Αγροτική και βιοτεχνική παραγωγή και δίκτυα διακίνησης προϊόντων στην Πελοπόννησο
κατά την πρωτοβυζαντινή και μεσοβυζαντινή περίοδο (4ος-12ος αιώνας)

Άννα Λαμπροπούλου

ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟ: H ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Ο επαναπροσδιορισμός των στόχων της αρχαιολογικής έρευνας τα τελευταία σαράντα χρόνια και ο προσανατολισμός της στην ανάδειξη όχι μόνον του αστικού χώρου και των μνημείων εξέχουσας σημασίας, αλλά και των χώρων αγροτικής και βιοτεχνικής παραγωγής και μεταποίησης, είχε ως αποτέλεσμα τον πολλαπλασιασμό των γνώσεών μας γύρω από τον αριθμό των αγροτικών και βιοτεχνικών εγκαταστάσεων, το είδος, τη λειτουργία, την οργάνωση, τη χωροθέτηση, την ποικιλία των παραγομένων προϊόντων, τις διαθέσιμες υποδομές και τους χώρους αποθήκευσης, επιτρέποντας την ιχνηλασία, στο μέτρο του δυνατού, δικτύων διακίνησης προϊόντων της πρωτογενούς και δευτερογενούς παραγωγής προς το εσωτερικό και το εξωτερικό, μέσω των γνωστών χερσαίων και θαλάσσιων δρόμων και λιμανιών. Αυτά τα νέα δεδομένα είναι πολλαπλώς χρήσιμα για την ιστορική έρευνα καθώς συμβάλλουν στην απόκτηση νέων γνώσεων, αλλά και στη δημιουργία νέων προβληματισμών αναφορικά με το επίπεδο της αγροτικής οικονομίας και μεταποίησης, το εσωτερικό και εξωτερικό εμπόριο.

Η Πελοπόννησος αποτελεί μία γεωγραφική ενότητα που συνδέει, λόγω της πλεονεκτικής θέσης της επάνω στον εμπορικό θαλάσσιο δρόμο, την Κωνσταντινούπολη με τη Δύση συνιστώντας ιδανικό χώρο για τη μελέτη της αγροτικής και βιοτεχνικής παραγωγής και διακίνησης προϊόντων κατά την βυζαντινή περίοδο (4ος-12ος αιώνας), που οριοθετείται μεταξύ του 4ου αιώνα (395) –εποχή του χωρισμού του ανατολικού από το δυτικό ρωμαϊκό κράτος– και των αρχών του 13ου αιώνα (1204), οπότε με την εγκατάσταση των Φράγκων σημειώνεται μεταβολή των οικονομικών και των κοινωνικών συνθηκών στην περιοχή. Η συστηματική αρχαιολογική έρευνα κυρίως στις πόλεις της Κορίνθου, της Ήλιδας, της Μεσσήνης, στην Τεγέα-Νίκλι, στους αγροτικούς οικισμούς της Ολυμπίας, της ηλειακής Πύλου και της Νεμέας, οι σωστικές έρευνες στο Άργος, τη Σπάρτη και την Πάτρα, καθώς επίσης οι επιφανειακές έρευνες σε πλήθος αγροτικών οικισμών και αγροικιών συνέβαλαν στην αποκάλυψη πολυάριθμων στοιχείων δηλωτικών του οικονομικού βίου στον τομέα της πρωτογενούς παραγωγής και της μεταποίησης.

Η πρώτη πόλη της Πελοποννήσου, η Κόρινθος, χάρη στη μοναδική της θέση και στα δύο μεγάλα λιμάνια της (το Λέχαιο και τις Κεγχρεές), διαδραμάτισε σημαντικότατο ρόλο στην οικονομική και εμπορική ανάπτυξη της χερσονήσου, αφού δια μέσου του Ισθμού επικοινωνούσε με τον ελλαδικό χώρο και την Κωνσταντινούπολη αναπτύσσοντας σχέσεις με τη δυτική και την ανατολική Μεσόγειο. Η οικονομία της πόλης στηριζόταν στην παραγωγή, τη μεταποίηση και το εμπόριο αγροτικών και βιοτεχνικών προϊόντων, όπως πιστοποιείται από την ανασκαφική έρευνα και επιβεβαιώνεται από το περιεχόμενο του πλήθους των πρωτοβυζαντινών επιγραφών, οι οποίες μαρτυρούν μία σειρά βιοτεχνικών κλάδων (όπως λιθοξόων, ακονητών, μαρμαραρίων, ραφτών, παπουτσήδων, πωλητών ή κατασκευαστών ενδυμάτων, γουναράδων κ.λπ.) που δραστηριοποιούνται στην πόλη, αντανακλώντας τις οικονομικές δυνατότητες του αστικού και αγροτικού πληθυσμού. Ανάλογη εικόνα παρουσιάζουν τα στοιχεία που προκύπτουν από τις πόλεις του Άργους, της Σπάρτης, της Μεσσήνης και της Πάτρας, όπου ιχνηλατούνται αρχαιολογικά έντονες βιοτεχνικές δραστηριότητες σε όλα τα επίπεδα (ταπιτάριοι, βαφείς, παρασκευαστές φαρμάκων, υαλουργοί, κεραμουργοί κ.λπ.). Επίσης, η αρχαιολογική έρευνα στον αγροτικό οικισμό της Ολυμπίας αποκάλυψε μία πρωτοφανή ποικιλία αγροτικών και βιοτεχνικών δραστηριοτήτων, που ασκούνται στα πλαίσια του αρχαίου ιερού, όπως δραστηριότητα οινοποιητική, υφαντουργική, κεραμουργική (παραγωγή λυχναριών και αγγείων), υαλουργική (παραγωγή γυάλινων λυχναριών και υαλοπινάκων), ξυλουργική, λαξευτήρια λίθου κ.λπ. Το πλήθος και ο όγκος των νομισμάτων που αποκαλύφθηκαν φανερώνει το μέγεθος των συναλλαγών, ενώ η καλής ποιότητας εισηγμένη κεραμική είναι δηλωτική του επιπέδου ζωής του οικισμού κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο.

Η ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΒΑΣΗΣ

Οι πηγές που αποδελτιώθηκαν και χρησιμοποιούνται στην παρούσα βάση περιλαμβάνουν ένα μεγάλο αριθμό κειμένων ιστοριογραφικών, αφηγηματικών, αγιολογικών, καθώς και δημοσιευμένων αρχαιολογικών ευρημάτων, που προέκυψαν από την ανασκαφική και επιφανειακή έρευνα (αγροτικές εγκαταστάσεις, αγροικίες, βιοτεχνικά και εργαστηριακά κατάλοιπα, επιγραφές, σφραγίδες, νομίσματα κ.λπ.). Ωστόσο, ο χρήστης της παρούσας βάσης πρέπει να έχει υπόψη του ορισμένους περιορισμούς που επιβάλλονται από την φύση του υλικού. Οι φιλολογικές πηγές, ακόμη και στην περίπτωση που είναι ακριβώς χρονολογημένες και απαλλαγμένες από υπερβολές και μυθολογικά στοιχεία, δεν επιτρέπουν την άντληση συγκεκριμένων πληροφοριών αναφορικά με τα παραγόμενα προϊόντα, την ποσότητά, την τιμή, τον τρόπο διακίνησής τους κ.λπ. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η όποια σχετική μαρτυρία προκύπτει, είναι εντελώς τυχαία και συμπτωματική. Παράλληλα, το αρχαιολογικό εύρημα είναι συχνά αποσπασματικό και, κατά συνέπεια, η πληροφορία, που μπορεί να αντληθεί, είναι επίσης ελλιπής. Υπενθυμίζουμε ότι από το σύνολο των 256 αγροικιών της πατραϊκής χώρας, που έχουν εντοπιστεί, ελάχιστες είναι πλήρως δημοσιευμένες. Σε κάθε περίπτωση, η μελέτη των απορριμμάτων ενός εργαστηρίου κεραμικής ή υαλουργίας δίνει σε συνδυασμό με τη μελέτη αντίστοιχων ευρημάτων από άλλες οικιστικές θέσεις, εντός ή εκτός Πελοποννήσου, τη δυνατότητα ανίχνευσης, υπό ορισμένες αυστηρές προϋποθέσεις, του τρόπου διακίνησης ή εμπορίας του συγκεκριμένου προϊόντος, τόσο στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική αγορά. Τέλος, ένας περιοριστικός παράγοντας προκύπτει από την αόριστη χρονολόγηση ενός τμήματος του αρχαιολογικού υλικού, το οποίο εντάσσεται γενικά στη βυζαντινή ή μεσαιωνική περίοδο, γεγονός που επιδρά ανασταλτικά στην πλήρη αξιοποίησή του.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, επιχειρήσαμε την απεικόνιση του παραγόμενου αγροτικού ή βιοτεχνικού προϊόντος, της ποσότητας της παραγωγής του συγκεκριμένου προϊόντος, και, σε ορισμένες μεμονωμένες περιπτώσεις, του τρόπου διακίνησής του στην Πελοπόννησο κατά την πρωτοβυζαντινή και μεσοβυζαντινή περίοδο. Ακόμη, καταγράφηκε ο εργαστηριακός χώρος παραγωγής, οι διαθέσιμες υποδομές (κλίβανοι κεραμικής, ασβεστοκάμινοι, υαλουργεία, ξυλουργεία, ληνοί, ελαιοτριβεία, αρτοποιεία, εργαστήρια μεταλλουργίας, λατομεία και χώροι εξόρυξης), τα εργαλεία (αξίνες, φτυάρια, δρεπάνια, ινία) κ.λπ.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΗ ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ

Η οικονομία της Πελοποννήσου κατά την εξεταζόμενη περίοδο εξακολουθεί να βασίζεται, όπως και κατά την αρχαιότητα, κυρίως στην καθαρά αγροτική παραγωγή στην οποία περιλαμβάνεται η κτηνοτροφία, καθώς και στην βιοτεχνική παραγωγή. Η αγροτική παραγωγή περιοριζόταν στη γνωστή μεσογειακή διατροφική τριάδα, όπως την προσδιόρισε ο Sir C. Renfrew[1] –δηλαδή στο κρασί (σταφύλια), το λάδι (ελιές) και το σιτάρι–, καθώς και στα δημητριακά, τους διάφορους καρπούς, τα όσπρια, τα λαχανικά, τα σύκα, το μέλι κ.λπ., που συνιστούσαν βασικά είδη διατροφής του πληθυσμού. Εντοπίστηκε μεγάλος αριθμός ληνών (πατητηρίων) για το λιώσιμο των σταφυλιών, εργαστηρίων παραγωγής γύψου για τη συντήρηση του οίνου, μύλων –κυρίως νερόμυλων και μυλοπετρών για την επεξεργασία σιτηρών και δημητριακών–[2], αρτοποιείων και οινοποιείων για την παρασκευή άρτου και κρασιού αντίστοιχα[3] κ.λπ. Ακόμη, στον αγροτικό τομέα οι κάτοικοι ασχολούνταν με την εκτροφή και εκμετάλλευση κυρίως αμνοεριφίων (προβάτων και κατσικιών κ.λπ.), χοίρων, βοοειδών, πτηνών, μελισσών, πιθανόν μεταξοσκωλήκων, καθώς και με την αλιεία ψαριών[4], κοχυλιών από τα οποία παραγόταν η πορφύρα για τη βαφή των μεταξωτών υφασμάτων κ.ο.κ. Επίσης, ανεπτυγμένη πρέπει να ήταν η παραγωγή κρέατος και γαλακτοτροφικών προϊόντων, όπως γάλακτος και τυριού[5]. Τέλος, η βιοτεχνική και εμπορική δραστηριότητα αποτέλεσαν βασικούς τομείς της οικονομίας και κύρια πηγή πλούτου των κατοίκων της.

Από το σύνολο των 500 περίπου λημμάτων αγροτικών και βιοτεχνικών εγκαταστάσεων της πρωτοβυζαντινής και μεσοβυζαντινής Πελοποννήσου, που συμπεριελήφθηκαν στην παρούσα βάση, τα περισσότερα αφορούν σε ελαιοπιεστήρια, ληνούς, μυλόλιθους, κατασκευές δηλαδή σύνθλιψης των κύριων αγροτικών προϊόντων, όπως του ελαιοκάρπου[6], των σταφυλιών και των σιτηρών. Ακολουθούν κεραμικοί κλίβανοι παραγωγής οικοδομικού υλικού, πλινθοκεράμων, κεραμίδων στέγης και κεραμικών προϊόντων εν γένει (μαγειρικών και οικιακών σκευών καθημερινής χρήσης, αμφορέων, αποθηκευτικών πιθαριών, λυχναριών κ.λπ.), κλίβανοι υαλουργίας για την κατασκευή ποικίλων αντικειμένων (βραχιολιών, λυχναριών, επιτραπέζιων ή φαρμακευτικών σκευών και σκευών καλλωπισμού κ.λπ.). Περιλαμβάνονται ακόμη εργαστηριακοί χώροι στους οποίους εντοπίστηκαν θραύσματα από μήτρες, καλούπια και πήλινα προπλάσματα με τα οποία κατασκευάζονταν κοσμήματα, λυχνάρια, πόρπες κ.λπ. Στα ανωτέρω πρέπει να προστεθούν οι εργαστηριακοί χώροι ύφανσης μάλλινων και μεταξωτών υφασμάτων –που εντοπίστηκαν ανασκαφικά–, βαφεία βαφής υφασμάτων, βυρσοδεψεία επεξεργασίας δερμάτων, καθώς και εργαστήρια κατασκευής οστέινων αντικειμένων. Ακόμη, η επιφανειακή και ανασκαφική αρχαιολογική έρευνα συνέβαλλαν στον εντοπισμό και τη μελέτη πολλών λατομείων εξόρυξης διαφόρων ποικιλιών πολύτιμων μαρμάρων (κυρίως στην Λακωνία, τόπο εξόρυξης του πορφυρίτη και κροκεάτη λίθου), αλλά και απλών πετρωμάτων, όπως πωρολίθου, ασβεστολίθου, κογχυλιάτη λίθου (κυρίως στην Κορινθία, την Αρκαδία, τη Λακωνία, τη Μεσσηνία, την Ηλεία και στο νησί των Κυθήρων). Τέλος, σε παραθαλάσσιες θέσεις, όπως για παράδειγμα στο Τηγάνι, έχουν εντοπιστεί και λειτουργούσαν κατά την βυζαντινή εποχή χώροι συλλογής αλατιού (αλυκές).

Η βάση δεδομένων που προέκυψε από το συγκεκριμένο έργο αποτελεί ένα πρώτο πλαίσιο, δείγμα, με διεξοδική αποδελτίωση των πληροφοριών για την αγροτική και βιοτεχνική παραγωγή στην Πελοπόννησο. Μπορεί, μελλοντικά, να χρησιμεύσει ως έναυσμα για την αναζήτηση και την καταγραφή αντίστοιχων πληροφοριών από άλλες περιοχές του ελληνικού χώρου.

[1] Renfrew Sir C., The Emergence of Civilisation: The Cyclades and the Aegean in the Third Millennium BC, London 1972.

[2] Για την άλεση των σιτηρών απαραίτητοι ήταν οι νερόμυλοι, που έχουν εντοπιστεί στην Πελοπόννησο και τη Νότια Ελλάδα. Βλ. Germanidou S., Watermills in Byzantine Greece (fifth-twelfth Centuries). A Preliminary approach to the Archaeology of Byzantine Hydraulic milling technology, Byzantion 84 (2014), 185-201.

[3] Για τη βιοτεχνική παραγωγή κρασιού, βλ. Maniatis G. C., The Byzantine Winemaking Industry, Byzantion 83 (2013), 229-274.

[4] Για τα ζώα στην Πελοπόννησο κατά τη βυζαντινή περίοδο, βλ. Kroll H., Tiere im Byzantinischen Reich. Archäozoologische Forschungen im Überblick [Monographien (Römisch-Germanisches Zentralmuseum Mainz), Band 87], Mainz 2010, 29-42, 171.

[5] Για την παραγωγή τυριού, βλ. Maniatis G. C., The Byzantine Cheesemaking Industry, Byzantion 84 (2014), 257-284.

[6] Για την παραγωγή του λαδιού, βλ. Maniatis G. C., The Byzantine Olive Oil Press Industry: Organization, Technology, Pricing Strategies, Byzantion 82 (2012), 259-277.

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ:

Ηλίας Αναγνωστάκης

Αναστασία Γιαγκάκη

Άννα Λαμπροπούλου

Μαρία Λεοντσίνη

Αγγελική Πανοπούλου

ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ ΜΕΛΕΤΗΣ: Άννα Λαμπροπούλου, Ηλίας Αναγνωστάκης, Αναστασία Γιαγκάκη, Μαρία Λεοντσίνη, Αγγελική Πανοπούλου.

ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ: Μαρίλια Λυκάκη, Χρήστος Μακρυπούλιας, Ζωγραφιά Μπιδικούδη.

ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ: Παναγιώτης Στρατάκης.