Αιγαιακά συστήματα μέτρησης βάρους στην προνομισματική περίοδο της Ύστερης Εποχής του Χαλκού

Άννα Μιχαηλίδου

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΣΤΟΧΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

Το έργο αναφέρεται στις αρχαιολογικές και γραπτές μαρτυρίες για τα εργαλεία μέτρησης του βάρους (εικ. 1, 2) κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού και τη συμβολή τους στο πρόβλημα της εκτίμησης της αξίας στις προνομισματικές οικονομίες της Εποχής του Χαλκού, στην εποχή δηλαδή που δεν λειτουργούσε μηχανισμός αγοράς στα δίκτυα ανταλλαγής αγαθών. Η διάδοση του λεγόμενου Μινωικού/Αιγαιακού μετρικού συστήματος τεκμαίρεται από τις θέσεις εύρεσης σταθμών –βασισμένων κυρίως στη λεγόμενη «Μινωική» μονάδα. Για τα ίδια τα ανταλλακτικά αγαθά γνωρίζουμε από τα Μυκηναϊκά κείμενα της Γραμμικής Β, όπου καταγράφονται αγαθά που μετριούνται με το βάρος.

Ο ΛΟΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΩΝ ΣΤΑΘΜΩΝ

Ο μεγάλος Έλληνας αρχαιολόγος Χρήστος Τσούντας ήταν ο πρώτος που αντιλήφθηκε την ειδική σημασία των σταθμών και των ζυγών για τις οικονομίες της Εποχής του Χαλκού. Ήταν της άποψης ότι τα σταθμά βρίσκονταν ένα βήμα πριν από την εφεύρεση του νομίσματος (ΤΣΟΥΝΤΑΣ 1893). Η εύρεση σταθμών σε ποικίλες γεωγραφικές θέσεις υποδεικνύει ότι σε ορισμένες κοινωνίες οι άνθρωποι είχαν ήδη συλλάβει την ιδέα της μέτρησης, είχαν αντιληφθεί την ισοδυναμία μάζας και βάρους και είχαν επινοήσει μία βασική μονάδα μέτρησης, η οποία επαναλαμβάνεται με σταθερή αναλογία. Ο Colin Renfrew (1983) εντάσσει τη μελέτη των μετρικών συστημάτων στο πλαίσιο ενός ιδιαίτερου κλάδου της αρχαιολογίας, που o ίδιος ονόμασε «γνωστική αρχαιολογία» (cognitive archaeology). Τα σταθμά διευκόλυναν τους μηχανισμούς ανταλλαγής αγαθών καθώς στην πραγματικότητα αποτελούσαν τους υλικούς μάρτυρες της ποσότητας, η οποία δόθηκε, ίσως και για να επιστραφεί, και, το σημαντικότερο, αυτή η ποσότητα μπορούσε να πολλαπλασιαστεί ή να υποδιαιρεθεί με τη βοήθεια των σταθμών, δηλαδή με την προσθήκη ή την αφαίρεση από το δίσκο του ζυγού σταθμών ίσου βάρους. Για το λόγο αυτό, τα σταθμά χαρακτηρίστηκαν από τον Petruso (1992) ως τα «εργαλεία βιοτεχνίας και εμπορίου».

Η ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΑΡΟΥΣ
ΣΕ ΠΟΙΑ ΑΓΑΘΑ ΜΕΤΡΟΥΝ ΤΟ ΒΑΡΟΣ

Για τα ανταλλακτικά αγαθά που κυκλοφορούσαν στο εμπόριο μακρών αποστάσεων, έχουμε τις αρχαιολογικές μαρτυρίες από τα ναυάγια που έχουν βρεθεί. Μεγάλη συμβολή στο θέμα αυτό αποτελεί το φορτίο που βρέθηκε στο ναυάγιο του Uluburun καθώς, σύμφωνα με τον Pulak, το συγκεκριμένο φορτίο είχε προορισμό ένα Μυκηναϊκό λιμάνι (PULAK 2005, 295).

Με βάση γραπτές μαρτυρίες από Μυκηναϊκά και ανατολικά κείμενα, συμπεραίνουμε ότι αρκετά εμπορεύματα ζυγίζονταν, ειδικότερα τα μέταλλα, το μαλλί και οι γιδότριχες, το λινάρι (το οποίο μετρούσαν και σε δέσμες), το νήμα, το ύφασμα (όταν έκαναν έλεγχο ως προς το βάρος της πρώτης ύλης, άλλως κατέγραφαν αριθμητικά τα κομμάτια του υφάσματος: TZACHILI 2001). Επίσης ζυγίζονταν τα σχοινιά, η στυπτηρία, το ξύλο (σε ορισμένες μόνον περιπτώσεις), το ελεφαντόδοντο, οι πολύτιμοι λίθοι, τα δέρματα (τα οποία ενίοτε αριθμούνταν κατά τεμάχιο: TRANTALIDOU 2001). Επίσης ζυγίζονταν ορισμένα μπαχαρικά, αρώματα και βαφές (SARPAKI 2001), όπως το φοινίκιο, ο ερυθρός κνήκος, ο κρόκκος, ενώ τα υπόλοιπα υπολογίζονταν με μονάδες όγκου. Ζυγίζονταν ακόμα το σέλινο, το κερί και τα νευρά. Ως προς τις τροφές, υπήρχαν λίγες περιπτώσεις στις οποίες ζύγιζαν το ψωμί, τα ψάρια και ίσως και το κρέας (MICHAILIDOU 2010). Για τις υπόλοιπες τροφές ο υπολογισμός της ποσότητας γινόταν με μονάδες χωρητικότητας.

Ειδικότερα το μαλλί, φαίνεται ότι κυκλοφορούσε στο εμπόριο και με τη μορφή της προβιάς. Η αρχαιότερη μνά μαλλιού πιστοποιήθηκε σε σταθμό από το Lagash με βάρος 680,5 γρ., το οποίο αντιστοιχεί με το βάρος της προβιάς ενός προβάτου. Παρόμοια είναι και η τιμή βάρους σε ειδική μονάδα για το μαλλί σε κείμενα του Nuzi, η οποία ονομάζεται kuduktu. Υπήρχε μεγάλη διάδοση της συγκεκριμένης μονάδας του μαλλιού πιθανότατα πριν αλλά και παράλληλα με την εξέλιξη των τυποποιημένων μετρικών συστημάτων, που αφορούσαν σε όλα τα προϊόντα. Για παράδειγμα, ένα μολύβδινο δισκοειδές σταθμό, βάρους 750 γρ, από το Ακρωτήρι Θήρας, πιθανόν συνδέεται με την ποσότητα παραγωγής μαλλιού από την κουρά ενός προβάτου (PARISE 1986). Τέσσερις στιγμές (εικ. 3) χαραγμένες σε αυτό το σταθμό ίσως δηλώνουν την αντιστοιχία του με το ¼ μεγαλύτερης και τυποποιημένης μονάδας βάρους για το μαλλί, 3 κιλών περίπου (MICHAILIDOU 2008). Αυτή η μεγαλύτερη μονάδα βάρους των 3 κιλών (δηλαδή 6 Μεσοποταμιακές μναί) αντιστοιχεί, επίσης, στη μεταγενέστερη Μυκηναϊκή μονάδα μαλλιού LANA της Γραμμικής Β γραφής, όπως και στη μονάδα nariu στο Nuzi (PETRUSO 1986).

ΣΕ ΠΟΙΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΥΠΟΛΟΓΙΖΕΤΑΙ ΤΟ ΒΑΡΟΣ

Καθημερινές σκηνές ζυγίσματος δεν απεικονίζονται σε παραστάσεις από το Αιγαίο και μόνον το αποτέλεσμα του υπολογισμού του βάρους των αγαθών καταγράφεται στις Μυκηναϊκές πινακίδες της Γραμμικής Β γραφής. Αντίθετα, η διαδικασία της στάθμισης απαντά σε ανατολικά κείμενα και εικονίζεται σε Αιγυπτιακές παραστάσεις στις παρακάτω δραστηριότητες: Στη βιοτεχνία (εικ. 4), τη μεταφορά/μεταβίβαση και την ανταλλαγή αγαθών (εικ. 5) σε διάφορα επίπεδα. Μικρές φορητές ζυγαριές ανήκαν στον εξοπλισμό των εμπόρων, γιατί ήσαν απαραίτητες τόσο για τη μέτρηση ποσότητας του εμπορεύματος όσο, κυρίως, για τον υπολογισμό της αξίας του αγαθού (συνήθως μέταλλο), το οποίο δινόταν ως αντάλλαγμα στις προνομισματικές οικονομίες της Εποχής του Χαλκού.

ΠΡΟΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΕΣ

Εστιάζοντας στη σπουδαιότητα των ζυγών και των σταθμών για την ανάγκη εκτίμησης της αξίας των ανταλλακτικών αγαθών, επισημαίνεται η ρήση του Πρωταγόρα «Πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος», που μας υπενθυμίζει ότι το μέγιστο φορτίο ενός ανδρός ήταν παραδοσιακά και η μέγιστη μονάδα βάρους. Χρήματα ονομάζονται όλα όσα ο άνθρωπος χρειάζεται (έχει χρεία), δηλαδή τα πράγματα ή τα αγαθά (MICHAILIDOU 2008) και ο Αριστοτέλης ορίζει ότι «χρήματα δὲ λέγομεν πάντα ὅσων ἡ αξία νομίσματι μετρεῖται» (Ηθικά Νικομάχεια IV, 1,2). Προκύπτει, επομένως, διαφοροποίηση στις έννοιες του χρήματος, του νομίσματος αλλά και του ενδιάμεσου αγαθού που λειτουργεί ως τυποποιημένο αντίτιμο (currency). Στην Εποχή του Χαλκού δεν υπήρχε νόμισμα. Στις προνομισματικές κοινωνίες του Αιγαίου και της υπόλοιπης ανατολικής Μεσογείου υπήρχε ασφαλώς ζήτηση ορισμένων αγαθών και, όπως σημειώνουν οι Sherratts (SHERRAT & SHERRAT 1991, 355-6), την εποχή αυτή εξαπλώνεται η ζήτηση του καταναλωτή. Ορισμένα αγαθά αποκτούν ιδιαίτερη εμπορευματική αξία και επομένως αρχίζουν να λειτουργούν και ως μέσον πληρωμής. Στο ρόλο αυτό του χρήματος τη χαμηλότερη ζήτηση, άρα αξία, έχουν τα σιτηρά (που δεν διατηρούνται για μεγάλο διάστημα και έχουν μεγάλο όγκο), ενώ την μεγαλύτερη αποδοχή έχουν τα μέταλλα που μετρούνται με το βάρος. Ειδικότερα ο άργυρος εξελίσσεται και σε θεωρητικό δείκτη της αξίας, δηλαδή της τιμής ενός αγαθού. Ο James (1984, 257) φέρει το παράδειγμα ότι ακόμα και στην Αίγυπτο, όπου οι συναλλαγές με το μηχανισμό του αντιπραγματισμού ήταν ο κανόνας, δηλαδή γινόταν ανταλλαγή του ενός αγαθού με ένα άλλο, η αξία των αγαθών αυτών άρχισε να υπολογίζεται με αναφορά σε ζυγισμένη ποσότητα μετάλλου. Έτσι, η αξία ως έννοια εξελίχτηκε στην αξία του μετάλλου. Επομένως, αν και προνομισματικό, το στάδιο αυτό της οικονομίας χαρακτηρίζεται ως μονεταριστικό. Η εφεύρεση του νομίσματος στην 1η χιλιετία που ακολουθεί, αποτελεί και το ante quem για την όποια συζήτηση γύρω από τις οικονομίες της Εποχής του Χαλκού.

ΤΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΑΡΟΥΣ
ΖΥΓΑΡΙΕΣ ΚΑΙ ΣΤΑΘΜΑ

Δίσκοι ζυγαριών από μπρούντζο που αρχικά είχαν εξάρτηση από ξύλινο, κατά κανόνα, ζυγό με ίσους βραχίονες (εικ. 2), συχνά ανακαλύπτονται κατά ζεύγη (χωρίς τον ευπαθή ξύλινο άξονα του ζυγού) αλλά σε μικρότερο αριθμό σε σχέση με άλλα αρχαιολογικά ευρήματα, επειδή κατά κανόνα το υλικό του χαλκού είναι ευπαθές, ανακυκλωνόταν στο παρελθόν, ή ακολουθούσε τους ιδιοκτήτες τους στις μετακινήσεις τους. Καμία ολοκληρωμένη ζυγαριά δεν έχει βρεθεί στο χώρο του Αιγαίου, εκτός από τις αποκαταστάσεις τριών χρυσών ζυγών (εικ. 6), μη λειτουργικών, που προέρχονται από έναν και μόνο λακκοειδή τάφο των Μυκηνών (MICHAILIDOU 2008). Η αρχική χρήση του ζυγού παραπέμπει στη μέτρηση της ισότητας της ποσότητας, καθώς η πρώτη πρακτική χρήση του ήταν η επιβεβαίωση δύο ισοβαρών προϊόντων για τη μεταφορά τους στον ώμο με εξάρτησή τους από τα δύο άκρα οριζόντιου άξονα (MICHAILIDOU 2005). Μετά τη σχετική μέτρηση των δύο ποσοτήτων, η απόλυτη μέτρηση του βάρους μιας ποσότητας αρχίζει από τη στιγμή που μία πέτρα τοποθετείται σε έναν από τους δύο δίσκους, για να ισορροπήσει την προς μέτρηση ποσότητα προϊόντος στον άλλο δίσκο. Η πέτρα αυτή έδινε μία πιο σταθερή μαρτυρία της εκάστοτε μέτρησης, μπορούσε να φυλαχτεί και το ζύγισμα να επαναληφτεί, ώστε να γίνει και έλεγχος του αρχικού αποτελέσματος. Το επόμενο βήμα εξέλιξης στη μέτρηση αντιπροσωπεύει η συγκρότηση μίας σειράς από πέτρες με προοδευτική αναλογία ως προς το βάρος. Τέτοια σύνολα οδήγησαν στην εφεύρεση των μετρικών συστημάτων, μία πράγματι σύνθετη διανοητική εφεύρεση, την οποία οι αρχαίοι Αιγύπτιοι απέδωσαν στον θεό της γραφής και των μαθηματικών, τον Θωτ (Thoth), και οι αρχαίοι Έλληνες στον ήρωα του Τρωϊκού πολέμου Παλαμήδη (MICHAILIDOU 2010). Το υλικό κατασκευής των σταθμών ήταν, επομένως, αρχικά ο λίθος και ακολουθούσε ο μόλυβδος και ο μπρούντζος. Τα σχήματα ποικίλλουν (εικ. 7, 8), όπως δισκοειδή, σφενδονοειδή, αρτόσχημα, γεωμετρικά, ζωόμορφα/ανθρωπόμορφα, κλπ. Το αρχαιολογικό περιβάλλον εύρεσης (context) των σταθμών είναι ποικίλο: οικιστικό, ανακτορικό, λατρευτικό, ταφικό ή σε ναυάγια. Μερικές φορές τα σταθμά ως εύρημα αποτελούν ένα σύνολο (MICHAILIDOU 1990, 2008) και σπάνια συνοδεύουν δίσκους ζυγών.

ΟΙ ΙΔΙΟΚΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΜΕΤΡΗΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ

Το αρχαιολογικό περιβάλλον εύρεσης των σταθμών μπορεί να οδηγήσει τον μελετητή στον ιδιοκτήτη ή τον χρήστη των μετρητικών εργαλείων. Σταθμά σε οικιστικό περιβάλλον υποδεικνύουν ευρεία χρήση, αν έχουν βρεθεί σε κάθε σπίτι του οικισμού. Ορισμένες φορές ανακαλύπτονται σε ομάδες ή αποτελούν σύνολα μαζί με άλλα ευρήματα του χώρου, όπως είναι οι υφαντικές αγνύθες, οπότε τεκμαίρεται ότι με αυτά ζύγιζαν την πρώτη ύλη ή το αποτέλεσμα της υφαντικής εργασίας (MICHAILIDOU 1990). Τα σταθμά βρίσκονται συχνότερα χωρίς τη ζυγαριά η οποία, όπως γνωρίζουμε από Βαβυλωνιακές διαθήκες, αποτελούσε πολύτιμη ατομική ιδιοκτησία και ίσως δεν έμενε πίσω στον οικισμό.

Ειδικότερα, σταθμά που προέρχονται από ανακτορικό ή λατρευτικό περιβάλλον, ανήκουν σε μετρικά συστήματα που η συγκρότησή τους με αυστηρά καθορισμένες, πρότυπες μονάδες και αναλογίες αποδίδεται στο οργανωτικό καθήκον μιας κεντρικής εξουσίας. Σε αρχαίες Αιγυπτιακές παραστάσεις βλέπουμε τουλάχιστον δύο ανθρώπους να μετέχουν στη στάθμιση, τον ειδικευμένο στον τρόπο λειτουργίας του ζυγού και τον γραφέα που καταγράφει το αποτέλεσμα. Περισσότερες πληροφορίες για την τεχνική και τους μετέχοντες στην ανακτορική διαδικασία της στάθμισης δίνουν ορισμένα κείμενα από το Μάρι της Μεσοποταμίας (Joannès 1989), όπου ο ειδικός για τη ζυγαριά είναι συνήθως ο ειδικευμένος στα πολύτιμα μέταλλα ή κάποιος διοικητικός αξιωματούχος, ενώ ο γραφέας περιορίζεται στην ειδικότητά του και δεν επεμβαίνει στον χειρισμό της ζυγαριάς και των σταθμών. Υπάρχουν, όμως, και κάποιοι που επιβλέπουν τη διαδικασία για λογαριασμό του ανακτόρου, ώστε να επιβεβαιώσουν το ορθό αποτέλεσμα, καθώς το ανάκτορο απαιτούσε για το ζύγισμα την ακρίβεια τουλάχιστον ενός σίκλου. Αυτοί οι επιβλέποντες ανήκουν στην κατηγορία των Ebbû, των εμπειρογνωμόνων (MICHEL 1990), οι οποίοι διορίζονταν επί τούτω κάθε φορά. Για τη σπουδαιότητα της ακρίβειας της στάθμισης, αρκεί να αναφερθεί ότι ο βασιλιάς του Μάρι έπαιρνε μαζί του στις μετακινήσεις του όχι μόνο ζυγαριές και σταθμά αλλά και τους ειδικευμένους στην τεχνική του ζυγίσματος.

Ως προς το ταφικό περιβάλλον, μετρητικά εργαλεία ανακαλύπτονται σε τάφους, ανδρών ή γυναικών, και αντίθετα εδώ το συχνότερο εύρημα είναι ο ζυγός συνοδευόμενος ή όχι από κάποια σταθμά. Οι ζυγοί από τάφους ήσαν λειτουργικοί και καλής κατασκευής και, σύμφωνα με τον Pare (2000), η απόθεσή τους στους τάφους δεν δηλώνει συμβολισμούς, αλλά αντιπροσωπεύει μέρος της εν ζωή ιδιοκτησίας των συγκεκριμένων νεκρών, όπως για παράδειγμα στον τάφο του Βαφειού (εικ. 16). Έτσι προκύπτει ότι κατά το διάστημα από τον 17ο έως τον 12ο π. Χ. αιώνα η ιδιοκτησία ζυγών και σταθμών ήταν κανόνας για ανθρώπους υψηλού κύρους και αξιωματούχους. Τα ομοιώματα των χρυσών ζυγών (εικ. 6) από τον λακκοειδή τάφο ΙΙΙ των Μυκηνών αντιμετωπίζονται ως εξαίρεση στον παραπάνω κανόνα, αλλά έχει υποστηριχτεί και αντίθετη άποψη (MICHAILIDOU 2008).

Μετρητικά εργαλεία που προέρχονται από ναυάγια (όπως από το Uluburun ή τη Χελιδονία Άκρα), ορίζονται ως μεγάλης σημασίας για την έρευνα, δεδομένου ότι έχουν το πλεονέκτημα της ταυτόχρονης χρήσης και της σχέσης τους με τα εμπορεύματα του πλοίου σε μία μόνο χρονική περίοδο, αυτή του ναυαγίου. Ωστόσο, ως εύρημα απαιτούν ιδιαίτερη αντιμετώπιση, καθώς σε ένα πλοίο όλα τα αντικείμενα του φορτίου είχαν τον ειδικό προορισμό τους (PULAK 2000, 2005). Ο ανασκαφέας του Uluburun έχει προτείνει ότι στο πλοίο του ναυαγίου επέβαιναν δύο Μυκηναίοι, οι οποίοι ήσαν αξιωματούχοι ή απεσταλμένοι που συνόδευαν το φορτίο μιας αποστολής βασιλικών «δώρων» προς το Αιγαίο, αλλά δεν ήσαν πραγματικοί έμποροι, επειδή θα έπρεπε να είχαν μαζί τους τα αντίστοιχα σταθμά, δηλαδή τα λεγόμενα Αιγαιακά της τυπικής μονάδας των 65,5 γρ. (στο πλοίο βρέθηκαν σταθμά Συριακού/Κυπριακού και Μεσοποταμιακού συστήματος). Όμως, στα κείμενα της Γραμμικής Β γραφής δεν αναφέρεται ο έμπορος και αυτό ίσως σημαίνει ότι δεν υπήρχε στο ανάκτορο ειδίκευση στον συγκεκριμένο τομέα. Επομένως, οι δύο Μυκηναίοι πάνω στο πλοίο θα μπορούσαν να είναι απεσταλμένοι, όπως παλαιότερα ο Κρήτας με τον διερμηνέα του που προμηθεύεται κασσίτερο στην Ούγκαριτ (αναφέρεται σε επιγραφή από το Μάρι). Θα είχαν επιλεγεί από το ανάκτορο (όπως οι Ebbû των πινακίδων του Μάρι) με βάση τις ικανότητές τους στις ναυτικές αποστολές αλλά και στις ανταλλαγές αγαθών, ενδεχομένως ως εμπειρογνώμονες στις ισοτιμίες ανάμεσα στα ποικίλα μετρικά συστήματα (MICHAILIDOU 2010).

ΜΕΤΡΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΒΑΡΟΥΣ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ
Η ΕΥΡΥΤΕΡΗ ΣΦΑΙΡΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ ΣΕ ΧΡΟΝΟ ΚΑΙ ΤΟΠΟ

Ο μεγάλος αριθμός των σταθμών που έχουν βρεθεί και οι γραπτές μαρτυρίες για τα αρχαία μετρικά συστήματα δίνουν την εντύπωση ότι οι άνθρωποι στην Εποχή του Χαλκού χρησιμοποιούσαν «τόσα πρότυπα μονάδων όσες και οι γλώσσες που μιλούσαν» (PETRIE 1926). Καθώς οι μηχανισμοί ζυγίσματος και εμπορίου συνδέονταν στενά και εντατικές εμπορικές σχέσεις αναπτύσσονταν ανάμεσα στην Αίγυπτο, τη Συροπαλαιστίνη, το ανατολικό Αιγαίο, τις Κυκλάδες και την Ηπειρωτική Ελλάδα, οι συσχετισμοί στις πρότυπες μονάδες βάρους είναι αναμενόμενο να υπήρχαν και, πράγματι, φαίνεται ότι τεκμηριώνονται ήδη από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (εικ. 9), όπως εκτιμά ο Rahmstorf (2006). Στις επόμενες περιόδους, η Μινωϊκή Κρήτη ανέπτυξε το δικό της μετρικό σύστημα βάρους: οι ενδείξεις για αυτό στη Μέση Εποχή του Χαλκού είναι ακόμα περιορισμένες, αλλά με τη μετάβαση στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού, δηλαδή στη φάση των νέων ανακτόρων και της λεγόμενης «Μινωϊκής θαλασσοκρατίας», το Μινωϊκό μετρικό σύστημα εξαπλώνεται σε όλο το Αιγαίο (εικ. 26). Και η Alberti συνοψίζει ότι «η εντατικοποίηση της ναυτιλίας και των διεθνών σχέσεων κατοπτρίζεται στις πρώτες ενδείξεις για Λεβαντίνικα πρότυπα και τύπους σταθμών από αρχαιολογικές θέσεις στο Αιγαίο. Οι ανατολικές επιδράσεις ισχυροποιούνται κατά την Μυκηναϊκή εποχή, όταν το εμπόριο στην Ανατολική Μεσόγειο φτάνει στην ακμή του. Τα Μυκηναϊκά πρότυπα βάρους συνδυάζουν τη Μινωϊκή παράδοση με τα Μυκηναϊκά στοιχεία και τις ανατολικές μονάδες και τύπους σταθμών» (ΑLBERTI 2009)

ΤΟ ΜΙΝΩΪΚΟ/ΑΙΓΑΙΑΚΟ ΜΕΤΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΒΑΡΟΥΣ

Σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο, ο σχεδιασμός των μετρικών συστημάτων από τα κεντρικά συστήματα εξουσίας (POWELL 1971) κατέληξε σε αναγνωρίσιμα σχήματα για τα σταθμά, όπως το σφενδονοειδές (εικ. 8, 10, 15) ή το σχήμα της πάπιας (εικ. 8, 13) για τη Μεσοποταμία. Το σφενδονοειδές απαντά σε λιγότερες θέσεις του Αιγαίου (εικ. 9, 10, 15). Τα ονομαζόμενα «Μινωϊκά» ή από άλλους «Αιγαιακά» σταθμά (εικ. 1, 11, 14) της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, έχουν ξεχωριστό σχήμα• είναι δισκοειδή, και το συνηθέστερο υλικό τους είναι ο μόλυβδος. Λίθινα σταθμά (εικ. 12, 14, 17) ήσαν επίσης σε χρήση, καθώς η πέτρα ήταν πιο κατάλληλο υλικό για ζύγισμα ακριβείας (δεν οξειδώνεται) και για το λόγο αυτό, το κυρίαρχο υλικό για τα σφενδονοειδή σταθμά ήταν ο αιματίτης (εικ. 8, 15). Ως προς τη θέση των σταθμών στο λεγόμενο αρχαιολογικό περιβάλλον (context), τα Αιγαιακά σταθμά προέρχονται από οικισμούς (ιδίως λιμάνια), ανάκτορα, ιερά, τάφους και ναυάγια. Η Μινωϊκή/Αιγαιακή μονάδα των 62-65,5 γρ. (εικ. 14, 17), κυριαρχεί κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, ιδιαίτερα στην Κρήτη και τις Κυκλάδες (EVANS 1906, CASKEY 1969, PARISE 1971, PETRUSO 1992, MICHAILIDOU 1990). Σε αντίθεση με τα αιγυπτιακά και τα ανατολικά σταθμά δεν φέρουν πρωτογενείς επιγραφές, αν και μερικές φορές είναι εγχάρακτα με σύμβολα (εικ. 18), συχνότερα κύκλους (εικ. 17, 19, 20) που παραπέμπουν στην ποσότητα της μάζας τους, όπως είναι η άποψη του Petruso (1992). Επισημαίνεται ότι τα αρχαιότερα σταθμά από την Αίγυπτο για το ζύγισμα του χρυσού είχαν ως πρότυπη μονάδα το deben το οποίο δηλώνεται στα ιερογλυφικά με το σχήμα του κύκλου.

Παρά τις διαφορές στα μετρικά συστήματα που χρησιμοποιούσαν στη Συροπαλαιστίνη, τη Μεσοποταμία και την Αίγυπτο (βλ. ALBERTI - PARISE 2005), ορισμένες ισοτιμίες διευκόλυναν την καταγραφή των αγαθών και το εξωτερικό εμπόριο. Η Συριακή μνά (εικ. 10) είναι παρούσα ακόμα και στο Ακρωτήρι Θήρας. Η επιλογή της τιμής των 65,5 γρ για τη Μινωϊκή μονάδα ερμηνεύεται από τον Evans ως το ισόποσο για πέντε αιγυπτιακά deben χρυσού των 13 γρ., ενώ ο Zaccagnini τη συνδέει με δέκα ανατολικούς σίκλους των 6,5 γρ. (EVANS 1906, PARISE 1971, ZACCAGNINI 1986, DE FIDIO 1998-9, MICHAILIDOU 2004). Αν αποφασίσουμε ότι η κατασκευή ορισμένων σταθμών αποσκοπούσε σε εντελώς ηθελημένες ισοτιμίες, τότε η Μινωϊκή μονάδα των 62-65,5 γρ. θα ήταν πολύ χρήσιμη για την εκτίμηση της αξίας του χρυσού (σε ποσότητα πέντε αιγυπτιακών deben) ή του αργύρου (σε ποσότητα οκτώ Αιγυπτιακών μονάδων αργύρου, των shaty των 7,6 γρ.), ενώ η παρουσία και βαρύτερης τιμής μονάδας των 67 γρ. θα ισοδυναμούσε με οκτώ Βαβυλωνιακούς σίκλους των 8,40 γρ. Καθίσταται φανερό ότι ορισμένες τιμές βάρους αποτελούσαν το κλειδί στους συσχετισμούς ανάμεσα σε ποικίλα μετρικά συστήματα και, επομένως, ορισμένα σταθμά κατασκευάζονταν ηθελημένα με αυτό το βάρος (MICHAILIDOU 2004, 317).

ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ ΖΥΓΙΣΜΑΤΟΣ ΣΤΟ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ

Οι Μυκηναϊκές πινακίδες της Γραμμικής Β αποτελούν ένα σύστημα μνημονικής εσωτερικής γραφειοκρατίας, όπως το χαρακτηρίζει ο Palaima (2005, 274, υποσημ. 15), και για τον λόγο αυτό τα κείμενά τους δεν περιέχουν πληροφορίες για εμπόριο μακρών αποστάσεων. Η μόνη έμμεση μαρτυρία για εμπόριο βρίσκεται σε κάποιες αναφορές για κατασκευή ή επάνδρωση πλοίου, ακόμα σε κάποιες καταγραφές εξωτικών προϊόντων ή «εθνικών» ονομάτων, ατόμων ή ομάδων (PALAIMA 1991). Κατά την άποψη του Malcolm Wiener (1999), κείμενα αναφορικά με μακρινές αποστολές θα πρέπει να υπήρχαν, αλλά θα ήσαν γραμμένα όχι σε πηλό αλλά σε υλικό που θα επέτρεπε την αποθήκευσή τους για το μεγάλο χρονικό διάστημα αυτών των αποστολών.

Σε όλους του πολιτισμούς της Εγγύς Ανατολής και του Αιγαίου, το λεγόμενο «παλαιό φορτίο», δηλαδή το μέγιστο φορτίο που ένας άνδρας μπορούσε να σηκώσει στον ώμο του (γύρω στα 28,8 κιλά), ήταν αυτό που παραδοσιακά ταυτίστηκε με τη μεγαλύτερη μονάδα βάρους, το ονομαζόμενο τάλαντο. Το βάρος του ταλάντου, που δεν ήταν το ίδιο σε όλες τις ιστορικές κοινωνίες (ποικίλει από 30-23 κιλά), αποτέλεσε τον κανόνα για το βάρος της τυπικής μορφής με την οποία ο χαλκός κυκλοφορούσε στο εμπόριο, και η τυπική αυτή μορφή ήταν το ονομαζόμενο «πελεκόσχημο τάλαντο» (oxhide ingot) (εικ. 21). Σε μια από τις πιο γνωστές πινακίδες της Γραμμικής Β (εικ. 22) από το ανάκτορο της Κνωσού, καταγράφονται πελεκόσχημα τάλαντα, 60 τον αριθμό, τα οποία ακολουθούνται στο κείμενο από το εικονόγραμμα του ζυγού, το οποίο ενέχει τη θέση μετρογράμματος δηλωτικού της μεγάλης μονάδας του ταλάντου. Ενθυμούμαστε ότι η ελληνική λέξη τάλαντον αρχικά σημαίνει το δίσκο του ζυγού. Έτσι, στη Γραμμική Β γραφή το εικονόγραμμα του ζυγού (εικ. 22, 25) δηλώνει τη μεγαλύτερη μονάδα των 30 κιλών –το τάλαντο– και συμβατικά αναγράφεται από τους μελετητές ως η μονάδα L του μετρικού συστήματος βάρους των Μυκηναίων.

Tο εικονόγραμμα του ζυγού στη Γραμμική Α γραφή, δεν είναι βέβαιον ότι δηλώνει μετρική μονάδα, καθώς στις πινακίδες της Γραμμικής Α γραφής (εικ. 23) δεν υπάρχουν ειδικά σημεία-μετρογράμματα. Ωστόσο, η παρουσία ειδικών σημείων για τα κλάσματα (εικ. 24) στη γραφή αυτή αποτελεί ένδειξη για μέτρηση (και όχι απλή αρίθμηση). Ίσως τα κλάσματα εξελίχτηκαν μεταγενέστερα ως ιδέα στη Γραμμική Β γραφή όπου αντικαταστάθηκαν από τα ειδικά μετρογράμματα (εικ. 25), για να δηλώνουν τις τυποποιημένες μονάδες L, M, N, P (όπως στον πίνακα του PETRUSO 1992).

Μόνο στη Γραμμική Β γραφή υπάρχει ειδικό σημείο για να δηλώσει τον αριθμό δέκα χιλιάδες, γεγονός που ίσως σημαίνει ότι οι Μυκηναίοι γραφειοκράτες είχαν ανάγκη να καταγράφουν μεγαλύτερες ποσότητες από ό,τι οι Μινωίτες. Ίσως αυτή να ήταν η αιτία που η Μινωϊκή μονάδα των 62-65 γρ., μολονότι εμπεριέχεται ως τιμή σε κάποιες Μυκηναϊκές καταγραφές (ARAVANTINOS 1995, PETRUSO 2003), και σύμφωνα με την άποψη του Chadwick (1976, 104) εμπεριέχεται στην καταγραφή ποσότητας P 3, στην ουσία όμως στις Μυκηναϊκές καταγραφές αντικαθίσταται από μία μεγαλύτερη μονάδα βάρους των 1.000 γρ. –τη συμβατικά ονομαζόμενη L ή Διμναίον. Σημειώνεται ότι η μονάδα αυτή ήταν αρκετά διαδεδομένη στην Ανατολία και στην Εγγύς Ανατολή.

Η ΜΕΧΡΙ ΤΩΡΑ ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ

Όταν συμβουλευόμαστε έναν χάρτη με τις θέσεις εύρεσης σταθμών, πρέπει να έχουμε κατά νου ότι η παράλληλη χρήση διαφορετικών μετρικών συστημάτων στην ίδια θέση, ακόμα και στο ίδιο περιβάλλον, αποτελούσε κοινό στοιχείο για πολλές κοινωνίες της Ύστερης Εποχής του Χαλκού. Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο η εύρεση σταθμών ενός πολιτισμού σε διαφορετικό πολιτισμικό περιβάλλον. Το ερώτημα που προκύπτει είναι: Γιατί τα σταθμά μεταφέρονται εκτός του τόπου τους; Μπορούν να θεωρηθούν ως ένδειξη για την παρουσία των ίδιων των ιδιοκτητών τους –εμπόρων ή μεταναστών– ή μήπως απλά υποδεικνύουν την ύπαρξη των εμπορικών δικτύων; Ο έμπορος που προμηθευόταν αγαθά σε ξένο τόπο, χρειαζόταν τα σταθμά του δικού του τόπου ή μήπως χρησιμοποιούσε τα ξένα; Γνωρίζουμε ότι η καταγραφή της ποσότητας στον τόπο της επιστροφής του γινόταν με βάση τα σταθμά του τόπου του. Ωστόσο, είναι φανερό ότι οι διακινητές των αγαθών σε ξένους τόπους έπρεπε να είναι εξοικειωμένοι με τα ποικίλα μετρικά συστήματα της Ανατολικής Μεσογείου και για τον λόγο αυτό δεν εντυπωσιάζει η παρουσία ποικιλίας σταθμών σε εμπορικές θέσεις, όπως για παράδειγμα στο Ακρωτήρι (εικ. 1, 10, 11, 12), στο Κυκλαδικό νησί της Θήρας (MICHAILIDOU 2008).

Η έρευνα βρίσκεται ακόμα στο μέσον μιας ενδιαφέρουσας συζήτησης με θέμα τους συσχετισμούς και τις ισοτιμίες ανάμεσα σε διαφορετικά μετρικά συστήματα βάρους. Ορισμένοι ερευνητές δημοσιεύουν πίνακες με «νομισματικές», θα έλεγε κανείς, ισοτιμίες, ειδικότερα για τα πιο εξελιγμένα συστήματα της προχωρημένης Ύστερης Εποχής του Χαλκού (ALBERTI-PARISE 2005, tav. XIII). Είναι βέβαιον ότι σε σημαντικά εμπορικά λιμάνια λειτουργούσαν περισσότερα του ενός μετρικά συστήματα. Για παράδειγμα, η εξάρτηση της Ουγκαρίτ στη Δυτική Συρία από το εξωτερικό εμπόριο τεκμηριώνεται από την επικράτηση μιας μονάδας, της λεγόμενης Δυτικής Συριακής μνάς των 470 γρ., σε αντίθεση με τη Μεσοποταμιακή μνά των 504 γρ. Όπως έδειξε ο Nicola Parise (1981), το πλεονέκτημα της Συριακής μνάς ήταν ότι μπορούσε να αναλυθεί σε 40 Χεττιτικούς σίκλους των 11,75 γρ. ή σε 50 Συριακούς σίκλους των 9,4 γρ. ή σε 60 σίκλους του Καρχεμίς των 7,8 γρ. Η Δυτική Συριακή μνά αποτελούσε το σημείο συνάντησης τριών μετρικών συστημάτων βάρους και η διαφοροποίηση τους άρχιζε στο επίπεδο της υποδιαίρεσης σε σίκλους. Πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τον Courtois (1992, 120), έχουν βρεθεί και σταθμά του Μινωικού συστήματος στην Ουγκαρίτ.

Όσον αφορά στο θέμα της διάδοσης του Μινωϊκού/Αιγαιακού συστήματος, οι δρόμοι των εμπόρων πιθανώς θα μπορούσαν να ανιχνευτούν με βάση το «ταξίδι» των εργαλείων μέτρησης (εικ. 26) και ενισχύονται ίσως και από το «ταξίδι» της Μινωϊκής γραφής (της Γραμμικής Α), όπως υποδεικνύουν οι Palaima (1982) και Niemeier (2013, 178). Ωστόσο, Μινωίτες ή Μυκηναίοι έμποροι και εμπορικές διαδρομές δεν περιγράφονται στα Αιγαιακά κείμενα, επομένως δεν είναι δυνατό να τεκμηριωθούν οι άμεσοι εμπορικοί δρόμοι της εποχής με την υποστήριξη των σταθμών, μολονότι είναι εύκολη η αναγνώριση των μολύβδινων αυτών δίσκων στις αρχαιολογικές θέσεις. Οπωσδήποτε, ενδιαφέρουσες απόπειρες χάραξης των εμπορικών δρόμων της εποχής, που βασίζονται σε διαφορετικό αρχαιολογικό υλικό, έχουν δημοσιευτεί (π.χ. NIEMEIER 2013, abb. 6, 7). Και πρέπει να δοθεί η απαραίτητη έμφαση στην εξάπλωση των Μινωϊκών σταθμών τόσο βόρεια όσο η Σαμοθράκη, και ακόμα στην εύρεση στη Μίλητο της Μικράς Ασίας ενός λίθινου δισκοειδούς σταθμού (εικ. 20) με εξ εγχάρακτους κύκλους που ταυτίζουν το βάρος του με το εξαπλάσιο πολλαπλάσιο της Μινωϊκής μονάδας.

Το συγκεκριμένο πρόγραμμα έχει πιλοτικό χαρακτήρα, καθώς συνδέθηκε με μία βάση δεδομένων που είναι ακόμα σε εξέλιξη. Επομένως, τα κάτωθι όρια πρέπει να ληφθούν υπόψη:

1. Βασίστηκε μόνο σε δημοσιευμένο υλικό από ένα δείγμα βιβλιογραφικών αναφορών (π.χ. PETRUSO 1992, MICHAILIDOU 2008, ALBERTI, ASCALONE & PEYRONEL 2006). Για τον λόγο αυτό, προβλέπεται η προσθήκη στον χάρτη θέσεων για τις οποίες δεν υπάρχουν ακόμα πληροφορίες στη βάση, προκειμένου να είναι δυνατή η περαιτέρω εξέλιξη του έργου.

2. Οι ειδικότεροι χάρτες του Άτλαντα με τη διάδοση διαφόρων μονάδων βάρους αναφέρονται μόνο στην υλική παρουσία των πρότυπων μονάδων, όταν αυτές έχουν αναγνωριστεί από τους μελετητές των θέσεων.

3. Το έργο βρίσκεται σε πειραματικό στάδιο, επειδή υπάρχουν ακόμη πολλές διαφωνίες ανάμεσα στους μελετητές ως προς τις αποδόσεις των σταθμών σε συγκεκριμένα μετρικά συστήματα.

ALBERTI M. E., Ayia Irini: les poids de balance dans leur contexte, NumAntCl 24 (1995), 9-37.

ALBERTI M. E., Les poids de Malia entre les premiers et les seconds palais: un essai de mise en contexte, BCH 124/1 (2000), 57-73.

ALBERTI M. E., Pesi e traffici: influenze orientali nei sistemi ponderali egei nel corso dell’età del bronzo, στο: CAMIA F. - PRIVITERA S. (επιμ.), OBELOI: Contatti, scambi e valori nel Mediterraneo antico (Studi offerti a Nicola Parise), Paestum-Atene, 2009, 13-41.

ALBERTI M. E., La levantinizzazione dei sistemi ponderali nell’Egeo dell’età del Bronzo, στο: ASCALONE E. - PEYRONEL L. (επιμ.), Studi italiani di metrologia ed economia del Vicino Oriente Antico dedicati a Nicola Parise in occasione del Suo settantesimo compleanno [Studia Asiana 7], Roma 2011, 1-42.

ALBERTI M. E. - PARISE N., Towards an Unification of Mass-Units between the Aegean and the Levant, στο: LAFFINEUR R. - GRECO E. (επιμ.), EMPORIA. Αegeans in the Central and Eastern Mediterranean [Aegaeum 25], Liège-Austin 2005, 383-390.

ALBERTI M. E. - ASCALONE E. - PEYRONEL L. (επιμ.), Weights in Context. Bronze Age Weighing Systems of Eastern Mediterranean: Chronology, Typology, Material and Archaeological Contexts. Proceedings of the International Colloquium, Roma 22nd-24th November 2004 [Studi e Materiali 13], Roma 2006.

ARAVANTINOS V., Old and New Evidence for the Palatial Society of Mycenean Thebes: An Outline, στο: LAFFINEUR R. - NIEMEIER W.-D. (επιμ.), POLITEIA. Society and State in the Aegean Bronze Age [Aegaeum 12], Liège-Austin 1995, 613-622.

ARAVANTINOS V. - ALBERTI M. E., The Balance Weights from the Kadmeia, Thebes, στο: ALBERTI - ASCALONE - PEYRONEL, Weights in Context, 293-313.

BROGAN T. M., Tipping the Scales: Evidence for Weight Measurement from the Wider Neopalatial Community at Mochlos, στο: ALBERTI - ASCALONE - PEYRONEL, Weights in Context, 233-264.

CASKEY J., Lead weights from Ayia Irini in Kea, ArchDelt 24 (1969), 95-106.

CASTLE E. W., A Structural Study of Bronze Age Systems of Weight [Διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο του Chicago], Illinois 2000, τ. 1-2.

CHADWICK J., The Mycenaean World, Cambridge 1976.

COURTOIS J.-C., Poids, prix, taxes et salaires à Ougarit (Syrie) au II Millénaire, στο: GYSELEN R. (επιμ.), Prix, salaires, poids et mesures [Res Orientales 2], Paris 1992, 119-127.

DE FIDIO P., On the Routes of Aegean Bronze Age Wool and Weights, στο: BENNET J. - DRIESSEN J. (επιμ.), A-na-qo-ta. Studies Presented to J. T. Killen, Minos 33/34 (1998-99), 31-37.

EVANS A., Minoan Weights and Mediums of Currency, from Crete, Mycenae and Cyprus, στο: HILL G. F. (επιμ.), Corolla Numismatica, Numismatic Essays in Honour of Barclay V. Head, London-New York 1906, 336-367.

GALE N. (επιμ.), Bronze Age Trade in the Mediterranean [Studies in Mediterranean Archaeology 90], Göteborg 1991.

JAMES T. G. H., Pharaoh’s People. Scenes from Life in Imperial Egypt, Toronto 1984.

JOANNES F., La Culture Matérielle à Mari (IV): Les Méthodes de Pesée. À propos d’un ouvrage récent, RA 83/2 (1989), 113-152.

KROLL J. H., Early Iron Age Balance Weights at Lefkandi, Euboea, OJA 27/1 (2008), 37-48.

MATSAS D., Minoan long-Distance Trade: a View from the Northern Aegean, στο: LAFFINEUR - NIEMEIER, POLITEIA [Aegaeum 12], 235-248.

MICHAILIDOU A., The Lead Weights of Akrotiri (Thera): The Archaeological Record, στο: HARDY D. - κ.ά. (επιμ.), Thera and the Aegean World III, London 1990, τ. 1, 407-419.

MΙΧΑΗΛΙΔΟΥ A., Ο Ζυγός στη ζωή των κατοίκων του Αιγαίου και της Αιγύπτου, στο: ΚΑΡΕΤΣΟΥ Α. (επιμ.), Κρήτη-Αίγυπτος. Πολιτισμικοί δεσμοί τριών χιλιετιών, Αθήνα 2000, 128-149.

MICHAILIDOU A., Script and Metrology: Practical Processes and Cognitive Inventions, στο: MICHAILIDOU Α. (επιμ.), Manufacture and Measurement [ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ 33], Athens 2001, 53-82.

MICHAILIDOU A., Μeasuring Weight and Value in the Bronze Age Aegean and the Near East: A Discussion on Metal Axes of No Practical Use, στο: FOSTER K. P. - LAFFINEUR R. (επιμ.), METRON. Μeasuring the Aegean Bronze Age [Aegaeum 24], Liège-Austin 2003, 301-314.

MICHAILIDOU A., On the Minoan Economy. A Tribute to “Minoan Weights and Mediums of Currency” by Athur Evans, στο: CADOGAN G. - κ.ά. (επιμ.), Κnossos: Palace, City, State [British School at Athens Studies 12], London 2004, 311-321.

MICHAILIDOU A. - VOUTSA Κ., Merchants and Merchandise: Humans as a Commodity in Aegean and Oriental Societies, στο: LAFFINEUR - GRECO, EMPORIA [Aegaeum 25], 17-28.

MICHAILIDOU A., Weight and Value in Pre-Coinage Societies, τ. 1: Introduction [ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ 42], Athens 2005.

MICHAILIDOU A., Stone Balance Weights? The Evidence from Akrotiri on Thera, στο: ALBERTI - ASCALONE - PEYRONEL, Weights in Context, 233-263.

MΙΧΑΗΛΙΔΟΥ A., Σταθμά, στο: ΝΤΟΥΜΑΣ Χ. Γ. (επιμ.), Ακρωτήρι Θήρας. Δυτική Οικία. Τράπεζες – Λίθινα – Μετάλλινα – Ποικίλα, Αθήνα 2007, 230.

MICHAILIDOU A., Weight and Value in Pre-Coinage Societies, τ. 2: Sidelights on Measurement from the Aegean and the Orient [ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ 61], Athens 2008.

MICHAILIDOU A., Measuring by weight in the Late Bronze Age Aegean: The people behind the measuring tools, στο: MORLEY Ι. - RENFREW C. (επιμ.), The Archaeology of Measurement: Comprehending Heaven, Earth and Time in Ancient Societies, Cambridge 2010, 71-87.

MICHEL C., Ebbûtum et Ebbum, la culture matérielle à Mari III, MARI 6 (1990), 181-214.

MΠΟΥΛΩΤΗΣ ΧΡ., Κουκονήσι Λήμνου. «Τέσσερα χρόνια ανασκαφικής έρευνας: θέσεις και υποθέσεις», στο: DOUMAS CH. G. - LA ROSA V. (επιμ.), Η Πολιόχνη και η Πρώιμη Εποχή του Χαλκού στο Βόρειο Αιγαίο, Αθήνα 1997, 230-272.

NIEMEIER W.-D., Minoans, Mycenaeans, Hittites and Ionians in Western Asia Minor: New Excavations in Bronze Age Miletus-Millawanda, στο: VILLING Α. (επιμ.), The Greeks in the East, London 2005, 1-36.

NIEMEIER W.-D., Die Auswirkungen der Thera-Eruption im ägäischen Raum, στο: MELLER Η. - BERTEMES F. - BORK H.-R. - RISCH R. (επιμ.), 1600-Cultural Change in the Shadow of the Thera-Eruption? , Halle (Saale) 2013, 177-190.

PAKKANEN J., Aegean Bronze Age Weights, Chaînes Opératoires and the Detecting of Patterns through Statistical Analyses, στο: BRYSBAERT Α. (επιμ.), Tracing Prehistorical Social Networks through Technology: a Diachronic Perspective on the Aegean, London-New York 2011, 143–166. PALAIMA Τ. G., Linear A in the Cyclades. The Trade and Travel of a Script, στο: [Temple University Aegean Symposium 7], Philadelphia 1982, 15-22. PALAIMA T. G., Maritime Maters in the Linear B Tablets, στο: LAFFINEUR R. - BASCH L. (επιμ.), THALASSA. L’ Égée préhistorique et la mer [Aegaeum 7], Liège-Austin 1991, 273-310.

PALAIMA T. G., Mycenaean Ideograms and how they are used, στο: PERNA Μ. (επιμ.), Studi in onore di Enrica Fiandra, Roma 2005, 267-283.

PARE C. F. (επιμ.), Metals Make the World Go Round. The Supply and Circulation of Metals in Bronze Age Europe. Proceedings of a Conference held at the University of Birmingham in June 1997, Oxford 2000.

PARISE N., Un unitá ponderale egea a Capo Gelidonya, SMEA 14 (1971), 163-170.

PARISE N., Mina di Ugarit, mina di Karkemish, mina di Khatti, DdA 3 (1981), 155-160.

PARISE N., Pesi Egee per la lana, PP 227 (1986), 81-88.

PETRIE W. M. F., Ancient Weights and Measures, London 1926.

PETRUSO K. M., Wool evaluation at Knossos and Nuzi, Kadmos 25 (1986), 26-37.

PETRUSO K. M., Ayia Irini: The Balance Weights. An Analysis of Weight Measurement in Prehistoric Crete and the Cycladic Islands [KEOS 8], Mainz am Rhine 1992.

PETRUSO K. M., Quantal analysis of some Mycenaean balance weights, στο: FOSTER - LAFFINEUR, METRON [Aegaeum 24], 285-291.

POWELL M. A., Sumerian Numeration and Metrology [Διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο της Minnesota], Ann Arbor 1971.

PULAK C., The Balance Weights from the Late Bronze Age Shipwreck at Uluburun, στο: PARE C. F. E. (επιμ.), Metals Make the World Go Round. The Supply and Circulation of Metals in Bronze Age Europe. Proceedings of a Conference Held at the University of Birmingham in June 1997, Oxford 2000, 13-61.

PULAK C., The Cargo of the Uluburun Ship and Evidence for Trade with the Aegean and Beyond, στο: BONFANTE L. - KARAGEORGHIS V. (επιμ.), Italy and Cyprus in Antiquity, Nicosia 2001, 13-61.

PULAK C., Who Were the Mycenaeans aboard the Uluburun Ship? , στο: LAFFINEUR - GRECO, EMPORIA [Aegaeum 25], 295-312.

RATNAGAR S., Theorizing Bronze-Age Intercultural Trade: the Evidence of the Weights, Paleorient 29/1 (2003), 79-92.

RAHMSTORF L., The Identification of Early Helladic Weights and their Wider Implications, στο: FOSTER - LAFFINEUR, METRON [Aegaeum 24], 293-299.

RAHMSTORF L., In Search of the Earliest Balance Weights, Scales and Weighing Systems from the East Mediterranean, the Near and Middle East, στο: ALBERTI - ASCALONE - PEYRONEL, Weights in Context, 49-96.

RENFREW C., Divided We Stand: Aspects of Archaeology and Information, AmerAnt 48 (1983), 3-16.

SACCONI A., Gli ideogrammi micenei par le cifre ed i segni di mesura, Kadmos 10 (1971), 135-149.

SHERATT A. - SHERATT S., From Luxuries to Commodities. The Nature of Mediterranean Bronze Age Trading Systems, στο: GALE, Bronze Age Trade in the Mediterranean, 351-386.

SARPAKI A., Condiments, Perfume and Dye Plants in Linear B. A Look at the Textual and Archaeobotanical Evidence, στο: MICHAILIDOU, Manufacture and Measurement, 195-265.

TRANTALIDOU A., Producing and recording leather and other animal products, στο: MICHAILIDOU, Manufacture and Measurement, 267-317.

ΤΣΟΥΝΤΑΣ ΧΡ., Μυκῆναι καὶ μυκηναῖος πολιτισμός, Ἀθῆναι 1893.

TZACHILI I., Circulation of Textiles in the Late Bronze Age Aegean, στο: MICHAILIDOU, Manufacture and Measurement, 167-175.

WIENER M. H., Arms, Oars, Ingots. Searching for Evidence of Military or Marine Administration, στο: LAFFINEUR R. (επιμ.), POLEMOS. Le contexte guerrier en Égée à l’âge du Bronze [Aegaeum 19], Liège-Austin 1999, 411-421.

ZACCAGNINI C., Aspects of Copper trade in the Eastern Mediterranean during the Late Bronze Age, στο: MARAZZI B. -

VAGNETTI L. - TUSA S. (επιμ.), Traffici micenei nel Mediterraneo, Taranto 1986, 413-424.

ZACCAGNINI C., The Nuzi Wool Measure once again, Orientalia 59/2 (1990), 312-319.

ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ ΕΡΓΟΥ: Άννα Μιχαηλίδου, Δήμητρα Θεοδωρίδου

ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ: Παναγιώτης Στρατάκης