Ενότητα Εργασίας 3
Δίκτυα θεσμών
Οι εργασίες της τρίτης ενότητας έχουν ως αντικείμενο τη μελέτη, τεκμηρίωση και χαρτογράφηση ορισμένων χαρακτηριστικών εξουσιαστικών δικτύων και δομών στον ελληνικό χώρο, που απορρέουν κυρίως από τη λειτουργία επίσημων ή δημόσιων θεσμών, αλλά και ορισμένων ανεπίσημων. Κατά βάση, πρόκειται για διαχειριστικά ή και γραφειοκρατικά δίκτυα που αναπτύσσουν ποικίλοι θεσμοί προκειμένου να συντηρήσουν γενικές υποδομές, να συντονίσουν εξ αποστάσεως ένα ευρύ φάσμα δράσεων, να ασκήσουν κεντρικό διοικητικό έλεγχο ή να οργανώσουν τη διάχυση των λειτουργιών τους. Κατά τον Anthony Giddens «οι θεσμοί αποτελούν εξ ορισμού τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής ζωής με τη μεγαλύτερη διάρκεια». Βασικό χαρακτηριστικό των σύνθετων αυτών δομών και μηχανισμών κοινωνικής δράσης και συνεργασίας, τάξης και κοινωνικοποίησης είναι πως αυτοαναπαράγονται, είτε πρόκειται για επίσημους οργανισμούς είτε για ανεπίσημες θεσμικές δομές. Το αποτέλεσμα είναι πως οι ρητοί και άρρητοι κανόνες λειτουργίας τους, ο πολιτικός και οικονομικός τους αντίκτυπος, οι συμπεριφορές των ατόμων ως φορέων συγκεκριμένων ρόλων εντός του θεσμού, οι ιεραρχικές δομές που ορίζουν τους ρόλους αυτούς, καθώς και τα συλλογικά σχήματα ιδεών, αξιών, τεχνογνωσίας και νοοτροπιών που αναδύονται από τη λειτουργία τους, επικαθορίζουν σε σημαντικό βαθμό την κοινωνία στην οποία αναπτύσσονται. Ακόμη σημαντικότερο για την ιστορική τους μελέτη είναι το γεγονός πως η επιρροή αυτή επεκτείνεται στον χώρο και στον χρόνο πολύ πέρα από τα όρια λειτουργίας των θεσμών. Μια θεσμική δομή αλληλεπιδρά με πολυσύνθετους και όχι πάντοτε προφανείς τρόπους με άλλες δομές της κοινωνίας στην οποία λειτουργεί• αντίστοιχα, μια θεσμική δομή που αναπτύχθηκε από τις ανάγκες μιας εποχής μπορεί να επιδρά σημαντικά και σε μεταγενέστερες ιστορικές περιόδους, ακόμη κι όταν βρίσκεται σε αναντιστοιχία με τις ανάγκες της νέας εποχής.
Οι θεσμοί συνιστούν αντικείμενο μελέτης ως δίκτυα με περισσότερες από μία έννοιες. Πρώτα απ’ όλα, μπορούν να μελετηθούν ως δίκτυα μέσω της αποτύπωσης των απτών εκφάνσεών τους στον χώρο και στον χρόνο ως κόμβοι ενός νοητού δικτύου. Η αποτύπωση αυτή δεν αποτελεί ένα οπτικό βοήθημα της μελέτης των θεσμών αντιθέτως, η εξάπλωση των δομικών μονάδων ενός θεσμού στον χώρο και η διακλάδωση των εκφάνσεών τους στον χρόνο συνιστούν απαραίτητη προϋπόθεση για την κατανόηση της λειτουργίας τους, των ευρύτερων επιρροών τους, των τρόπων με τους οποίους οργανώνουν τον ιστορικό χώρο και παρεμβαίνουν στον ιστορικό χρόνο. Έπειτα, οι θεσμοί μπορούν να μελετηθούν ως δίκτυα υπό την έννοια της μελέτης των προσώπων που αποτελούν φορείς ρόλων εντός του θεσμού, δηλαδή κόμβους στο δίκτυο της θεσμικής δομής. Η θεώρηση αυτή διευρύνει την εννοιολογική προσέγγιση του ρόλου των ατόμων εντός ενός θεσμού, ξεπερνώντας την κάθετη, δενδροειδή και ιεραρχική καταγραφή των ρόλων, προς όφελος μιας πιο σύνθετης ματιάς, που επιχειρεί να ανιχνεύσει τις πολυσύνθετες αλληλεπιδράσεις των ατόμων εντός της θεσμικής δομής. Τέλος, επειδή ακριβώς οι θεσμοί, παρά την αυτόνομη εσωτερική λογική της λειτουργίας τους, δεν λειτουργούν ποτέ εν κενώ, αλλά έχοντας πάντοτε προϋποθέσεις και αποτελέσματα εξωτερικά ως προς την ίδια τη δομή τους, οι θεσμοί μπορούν να μελετηθούν ως δίκτυα με τον ίδιο τον θεσμό ως κόμβο ενός δικτύου με κυματοειδείς απολήξεις σε ποικίλες κοινωνικές, οικονομικές και γνωσιακές εκφάνσεις της ιστορικής πραγματικότητας.