Τα δίκτυα επικοινωνίας των ρωμαϊκών χρόνων στον ελλαδικό χώρο και η αυτοκρατορική πολιτική
Χαρίκλεια Παπαγεωργιάδου, Ελένη Παπαευθυμίου
ΕIΣΑΓΩΓΗ
Ένα από τα κύρια μελήματα της ρωμαϊκής αρχής, από τα τέλη των χρόνων της Δημοκρατίας και κυρίως στους πρώιμους αυτοκρατορικούς χρόνους με την επιβολή της pax romana, υπήρξε η ενοποιημένη διοίκηση και η διεύρυνση του οικονομικού χώρου εκτός συγκεκριμένων ορίων, και η προς τούτo οργάνωση των κατακτημένων περιοχών.
Όσον αφορά στον ελλαδικό χώρο, η οργάνωση αυτή συντελέστηκε σε δύο επίπεδα: το πολιτικό, με την ίδρυση των επαρχιών και τη δημιουργία κέντρων υπό διαφορετικά πολιτειακά καθεστώτα και το γεωγραφικό, με την ανάπτυξη υποδομών επικοινωνίας και μεταφορών, είτε αυτές ήταν οι οδικοί άξονες είτε το δίκτυο των θαλάσσιων οδών.
Στις ελληνικές επαρχίες της Μακεδονίας και της Αχαΐας, που εξετάζονται εδώ, ιδρύθηκαν σε καίριες γεωγραφικές θέσεις, πάνω σε θαλάσσιους ή οδικούς άξονες, ρωμαϊκές αποικίες, πυρήνες δηλαδή ρωμαϊκού χαρακτήρα, που αποσκοπούσαν είτε στον έλεγχο της ευρύτερης περιοχής και τη διευκόλυνση των μετακινήσεων του στρατού είτε στη διασύνδεση των κέντρων, αστικών ή αγροτικών, που είχαν αναπτυχθεί κατά τόπους.
Μια προσεκτική ανάγνωση του χάρτη αποκαλύπτει την άρρηκτη σχέση που συνδέει τη χάραξη του οδικού δικτύου της ρωμαιοκρατίας (1oς-3ος μ. Χ. αιώνας), συχνά πάνω σε παλαιότερους δρόμους με την οργάνωση του αστικού χώρου των επαρχιών, ενώ η συνεπακόλουθη ευχέρεια μετακίνησης ανθρώπων, στρατευμάτων, εμπορευμάτων, πολιτισμικών αγαθών και ιδεών έδωσε νέα ζωή στις καθημαγμένες από τους πολέμους ελλαδικές περιοχές.
Στον ελλαδικό χώρο τόσο οι αποικίες όσο και οι ελληνικές πόλεις εξέδωσαν νομίσματα τα οποία φέρουν χαρακτηριστική εικονογραφία και αποτυπώνουν όχι μόνον την τοπική ιστορία, αλλά και τις νέες πολιτικές σχέσεις ή τη θέση της πόλης μέσα στον ευρύτερο χώρο της επαρχίας. Για τον λόγο αυτό προκρίθηκε η εικονογράφηση στον Άτλαντα να στηριχτεί στη νομισματική μαρτυρία.
Οι νομισματικοί τύποι αναφέρονται τις περισσότερες φορές στην πόλη που εκδίδει το νόμισμα, αποτυπώνοντας τους τοπικούς και πανελλήνιους θεούς, τα οικοδομήματα, τα έργα τέχνης, ή τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της κ.λπ.. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες είναι οι εκδόσεις όπου απεικονίζονται τα λιμάνια των πόλεων, τα περισσότερα από τα οποία διευρύνθηκαν, επεκτάθηκαν, συντηρήθηκαν ή επιδιορθώθηκαν στο πλαίσιο της ευρύτερης αυτοκρατορικής πολιτικής.
Στις αποικίες εμφανίζονται, επίσης, θέματα καθαρά ρωμαϊκά τα οποία μιμούνται αντίστοιχες παραστάσεις του νομισματοκοπείου της Ρώμης, ενώ συχνά απαντούν τύποι που αναφέρονται στο τελετουργικό της ίδρυσης με τη χάραξη των ορίων της, ή στις λεγεώνες από τους βετεράνους των οποίων προήλθαν οι άποικοι.
ΡΩΜΑΪΚΕΣ ΑΠΟΙΚΙΕΣ
Η ίδρυση αποικιών αποτελούσε μέρος μιας ευρύτερης πολιτικής της Ρώμης που ξεκινά από την περίοδο της Δημοκρατίας σε σχέδια του Γάιου Γράκχου. Την ιδέα αυτή ενστερνίστηκε ο Ιούλιος Καίσαρας αρχικά, θεωρώντας την κατάλληλη για την οργάνωση των νεοκατακτημένων εδαφών, ενώ την αξία της συγκεκριμένης στρατηγικής είχε διαβλέψει και ο Οκταβιανός/Αύγουστος, ο ιδρυτής της Αυτοκρατορίας, ο οποίος στις Res Gestae αναφέρεται στην ίδρυση αποικιών ως σημαντικό επίτευγμα της αρχής του.
Η ίδρυση των αποικιών ωφέλησε, άλλωστε, σημαντικά τη Ρώμη, τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά. Αφενός, η κεντρική εξουσία έλυνε το πρόβλημα των άκληρων Ρωμαίων πολιτών, των πολιτών των οποίων οι περιουσίες είχαν δημευτεί, αυτών που για διάφορους λόγους είχαν εκδιωχθεί από τις γαίες τους, στις οποίες εγκαθίσταντο βετεράνοι, ιδιαίτερα στα ιταλικά εδάφη, των απελεύθερων (πρώην δούλων), αλλά κυρίως των απόστρατων, ο αριθμός των οποίων στο τέλος του 1ου π.Χ. αιώνα, και δη στην αρχή της αυτοκρατορίας, ήταν αρκετά μεγάλος και το κράτος αδυνατούσε να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις τους. Με την εγκατάσταση των βετεράνων στις αποικίες και τη διανομή γαιών σε διάφορα σημεία της ρωμαϊκής κυριαρχίας, διαδόθηκε ο ρωμαϊκός πολιτισμός, η πολιτειακή διάρθρωση, η δομή και η οργάνωση της νέας αρχής, η γραφειοκρατία, η γλώσσα, η θρησκεία, τα ήθη και τα έθιμα. Η ίδρυση αποικιών συνέβαλε, δηλαδή, με ειρηνικό τρόπο στην ολοκλήρωση του εκρωμαϊσμού των νέων κατακτήσεων, όπου οι άποικοι συνυπήρξαν με τους γηγενείς πληθυσμούς αποτελώντας τις νέες κοινωνικές ελίτ.
Εκτός αυτού, οι αποικίες του Καίσαρα και του Αυγούστου στην Ελλάδα αποσκοπούσαν στη διαφύλαξη καίριων σημείων στους άξονες που συνέδεαν τη Δύση με την Ανατολή. Οι μεν αποικίες στην επαρχία της Μακεδονίας βρίσκονταν στρατηγικά τοποθετημένες πάνω στην Εγνατία, την κατ’έξοχήν οδική αρτηρία που, ξεκινώντας από τις ακτές της Ιλλυρίας, κατέληγε στο Βυζάντιο, στα μικρασιατικά παράλια. Η Εγνατία όχι μόνον διευκόλυνε τη μετακίνηση των στρατευμάτων προς τις ταραγμένες περιοχές κοντά στα σύνορα, αλλά αποτελούσε και τον κυριότερο, αν όχι τον μοναδικό, δρόμο που χρησιμοποιούσαν οι έμποροι και τα καραβάνια.
Από την άλλη, οι αποικίες στην Αχαΐα ιδρύθηκαν πάνω στον άξονα που διέτρεχε τη βόρεια πελοποννησιακή ακτή, τον οποίο χρησιμοποιούσαν οι ταξιδιώτες που επιθυμούσαν ένα σχετικά εύκολο ταξίδι από την Ιταλία προς τις περιοχές όχι μόνον της Πελοποννήσου, αλλά και της κυρίως Ελλάδας.
Απαραίτητη προϋπόθεση για την ίδρυση μίας αποικίας ήταν η ύπαρξη ελεύθερων γαιών για τη διανομή τους στους αποίκους. Στους Φιλίππους για παράδειγμα, διατέθηκαν οι δημευμένες γαίες των πρώην Μακεδόνων βασιλέων, ενώ στην Κόρινθο, μετά την καταστροφή της από τον Μόμμιο, τα εδάφη της κατασχέθηκαν και περιήλθαν στη δικαιοδοσία της Ρώμης ως ager publicus, δηλαδή ως δημόσιες διαθέσιμες γαίες. Στην περίπτωση της Πάτρας πάλι, ο Αύγουστος προσάρτησε στη χώρα της αποικίας εδάφη από γειτονικές πόλεις.
ΔΙΚΤΥΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ
Α. ΡΩΜΑΪΚΕΣ ΟΔΟΙ
Η ανάγκη για ένα δίκτυο οδικών αξόνων, που θα ξεκινούσε από τη Ρώμη the ‘golden milestone’ και θα εκτεινόταν σε όλη την αυτοκρατορία επιτρέποντας την γρήγορη επικοινωνία, έγινε άμεσα αντιληπτή από τον Αύγουστο. Από την εποχή αυτή μαρτυρείται η αρχή του cursus publicus με την οργάνωση ταχυδρομικών σταθμών, κατά μήκος των κεντρικών αρτηριών, μέσω των οποίων μεταφέρονταν οι εντολές της κεντρικής διοίκηση στα πιο απομακρυσμένα σημεία.
Αν και η μετακίνηση των στρατευμάτων θεωρείται πρωταρχική αιτία για την ανάπτυξη των ρωμαϊκών οδών, σύντομα έγινε αντιληπτό ότι οι τελευταίες όχι μόνον ευνοούσαν εκ των πραγμάτων τη μεταφορά αγαθών και την ανάπτυξη του εμπορίου, αλλά συνέβαλλαν, επίσης, σημαντικά στην ανταλλαγή ιδεών, γεγονός που δημιούργησε σταδιακά έναν ομοιογενή σχετικά πολιτισμό στα όρια της αυτοκρατορίας.
Β. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ: Η ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ
Η Εγνατία οδός, ο κεντρικός οδικός άξονας της επαρχίας της Μακεδονίας που ήταν εν χρήσει από αρχαιοτάτων χρόνων, ήταν η πρώτη οδός που επέκτειναν οι Ρωμαίοι στα ανατολικά της Αδριατικής, την εποχή της Δημοκρατίας. Θεωρείται ότι είχε διπλή αφετηρία, στο Δυρράχιον και στην Απολλωνία και κατέληγε αρχικά μεν στην Κύψελα στον ποταμό Έβρο, αργότερα δε στο Βυζάντιο, διασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό την επικοινωνία της Ρώμης με την Ανατολή. Η οδός, την οποία οι Ρωμαίοι ανέδειξαν στον κύριο οδικό άξονα των Βαλκανίων, ακολουθούσε την εξής διαδρομή: Δυρράχιον/Απολλωνία, Λυγκιστός (περιοχή Πυλών), Ηράκλεια Λυγκιστίς (νότια από το Μοναστήρι), Έδεσσα, Πέλλα, Θεσσαλονίκη, Απολλωνία (η πόλη είχε ιδρυθεί από τον Αμύντα Γ΄ και επανιδρύθηκε ως municipium μεταξύ Θεσσαλονίκης και Αμφιπόλεως στις αρχές του 2ου αιώνα, πιθανώς μετά την επιδιόρθωση της Εγνατίας οδού από τον Τραϊανό), Αμφίπολις, Φίλιπποι (η οδός διέσχιζε την decumanus maximus, την κεντρική οδό της πόλεως), Νεάπολις (Καβάλα), Μαξιμιανούπολις (ιδρύθηκε τον 4ο μ.Χ. αιώνα), Τραϊανόπολις (ανατολικά της Αλεξανδρούπολης, ιδρύθηκε από τον Τραϊανό και εξελίχθηκε σε μεγάλο διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο της κεντρικής Θράκης) και στα ανατολικά την Τόπειρο (Ulpia Topiros), Κύψελα (σημ. Ipsala), Άπρι (αποικία που ίδρυσε ο Κλαύδιος αμέσως μετά την ίδρυση της επαρχίας της Θράκης, Ulpia Claudia Arpensis, κοντά στο σημερινό χωριό Kermeyan, ανατολικά της Malkara), Πέρινθος/Ηράκλεια τον 4ο μ. Χ. αιώνα και, τέλος, το Βυζάντιον, όπου στο τέλος της αυτοκρατορίας ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη.
Η οδός κατασκευάστηκε από τον Εγνάτιο μεταξύ των ετών 146 και 120 π.Χ. (μιλιάριο Καβάλας και Θεσσαλονίκης), μετά τους τρεις Μακεδονικούς πολέμους και την επανάσταση του Ανδρίσκου, η οποία κατεστάλη από τους Ρωμαίους το 146 π.Χ., και την ίδρυση της επαρχίας της Μακεδονίας. Ο Κικέρων την ονομάζει via militaris (Prov. 2.4), αφού αρχικά κατασκευάστηκε για τη γρήγορη διέλευση του στρατού και για την αντιμετώπιση βαρβαρικών επιδρομών και εσωτερικών αναταραχών. Η οδός χρησιμοποιήθηκε τον 2ο και 1ο π.Χ. αιώνα ενάντια στους Θράκες εισβολείς και κατά την περίοδο των εμφυλίων ρωμαϊκών πολέμων. Περί το 100 π.Χ. τα σύνορα της επαρχίας της Μακεδονίας επεκτάθηκαν μέχρι τον Βόσπορο και προφανώς σε αυτήν την περίοδο επεκτάθηκε και η Εγνατία μέχρι το Βυζάντιο. Η παρουσία των βαρβαρικών φύλων και η ανάγκη προστασίας των βορειότερων περιοχών μετέτρεψε τον Δούναβη, από το 9 μ.Χ., σε απώτατο όριο της αυτοκρατορίας, ενώ το 44 μ.Χ. ιδρύθηκαν οι επαρχίες της Μοισίας και της Θράκης για την καλύτερη άμυνα της βαλκανικής, με συνέπεια τη σταδιακή αποδυνάμωση της επαρχίας της Μακεδονίας.
Η Εγνατία δεν αποτελούσε πλέον τη μοναδική οδό μετακίνησης των στρατευμάτων και μεταβλήθηκε σε εμπορική περισσότερο οδό για τους πολίτες και τους ταξιδιώτες (cursus publicus). Αναφέρονται επισκευές καθώς και διαπλατύνσεις της σε ορισμένα σημεία, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν κυρίως σε περιόδους στρατιωτικών μετακινήσεων επί Αυγούστου και επί Τραϊανού (αν και όπως φαίνεται, κανείς από τους δύο αυτοκράτορες δεν επισκέφθηκε την επαρχία). Ο Τραϊανός συντήρησε την οδό μεταξύ Απολλωνίας και Ακοντίσματος (κοντά στη Νέα Καρβάλη) και από το Δυρράχιον μέχρι τη Νεάπολη (Καβάλα), ενώ στο πλαίσιο της ανασυγκρότησης της αυτοκρατορίας ο Τραϊανός επισκεύασε και την via Appia στην Ιταλία, την οποία μετονόμασε σε via Traiana. Άλλες επισκευές έγιναν επί Αδριανού, καθώς και από τον Σεπτίμιο Σεβήρο το 202 μ.Χ. –κατά την επιστροφή του από τη Συρία– και από τον Καρακάλλα, ο οποίος σχεδίαζε να επαναλάβει το ίδιο ταξίδι, αλλά δολοφονήθηκε το 207 στη Συρία. Μία τελευταία επισκευή είναι γνωστή από τους χρόνους της Τετραρχίας, πιθανόν επί Γαλερίου, ο οποίος και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, την πρωτεύουσα της επαρχίας.
Γ. ΑΧΑΙΑ: ΑΞΟΝΕΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
Ανάλογες πρωτοβουλίες των Ρωμαίων για διάνοιξη δρόμων μεγάλης σημασίας στη νοτιότερη Ελλάδα δεν υπήρξαν, καθώς η θέση της δεν ευνοούσε ιδιαίτερα την οδική διασύνδεση της Ρώμης με την Ανατολή. Αντίθετα, εδώ σημαντικό ρόλο έπαιζαν οι επικοινωνίες μικρότερης κλίμακας μεταξύ των πόλεων –στις οποίες είχαν εγκατασταθεί και δραστηριοποιούνταν Ρωμαίοι και Ιταλοί έμποροι– καθώς και οι θαλάσσιες επικοινωνίες που στηρίζονταν στο πυκνό δίκτυο μικρών ή μεγάλων λιμανιών.
Οι πόλεις της Πελοποννήσου συνδέονταν μεταξύ τους και με τις υπόλοιπες περιοχές της κεντρικής Ελλάδας μέσα από περάσματα και φυσικές χαράξεις που δημιουργούσε το φυσικό ανάγλυφο. Η Πελοπόννησος, ωστόσο, λόγω της γεωγραφικής της θέσης αποτελούσε και τον πρώτο σταθμό για τους προερχόμενους από την Αδριατική και το Ιόνιο. Μία σειρά λιμανιών δέσποζε στη βόρεια ακτή της, ξεκινώντας από την αποικία της Πάτρας και καταλήγοντας στην αποικία της Κορίνθου με τα δύο λιμάνια της –το Λέχαιον και τις Κεγχρεές– και με ενδιάμεση τη λιγότερο σημαντική πόλη της Αίγειρας. Από την Κόρινθο γινόταν και η σύνδεση με την κυρίως Ελλάδα, μέσω των οδών που οδηγούσαν προς τα Μέγαρα ή τη Ναύπακτο.
Στα νότια, η μεν Μεθώνη στη Μεσσηνία διέθετε μεγάλο λιμάνι στο Ιόνιο, το δε Γύθειο, στον Λακωνικό Κόλπο, έδινε πρόσβαση στο Αιγαίο και νοτιότερα στην Κρήτη. Άλλα λιγότερο ή περισσότερο σημαντικά λιμάνια ήταν του Άργους, και της Κυλλήνης στην Ήλιδα. Τα περισσότερα από αυτά, γνωστά από παλαιότερα, ακόμη και από την εποχή του Χαλκού, ανοικοδομήθηκαν ωστόσο ή υπέστησαν σημαντικές βελτιώσεις κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, ιδιαίτερα τον 2ο και 3ο μ.Χ. αιώνα.
ΑΠΟΙΚΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
Η επαρχία της Μακεδονίας είναι η πρώτη επαρχία του ρωμαϊκού κράτους, καθώς δημιουργήθηκε το 168 π.Χ. μετά τη νίκη στην Πύδνα. Κατά την αναδιοργάνωση των επαρχιών, το 27 π.Χ., περιορίστηκε σημαντικά με τη δημιουργία της Αχαΐας, η οποία περιελάμβανε και τη Θεσσαλία. Πιθανότατα οι περισσότερες είχαν ιδρυθεί σε ένα ευρύτερο πλαίσιο αποικισμού του Μάρκου Αντωνίου και για τον λόγο αυτό ο Οκταβιανός έσπευσε να τις επανιδρύσει και να εγκαταστήσει εκεί βετεράνους του Αντωνίου, ως αντάλλαγμα για τις ιδιοκτησίες που τους είχε αποσπάσει στην Ιταλία, προκειμένου να τις αποδώσει στους δικούς του στρατιώτες.
ΔΙΟΝ
Οι πληροφορίες για την αποικία του Δίου, στις υπώρειες του Ολύμπου, είναι ελάχιστες και αντικρουόμενες και οι νομισματικές μαρτυρίες επιτείνουν τις αμφιβολίες ως προς την ίδρυσή της. Πιθανότατα μια πρώτη ίδρυση μπορεί να αποδοθεί στον Ιούλιο Καίσαρα ή στον Βρούτο το 43 π.Χ., όπως υποδηλώνει η αναγραφή των νομισματικών αρχόντων της εποχής duumviri. Ο Αύγουστος επανίδρυσε την αποικία το 27 π.Χ., εγκατέστησε απόκληρους Ρωμαίους πολίτες από την Ιταλία και την ονόμασε Colonia Iulia Augusta Diensis. Οι νομισματικοί τύποι είναι κυρίως ελληνικοί, εκτός από τις πρώιμες εκδόσεις (Αυγούστου και Τιβερίου) με παραστάσεις που συνδέονται με την ίδρυση της αποικίας και την αυτοκρατορική οικογένεια και δεν αφήνουν να διαφανεί το ρωμαϊκό περιβάλλον της αποικίας.
ΚΑΣΣΑΝΔΡΕΙΑ
Η αποικία της Κασσάνδρειας ιδρύθηκε στη θέση της πρώην Ποτίδαιας το 43/2 π.Χ. από τον Βρούτο. Επανιδρύθηκε το 30 π.Χ. από τον Αύγουστο με την ονομασία Colοnia Iulia Augusta Cassandrensis. Στην αποικία, η οποία έχαιρε του ius italicum (της ρωμαϊκής πολιτείας), εγκαταστάθηκαν απόστρατοι από την πρόσφατη ναυμαχία στο Άκτιον, όπως υποδηλώνει και η παράσταση στρατιωτικών εμβλημάτων στα πρωιμότερα νομίσματα της αποικίας. Και στην Κασσάνδρεια οι νομισματικοί τύποι είναι κυρίως ελληνικοί, ενώ ξεχωρίζει η τοπική θεότητα του Άμμωνα Διός.
ΠΕΛΛΑ
Η αποικία της Πέλλας πάνω στην Εγνατία φαίνεται, σύμφωνα με τους νομισματικούς τύπους, ότι είχε ιδρυθεί αρχικά από τον Μάρκο Αντώνιο (αν και είναι πιθανόν πρώτος ιδρυτής να ήταν ο Καίσαρας ή ο Βρούτος). Κατόπιν επανιδρύθηκε από τον Αύγουστο, ο οποίος εγκατέστησε εκεί όχι μόνον βετεράνους, αλλά και Ιταλούς χαμηλής κοινωνικής και οικονομικής τάξης, καθώς και πολίτες από την Πέλλα και άλλες γειτονικές πόλεις. Πιθανόν μια τελευταία επανίδρυση έγινε στους χρόνους του Διοκλητιανού, ως Διοκλητιανούπολη. Παρόλο που η Πέλλα δεν απέκτησε ποτέ το ius Italicum, δηλαδή το προνομιακό καθεστώς που απολάμβαναν οι ιταλικές πόλεις, σε αντίθεση με τις αποικίες που ήδη αναφέρθηκαν, απεικονίζει σε μεγάλο βαθμό ρωμαϊκούς τύπους (sella curulis ή Spes που κρατά στεφάνι), ενώ από το ελληνικό πάνθεον δεσπόζουσα είναι η παρουσία του θεού Πάνα.
ΦΙΛΙΠΠΟΙ
Η αποικία των Φιλίππων, Colonia Victrix Philippensis, ιδρύθηκε το 42 π.Χ. από τον Μάρκο Αντώνιο μετά τη μάχη των Φιλίππων και επανιδρύθηκε από τον Αύγουστο μετά τη ναυμαχία του Ακτίου, το 30 π.Χ., ως Colonia Augusta Iulia Philippensis. Στην αποικία, η όποια έχαιρε του ius Italicum, εγκαταστάθηκαν βετεράνοι του ρωμαϊκού στρατού, αλλά και Ρωμαίοι πολίτες που είχαν χάσει τις γαίες τους. Θεωρείται ως η πλέον «εκρωμαϊσμένη» αποικία, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τη νομισματοκοπία της, καθώς όλες οι νομισματικές εκδόσεις της φέρουν ρωμαϊκούς τύπους, όπου κυρίως πρωταγωνιστεί ο ίδιος ο αυτοκράτορας.
ΔΥΡΡΑΧΙΟ
Το Δυρράχιο, η αποικία που ο Οκταβιανός ίδρυσε το 30 π.Χ. (Dio LI, 4, 6) για να εγκαταστήσει τους βετεράνους των λεγεώνων του μετά τη μάχη στο Άκτιον, υπαγόταν στην επαρχία της Μακεδονίας. Η θέση της αποικίας, η οποία έχαιρε του ius Italicum (της ιταλικής πολιτείας), ήταν εξαιρετικά σημαντική καθώς το λιμάνι της αποτελούσε τον συνδετικό κρίκο με το λιμάνι του Brundisium (σημερινό Μπρίντεζι), το οποίο, μέσω της via Appia, συνδεόταν με τη σειρά του με τη Ρώμη. Ως φυσική συνέχεια, από το Δυρράχιον ξεκινούσε η Εγνατία οδός, που ένωνε την Αδριατική με το Αιγαίο και τον Εύξεινο Πόντο, διασχίζοντας τη Μακεδονία. Η πόλη είχε προσελκύσει, ήδη από τον 2ο π.Χ. αιώνα, τόσο μεγάλο αριθμό Ιταλών «συμπραγματευομένων» (negotiatores), ώστε ο Catullus (ΧΧΧVI.15) να την αποκαλεί «το μαγαζί της Αδριατικής» (taberna Hadriae).
ΣΤΟΒΟΙ (MUNICIPIUM)
Οι Στόβοι, στην Παιονία, καθώς και η Κοίλα στη Θράκη είναι οι μόνες πόλεις στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας που μετατράπηκαν σε municipia. Αρχικά επί Αυγούστου, οι Στόβοι ήταν oppidum civicum Romanorum και λίγο αργότερα μετατράπηκε σε municipium, το όποιο έχαιρε του ius Italicum (της ρωμαϊκής πολιτείας). Η πόλη εξέδιδε νομίσματα από την βασιλεία του Βεσπασιανού κι εξής με την επιγραφή Municipium Stobiensium.
Οι Στόβοι βρίσκονταν σε στρατηγική γεωγραφική θέση στα σύνορα της επαρχίας της Μακεδονίας και πάνω σε ένα δίκτυο οδών, με κυριότερη την Εγνατία, αλλά και την οδό που συνέδεε τη Θεσσαλονίκη με το Viminacium και το Sirmium διασχίζοντας το Scuppi και τη Ναϊσσό, η οποία κατά την Ύστερη Αρχαιότητα εξελίχθηκε σε έναν από τους κυριότερους οδικούς άξονες της εποχής. Από τους Στόβους ξεκινούσε, επίσης, η οδός προς την Σερδική, η οποία διέσχιζε την Astibos και τα Tranupara καταλήγοντας στην Pautalia, ενώ ένας ακόμη δρόμος οδηγούσε στην Ηράκλεια και συναντούσε την Εγνατία οδό.
Ως ένας από τους κυριότερους σταθμούς στον οδικό άξονα που ένωνε τη Θεσσαλονίκη με τον Δούναβη, οι Στόβοι αναδείχθηκαν σε σημαντικό εμπορικό κέντρο, ελκύοντας πολλούς Ρωμαίους, Ιταλούς και Ιουδαίους εμπόρους, ενώ μέχρι τον 2ο μ.Χ αιώνα, οπότε τα σύνορα της αυτοκρατορίας επεκτάθηκαν βορειότερα, αποτελούσε και ισχυρό στρατιωτικό κέντρο.
ΒΕΡΟΙΑ (ΚΟΙΝΟΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ)
Ενδεικτικό παράδειγμα της σημασίας των οδικών δικτύων αποτελεί η περίπτωση της Βέροιας. Η πόλη άκμασε στους αυτοκρατορικούς χρόνους λόγω της σημαντικής θέσης της στο δίκτυο, το οποίο είχε αναπτυχθεί παράλληλα με την Εγνατία. Βρισκόταν στην οδό που συνέδεε τη Θεσσαλία με τη Θεσσαλονίκη, ενώ από τη Βέροια διερχόταν ένας ακόμη δρόμος, δυτικά της λίμνης του Λουδία, που συνδεόταν με την Εγνατία κοντά στον Αξιό ποταμό. Μία άλλη οδός, που ξεκινούσε από τη Βέροια και ακολουθούσε τους πρόποδες του Βερμίου, κατέληγε στην Έδεσσα απ’ όπου περνούσε επίσης η Εγνατία με κατεύθυνση προς το Δυρράχιον. Ένας τρίτος οδικός άξονας, κατευθυνόμενος νοτιοδυτικά, διέσχιζε την πεδιάδα του Τριπόταμου φθάνοντας στο Sarigjöl. Η σύγκλιση όλου αυτού του οδικού δικτύου στη Βέροια συνέβαλε στην άνθησή της, δικαιολογώντας την επιλογή της πόλης από τους Ρωμαίους ως κέντρου του Κοινού των Μακεδόνων αντί της Θεσσαλονίκης, της μεγαλύτερης πόλης της Μακεδονίας.
Η θέση της, άλλωστε, την κατέστησε σημαντικό εμπορικό κέντρο. Μετά τις συγκρούσεις του ρωμαϊκού εμφυλίου πολέμου του 49-48 π.Χ., οπότε η πόλη ήταν έδρα του Πομπηίου, αυξήθηκε ραγδαία ο αριθμός των Ρωμαίων εμπόρων (negotiatores) και των Ιουδαίων, κοινότητες των οποίων μαρτυρούνται ήδη από την εποχή του Μακεδονικού βασιλείου. Η κοινότητα των τελευταίων ήταν τόσο ισχυρή, ώστε την επισκέφθηκε ο Απόστολος Παύλος το 50 μ.Χ. για να κηρύξει τον χριστιανισμό.
Στη Βέροια είχε την έδρα του και το Κοινό των Μακεδόνων. Η ετήσια διοργάνωση αθλητικών και μουσικών αγώνων από τα μέλη του προσείλκυε και πολλούς διανοούμενους της εποχής, που είχαν εγκατασταθεί στην πόλη. Ιδιαίτερη εύνοια έδειξε προς τη Βέροια ο Νέρβας, επί του οποίου της αποδόθηκε ο τίτλος Νεοκόρου –υπεύθυνης, δηλαδή, της αυτοκρατορικής λατρείας και της Μητροπόλεως–, τίτλος που ανήκε δικαιωματικά στη Θεσσαλονίκη, η οποία και τον διεκδίκησε ανεπιτυχώς από τον αυτοκράτορα. Μια δεύτερη νεοκορία αποδόθηκε στην πόλη τον 3ο μ.Χ αιώνα, οπότε και οι αγώνες απέκτησαν πανελλήνιο χαρακτήρα προς τιμήν του Αλεξάνδρου Γ΄. Για το λόγο αυτό, οι νομισματικές εκδόσεις της εποχής φέρουν στην εμπρόσθια όψη την προτομή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Οι πρώτες ρωμαϊκές κοπές του Κοινού επί ιουλιοκλαυδιανής δυναστείας μάλλον εκδίδονταν στη Θεσσαλονίκη, την πρωτεύουσα της επαρχίας.
ΑΠΟΙΚΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ ΤΗΣ ΑΧΑΙΑΣ
ΚΟΡΙΝΘΟΣ
Η Κόρινθος, όπως και η Καρχηδόνα που είχε επίσης αντισταθεί σθεναρά στη ρωμαϊκή εξουσία, καταστράφηκε ολοσχερώς από τον Leucius Mummius το 146 π.Χ. και τα εδάφη της είτε δημεύθηκαν και μετατράπηκαν σε ager publicus είτε αποδόθηκαν στη Σικυώνα. ΄Υστερα από πολλά χρόνια αφάνειας, το 44 π.Χ., ο Ιούλιος Καίσαρ ίδρυσε τη ρωμαϊκή αποικία Colonia Laus Iulia Corinthiensis, στην οποία εγκατέστησε κυρίως απελεύθερους από τη Ρώμη (Strabo VIII, 6, 23). Αν και μήλο της έριδας μεταξύ Αντωνίου και Οκταβιανού, η πόλη δεν ξαναβρήκε την παλαιά της αίγλη παρά το 27 π.Χ., με την αναδιοργάνωση των ελληνικών επαρχιών από τον Αύγουστο. Η εξαιρετική γεωγραφική της θέση συνέβαλε στην ανάκαμψη της πόλης, η οποία αναδείχθηκε σε ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά κέντρα της ανατολικής Μεσογείου. Τα νομίσματα που εξέδωσε η Κόρινθος ανταποκρίνονται στο κοσμοπολίτικο περιβάλλον της, καθώς κυριαρχεί μια τεράστια ποικιλία τύπων. Οι περισσότεροι από αυτούς αποδίδουν με εξαιρετική ακρίβεια και λεπτομέρεια τοπικά ναϊκά και άλλα οικοδομήματα (όπως το ιερό του Παλαίμονα ή την κρήνη της Πειρήνης), σκηνές από στενά τοπικές παραδόσεις (όπως αυτή που συνδέεται με τον Μελικέρτη), ή ακόμη ευφάνταστες παραστάσεις, αντίγραφα πιθανόν από έργα μεγάλης τέχνης (όπως η Αφροδίτη σε τέθριππο με Τρίτωνες).
ΠΑΤΡΑ
Η Πάτρα ιδρύθηκε από τον Αύγουστο το 14 π.Χ., ο οποίος αναγνώριζε την καίρια θέση του λιμανιού της για την επικοινωνία της Ιταλίας με την Ελλάδα. Με σκοπό τη διασφάλιση των θαλάσσιων περασμάτων εγκατέστησε στην αποικία βετεράνους της Χ και της ΧΙΙ λεγεώνας, ενώ παράλληλα την επέκτεινε με την προσάρτηση εδαφών από γειτονικές περιοχές και πολισμάτων, όπως η Τριταία, οι Ρύποι, οι Φαρές, και η Δυτική Λοκρίς, καθιστώντας την το κύριο οικονομικό και εμπορικό κέντρο της νότιας Ελλάδας. Η ιδιάζουσα θέση και το καθεστώς της αποικίας διαφαίνεται και στη νομισματοκοπία της, η οποία ισορροπεί ανάμεσα σε τύπους τοπικούς και ρωμαϊκούς, ενώ σημαντικό μέρος της εικονογραφίας αναφέρεται σε κτίσματα και μνημεία της πόλης. Ιδιαίτερα σημαντικές είναι δύο εκδόσεις που αναπαριστούν το λιμάνι της πόλης, το οποίο φαίνεται ότι είχε ανοικοδομηθεί ή ανακαινιστεί σύμφωνα με τα ρωμαϊκά πρότυπα.
ΔΥΜΗ
Η αποικία της Δύμης είχε ιδρυθεί το 67 π.Χ. από τον Πομπηίο, ο οποίος εγκατέστησε εκεί ομάδα πειρατών που είχε ο ίδιος συντρίψει (Strabo XIV, c665, Plut., Pomp. 28, 7). Μετά τη μάχη των Φαρσάλων, ο Ιούλιος Καίσαρ επανίδρυσε το 44 π.Χ. την αποικία ως Colonia Iulia Dumaeorum. Δεν είναι γνωστή η σύσταση του πληθυσμού της νέας αποικίας, αλλά πιθανότατα, όπως και στην Κόρινθο, εγκαταστάθηκαν απελεύθεροι της Ρώμης. Η επόμενη επανίδρυση πραγματοποιήθηκε το 40 π.Χ. από τον Αντώνιο, οπότε και μετονομάστηκε σε Colonia Iulia Antonia Dumaeorum, ενώ μια τελευταία επανίδρυση της Colonia Iulia Augusta Dumaeorum έγινε το 27 π.Χ. από τον Αύγουστο, η οποία ωστόσο δεν έμελλε να διατηρηθεί επί μακρόν, επειδή κατά πάσα πιθανότητα τα εδάφη της προσαρτήθηκαν στην Πάτρα, όπως αναφέρει ο Παυσανίας (VII. 17.5)
ΒΟΥΘΡΩΤΟΣ
Ο Βουθρωτός αναφέρεται στην επαρχία της Αχαΐας, αν και τοποθετείται στο Ιλλυρικό –τη σημερινή νότια Αλβανία–, επειδή η συγκεκριμένη περιοχή, όπως και όλη η Ήπειρος, ανήκε διοικητικά στην επαρχία της Αχαΐας. Η Colonia Iulia Buthrotum ιδρύθηκε το 44 π.Χ., λίγο μετά τη δολοφονία του Ιουλίου Καίσαρα –ο οποίος είχε προσχεδιάσει την ίδρυση της αποικίας–, από τον L. Plotius Plancus, praefectus coloniae deducendae, και επανιδρύθηκε από τον Αύγουστο ως Colonia Augusta Buthrotum. Ο Καίσαρ είχε ήδη δημεύσει τις γαίες της πόλης λόγω της άρνησης των πολιτών να πληρώσουν κάποιον φόρο, γεγονός γνωστό από την αλληλογραφία του Κικέρωνα με τον φίλο του Αττικό, ο οποίος διατηρούσε τεράστια κτηματική περιουσία στην περιοχή. Σημαντικό λιμάνι στα στενά του Οτράντο και πολύ κοντά στην αρχή της Εγνατίας, η αποικία εμφανίζει πλούσια εικονογραφία με τύπους ρωμαϊκούς, αλλά και τοπικούς, πολλοί από τους οποίους αναφέρονται στη γεωγραφική της θέση και τη σημασία της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν νομίσματα της εποχής του Κλαυδίου, στα οποία απεικονίζεται ανδρική μορφή καθισμένη σε βράχο κρατώντας κέρας αφθονίας και άγκυρα.
CHARLESWORTH Μ. P., Trade Routes and Commerce in the Roman Empire, 2η έκδοση, 2000.
PAPAGEORGIADOU-BANI H., The Numismatic Iconography of the Roman Colonies in Greece: Local Spirit and the Expression of Imperial Policy [MEΛΕΤΗΜΑΤΑ 39], Athens 2004.
SANDERS G. D. R. - WHITBREAD I. K., Central Places and Major Roads in the Peloponnese, Τhe Annual of the British School at Athens 85 (1990), 333-361.
AMANDRY Μ., Le monnayage des duovirs corinthiens, BCH (Supplément 15), Paris 1988.
CHEVALLIER R., Roman Roads, London 1976.
GOUNAROPOULOU L. - HATZOPOULOS M. B., Les Milliaires de la Voie Egnatienne entre Héraclée des Lyncestes et Thessalonique [MΕΛΕΤΗΜΑΤΑ 1], Athènes 1985.
ΚΡΕΜΥΔΗ-ΣΙΣΙΛΙΑΝΟΥ Σ., Η νομισματοκοπία της ρωμαϊκής αποικίας του Δίου, Aθήνα 1996.
LOLOS Y., Via Egnatia after Egnatius: Imperial Policy and Inter-regional Contacts, στο: MALKIN I. - CONSTANTAKOPOULOU CHR. - PANAGOPOULOU K. (επιμ.), Greek and Roman Networks in the Mediterranean, London-New York 2009, 264-284.
MALKIN I. - CONSTANTAKOPOULOU Chr. - PANAGOPOULOU K. (επιμ.), Greek and Roman Networks in the Mediterranean, London-New York 2009.
MOMMSEN ΤH., The Provinces in the Roman Empire from Caesar to Diocletian, London 1909.
PAPAZOGLOU F., Quelques aspects de l’histoire de la province de Macedoine, ANRW II. 7/1 (1979), 302-369.
PAPAZOGLOU F., Les villes de Macédoine à l'époque romaine, BCH (Supplément 16) Paris 1988.
PAPAEFTHYMIOU E., Édessa de Macédoine. Étude historique et numismatique, Athènes 2002.
ROUGÉ J., Recherches sur l’organisation de commerce maritime en Méditerranée sous l’Empire romain, Paris 1966.
Υπεύθυνη μελέτης: Χαρίκλεια Παπαγεωργιάδου.
Συνεργάτιδα: Ελένη Παπαευθυμίου.
Χαρτογράφηση: Ελένη Γκαδόλου