Δυτικά θρησκευτικά τάγματα στον ευρύτερο χώρο του Αιγαίου και του Ιονίου Πελάγους (11ος-19ος αιώνας)

Μαρίνα Κουμανούδη, Γιώργος Κουτζακιώτης, Αγγελική Πανοπούλου, Άννα Λαμπροπούλου

Δυτικά θρησκευτικά τάγματα στον ευρύτερο χώρο του Αιγαίου και του Ιονίου Πελάγους (11ος-19ος αιώνας)

Από τον 11ο αιώνα, ο ευρύτερος χώρος του Αιγαίου και του Ιονίου Πελάγους αποτέλεσε διαρκώς έναν χώρο συνύπαρξης της ορθόδοξης Ανατολής με την καθολική Δύση. Με αφετηρία την ίδρυση εμπορικών παροικιών των ιταλικών πόλεων, η δυτική παρουσία θα εδραιωθεί στον χώρο αυτόν, κατά τους επόμενους αιώνες, καθώς, με τις Σταυροφορίες και το διαμελισμό της βυζαντινής αυτοκρατορίας, θα δημιουργηθούν πολυάριθμες λατινικές κτήσεις και κρατικά μορφώματα λατινικής επιρροής. Στο θρησκευτικό επίπεδο, την εδραίωση αυτή αντικατοπτρίζει η εγκατάσταση και η διασπορά δυτικών θρησκευτικών ταγμάτων, η οποία θα συνεχιστεί, και κατά τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου, ως αποτέλεσμα των Διομολογήσεων. Βενεδικτίνοι, Κιστερκιανοί, Δομηνικανοί, Φραγκισκανοί, Αυγουστινιανοί, Νοσοκομειακά και Στρατιωτικά Τάγματα, Καπουκίνοι, Ιησουίτες και Λαζαριστές μισιονάριοι θα συγκροτήσουν, μέσα στους αιώνες, ένα εκτεταμένο και πυκνό δίκτυο εκκλησιών, μονών, εξαρτημάτων και αποστολών, που απλωνόταν τόσο στον νησιωτικό χώρο όσο και σε αστικά κέντρα όπου υπήρχαν ρωμαιοκαθολικές κοινότητες. Η ιστορική συγκυρία, οι σχέσεις των ιδρυμάτων με τις κοσμικές και τις εκκλησιαστικές αρχές του τόπου προέλευσης αλλά και του τόπου υποδοχής, καθώς και με την Αγία Έδρα, υπήρξαν παράμετροι που επηρέασαν καθοριστικά την ανάπτυξη και τις κατευθύνσεις των δραστηριοτήτων τους. Η δράση των θρησκευτικών ταγμάτων, ιδιαίτερα κατά τους πρώτους αιώνες, εντοπίζεται στους τομείς της ποιμαντικής μέριμνας, της παροχής υπηρεσιών, καθώς και σε αυτόν της φιλανθρωπίας. Έχοντας ως αντικείμενό τους, πέρα από την πνευματική καθοδήγηση του ποιμνίου τους, την ίδρυση αδελφοτήτων και σχολείων, οι μονές τους, κατά τη νεότερη περίοδο, θα γίνουν το κατεξοχήν πεδίο αλληλεπίδρασης των χριστιανικών δογμάτων και διάδοσης επιστημονικών και τεχνολογικών γνώσεων. Επιπλέον, η ενασχόληση των μοναχών με τη συλλογή και τη μεταφορά λειψάνων από την Ανατολή έδωσε ώθηση στην ανάπτυξη της αγιολογικής και μεταφραστικής δραστηριότητας (διηγήσεις μετακομιδής λειψάνων και θαυμάτων, μαρτύρια, βίοι αγίων κ.λπ.), η οποία συνέβαλε στην εγκαθίδρυση και τη διάδοση της λατρείας αγίων άγνωστων μέχρι εκείνη την εποχή στη Δύση. Παράλληλα, εγκατεστημένοι σε πόλεις και λιμάνια που αποτελούσαν σημαντικούς σταθμούς για τους ταξιδιώτες προς την Κωνσταντινούπολη και τους Αγίους Τόπους, οι μισιονάριοι διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στη διακίνηση πληροφοριών κάθε είδους στον ευρωπαϊκό και μεσογειακό χώρο. Τέλος, με την ιδιότητα του κατόχου έγγειας περιουσίας, τα δυτικά τάγματα συνομίλησαν με τις τοπικές κοινωνίες, συνεισφέροντας στην οικονομία και στη διαμόρφωση του πολεοδομικού ιστού των τόπων υποδοχής.

ΣΤΟΧΟΙ ΤΗΣ ΒΑΣΗΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΣ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΤΗΣ

Η βάση δεδομένων «Δυτικά θρησκευτικά τάγματα στον ευρύτερο χώρο του Αιγαίου και του Ιονίου Πελάγους (11ος-19ος αιώνας)» αποσκοπεί:

α) να αποτυπώσει για πρώτη φορά χαρτογραφικά την έκταση, την πυκνότητα και την ποικιλομορφία των εγκαταστάσεων των δυτικών θρησκευτικών ταγμάτων στον συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο από τον 11ο αιώνα έως το 1830, έτος της ελληνικής ανεξαρτησίας,

β) να συγκεντρώσει και να παρουσιάσει τη βασική βιβλιογραφική τεκμηρίωση για τις εγκαταστάσεις αυτές.

Τα δεδομένα τα οποία παρουσιάζονται βασίζονται μόνο σε δημοσιευμένο υλικό. Πιο συγκεκριμένα, για τη συγκέντρωση των δεδομένων αποδελτιώθηκαν οι εξής κατηγορίες δημοσιευμένων έργων:

• μελέτες οι οποίες αναφέρονται στην ιστορία των δυτικών θρησκευτικών ταγμάτων στην ανατολική Μεσόγειο,

• δημοσιεύσεις πηγών οι οποίες αναφέρονται στις κατά τόπους εγκαταστάσεις των δυτικών θρησκευτικών ταγμάτων στον συγκεκριμένο χώρο,

• μελέτες γενικής ή τοπικής ιστορίας, όταν οι πληροφορίες τους για τις εγκαταστάσεις των δυτικών θρησκευτικών ταγμάτων βασίζονται σε πρωτογενές υλικό.

Η βιβλιογραφική τεκμηρίωση, η οποία δίνεται στον χρήστη, περιλαμβάνει τα βασικά δημοσιευμένα έργα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, κρίθηκε περιττό να αναφερθούν παλαιότερες μελέτες εφόσον τα πορίσματά τους αξιοποιούνται επαρκώς από τη νεότερη βιβλιογραφία.

Από την αποδελτίωση της σχετικής βιβλιογραφίας προκύπτει ότι οι γνώσεις μας για την ιστορία των δυτικών θρησκευτικών ταγμάτων σε ορισμένους τόπους είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Ως εκ τούτου, οι χρονικές ενδείξεις δεν δηλώνουν πάντοτε την αδιάκοπη λειτουργία μιας εκκλησίας, μιας μονής, ενός εξαρτήματος ή μιας αποστολής, ιδιαίτερα όταν το διάστημα αυτό εκτείνεται σε πολλές δεκαετίες. Κατά ανάλογο τρόπο, δεν είναι βέβαιο ότι η μορφή της εγκατάστασης παραμένει η ίδια κατά τη διάρκεια πολλών δεκαετιών. Σε μερικές περιπτώσεις, μάλιστα, οι ιστοριογραφικές πληροφορίες δεν συμφωνούν ούτε ως προς την περίοδο λειτουργίας ή/και τη μορφή της εγκατάστασης. Στις περιπτώσεις αυτές καταχωρίστηκαν τα δεδομένα τα οποία κρίθηκαν από τους δημιουργούς της βάσης δεδομένων ως περισσότερο βάσιμα. Ας σημειωθεί ότι το μέγεθος των θρησκευτικών κοινοτήτων εμφανίζει μεγάλες διακυμάνσεις ανάλογα με τη δομή οργάνωσης κάθε τάγματος και τις διαφορετικές χρονικές περιόδους. Κατά κανόνα οι μοναστικές κοινότητες ήταν περιορισμένες αριθμητικά. Συχνά, εξάλλου, δεν συγκροτούσαν κοινότητα με πλήρη θρησκευτική ζωή, ενώ μαρτυρούνται και περιπτώσεις μεμονωμένων αδελφών ή ιερομονάχων, οι οποίοι εξυπηρετούσαν τις θρησκευτικές και λειτουργικές ανάγκες συγκεκριμένων αξιωματούχων, στρατιωτικών μονάδων ή εμπορικών παροικιών. Εξάλλου, η κατά τόπους ακίνητη περιουσία των ταγμάτων συγκροτείται σταδιακά και υφίσταται αυξομειώσεις στην πάροδο του χρόνου ως συνέπεια των ιστορικών συνθηκών, αλλά και των εξελίξεων στο εσωτερικό των ίδιων των θρησκευτικών οργανισμών. Δεδομένων των δυσκολιών που συνεπάγεται ο όγκος και η διασπορά των πληροφοριών για την περιουσιακή κατάσταση των ταγμάτων, στην παρούσα φάση πιλοτικά επιχειρήθηκε η καταγραφή της περιουσίας τριών περιπτώσεων:

α) του νοσοκομειακού τάγματος των Σταυροφόρων,

β) του στρατιωτικού τάγματος του Αγίου Σαμψών, και

γ) των Κιστερκιανών της Κρήτης.

Ως τόπος αφετηρίας των ταγμάτων δηλώνεται η κεντρική ή μητρική μονή, εφόσον υπάρχει. Αντίστοιχα, όταν η εγκατάσταση δεν μπορεί να προσδιοριστεί τοπογραφικά με ακρίβεια, σημειώνεται στον χάρτη το κεντρικό σημείο της ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής. Τέλος, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν διαθέτουμε ακριβείς χρονικές ενδείξεις για την αφετηρία και το τέλος της εγκατάστασής τους, οι χρονολογίες οι οποίες καταχωρίζονται είναι κατά προσέγγιση.

Στην επόμενη φάση η βάση δεδομένων θα επεκταθεί γεωγραφικά, έτσι ώστε να συμπεριλάβει και την Κύπρο, και χρονικά έως τον 20ό αιώνα. Επιπλέον, θα ενημερωθεί βιβλιογραφικά και θα εμπλουτισθεί με δημοσιευμένο και αδημοσίευτο αρχειακό υλικό.

ΒΕΝΕΔΙΚΤΙΝΕΣ

Γυναικείος κλάδος του τάγματος των Βενεδικτίνων, η ίδρυση του οποίου αποδίδεται στην αδελφή του Αγίου Βενέδικτου Σχολαστική. Κατά τον Μεσαίωνα, οι γυναικείες μονές των Βενεδικτίνων ήταν κλειστές αριστοκρατικές κοινότητες που προσέλκυαν πλούσιες δωρεές, καθώς λειτουργούσαν και ως καταφύγιο για τις ανύπαντρες κόρες ή τις χήρες των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων.

ΒΕΝΕΔΙΚΤΙΝΟΙ

Από τα παλαιότερα και σπουδαιότερα τάγματα της Δυτικής Εκκλησίας που για την άσκηση των μοναχών ακολουθεί τον Κανόνα του Αγίου Βενέδικτου από τη Νουρσία (6ος αιώνας). Οι μονές των Βενεδικτίνων ήταν αρχικά αυτόνομες και αυτάρκεις κοινότητες, υπαγόμενες κατά τους πρώτους κυρίως αιώνες στην αρμοδιότητα των τοπικών επισκόπων. Υπήρξαν κάτοχοι εκτεταμένης έγγειας περιουσίας και ανέπτυξαν για τη διαχείρισή της σύνθετους μηχανισμούς που προέβλεπαν την επέκταση της κύριας μονής σε εξαρτώμενες μοναστικές κοινότητες, εκκλησίες ή μετόχια. Κατά τον 10ο και 11ο αιώνα πολλές μονές υιοθέτησαν το Τακτικό και τις συνήθειες του Cluny, συγκροτώντας μοναστικές κοινότητες που βρίσκονταν υπό την καθοδήγηση μιας κεντρικής μονής. Στα τέλη του 12ου αιώνα το τάγμα εισήλθε σε μακροχρόνια περίοδο παρακμής, η οποία εκδηλώθηκε με έκπτωση των ηθών και οικονομικές δυσχέρειες. Ακολούθησαν προσπάθειες εξυγίανσης και μεταρρύθμισης στη διάρκεια των επόμενων αιώνων, στο πλαίσιο των οποίων δημιουργήθηκαν ομοσπονδίες και μοναστικοί σύνδεσμοι μεταρρυθμισμένων μοναστηριών με διεθνή χαρακτήρα. Οι Βενεδικτίνοι προσέφεραν ποιμαντικό έργο, ανέπτυξαν σημαντική ιεραποστολική δράση, ιδιαίτερα κατά τον πρώιμο Mεσαίωνα, καλλιέργησαν τα γράμματα και συνέβαλλαν στην τόνωση της θρησκευτικής πνευματικότητας.

ΚΙΣΤΕΡΚΙΑΝΟΙ

Το τάγμα των Κιστερκιανών αποτελούσε κλάδο των Βενεδικτίνων και ιδρύθηκε στο Σιτό (λατινικά Cistercium) της Γαλλίας το 1098 από τον Άγιο Ροβέρτο, ηγούμενο της μονής Molesme. Το τάγμα εξαπλώθηκε σε όλη την Ευρώπη, χάρη στις προσπάθειες του Bernard de Clairvaux, που θεωρείται ο δεύτερος ιδρυτής του. Φορούσαν λευκό ράσο με μαύρη ζώνη προκειμένου να διακρίνονται από τους Βενεδικτίνους που φορούσαν μαύρο. Τηρούσαν αυστηρά τους κανόνες του Αγίου Βενέδικτου, ενώ προτιμούσαν την κοινοβιακή ζωή στη φύση και τη χειρωνακτική εργασία. Γι’ αυτό τον λόγο ίδρυαν τα μοναστήρια τους σε απομονωμένες περιοχές, κοντά σε πηγές νερού. Η αρχιτεκτονική των μοναστηριών τους θεωρείται από τις καλύτερες της μεσαιωνικής εποχής και επηρέασε τις αρχιτεκτονικές μορφές που αναπτύχθηκαν στην Ευρώπη τον 12ο αιώνα.

ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΙ

Το ιταλικό νοσοκομειακό τάγμα των Σταυροφόρων (Ordo Cruciferorum) ιδρύθηκε επίσημα από τον πάπα Αλέξανδρο Γ΄ μεταξύ των ετών 1160-1170. Η έδρα του τάγματος ήταν αρχικά στην Μπολόνια, όμως σταδιακά υποσκελίστηκε από τη μονή της Βενετίας. Το τάγμα γνώρισε ταχύτατη εξάπλωση στην ιταλική χερσόνησο και την ανατολική Μεσόγειο μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 13ου αιώνα, αλλά στη συνέχεια παράκμασε και τον 17ο αιώνα διαλύθηκε.

ΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΗΣ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ (ΙΩΑΝΝΙΤΕΣ ΙΠΠΟΤΕΣ)

Το τάγμα των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη είχε την αφετηρία του στον νοσοκομειακό ξενώνα για λατίνους προσκυνητές που ίδρυσε στην Ιερουσαλήμ γύρω στο 1070 η βενεδικτίνεια μονή της Παναγίας του Αμάλφι. Οι Ιωαννίτες εξακολούθησαν να λειτουργούν το νοσοκομείο μέχρι την πτώση της πόλης στους μουσουλμάνους το 1187, όμως το τάγμα είχε αρχίσει να αποκτά στρατιωτικό χαρακτήρα ήδη από τη δεκαετία του 1130. Μετά την απώλεια των Ιεροσολύμων η έδρα των Ιωαννιτών μεταφέρθηκε διαδοχικά στην Άκρα (έως το 1291), στην Κύπρο (έως το 1306), στη Ρόδο (έως το 1522) και τέλος στη Μάλτα (έως τη διάλυσή του από τον Ναπολέοντα το 1798). Οι Ιωαννίτες διατηρούσαν ένα νοσοκομείο και μία εκκλησία στην Κωνσταντινούπολη ήδη από τον 12ο αιώνα. Μετά το 1204, οι λατίνοι αυτοκράτορες τους προικοδότησαν με γαίες στις λατινοκρατούμενες ελληνικές περιοχές, τις οποίες επαύξησαν το 1312, επωφελούμενοι από τη διάλυση των Ναϊτών. Η κατάληψη της Ρόδου και των γύρω νησιών είχε ως συνέπεια το τάγμα να μετεξελιχθεί από θρησκευτικός οργανισμός σε κυρίαρχο κράτος. Εκτός από την περιοχή των Δωδεκανήσων, οι Ιωαννίτες εξαπλώθηκαν στη διάρκεια του 14ου και 15ου αιώνα στην Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και τα μικρασιατικά παράλια.

ΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΟΥ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ, ΝΑΪΤΕΣ ΙΠΠΟΤEΣ (PAUPERES COMMILITONES CHRISTI TEMPLIQUE SALOMONICI)

Το τάγμα του Ναού του Σολομώντος ή των Ναϊτών ιδρύθηκε το 1119 με την ενθάρρυνση του Λατίνου βασιλιά της Ιερουσαλήμ Βαλδουίνου Β΄, με σκοπό την προστασία των δρόμων της Παλαιστίνης από τους ληστές. Παράλληλα, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην άμυνα των φραγκικών επικρατειών της Παλαιστίνης και της Συρίας. Τα μέλη του τάγματος οργανώθηκαν σε θρησκευτική κοινότητα και έδιναν τις μοναχικές υποσχέσεις της ακτημοσύνης, της παρθενίας και της υπακοής. Από το 1129, οπότε η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ενέκρινε επίσημα τη λειτουργία του, αναπτύχθηκε ταχύτατα σε μέλη και δύναμη. Χάρη στην παπική προστασία και την εύνοια των κοσμικών ηγεμόνων, οι Ναΐτες απέκτησαν προνόμια, εκτεταμένη περιουσία και βάσεις στον δυτικοευρωπαϊκό χώρο και στην ανατολική Μεσόγειο, συμπεριλαμβανομένου και του ελλαδικού χώρου. Κατά τα έτη 1205-1210 οι Ιππότες του Ναού διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην κατάληψη της κεντρικής Ελλάδας και απέκτησαν περιουσιακά στοιχεία στη Λαμία, τη Ραβέννικα, το Συκάμινο (Ωρωπός Αττικής), τη Θήβα, το Βασίλειο Θεσσαλονίκης, την Εύβοια, την Πελοπόννησο και την Αττάλεια (Μικρά Ασία). Ωστόσο η υποστήριξη προς το τάγμα εξασθένησε μετά την απώλεια των Αγίων Τόπων. Ο φθόνος και η αντιπάθεια προς το τάγμα, την οποία υποδαύλιζαν οι φήμες για μυστικές τελετές εισδοχής, οδήγησαν στη σύλληψη και τη θανάτωση πολλών από τα μέλη του στη Γαλλία το 1307 και στην οριστική διάλυσή του το 1312. Τα περιουσιακά στοιχεία των Ναϊτών, με εξαίρεση όσα κατείχαν στην Ιβηρική χερσόνησο, μεταβιβάστηκαν στους Ιωαννίτες Ιππότες.

ΤΕΥΤΟΝΕΣ ΙΠΠΟΤΕΣ

Το τευτονικό τάγμα είχε ως αφετηρία του ένα νοσοκομείο εκστρατείας που ίδρυσαν προσκυνητές από το Lübek και τη Βρέμη στην Άκρα το 1190 στο πλαίσιο της τρίτης Σταυροφορίας. Το 1198 το τάγμα προσέλαβε στρατιωτικό χαρακτήρα, υιοθετώντας τον Κανόνα των Ιωαννιτών Ιπποτών, και η λειτουργία του εγκρίθηκε από τον πάπα Ιννοκέντιο Γ΄. Στη συνέχεια γνώρισε ταχύτατη ανάπτυξη, κυρίως επί της ηγεσίας του Hermann von Salza (1210-1239). Κατά την ίδια περίοδο τέθηκαν οι βάσεις για τη δημιουργία του εδαφικού κράτους του τάγματος στην περιοχή της Πρωσίας. Μετά την πτώση της Άκρας, η έδρα του τάγματος μεταφέρθηκε στη Βενετία και από εκεί το 1309 στο Κάστρο του Marienburg στη σημερινή Πολωνία. Οι Τεύτονες Ιππότες διείσδυσαν στην ελληνική Ανατολή κατά την τέταρτη Σταυροφορία και απέκτησαν περιουσιακά στοιχεία και φεουδαρχικές γαίες στη νότια και τη δυτική Πελοπόννησο, ενώ θεωρείται πιθανό ότι είχαν και έναν οίκο στην Κωνσταντινούπολη, που λειτουργούσε ως έδρα του τάγματος έως το 1261. Οι κτήσεις τους στην περιοχή υπάγονταν διοικητικά στο baliato της Ρωμανίας το οποίο είχε συσταθεί πριν από τη δεκαετία του 1240. Το τευτονικό τάγμα δραστηριοποιήθηκε εναντίον των Ελλήνων του Μυστρά και των Τούρκων.

ΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΑΜΨΩΝ

Στρατιωτικό – νοσοκομειακό τάγμα που ιδρύθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τον Λατίνο αυτοκράτορα Ερρίκο της Φλάνδρας, κατά την περίοδο της παραμονής στην πόλη του παπικού λεγάτου Βενέδικτου (1205-1206), ο οποίος συνέταξε και το Τακτικό του. Οφείλει το όνομά του στον ομώνυμο νοσοκομειακό ξενώνα. Στη διάρκεια του 13ου αιώνα, το τάγμα απέκτησε σημαντικά περιουσιακά στοιχεία και εξακτινώσεις στον δυτικοευρωπαϊκό χώρο (Douai, Φλάνδρα), αλλά αργότερα αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα με αποτέλεσμα να το απορροφήσει τελικά το τάγμα του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ. Όταν οι Βυζαντινοί ανακατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη το 1261, οι μοναχοί του Αγίου Σαμψών κατέφυγαν στην Κόρινθο, όπου οικοδόμησαν άλλο νοσοκομείο.

ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΙ

Το τάγμα των Αυγουστινιανών ή τάγμα των Ερημιτών του Αγίου Αυγουστίνου προήλθε από τη συνένωση μικρότερων ταγμάτων που ακολουθούσαν τον Κανόνα του Αγίου Αυγουστίνου και αναγνωρίστηκε επίσημα ως επαιτικό τάγμα το 1256. Είχε διεθνή χαρακτήρα και ήταν οργανωμένο σε επαρχίες υπό Επαρχιακούς Ηγούμενους με επικεφαλής τον Γενικό Ηγούμενο. Ειδικότερα, τα μοναστήρια των Αυγουστινιανών στον ελλαδικό χώρο και την Κύπρο υπάγονταν στην επαρχία των Αγίων Τόπων. Η εξάπλωση των Αυγουστινιανών στον παραπάνω γεωγραφικό χώρο υπήρξε περιορισμένη, συγκριτικά με τα άλλα επαιτικά τάγματα, αλλά μακροχρόνια και εντοπίστηκε κυρίως στις υπό βενετική κυριαρχία περιοχές.

ΔΟΜΙΝΙΚΑΝΟΙ

Το τάγμα των Δομινικανών ιδρύθηκε από τον Άγιο Δομίνικο ντε Γκούθμαν (Guzman) το 1215 και αναγνωρίστηκε επίσημα το 1217. Οι μαθητές του, επειδή προσέλκυαν τον λαό μέσω του κηρύγματος, ονομάστηκαν Αδερφοί Ιεροκήρυκες (Ordo Fratrum Praedicatorum). Άλλωστε, στους κόλπους του τάγματος πάντα υπήρχαν μορφωμένοι μοναχοί, όπως ο Θωμάς Ακινάτης, ενώ πολλοί διέθεταν πανεπιστημιακή εκπαίδευση ή δίδαξαν σε πανεπιστήμια. Οι Δομινικανοί εξαπλώθηκαν σε όλο τον ευρωπαϊκό χώρο και στα τέλη του 13ου αιώνα, διέθεταν στην Ευρώπη και στην Παλαιστίνη 557 μοναστήρια και περισσότερους από 15.000 μοναχούς, εκτός από τις αδελφές και τα μέλη του Τρίτου Τάγματος. Ήδη το 1303 διέθεταν μοναστήρια στην Πελοπόννησο, την Εύβοια και την Κρήτη, καθώς και μικρότερες εγκαταστάσεις σε άλλες περιοχές (Πέρα, Χίος, Μυτιλήνη, Φώκαια, Σμύρνη).

ΔΟΜΙΝΙΚΑΝΕΣ

Γυναικείος κλάδος των Δομινικανών που ιδρύθηκε στο Fanjeaux της Γαλλίας μεταξύ των ετών 1206 και 1207 από τον Άγιο Δομίνικο ντε Γκούθμαν (Guzman). Ακολουθούν τον ίδιο Κανόνα με τους μοναχούς του ίδιου τάγματος.

ΚΑΡΜΕΛΙΤΕΣ

Επαιτικό τάγμα που ήλθε στο προσκήνιο τον 13ο αιώνα και όφειλε το όνομά του στο ιερό Όρος Καρμέλ, νότια της πόλης Χάιφα, στο βόρειο Ισραήλ. Παρά τις ερημιτικές του καταβολές, μετά την αναγνώρισή του το τάγμα εγκαταστάθηκε στις παρυφές των δυτικοευρωπαϊκών πόλεων όπου και ανέπτυξε ποιμαντική δραστηριότητα.

ΚΑΠΟΥΚΙΝΕΣ

To γυναικείο τάγμα των Καπουκίνων (Ordo Santae Clarae Capuccinarum) ανήκει στην οικογένεια των φραγκισκανών ταγμάτων. Ιδρύθηκε το 1535 από τη Maria Lorenza Longo, στην πόλη Νάπολη της Ιταλίας. Το 1538 η πρώτη αδελφότητα απέκτησε εκεί την πρώτη της μονή, τη Santa Maria di Gerusalemme. Τα μέλη του τάγματος τηρούν τον Κανόνα της Αγίας Κλάρας της Ασίζης και διευθύνονται πνευματικά από το ανδρικό τάγμα των Καπουκίνων. Η παρουσία τους στον ελληνικό χώρο μαρτυρείται μόνο στη Σύρο, όπου όμως τα μέλη τους ζούσαν ιδιόρρυθμα και κατοικούσαν στα οικογενειακά σπίτια τους (terziarie, tertiaires). Ωστόσο, κατά τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής τους στη Σύρο, μερικά μέλη τους ήταν εγκατεστημένα σε μονή και ζούσαν κοινοβιακά.

ΚΑΠΟΥΚΙΝΟΙ

Το τάγμα των Καπουκίνων Ελάσσονων Αδελφών (Ordo Fratrum Minorum Capuccinorum) ανήκει στην οικογένεια των φραγκισκανών ταγμάτων. Ιδρύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1520 από τον Matteo da Bascio, στην ιταλική περιοχή Marche. Σκοπός του ιδρυτή ήταν να μεταρρυθμίσει το φραγκισκανικό τάγμα των Τηρητών του Κανόνα (Observanti, Οbservantins), του οποίου αποτελούσε έως τότε μέλος. Το νέο τάγμα αναγνωρίστηκε κανονικά το 1528 και το επόμενο έτος έγινε η πρώτη σύνοδός του στην εκκλησία Santa Maria dell'Acquarella, στον οικισμό Albacina (Fabriano) της επαρχίας της Αγκώνα. Οι Καπουκίνοι πρεσβεύουν τον αυστηρό και λιτό τρόπο ζωής, τον οποίο κήρυττε ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης.

ΣΕΡΒΙΤΕΣ

Το τάγμα των Servi di Maria (Ordo Servorum Beatae Virginis Mariae) ιδρύθηκε σύμφωνα με τον Κανόνα του Αγίου Αυγουστίνου από επτά εμπόρους στη Φλωρεντία της Ιταλίας, πιθανόν το 1233. Αναγνωρίστηκε από τον πάπα το 1263, ενώ εγκρίθηκε το 1304, όταν αριθμούσε 250 μοναχούς και κατείχε 27 μονές στην Ιταλία και 4 στη Γερμανία.

ΦΡΑΓΚΙΣΚΑΝΟΙ

Το τάγμα των Φραγκισκανών (Ordine dei Frati Minori) ιδρύθηκε το 1209 στην Ασίζη της Ιταλίας από τον Άγιο Φραγκίσκο, βάσει του πρώτου κανονισμού, που συνέταξε ο ίδιος ο ιδρυτής του σε είκοσι άρθρα και ο οποίος εγκρίθηκε προφορικά το 1210 και στην τελική του μορφή το 1223. Οι μοναχοί, σύμφωνα με τον Κανονισμό, τα μόνα υλικά αγαθά που επιτρεπόταν να κατέχουν ήταν ένας χιτώνας, μία ζώνη και σανδάλια. Ήδη, όσο ζούσε ο Άγιος Φραγκίσκος, προέκυψαν μεταξύ τους διαφωνίες, οι οποίες συστηματοποιήθηκαν σε δύο κατευθύνσεις: των πνευματικών (spirituali), αυτών δηλαδή που ακολουθούσαν αυστηρά τον Κανονισμό, και των μετριοπαθών, που δεν απέρριπταν τα περιουσιακά αγαθά και ζούσαν σε κοινόβια. Αυτές οι δυο κατευθύνσεις οδήγησαν μετά την πάροδο περίπου δύο αιώνων στον σχηματισμό των ταγμάτων των Τηρητών του Κανονισμού (Frati Minori Osservanti) και των Κοινοβιακών μοναχών (Frati Minori Conventuali). Το 1523 αναγνωρίστηκαν επίσημα και οι Μεταρρυθμισμένοι (Frati Minori Riformati), που αποσχίστηκαν από τους Τηρητές του Κανονισμού, ενώ το 1555 συστάθηκαν και οι Ανυπόδητοι (Scalzi). Tο τάγμα από την αρχή της ίδρυσής του εξαπλώθηκε ραγδαία σε όλη την Ευρώπη. Ήδη το 1316 κατείχε περισσότερα από 1.400 μοναστήρια και αριθμούσε 35.000 μοναχούς.

ΦΡΑΓΚΙΣΚΑΝΕΣ

Ο γυναικείος κλάδος του τάγματος των Φραγκισκανών, που ιδρύθηκε από την Αγία Κλάρα και φέρει το όνομά της (Κλαρίσσες), εγκρίθηκε από τον πάπα το 1212, ενώ ο κανόνας τους το 1253.

ΚΑΝΟΝΙΚΟΙ (CANONS REGULAR)

Εφημέριοι κληρικοί που διαβιούν ομαδικά σύμφωνα με τον Κανόνα του Αγίου Αυγουστίνου, αλλά δεν έχουν δώσει μοναχικούς όρκους.

ΚΑΝΟΝΙΚΟΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΑΦΟΥ

Οι απαρχές του τάγματος ανάγονται στην πρώτη Σταυροφορία. Λέγεται ότι ιδρύθηκε από τον Γοδεφρείδο του Bouillon αμέσως μετά την κατάκτηση των Αγίων Τόπων από τους Δυτικούς, στο πλαίσιο των προσπαθειών του για τη θρησκευτική και στρατιωτική οργάνωση της περιοχής, και επικεφαλής του τέθηκε ο βασιλιάς των Ιεροσολύμων Βαλδουίνος Α΄. Το τάγμα περιλάμβανε στις τάξεις του κανονικούς (fratres), λαϊκούς αδελφούς (confratres) και ιππότες, που επιλέγονταν από τις τάξεις του σταυροφορικού στρατού για την ανδρεία και την αφοσίωσή τους. Σκοπός του ήταν αρχικά η προστασία του Πανάγιου Τάφου και των Αγίων Τόπων, αλλά, μετά την απώλεια των Ιεροσολύμων και της Άκρας, έχασε τον στρατιωτικό του χαρακτήρα και επικεντρώθηκε στο κήρυγμα, το αμυντικό έργο και τη φιλανθρωπία. Το τάγμα απέκτησε διακλαδώσεις στον ευρωπαϊκό χώρο.

ΚΑΝΟΝΙΚΟΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΡΟΥΦΟΥ

Ιδρύθηκαν το 1039 στην περιοχή Dauphiné στην Avignon της Γαλλίας και επηρέασαν σημαντικά το κίνημα των Κανονικών τον 11ο αιώνα, όχι μόνον στη Γαλλία, αλλά και στη Γερμανία και την Ιβηρική χερσόνησο.

ΚΑΝΟΝΙΚΟΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΛΟΥΠΟΥ (SAINT LOUP)

Το Αββαείο του Αγίου Λούπου κοντά στην πόλη Troyes της Καμπανίας ιδρύθηκε τον 9ο αιώνα για να στεγάσει τα λείψανα του ομώνυμου επισκόπου και προστάτη της (Lupus de Troyes). Το 1135 η μοναστική κοινότητα μεταρρυθμίστηκε από τον Βερνάρδο του Clairvaux και υιοθέτησε τον Κανόνα του Αγίου Αυγουστίνου.

ΠΡΕΜΟΝΣΤΡΑΤΕΝΣΙΑΝΟΙ

Οι Κανoνικοί του Prémontré, επίσης γνωστοί ως Πρεμονστρατενσιανοί, Νορβερτίνοι ή Λευκoί Κανονικοί (από το χρώμα του ενδύματός τους), είναι ρωμαιοκαθολικό θρησκευτικό τάγμα κληρικών που ιδρύθηκε στο Prémontré κοντά στη Laon το 1120 από τον άγιο Νόρβερτο, μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο του Μαγδεμβούργου, και έλαβε επίσημη έγκριση λειτουργίας έξι χρόνια αργότερα. Ακολουθούσαν τον Κανόνα του Αγίου Αυγουστίνου, με έμφαση στη μεγάλη λιτότητα και την αυστηρή τήρηση των κανόνων. Το έργο τους περιλάμβανε το κήρυγμα και την άσκηση της ποιμαντικής διακονίας σε ενορίες κοντά στις μονές ή στα κοινόβια τους. Οι Πρεμονστρατενσιανοί ήταν το μόνο εκκλησιαστικό τάγμα που επιχείρησε οργανωμένα και με συστηματικό τρόπο να αποικίσει τον ελληνικό χώρο. Το τάγμα ενεπλάκη στις Σταυροφορίες και απέκτησε δύο μοναστήρια στην Παλαιστίνη. Όταν εκδιώχθηκε από εκεί, ίδρυσε μια μονή στην Κύπρο και τον 13ο αιώνα επεκτάθηκε στον λατινοκρατούμενο ελληνικό χώρο, όπου οι τύχη του συνδέθηκε με αυτή των Λατίνων κυριάρχων.

ΙΗΣΟΥΙΤΕΣ

Η Εταιρεία του Ιησού (Societas Jesu) ιδρύθηκε το 1534 από τον Ιγνάτιο Λογιόλα, στη συνοικία Μονμάρτη του Παρισιού, και αναγνωρίστηκε κανονικά το 1540. Πέρα από τους τρεις καθιερωμένους μοναχικούς όρκους (πτωχεία, αγνότητα, υπακοή), τα μέλη του τάγματος ορκίζονται επιπλέον «ιδιαίτερη υπακοή στον ανώτατο ποντίφικα αναφορικά με τις ιεραποστολές». Οι Ιησουίτες δραστηριοποιούνται κυρίως στην ιεραποστολή και την εκπαίδευση. Η Εταιρεία του Ιησού καταργήθηκε από τον πάπα Κλήμεντα ΙΔ΄ το 1773, αλλά επανασυστήθηκε το 1814 από τον πάπα Πίο Ζ΄. Ωστόσο, κατά το διάστημα αυτό, το τάγμα εξακολούθησε να υπάρχει στη Ρωσία, καθώς η τσαρίνα Αικατερίνη Β΄ δεν είχε επιτρέψει, στην επικράτειά της, την εκτέλεση της παπικής απόφασης για κατάργηση του τάγματος.

ΛΑΖΑΡΙΣΤΕΣ

Το τάγμα της Ιεραποστολής (Congregatio Missionis) ιδρύθηκε το 1625 από τον Vincent de Paul, στο Παρίσι, και αναγνωρίστηκε κανονικά το 1633. Τα μέλη του τάγματος, οι Ιερείς της Ιεραποστολής, ονομάστηκαν επίσης Λαζαριστές λόγω της εγκατάστασής τους, το 1632, στο κτίριο του παλαιού νοσοκομείου Saint-Lazare, το οποίο αποτέλεσε και την πρώτη μονή τους. Με την ίδρυσή τους, οι Λαζαριστές ανέλαβαν τη διεύθυνση των επισκοπικών ιεροσπουδαστηρίων. Το εκπαιδευτικό έργο, η ίδρυση και η λειτουργία σχολείων και ιεροσπουδαστηρίων, θα χαρακτηρίσει αργότερα και την ιεραποστολική δραστηριότητά του τάγματος. Οι Ιερείς της Ιεραποστολής εγκαταστάθηκαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία, το 1783, διαδεχόμενοι τους Ιησουίτες, το τάγμα των οποίων είχε τότε καταργηθεί.

ΟΥΡΣΟΥΛΙΝΕΣ

Η πρώτη αδελφότητα γυναικών, η οποία αφιερώθηκε στην Αγία Ούρσουλα, ιδρύθηκε το 1535 από την Angela Merici, στην πόλη Brescia της Ιταλίας και αναγνωρίστηκε κανονικά το 1544. Το 1536 εγκρίθηκε ο πρώτος κανονισμός του τάγματος της Αγίας Ούρσουλας, ο οποίος προέβλεπε ότι τα μέλη θα ζούσαν στα οικογενειακά σπίτια τους. Ωστόσο, από το 1572 το τάγμα έγινε μοναστικό. Καθήκοντα των Ουρσουλίνων είναι η διαπαιδαγώγηση των κοριτσιών και η φροντίδα των ασθενών και των αναξιοπαθούντων, καθώς και η συνεργασία τους με τους εφημέριους για την εξασφάλιση των κατάλληλων συνθηκών στους ενοριακούς ναούς για τη θεία λατρεία. Στον ελληνικό χώρο οι Ουρσουλίνες πρωτοεμφανίστηκαν στην Τήνο, ακολουθώντας αρχικά τον ιδιόρρυθμο τρόπο ζωής τον οποίο προέβλεπε ο πρώτος Κανονισμός.