έκδοση).

20 Zoumbaki S., The Exploitation of Local Resources of Western Greece by Roman Entrepreneurs (3rd-1st c. BC), Revue Belge de Philologie et d’ histoire 90 (2012), 77-92.

21 IG IX 12 4, 1620, βλ. και Zoumbaki, The Presence of Italiote Greeks and Romans, 531.

Το εμπόριο αρωμάτων, commercium unguentarium, ανθούσε στη Via Sacra, πρβ. CIL VI 1974• ILS 7610.

Alföldy G.,The Social History of Rome, Baltimore 1988, αγγλική μετ.τουRömische Sozialgeschichte,Wiesbaden 1984.

Brunt P. A., Italian Manpower 225 B.C.-A.D.14, Oxford 1987 (επανέκδ. της 1916 με επίμετρο).

Byrne S., Roman Citizens of Athens, Leuven-Dudley 2003.

Cabanes P., L’Adriatique dans l’Antiquité, στο: Cabanes P. (επιμ.), Histoire de l’Adriatique, Paris 2001, 25-108.

Crawford M. H., Coinage and Money under the Roman Republic. Italy and the Mediterranean Economy, London 1985.

Eckstein A., Conceptualizing Roman Imperial Expansion under Republic: An Introduction, στο: Rosenstein N. - Morstein-Marx R. (επιμ.), A Companion to the Roman Republic, Oxford 2010, 567-589.

Fisher R., From Polis to Province: An Analysis of the Athenian Governing Class from 167/6 B.C. to A.D. 13/4 [Διδακτορική διατριβή, McMaster University] 1986.

Greco Ε., Archeologia della Magna Grecia, Roma-Bari 1992, ελλ. μετ. Σουέρεφ Κ., Αρχαιολογία της Μεγάλης Ελλάδας, Αθήνα 2001.

Hatzfeld J., Les Italiens résident à Délos, BCH 36 (1912), 5-218.

Lomas K., Rome and the Western Greeks 350 BC – AD 200. Conquest and Acculturation in South Italy, London-New York 1993.

Lomas K., Romanisation and Cultural Identity in Massalia, στο: LomasΚ. (επιμ.), Greek Identity in the Western Mediterranean. Papers in Honour of Brian Shefton,Leiden-Boston 2004, 475-498.

Marek Chr., Die Proxenie, Frankfurt am Main-Bern-New York 1984.

Oulhen J., Les théarodoques de Delphes[Διδακτορική διατριβή,Université Paris X-Nanterre] 1992.

Plassart A., Inscriptions de Delphes. La liste desthéorodoques, BCH45 (1921), 1-85.

Πρέκα-Αλεξανδρή K., Σχέσεις της Κέρκυρας με την Ιταλία και Σικελία μέχρι τη Ρωμαϊκή εποχή, στο: Παππάς Θ. (επιμ.), Ελληνική παρουσία στην Κάτω Ιταλία και Σικελία. Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου, Κέρκυρα, 29-31 Οκτωβρίου 1998, Κέρκυρα 2000, 69-79.

Rauh Ν. Κ., The Sacred Bonds of Commerce: Religion, Economy, and Trade Society at Hellenistic Roman Delos, 166-87 B.C., Amsterdam 1993.

Reger G., Regionalism and Change in the Economy of Independent Delos, Berkeley-Oxford1994.

Rizakis A. D., Achaie III. Les cités achéennes: Épigraphie et histoire[ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ 55], Athènes 2008.

Roussel P., Délos, colonie Athénienne, ανατύπ. της έκδοσης του 1916 επαυξημένη με πρόσθετη βιβλιογραφία και επιγραφικές αντιστοιχίες από τους Couilloud-Le Dinahet M.-T. –Etienne R, Paris 1987.

Shipley G., The Greek World after Alexander, 323-30 BC, London-New York 2008 (ανατύπωση της έκδοσης 2000).

Wirbelauer Ε., Landesgeschichte als Meeresgeschichte. Antike Seerouten und Seefahrten im Gebiet der mittleren Ionischen Inseln, στο: Οlshausen E. -Sonnabend H. (επιμ.), Zu Wasser und zu Land. Verkehrswege in der antiken Welt [Stuttgarter Kolloquium zur historischen Geographie des Altertums 7, 1999], Stuttgart 2002, 399-406.

Zalesskij Ν. Ν., Les Romains à Délos (de l’histoire du capital commercial et du capital usuraire romain), στο: Coarelli F. -Musti D. - Solin H. (επιμ.), Delo e l’Italia[Opuscula Instituti Romani Finlandiae 2], Roma 1982, 21-49.

Zoumbaki S., The Presence of Italiote Greeks and Romans in Aetolia, Acarnania and the Adjacent Islands from the 3rd c. BC to the Beginning of the Imperial Age, στο: De Sensi Sestito G. -Intrieri M. (επιμ.), Sulla rotta per la Sicilia: L’ Epiro, Corcira e l’ Occidente, Pisa 2011, 523-538.

Zoumbaki S., The Exploitation of Local Resources of Western Greece by Roman Entrepreneurs (3rd-1st c. BC), Revue Belge de Philologie et d’ histoire 90 (2012), 77-92.

Zoumbaki S., Where East Meets West: Mobility between the Two Shores of Adriatic and the Impact of Roman Presence on the Economy and Identity of the Island Societies of the Ionian Sea during the Late Hellenistic and Roman Periods, υπό δημοσίευση στο: Kouremenos A. (επιμ.), Insularity and Identity in the Roman Mediterranean (υπό έκδοση).