Ο στρατός ως μέσο δικτύωσης. Η εγκατάσταση βετεράνων στη Θράκη των ρωμαϊκών χρόνων

Μαρία-Γαβριέλλα Παρισάκη

Ο ρωμαϊκός στρατός με τη δομή και την οργάνωσή του –όπως αυτές οριστικοποιήθηκαν επί Αυγούστου και λειτούργησαν κατά τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες– αναδείχθηκε σε καθοριστικό παράγοντα φυσικής αλλά και κοινωνικής κινητικότητας, δικτύωσης και, εν τέλει, αφομοίωσης των ετερόκλητων πληθυσμών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας [1]. Πράγματι, από την εποχή του Αυγούστου οι στρατιωτικές δυνάμεις της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας κατανεμήθηκαν σε δύο μεγάλα σώματα: τις λεγεώνες (legiones) και τα βοηθητικά σώματα (auxilia, ενίοτε αναφερόμενα και ως επικουρικά ή συμμαχικά). Στις λεγεώνες κατατάσσονταν οι cives Romani, οι κατέχοντες δηλαδή το δικαίωμα του ρωμαίου πολίτου. Κατά τoυς πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες και σε γενικές γραμμές μέχρι την Constitutio Antoniniana του 212 μ.Χ., το δικαίωμα αυτό κατείχαν οι έλκοντες την καταγωγή τους από την Ιταλική χερσόνησο ή οι έχοντες αποκτήσει το δικαίωμα αυτό μέσω της πολιτογραφικής πολιτικής της κεντρικής διοίκησης. Στα βοηθητικά σώματα κατατάσσονταν οι peregrini, οι κάτοικοι δηλαδή των κατακτημένων περιοχών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας που δεν κατείχαν το δικαίωμα του cives Romanus. Τόσο το δικαίωμα αυτό όσο και το δικαίωμα του conubium τους παρέχονταν κατά την αποστράτευσή τους, με την ολοκλήρωση μιας κατά κανόνα 25ετούς θητείας στα auxilia[2].

Την τάξη και ασφάλεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας εξασφάλιζαν και οι στόλοι που ναυλοχούσαν στη Ραβέννα και το Μισηνό (στον κόλπο της Νεαπόλεως), προστατεύοντας τα ανατολικά και δυτικά παράλια της Iταλικής χερσονήσου αντίστοιχα. Μικρότερες ναυτικές δυνάμεις ναυλοχούσαν στις επαρχίες. Με τον έλεγχο της Προποντίδος ήταν επιφορτισμένος ο στόλος της Περίνθου (classis Perinthia) με βάση την Πέρινθο (σημ. Marmara Ereğlisi)[3]. Στον Εύξεινο Πόντο ναυλοχούσαν, ακόμη, ο στόλος του Πόντου (classis Pontica) –υπεύθυνος για το νοτιοανατολικό τμήμα της Μαύρης Θάλασσας– και ο στόλος της Μυσίας (classis Moesica), υπεύθυνος για τον Ίστρο ποταμό και τη δυτική ακτή του Ευξείνου Πόντου. Μία ακόμη ναυτική βάση ίσως υπήρχε στη Χερσόνησο της Κριμαίας (Krim).

Από τις στρατιωτικές μονάδες που στρατοπέδευαν στην ίδια τη Ρώμη, σύντομη αναφορά πρέπει να γίνει στην πραιτωριανή φρουρά και στους equites singulares Augusti, αφού σημαντική υπήρξε σε αυτές η παρουσία Θρακών. Η πραιτωριανή φρουρά –αρχικά αποτελούμενη από εννέα και από την εποχή του Δομιτιανού από δέκα κοόρτεις, εγκατεστημένη από την εποχή του Τιβερίου στον Εσκυλίνο λόφο της Ρώμης– αποτελούσε ένα πολιτικά ιδιαίτερα ισχυρό σώμα, εξαιτίας της εγγύτητάς του στο κέντρο λήψεως των αποφάσεων. Επί Σεπτιμίου Σεβήρου, η δύναμη των κοόρτεων διπλασιάζεται –από 500 σε 1.000 άνδρες– και οι κοόρτεις επανδρώνονται με προερχόμενους από το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας και, ιδιαίτερα, από τις επαρχίες του βορείου τμήματος της χερσονήσου του Αίμου. Οι equites singulares Augusti –στρατιωτικό σώμα, αποτελούμενο αρχικά από 500 και στη συνέχεια από 1.000 επίλεκτους από τους έχοντες υπηρετήσει στα ιππικά σώματα (alae) των auxilia– δημιουργήθηκε επί Τραϊανού για να αποτελέσει την προσωπική σωματοφυλακή του αυτοκράτορα. Equites singulares μαρτυρούνται και στις ρωμαϊκές επαρχίες, ως συνοδοί των διοικητών λεγεώνων και επαρχιών[4].

Με βάση γενικής φύσεως υπολογισμούς, εικάζεται πως η συνολική στρατιωτική δύναμη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας κατά τους πρώτους αυτοκρατορικούς χρόνους ανερχόταν σε 300.000 άντρες περίπου .

Σε αντίθεση με τη γειτονική Μυσία, που διέθετε ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις ως επαρχία ευρισκόμενη κατά μήκος της συνοριακής γραμμής (=limes) που όριζε ο Ίστρος ποταμός (=Δούναβης), η Θράκη ανήκε στις λεγόμενες μη εξοπλισμένες επαρχίες (provinciae inermes), σε αυτές δηλαδή που δεν διέθεταν μόνιμη εγκατάσταση λεγεώνων. Τις υφιστάμενες ανάγκες εξασφάλιζε ολιγάριθμη φρουρά προερχόμενη από τα auxilia. Σύμφωνα με μαρτυρία του ιστορικού Φλάβιου Ιώσηπου[6], την εποχή της εξέγερσης των Εβραίων επί Βεσπασιανού και Τίτου (68-70 μ.Χ.), η δύναμη των auxilia στη Θράκη ανερχόταν σε 2.000 άνδρες περίπου. Η δύναμη αυτή κατανέμετο πιθανότατα σε τέσσερις κοόρτεις των 500 ανδρών. Από τη σύντομη αυτή αναφορά δεν καθίσταται σαφές αν πρόκειται για μόνιμη εγκατάσταση ή για μια σχετικά προσωρινή παρουσία αποσπασμένων από τη γειτονική Μυσία δυνάμεων[7].

Τη μαρτυρία του Φλάβιου Ιώσηπου συμπλήρωσε τα τελευταία χρόνια η δημοσίευση μιας σειράς στρατιωτικών διπλωμάτων που προσέφεραν πολύτιμες πληροφορίες για τη φρουρά της Θράκης από τα τέλη του 1ου μ.Χ. αιώνα, αλλά κυρίως για τους χρόνους από τον Τραϊανό κι εξής. Το πρώτο δίπλωμα χρονολογείται το 88 μ.Χ. και μαρτυρά την παρουσία στη Θράκη της cohors I milliaria Ituraeorum[8]. Ένα δεύτερο δίπλωμα χρονολογείται το 114 μ.Χ. και σε αυτό μαρτυρούνται δύο κοόρτεις: η cohors II Bracaraugustanorum και η cohors IIIΙ Gallorum equitata[9]. Η πρώτη –επανδρωθείσα αρχικά στην Bracara Augusta στη βόρεια Πορτογαλία– ήταν μικτού τύπου μονάδα (cohors equitata), όπως μαρτυρά η επιτύμβια στήλη ενός ιππέα που βρέθηκε στην Šipka της βόρειας Θράκης[10]. Αλλά πριν το 145 μ.Χ. μεταφέρθηκε στη γειτονική επαρχία της Κάτω Μυσίας, όπως μαρτυρούν τα στρατιωτικά διπλώματα RMD I.50 και RMD III.165. H δεύτερη ανήκε στα βοηθητικά σώματα της Μυσίας/Κάτω Μυσίας, όπως μαρτυρούν στρατιωτικά διπλώματα του 75, του 97 και του 105 μ.Χ.[11]. Εικάζεται πως μεταφέρθηκε στη Θράκη επί Τραϊανού, αλλά θα πρέπει να παρέμεινε σε αυτή για μικρό χρονικό διάστημα, αφού δεν μαρτυρείται στο στρατιωτικό δίπλωμα RMD V.385/260, που χρονολογείται το 138 μ.Χ. Επί Αδριανού (117-138 μ.Χ.) στη Θράκη σταθμεύουν δύο κοόρτεις[12], η cohors I Cisipadensium –επανδρωθείσα στη Syrtis Maior της Αφρικής[13]– και η cohors II Lucensium[14]. Μια σειρά στρατιωτικών διπλωμάτων, τέλος, που δημοσιεύθηκαν τα τελευταία χρόνια, μαρτυρούν πως κατά τη βασιλεία του Αντωνίνου Πίου (138-161 μ.Χ.) και μέχρι μια δεκαετία μετά το θάνατο του στην επαρχία Θράκης σταθμεύουν τρεις κοόρτεις βοηθητικών σωμάτων: οι cohors II Lucensium equitata, cohors I Aelia Athoitarum και cohors II Mattiacorum milliaria equitata[15]. Η cohors I Aelia Athoitarum –το όνομα της οποίας παραπέμπει στον Αδριανό και την πιθανή επάνδρωσή της στην περιοχή της χερσονήσου του Άθω, κατά άποψη που εξέφρασαν με επιφύλαξη οι πρώτοι εκδότες[16]– στρατοπεδεύει στην Καβύλη στο διάστημα από τη βασιλεία του Κομμόδου (180-192 μ.Χ.) μέχρι πιθανώς και το πρώτο μισό του 3ου μ.Χ. αιώνα. Η επανδρωθείσα στη φυλή των Μattiaci[17] cohors II Mattiacorum μεταφέρθηκε στη Θράκη από την Κάτω Μυσία μετά το 146 μ.Χ.[18] και παρέμεινε σε αυτήν μέχρι το τέλος του 2ου μ.Χ. αιώνα. Από τα στρατιωτικά διπλώματα αλλά και, γενικότερα, το διαθέσιμο στην έρευνα επιγραφικό υλικό της Θράκης προκύπτει πως τα βοηθητικά αυτά σώματα ήταν μικτού τύπου μονάδες, αποτελούμενα από πεζούς και έφιππους στρατιώτες (cohortes equitatae)[19].

Όσον αφορά στην ύπαρξη στρατοπέδων στην επαρχία της Θράκης, σήμερα η έρευνα διαθέτει επαρκείς πληροφορίες για δύο τουλάχιστον περιπτώσεις: για το στρατόπεδο της Καβύλης, στο ανατολικό τμήμα της σημερινής Βουλγαρίας (σημ. Kabile στη χώρα της Αυγούστας Τραϊανής), και γι’αυτό της Germania στο δυτικό της τμήμα (σημ. Sapareva Banya στη χώρα της Σερδικής), αμφότερα σε χρήση κατά το 2ο και 3ο μ.Χ. αιώνα[20]. Την παρουσία του στρατοπέδου στην περιοχή της Sapareva Banya και τις δυσμενείς συνέπειες για τον τοπικό πληθυσμό αντανακλά η περίφημη επιστολή-διαμαρτυρία των κατοίκων της κώμης της Σκαπτοπάρας στον αυτοκράτορα Γορδιανό Γ΄, το 238 μ.Χ. (βλ. IGBulg IV 2236). Στο διάστημα από το 127 μέχρι το 136 μ.Χ. στο οχυρό της Καβύλης στρατοπέδευε η cohors II Lucensium equitata. Το 193 μ.Χ. επί Σεβήρου μαρτυρείται στο φρούριο της Germania, ενώ στη Καβύλη εγκαθίσταται η cohors I Aelia Athoitarum.

ΟΙ ΘΡΑΚΕΣ ΣΤΟΝ ΡΩΜΑΪΚΟ ΣΤΡΑΤΟ

Η παρουσία Θρακών στο ρωμαϊκό στράτευμα ανάγεται στους χρόνους πριν τη μετατροπή της Θράκης σε επαρχία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, το 46 μ.Χ., επί Κλαυδίου. Σε ένα σύντομο, αλλά ιδιαίτερα χαρακτηριστικό για την ιστορία της Θράκης κατά τους χρόνους αυτούς, χωρίο από τον λόγο που εκφώνησε ο Κικέρων κατά του Καλπούρνιου Πίσωνα ενώπιον της ρωμαϊκής Συγκλήτου, το 55 π.Χ., αντανακλώνται οι έριδες και οι ανταγωνισμοί μεταξύ των διαφόρων φύλων της θρακικής ενδοχώρας, προκειμένου να αποκτήσουν την εύνοια και στήριξη των Ρωμαίων. Συγκεκριμένα, ο Κικέρων αναφέρεται στην προσφορά βοηθητικών δυνάμεων από τον αρχηγό των Βεσσών Rabocentus στον Πίσωνα, διοικητή κατά την περίοδο αυτή της γειτονικής Μακεδονίας21. Με την ενίσχυση του ρωμαϊκού ελέγχου επί Αυγούστου και την οργάνωση του συστήματος των στρατηγιών στη θρακική ενδοχώρα, η στρατολόγηση Θρακών φαίνεται πως οργανώνεται σε πιο σταθερή βάση[22]. Όχι, όμως, χωρίς προβλήματα, αφού οι πηγές ρητά αναφέρουν πως οι βαριές στρατολογήσεις υπήρξαν το αίτιο της μεγάλης εξέγερσης του 26 μ.Χ.[23]

Με τη μετατροπή της Θράκης σε επαρχία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας το 46 μ.Χ., η Θράκη γίνεται πλέον –μετά τη Γαλατία και την Ισπανία– μια από τις σημαντικότερες πηγές επάνδρωσης των ρωμαϊκών auxilia, όπως μαρτυρά ο ικανός αριθμός των μονάδων της κατηγορίας αυτής που φέρουν τον τίτλο Thracum στον τίτλο τους. Σήμερα γνωρίζουμε συνολικά 38 τέτοια σώματα, εκ των οποίων τα δώδεκα ιππικά (alae) και τα υπόλοιπα πεζικά, συνοδευόμενα ενίοτε από μονάδες ιππικού (pedites et equitatae). Δύο ακόμη κοόρτεις φέρουν το επίθετο Bessorum, παραπέμποντας σε στρατολογήσεις μεταξύ του συγκεκριμένου φύλου (cohors I Flavia Bessorum και cohors II Flavia Bessorum). Οι επανδρωθείσες από Θράκες μονάδες μαρτυρούνται στη Μυσία, Δακία και Παννονία, αλλά και σε πιο απομακρυσμένες περιοχές, όπως η Γερμανία, η Συρία, η Ισπανία και η Βρετανία[24]. Σημαντική, εξάλλου, εμφανίζεται και η παρουσία Θρακών στις φρουρές της Ρώμης –όπως μαρτυρούν οι προερχόμενες από την ίδια τη Ρώμη επιγραφές– αλλά και στους στόλους του Μισηνού και της Ραβέννας[25].

ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΒΕΤΕΡΑΝΩΝ ΣΤΗ ΘΡΑΚΗ

Το πλέγμα των σχέσεων που διαμόρφωνε η παρουσία του ρωμαϊκού στρατού στη Θράκη αλλά και η παρουσία Θρακών στον ρωμαϊκό στρατό συνεχίζεται και μετά την ολοκλήρωση της θητείας των εκάστοτε υπηρετούντων, με την επιλογή των αποστρατευθέντων (= veterani) να εγκαθίστανται συνηθέστερα είτε στον τόπο υπηρεσίας τους –έχοντες ενίοτε αποκτήσει οικογένεια και δεσμούς με τη νέα τους πατρίδα– είτε στον τόπο καταγωγής τους.

Οργανωμένη εγκατάσταση βετεράνων στην επαρχία Θράκης υπήρξε με την ίδρυση της ρωμαϊκής αποικίας της Άπρου πιθανότατα επί Κλαυδίου (Colonia Claudia Aprensis) και οπωσδήποτε με την ίδρυση της ρωμαϊκής αποικίας της Δεβελτού (Colonia Flavia Pacis Deultensium) επί Βεσπασιανού. Τον στρατιωτικό χαρακτήρα της πρώτης μαρτυρούν η στρατηγική της θέση επί του χερσαίου οδικού άξονα της Εγνατίας, καθώς και η παρουσία επιγραφών εν ενεργείᾳ στρατιωτών αλλά και βετεράνων από τη γύρω περιοχή. Για τον στρατιωτικό χαρακτήρα της δεύτερης δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία, αφού επιγραφές μαρτυρούν πως αποικίστηκε από βετεράνους της εγκατεστημένης, ήδη από την εποχή του Κλαυδίου στο ρωμαϊκό φρούριο Novae της Κάτω Μυσίας (σημ. Svištov), legio VIII Augusta[26]. Την εγκατάσταση βετεράνων, όμως, μαρτυρά και ένας αρκετά σημαντικός και σταθερά αυξανόμενος αριθμός επιγραφών που προέρχονται από διάφορες περιοχές της Θράκης[27]. Στην παρούσα ηλεκτρονική βάση συγκεντρώθηκαν 109 επιγραφές, που ήρθαν στο φως εντός των ορίων της ρωμαϊκής επαρχίας Θράκης, όπως αυτά καθορίστηκαν σε γενικές γραμμές με την οριοθέτηση του 136 μ.Χ. επί Αδριανού[28]. Στη βάση, επομένως, εντάχθηκαν και περιπτώσεις που προέρχονται από περιοχές βορείως του Αίμου και ανατολικά του Οίσκου ποταμού, εφόσον προέρχονται με απόλυτη ή σχετική βεβαιότητα από τη χώρα της Νικοπόλεως του Ίστρου και της Μαρκιανουπόλεως και χρονολογούνται μέχρι και 25 χρόνια μετά τη διοικητική τους μεταφορά από την επαρχία Θράκης στην επαρχία Κάτω Μυσίας, περί το 198 μ.Χ. Στη βάση, επιπλέον, εντάχθηκαν, σε γενικές γραμμές, μόνον οι περιπτώσεις εκείνες όπου η ιδιότητα του βετεράνου ρητώς αναφέρεται στο κείμενο ή προκύπτει με απόλυτη ή σχεδόν απόλυτη βεβαιότητα. Το υλικό μπορεί να αναζητηθεί με βάση το είδος της επιγραφής –στρατιωτικά διπλώματα, επιτύμβιες, τιμητικές αλλά και αναθηματικές επιγραφές, αν και στην τελευταία αυτή περίπτωση σημειώνεται πως δεν διασφαλίζεται ο μόνιμος χαρακτήρας της παρουσίας του βετεράνου στην περιοχή–, με βάση τη χρονολόγηση, την προέλευση –κατά πόλεις, με βάση το σχήμα που προέκυψε μετά το μεγάλο πρόγραμμα αστικοποίησης της θρακικής ενδοχώρας από τον αυτοκράτορα Τραϊανό–, αλλά και με βάση το στρατιωτικό σώμα στο οποίο υπηρέτησε ο βετεράνος, εφόσον αυτό αναφέρεται στο κείμενο. Στη συντριπτική πλειονότητά τους, τα ονόματα μαρτυρούν πως πρόκειται για προερχόμενους από τη Θράκη και, επομένως, για βετεράνους που επέστρεψαν στον τόπο καταγωγής τους μετά την ολοκλήρωση της θητείας τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις δεν εγκαθίστανται στον ακριβή τόπο καταγωγής τους αλλά σε άλλη περιοχή της Θράκης, χωρίς να είσαι σαφής ο λόγος της επιλογής αυτής.

1 Πλην της βιβλιογραφίας που σημειώνεται στην ενότητα «Ρωμαϊκός στρατός», βλ. τα συνθετικά άρθρα στη δεύτερη έκδοση του Cambridge Ancient History (= CAH2), συγκεκριμένα: Keppie L., The Army and the Navy, CAH2 10 (1996), 371-396, Hassal M., The Army, CAH2 11 (2000), 320-343, Campbell B., The Army, CAH2 12 (2005), 110-130, και Lee A. D., The Army, CAH2 13 (1998), 211-237. Μεταξύ των ελληνικών δημοσιεύσεων, βλ. συνοπτικά το κεφάλαιο «Ο ρωμαϊκός στρατός, από την ελεύθερη πολιτεία ως την εποχή των Σεβήρων», στο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. 6, Αθήνα 1976, 55-67.

2 Τα δικαιώματα αυτά πιστοποιούσαν τα λεγόμενα στρατιωτικά διπλώματα, αντίγραφα επίσημων αποφάσεων της κεντρικής διοίκησης που χαράσσονταν σε δύο χάλκινες δέλτους, βλ. σχετικά Lassère J.-M., Manuel d’Épigraphie Romaine, Paris 2005, 798-803.

3 Εικάζεται πως ο στόλος αυτός διαμορφώθηκε επί Κλαυδίου κατά την ίδρυση της επαρχίας Θράκης (46 μ.Χ.), αν και οι γνώσεις μας συνοψίζονται σε μια χρονολογούμενη το 88/90 μ.Χ. επιγραφή από την Πέρινθο/Ηράκλεια και σε νομίσματα που χρονολογούνται από τη δυναστεία των Αντωνίνων. Για την επιγραφή, βλ. IGR I 781 = Sayar, Perinthos-Herakleia 226-227, αρ. 44 = Thomasson, Laterculi praesidum, 162, 88. Για τους στόλους γενικά, βλ. Κienast D., Untersuchungen zu den Kriegsflotten der römischen Kaiserzeit, Bonn 1966, (συγκεκριμένα 109-110 για την classis Perinthia), Viereck H. D. L., Die römische Flotte, classis Romana, Bielefeld 1975, (συγκεκριμένα 256), Starr C. G., The Roman Imperial Navy: 31 B. C. - A. D. 324, Chicago 19933, (συγκεκριμένα 126-127), και Reddé M., Mare nostrum. Les infrastructures, le dispositif et l’histoire de la marine militaire sous l’Empire romain [BEFAR 260], Rome 1986, 255-256 και 560-561.

4 Για τους equites singulares Augusti, βλ. Speidel M. P., Die Equites Singulares Augusti: Begleittruppe der römischen Kaiser des zweiten und dritten Jahrhunderts [Antiquitas 11], Bonn 1965, και Toυ Ιδιου, Die Denkmäler der Kaiserreiter: Equites singulares Augusti, Köln 1994, καθώς και Grant M., The Army of the Caesars, London 19752, 231. Για τους equites singulares των επαρχιών, βλ. Le Bohec Y., The Imperial Roman Army, London 1994, 23.

5 Για την εκτίμηση αυτή, βλ. Gilliver K., The Augustan Reform and the Structure of the Imperial Army, στο: Erdkamp P. (επιμ.), A Companion to the Roman Army, Malden-Oxford 20082, 186.

6 Στο περί Ἰουδαϊκοῦ πολέμου έργο του, βλ. Bell.Iud. 2.368.

7 Για το μόνιμο ή προσωρινό χαρακτήρα της δύναμης αυτής, βλ. Gerov B., Landownership in Roman Thracia and Moesia (1st-3rd century), Amsterdam 1988, 31, και Boyanov I., The Roman Veterans in Lower Moesia and Thrace (1st-3rd century AD), Sofia 2008, 184 αντίστοιχα.

8 Βλ. Eck W. - angerl A., Zwei Diplome für die Truppen der Provinz Thracia, darunter das früheste unter Kaiser Domitian, ZPE 188 (2014), 250-253, αρ. 1, και το σχετικό λήμμα της βάσης. Το όνομα δηλώνει πως η κοόρτις επανδρώθηκε αρχικά μεταξύ των κατοικούντων βορείως της Γαλιλαίας Ιτουραίων.

9 Βλ. RMD IV 227/14, και το σχετικό λήμμα της βάσης. Για την cohors IIII Gallorum equitata, βλ. Spaul J. E. H., Cohors 2: The evidence for and a short history of the auxiliary infantry units of the Imperial Roman Army [BAR International Series 841], Oxford 2000, 163-164.

10 Βλ. IGBulg III.2, 1471bis=AnnEpigr 1965, 347 και το σχετικό λήμμα της βάσης.

11 Για τα διπλώματα αυτά, βλ. RMD I.2, Weiss P., Neue Militärdiplome, ZPE 117 (1997) 233-238 και CIL XVI.50 αντίστοιχα.

12 Βλ. AnnEpigr 2007#1784 και RMD V.385/260 αντίστοιχα, καθώς και τα σχετικά λήμματα της βάσης.

13 Plin., H.N. 5.427. Στο διάστημα πριν και μετά την παρουσία της στη Θράκη, η κοόρτις παραδίδεται στη Μυσία/Κάτω Μυσία, βλ. RMD I.2, CIL XVI.39 και 46, Eck W. - Pangerl A., Traians Heer im Parthenkrieg. Zu einem neuen Diplom aus dem Jahr 115, Chiron 35 (2005) 49-67, καθώς και RMD V 414.

14 Και η κοόρτις αυτή μετακινήθηκε στη Θράκη από τη Μυσία/Κάτω Μυσία, όπως μαρτυρούν τα διπλώματα CIL XVI.22 (του 78 μ.Χ.), Weiss, Neue Militärdiplome, 233-238 (97 μ.Χ.), CIL XVI.50 (105 μ.Χ.) και 58 (113 μ.Χ.) και Roxan M. M., An Auxiliary/Fleet diploma of Moesia Inferior: 127 August 20, ZPE 118 (1997) 293-294 (127 μ.Χ.). Το τελευταίο αυτό δίπλωμα μαρτυρά πως η μετακίνηση από την Κάτω Μυσία στη Θράκη πρέπει να έλαβε χώρα στο διάστημα 127-136 μ.Χ. Για την ιστορία της συγκεκριμένης κοόρτις, βλ. Velkov V., Cohors II Lucensium equitata in Moesia and Thrace, AArchHung 41 (1989), 247-256.

15 Για τα διπλώματα αυτά, βλ. AnnEpigr 2004, 1907 και 1908, RMD V.435, 437, 439, 440, 441, καθώς και Eck - Pangerl, Zwei Diplome für die Truppen der Provinz Thracia, 253-254, αρ. 2. Βλ. και τα αντίστοιχα λήμματα στη βάση.

16 Για τον πιθανό συσχετισμό του στρατιωτικού αυτού σώματος με την περιοχή του Άθω, βλ. Roxan M. M. - Weiß P., Die Auxiliartruppen der Provinz Thracia. Neue Militärdiplome der Antoninenzeit, Chiron 28 (1998), 383-386 και 395-397 και Holder P. A., Auxiliary Units Entitled Aelia, ZPE 122 (1998), 253-254.

17 Βλ. Tac, Hist. 4.37. Το φύλο αυτό εντοπίζεται στην περιοχή γύρω από το σημερινό Wiesbaden.

18 Για την παρουσία της στην Κάτω Μυσία, βλ. CIL XVI.44 (99 μ.Χ.), RMD II.85 (112 μ.Χ.), Roxan M. M. - Eck W., A diploma of Moesia Inferior: 125 Iun.1, ZPE 116 (1997), 193-203 (125 μ.Χ.), Roxan, An Auxiliary/Fleet diploma of Moesia Inferior, 293-294, CIL XVI.78 (134 μ.Χ.), CIL XVI.83 (138 μ.Χ.) και RMD III.165 (145 μ.Χ.).

19 Velkov V., Römisches Militärwesen in der Provinz Thrakien, Thracia 9 (1989), 5-11.

20 Lozanov I., Roman Thrace, στο: Valeva J. - Nankov E. - Graninger D. (επιμ.), A Companion to Ancient Thrace, Oxford-Malden 2015, 80.

21 Βλ. Κικέρων, Pis. 34.84 (magna praesidia auxilia a Bessi peditum equitumque).

22 Για την πιθανή σχέση του συστήματος των στρατηγιών με τις στρατολογήσεις, βλ. Parissaki M. G., Étude sur l’organisation administrative de la Thrace à l’époque romaine. L’histoire des stratégies, Revue des Études grecques 122 (2009), 319-357, κυρίως 350-352.

23 Βλ. Τάκιτος, Ann. 4.46-51 και τη σχετικά ανάλυση στο: Zahariade Μ., The Thracians in the Roman imperial army: from the first to the third century AD, vol. I: Auxilia, Cluj-Napoca 2009, 57-58.

24 Καταλόγους των σωμάτων αυτών, με τις διαθέσιμες στην έρευνα πληροφορίες για τους τόπους όπου μαρτυρούνται, παρέχονται στις μελέτες των Jarrett Μ. G., Thracian Units in the Roman Army, IEJ 19/ (1969), 215-224 και, πιο πρόσφατα, Zahariade, The Thracians in the Roman imperial army, 119-162.

25 Για μια εκτίμηση της παρουσίας Θρακών ανάμεσα στα μέλη του στόλου του Μισηνού, βλ. τους πίνακες που δημοσιεύονται στα έργα των Starr, The Roman Imperial Navy, 75 και Reddé, Mare Nostrum, 532.

26 Βλ. CIL VI.31962=ILS 3828 (82 μ.Χ.).

27 Για την εγκατάσταση βετεράνων στη Θράκη, βλ. τις μελέτες του Gerov, Landownership in Roman Thracia and Moesia (1st-3rd century), κυρίως 43-67, και του Boyanov, Τhe Roman Veterans in Lower Moesia and Thrace (στα βουλγαρικά με αγγλική περίληψη).

28 Για τα σύνορα της ρωμαϊκής επαρχίας Θράκης, βλ. Gerov B., Die Grenzen der römischen Provinz Thracia bis zur Gründung des Aurelianischen Dakien [Aufstieg und Niedergang der römischen Welt 7.1], Βerlin-New York 1979, 212-240 και τη συνοπτική σύνθεση στο έργο των Ivanov R. - Bülow G. von, Thracia. Eine römische Provinz auf der Balkanhalbinsel, Mainz am Rhein 2008, 15-18 με τον χάρτη στο πίσω εσώφυλλο.

Υπεύθυνοι μελέτης: Μαρία-Γαβριέλλα Παρισάκη, Francesco Camia, Χριστίνα Κοκκινιά.

Συνεργάτης: Γιώργος Βαλσαμάκης.

Χαρτογράφηση: Ελένη Γκαδόλου