Διασπορά ελληνικών χειρογράφων του Αγίου Όρους:
Δίκτυα μετακίνησης κωδίκων από τις αθωνικές μονές στον χώρο της καθ᾽ ημάς Ανατολής και στη Δύση

Ζήσης Μελισσάκης

Το ταξίδι βυζαντινών και μεταβυζαντινών χειρογράφων βιβλίων από τις αγιορειτικές βιβλιοθήκες προς συλλογές εκτός Άθωνα αποτελεί φαινόμενο με δύο εκφάνσεις. Οι περισσότερο γνωστές περιπτώσεις εντάσσονται στη γενικότερη μετανάστευση ελληνικών κωδίκων προς τόπους έξω από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, που παρατηρείται από την εποχή της Αναγέννησης, όταν η Δύση άρχισε να ενδιαφέρεται έντονα για κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, και συνεχίσθηκε μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, με το ενδιαφέρον να επεκτείνεται σε μεταγενέστερα κείμενα και να προέρχεται κι από χώρες της ανατολικής Ευρώπης, υπερβαίνοντας κάποτε και τα ευρωπαϊκά όρια.

Η αθωνική πολιτεία, ήδη από τον 15ο αιώνα, προσείλκυσε το ενδιαφέρον ξένων λογίων, ευγενών ή απλών βιβλιοσυλλεκτών, οι οποίοι με περισσότερο ή λιγότερο οργανωμένες αποστολές και με έντιμες ή δόλιες μεθόδους επεδίωκαν τον εντοπισμό σημαντικών χειρογράφων και τη μεταφορά τους στις συλλογές τους. Με τον τρόπο αυτό –και καθώς σε κάθε μονή, ήδη από την ίδρυσή της, είχε αρχίσει να συγκεντρώνεται το απαραίτητο για τις λατρευτικές ανάγκες, αλλά και για τη μελέτη των μοναχών, χειρόγραφο υλικό, το οποίο στο πέρασμα των αιώνων διογκώθηκε– γρήγορα το Άγιον Όρος κατέληξε να αποτελεί την κατ᾽ εξοχήν πηγή κωδίκων, γύρω από την οποία γεννήθηκε ένας πραγματικός θρύλος.

Άλλοτε, όμως, το ταξίδι των αθωνικών χειρογράφων έχει τη μορφή απλής καθημερινής μετακίνησης βιβλίων, συνήθως εντός του χώρου της καθ᾽ ημάς Ανατολής, στα χέρια μοναχών που ταξίδευαν και τους ήταν απαραίτητα (στην Ανατολή το χειρόγραφο βιβλίο παρέμεινε σε χρήση, παράλληλα με το έντυπο, μέχρι τον 19ο αιώνα), κι άλλοτε της αποστολής βιβλίων από το Άγιον Όρος προς διαφόρους αποδέκτες και για διαφορετικούς λόγους, όπως παραγγελίες, δωρεές, δανεισμό κ.ά. Οι σχετικές μαρτυρίες, κυρίως από σημειώματα μέσα στα ίδια τα χειρόγραφα, είναι πολλές και φανερώνουν ότι το βιβλίο –ιδίως στο πλαίσιο του ιδιόρρυθμου μοναστικού συστήματος που επεκράτησε στον Άθωνα τους αιώνες της τουρκικής κυριαρχίας– μπορούσε να παραμένει κτήμα του μοναχού. Άλλωστε και η αντιμετώπισή του ως κειμηλίου, το οποίο επ᾽ ουδενί δεν έπρεπε να απομακρυνθεί από τη μοναστική κοινότητα, ήταν ενίοτε πιο χαλαρή, ειδικά στις σκληρές οικονομικές συνθήκες της εποχής.

Προς τη Δύση ή την Ανατολή, μέσω ξένων απεσταλμένων και περιηγητών ή απλών μοναχών, οργανωμένα ή όχι, ένας μεγάλος αριθμός κωδίκων εξήχθη από το Άγιον Όρος την περίοδο από τον 15ο έως τον 20ό αιώνα. Εντοπίσθηκαν μαρτυρίες για χίλιους τριακόσιους περίπου, με κάθε είδους κείμενα, κυρίως θρησκευτικά, γραμμένοι είτε στον Άθωνα είτε αλλού. Μεταξύ των μετακινήσεων ξεχωρίζουν οι δύο μαζικές των μέσων του 17ου αιώνα –από τον Κύπριο καθολικό ιερέα Αθανάσιο Ρήτορα και από τον Ρώσο μοναχό Αρσένιο Σουχάνωφ–, οι οποίες περιλαμβάνουν εκατοντάδες τόμους. Ακολουθούν κάποιες μικρότερες με λίγες δεκάδες και πολλές άλλες μεμονωμένες περιπτώσεις, συνήθως με έναν κώδικα.

Αποτέλεσμα των παραπάνω, αλλά και διαφόρων φυσικών καταστροφών, ήταν να απολέσουν οι αγιορειτικές βιβλιοθήκες ένα μέρος των βυζαντινών συλλογών τους. Ωστόσο, καθώς όλη την παραπάνω περίοδο –και παρά τη σταδιακή διείσδυση του ξενόφερτου έντυπου βιβλίου στην Ανατολή– η αντιγραφή χειρογράφων συνεχίστηκε, με την τυπογραφία να παραμένει απαγορευμένη, oι απώλειες καλύφθηκαν με νέες προσκτήσεις. Tελικά οι βιβλιοθήκες όχι μόνο δεν έσβησαν, αλλά αύξησαν το περιεχόμενό τους, παραμένοντας ζωντανοί οργανισμοί, και σήμερα συνεχίζουν να είναι από τις πλουσιώτερες και σημαντικότερες παγκοσμίως.

Το ταξίδι των κωδίκων ακολούθησε πολλούς δρόμους, προς ένα πλήθος προορισμών. Συχνά δεν τερματίσθηκε σύντομα, αλλά διήρκεσε αιώνες –σε ορισμένες περιπτώσεις ενδέχεται να συνεχισθεί– και με αρκετές ενδιάμεσες στάσεις, που δεν είναι πάντα δυνατόν να ανιχνευτούν. Η απεικόνιση όλων αυτών των μετακινήσεων στον παγκόσμιο χάρτη αποδεικνύει το μεγάλο εύρος του φαινομένου της διασποράς του αγιορειτικού χειρόγραφου πλούτου (υπάρχουν ενδείξεις για κώδικες που κατέληξαν ακόμη και στη Νέα Ζηλανδία). Εάν μάλιστα μαζί με τη γεωγραφική αποτύπωση συνυπολογισθεί η χρονολόγηση των μεταφορών, ο αριθμὀς των χειρογράφων που περιελάμβαναν κάθε φορά, αλλά και το είδος τους, τότε μέσα από τα συνήθως ανεξάρτητα μεταξύ τους περιστατικά αναδύονται τα δίκτυα των εκάστοτε ενδιαφερομένων, των ενδιαφερόντων τους και των διακινητών.

Η τράπεζα δεδομένων που «τροφοδοτεί» τον παρόντα χάρτη περιλαμβάνει υλικό, το οποίο συγκεντρώθηκε από τον υπεύθυνο του έργου Ζήση Μελισσάκη (ΙΙΕ / ΕΙΕ) μέσα από πολυετή έρευνα σε καταλόγους ελληνικών χειρογράφων φυλασσόμενων σε βιβλιοθήκες σε όλον τον κόσμο. Ειδικότερα αποδελτιώθηκε σχεδόν το σύνολο των καταλόγων που έχουν καταγραφεί από τον Jean-Μarie Olivier στην τρίτη έκδοση του Répertoire des bibliothèques et des catalogues de manuscrits grecs (Turnhout 1995), καθώς και ένα μεγάλο μέρος από τους καταλόγους που εκδόθηκαν μετά το έτος αυτό. Κριτήριο για την ένταξη ενός κώδικα στη βάση αποτέλεσε η ύπαρξη σε αυτόν σημειώματος ή άλλης πληροφορίας, που να πιστοποιεί με μεγαλύτερη ή μικρότερη βεβαιότητα την παρουσία του κάποτε σε μία αγιορειτική μονή, είτε γράφτηκε εκεί είτε όχι. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι έχουν συμπεριληφθεί ως πιθανώς ευρισκόμενοι κάποια στιγμή στον Άθωνα ακόμη και τόμοι με αναγραφή του ονόματος κάποιου Αγιορείτη σε ενθυμήσεις εντός τους. Ωστόσο, δεν θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το αποτέλεσμα της έρευνας είναι πλήρες, καθώς πολλά χειρόγραφα δεν φέρουν στα φύλλα τους, ή λόγω φθοράς δεν διέσωσαν, στοιχεία της αγιορειτικής τους προέλευσης.

Για την επεξεργασία του συγκεντρωθέντος υλικού και την οργάνωση των δελτίων στην τράπεζα δεδομένων εργάσθηκε η διδάκτωρ Βυζαντινής Αρχαιολογίας και επιστημονική συνεργάτης του προγράμματος «Κρηπίς» Γεωργία Φουκανέλη. Ειδικά η επεξεργασία της σχετικής βιβλιογραφίας –η οποία περιλαμβάνει τους καταλόγους με την περιγραφή κάθε κώδικα και σημαντικά για την αναγνώριση της προέλευσής τους δημοσιεύματα– έγινε από την μεταπτυχιακή φοιτήτρια Ελληνικής Παλαιογραφίας Παρασκευή Σαρανταρίδη και τη φοιτήτρια του Τμήματος Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνα Ατζακά, στο πλαίσιο της πρακτικής της εξάσκησης.

ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΕΡΓΟΥ: Ζήσης Μελισσάκης (ΙΙΕ / ΕΙΕ)

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ: Γεωργία Φουκανέλη, διδάκτωρ Βυζαντινής Αρχαιολογίας

ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ: Παρασκευή Σαρανταρίδη, Κωνσταντίνα Ατζακά