Σύγκρουση και ανταλλαγή μέσα από τους πολέμους των Βυζαντινών: Τεχνογνωσία, πληροφορία, πολιτισμός (7ος-11ος αιώνας)
Ταξιάρχης Κόλιας, Ευστρατία Συγκέλλου
ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
Αντικείμενο του παρόντος ερευνητικού έργου αποτελούν οι πόλεμοι που διεξήγαγαν οι Βυζαντινοί με τους Άραβες κατά τη μέση περίοδο (7ος-11ος αιώνας). Οι πολεμικές συρράξεις και οι μάχες «χαρτογραφούνται» ως πεδία σύγκρουσης και ανταλλαγής, ως σταθμοί στην επικοινωνία και την πληροφόρηση και κόμβοι ενός συστήματος αμυντικών υποδομών. Έτσι, αναγνωρίζονται ως μέρη ενός δικτύου πολιτισμικών μεταφορών μέσα στο οποίο αντιπαρατίθενται, διασταυρώνονται και αφομοιώνονται διαφορετικές νοοτροπίες και αντιλήψεις, πολεμικές πρακτικές και τεχνογνωσία. Ο βυζαντινός και ο αραβικός κόσμος συναντώνται στα πεδία των μαχών, όπου ο ανθρώπινος παράγων ως κινητήρια δύναμη του πολέμου δίνει έναν αγώνα επιβίωσης τόσο με τεχνικά-στρατιωτικά μέσα όσο και με ποικίλες μορφές αλληλεπίδρασης και επικοινωνίας.
Ο πόλεμος είναι ένα «δυναμικό» φαινόμενο στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού. Ο J. Keegan, αναλύοντας τα χαρακτηριστικά στοιχεία του δυτικού πολιτισμού αναφορικά με τον πόλεμο, επεσήμανε τις ελληνικές και ανατολικές καταβολές του, οι οποίες τον ενίσχυσαν με ερείσματα ηθικά, διανοητικά και ιδεολογικά. Διέκρινε, μάλιστα, στις συγκρούσεις μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων στην Ανατολή κατά τον Μεσαίωνα την ύπαρξη πολιτισμικών ανταλλαγών μεγάλης σημασίας, με τη μεταφορά στη Δύση της ηθικής του ιερού πολέμου, που προσέδωσε στη συνέχεια ιδεολογική διάσταση στον δυτικό στρατιωτικό πολιτισμό[1].
Πράγματι, η ιδέα του ιερού πολέμου (τζιχάντ) εντοπίζεται στις πρώτες πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ Αράβων και Βυζαντινών κατά την τρίτη δεκαετία του 7ου αιώνα. Η ιδέα αυτή, κυρίαρχος συνεκτικός παράγων των αραβικών φυλών, συνέβαλε στη δημιουργία ενός θεοκρατικού κράτους (χαλιφάτο) και κατέστησε δυνατή την εξάπλωσή τους στην Εγγύς Ανατολή και αργότερα, κατά τη διάρκεια του 8ου και 9ου αιώνα, στη βόρεια Αφρική και τη Μεσόγειο. Εθελοντές μουσουλμάνοι, που αντιμετώπιζαν τη συμμετοχή τους στον πόλεμο ως ιερό καθήκον, αποτελούσαν σημαντικό μέρος των αραβικών στρατιωτικών δυνάμεων τόσο του χαλιφάτου όσο και των εμιράτων, που σχηματίσθηκαν μετά από σειρά εμφυλίων πολέμων κατά τον 8ο και 9ο αιώνα (π.χ. εμιράτα Ταρσού, Μελιτηνής, Χαλεπίου, Αντιόχειας). Η διεξαγωγή ιερού πολέμου από τους Άραβες φαίνεται ότι προκάλεσε αρχικά αμηχανία στους Βυζαντινούς, καθώς εκείνοι δεν αναγνώριζαν στον πόλεμο θρησκευτικά, παρά μόνον πολιτικά κίνητρα. Ο πόλεμος ήταν ζήτημα των πολιτικών αρχών και η κήρυξή του αποφασιζόταν κυρίως από τον αυτοκράτορα. ΟιΒυζαντινοί υιοθέτησαν αμυντική στάση μπροστά στο μένοςτωνΑράβων πολεμιστών, αν και η προτίμηση της άμυνας ήταν γι’ αυτούς, διαχρονικά, στρατηγική επιλογή.
Από την άλλη πλευρά, οι Άραβες, δεινοί έφιπποι στρατιώτες, διενεργούσαν συνήθως καταδρομικές επιχειρήσεις μικρής ή μεγάλης κλίμακας, με οικονομικούς και ιδεολογικούς-θρησκευτικούς στόχους. Πειρατές της ξηράς και, μετά την απόκτηση ισχυρών ναυτικών δυνάμεων στα τέλη του 7ου αιώνα, επίσης της θάλασσας, εκδήλωναν επιθετική διάθεση μέσα από τη διεξαγωγή πολέμων κατάκτησης ή πολέμων φθοράς. Μάλιστα από τον 8ο αιώνα, μετά και την τελευταία απόπειρα των Αράβων να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη (717), οι πόλεμοι φθοράς ήταν συνηθέστεροι, κυρίως στη Μικρά Ασία. Παρόλα αυτά, οι καταλήψεις της Κρήτης και της Σικελίας συνδέθηκαν με την πολεμική ισχύ και συνεπώς με την επιθετική ορμή των Αράβων στη Μεσόγειο. Μέχρι τον 10ο αιώνα, την εποχή των στρατηγών-αυτοκρατόρων, όπως του Νικηφόρου Β΄ Φωκά και του Ιωάννη Α΄ Τζιμισκή, η αντιπαράθεση Αράβων και Βυζαντινών χαρακτηριζόταν από ποικίλα πολεμικά επεισόδια νίκης και ήττας και από τις δύο πλευρές (π.χ. Σωζόπετρα (837) / Αμόριο (838), ποταμός Λαλακάων (863) / Margal-Uskuf (863)). Οι αραβικές επιδρομές είχαν σχεδόν εθιμοτυπικό χαρακτήρα, καθώς διεξάγονταν κάθε χρόνο και στόχευαν στη λεηλασία και την αρπαγή λείας, χωρίς να αποφέρουν μονιμότερα οφέλη. Οι Βυζαντινοί αντελήφθησαν τα χαρακτηριστικά και τα κίνητρα του αντιπάλου και προσάρμοσαν τις τακτικές κινήσεις και τη στρατηγική τους. Ο αιφνιδιασμός και η ενέδρα με τη χρήση των κατάλληλων στρατιωτικών μέσων (πολεμιστών και οπλισμού) και την αξιοποίηση ενός συστήματος προειδοποίησης (φρυκτωρίες από την Κωνσταντινούπολη μέχρι τις Πύλες της Κιλικίας) αποτέλεσαν βασικά στοιχεία της εφαρμοζόμενης τακτικής.
Ιδιαίτερα η σταδιακή σταθεροποίηση των συνόρων μεταξύ των δύο αντιπάλων κατά τη διάρκεια του 8ου αιώνα, χωρίς να ανατρέψει τον επιδρομικό χαρακτήρα του αραβικού πολέμου, οδήγησε στην εδραίωση του πολέμου θέσεων και την ανάδειξη ενός επιπλέον τύπου πολέμου. Πρόκειται για τον πόλεμο που διεξάγεται στα περάσματα και τις κλεισούρες, και επιτυγχάνεται με βάση τη στενή παρακολούθηση του εχθρού και την παρενόχλησή του κατά την μετακίνηση, τον εφοδιασμό, τη στρατοπέδευση ή και τη λεηλασία. Αν και οι Άραβες εφάρμοζαν παρόμοιες πρακτικές, ο συγκεκριμένος τύπος πολέμου ενσωματώθηκε στην αμυντική στρατηγική των Βυζαντινών, ενώ μπορούσε να αποδώσει και στην επίθεση, όπως αποκαλύπτουν οι πολεμικές πραγματείες του 10ου αιώνα[2]. Ο ρόλος των τοπικών διοικητών ήταν καθοριστικός, όπως και οι πληροφορίες που διαχέονταν μέσω της σύλληψης αιχμαλώτων. Οι πηγές, αραβικές και βυζαντινές, αποτυπώνουν το πλήθος των αιχμαλώτων πολέμου μέσα από τις πυκνές αναφορές τους στις ανταλλαγές αλλά και την τύχη τους. Οι ίδιες πηγές αποκαλύπτουν ότι από τη δεκαετία του 920 οι Βυζαντινοί πέρασαν στην αντεπίθεση, που συνοδεύθηκε από μεγάλες αλλαγές στον στρατιωτικό τομέα (χρήση βαρέος πεζικού και ιππικού και προσαρμογή της τακτικής). Έτσι, επετεύχθησαν σημαντικές νίκες (π.χ. ανακατάληψη Κρήτης και εδαφών στη Συρία), ενώ η αυτοκρατορία άρχιζε να επιδιώκει όλο και περισσότερο τη συμμαχία όμορων ελεγχόμενων κρατών σε συνδυασμό με την ευέλικτη διπλωματία. Από τα μέσα του 11ου αιώνα, μια σειρά εξεγέρσεων και εσωτερικών συγκρούσεων οδήγησε στη μείωση της στρατιωτικής της ισχύος, που βασιζόταν στα τοπικά θεματικά στρατεύματα και τις δυνάμεις των ταγμάτων. Η πρόσληψη ξένων μισθοφόρων, κυρίως δυτικής προέλευσης, έμελλε να φέρει τους Βυζαντινούς σε επαφή με τον δυτικό τρόπο πολέμου (βαρύ ιππικό).
Η «συνάντηση» Βυζαντινών και Αράβων στο πεδίο της μάχης ήταν αναμφίβολα σημαντική για την στρατιωτική ιστορία των δύο δυνάμεων. Η ανάγνωση των τακτικών κινήσεων και της στρατηγικής των δύο αντιπάλων και η προσαρμογή στις πολεμικές μεθόδους και τα πολεμικά ήθη, ακόμη και η υιοθέτηση στοιχείων της στρατιωτικής τους οργάνωσης, αποτελούν τα βασικά χαρακτηριστικά της. Για παράδειγμα, στη μάχη του Δαζημόνα (838) οι Άραβες χρησιμοποίησαν στρατιωτικά σώματα τούρκων ιπποτοξοτών, γεγονός που οδήγησε αργότερα τους Βυζαντινούς στην πρόσληψη ανάλογων σωμάτων, προκειμένου να αντιμετωπίσουν «ανορθόδοξες» τακτικές του πολέμου. Προσαρμοζόμενοι μάλιστα στις παρενοχλητικές τακτικές των Αράβων, κατέφευγαν συχνά στις ίδιες, διεξάγοντας καταδρομικές επιχειρήσεις (π.χ. Δορύλαιο, 779) ή πλήττοντας αιφνιδιαστικά τους Άραβες κατά την υποχώρησή τους από το πεδίο της μάχης (π.χ. Αδρασσός, 960). Επιπλέον, οι Βυζαντινοί αξιοποίησαν τη συνεργασία με τις αραβικές φυλές, κυρίως στο πλαίσιο μιας ευρύτερης πολιτικής στόχευσης ένταξης του ξένου ή αντίπαλου στοιχείου στη σφαίρα επιρροής τους. Η περίπτωση των Γασσανιδών Αράβων είναι χαρακτηριστική, αφού αυτοί αποτελούσαν διαύλους μετάδοσης του βυζαντινού υλικού και πνευματικού πολιτισμού. Κάτι ανάλογο συνέβαινε και με τους χριστιανούς Μαρδαῒτες. Τέλος, η ανάπτυξη από τους Άραβες, από τα μέσα του 8ου αιώνα, ενός ισχυρού στρατιωτικού συστήματος στις συνοριακές περιοχές (από τον Ταύρο στην Κιλικία, προς τη Γερμανίκεια και τη Μελιτηνή) με κύρια χαρακτηριστικά την οργάνωση πόλεων-φρουρίων και τη διατήρηση και συνεχή παρουσία στρατιωτικών δυνάμεων, τη δημιουργία δηλαδή μιας στρατιωτικοποιημένης ζώνης που αντανακλά στοιχεία του βυζαντινού θεματικού συστήματος, αποτελεί προϊόν της μακροχρόνιας τριβής μεταξύ των Αράβων και των Βυζαντινών.
Όπως είναι φυσικό, οι αραβοβυζαντινές συγκρούσεις αύξησαν τον ανταγωνισμό στον τομέα του οπλισμού. Εξυπηρετώντας σε μεγάλο βαθμό τον πόλεμο, η τεχνογνωσία παρέχει το έδαφος για ανταλλαγή κι αλληλεπίδραση. Οι Βυζαντινοί χρησιμοποίησαν το υγρό πυρ κυρίως στις ναυτικές τους δυνάμεις, προκειμένου να προσβάλλουν τους Άραβες (π.χ. στην πρώτη πολιορκία της Κωνσταντινούπολης), ενθαρρύνοντας εμμέσως πλην σαφώς τους τελευταίους να αναζητήσουν νέα όπλα και μέσα, για να ανατρέψουν τη στρατιωτική υπεροχή των Βυζαντινών. Με τη συνειδητοποίηση της αξίας του ναυτικού στα τέλη του 7ου αιώνα, οι Άραβες επιδόθηκαν στην κατασκευή πολεμικών πλοίων που συναγωνίζονταν τις βυζαντινές ναυτικές δυνάμεις, ενώ αξιοποίησαν και τους ναυτικούς πληθυσμούς των παράκτιων περιοχών που κατέκτησαν, προκειμένου να επανδρώσουν το ναυτικό τους με αξιόμαχο δυναμικό. Κατόρθωσαν κατά τον τρόπο αυτό, κατά τον 9ο και 10ο αιώνα επί Αβασσιδών ηγεμόνων, να κυριαρχήσουν στη Μεσόγειο, αναπτύσσοντας τη δική τους πολεμική τεχνολογία και διεξάγοντας οργανωμένες ναυτικές επιχειρήσεις, οι οποίες συνοδεύονταν από εκτεταμένες πειρατικές δράσεις στα νησιά και τις παράκτιες περιοχές της Μεσογείου. Την ίδια περίοδο, φαίνεται ότι μεταφράστηκε στα αραβικά η βυζαντινή πολεμική πραγματεία του Λέοντος Στ΄ Σοφού, Ναυμαχικά[3]. Πάντως, ο πολεμικός ανταγωνισμός προκάλεσε και την «αναβάθμιση» του πολιορκητικού πολέμου με την ευρεία χρήση πολιορκητικών μηχανών και την περαιτέρω ανάπτυξη της πολιορκητικής τέχνης, στην οποία διακρίθηκαν οι Βυζαντινοί.
Είναι γεγονός ότι η επίδραση του ανθρώπινου παράγοντα στο πεδίο της μάχης είναι καθοριστική. Οι ένοπλοι και οι αιχμάλωτοι ή όμηροι, τόσο ως φορείς όσο και ως δέκτες της πολεμικής πράξης, συντελούν στην έκβαση του πολέμου και την ειρήνευση. Στο στάδιο αυτό, η διακίνηση των πληροφοριών είναι ζωτικής σημασίας και επιτελείται τόσο από ειδικές στρατιωτικές μονάδες (ανιχνευτές και κατασκόπους) όσο και από τους αιχμαλώτους. Ιδιαίτερα οι αιχμάλωτοι αποτελούν πολλές φορές το μήλον της έριδος, ενώ συχνά αξιοποιούνται για τη μεταφορά και ανταλλαγή πληροφοριών, εξυπηρετώντας με αυτόν τον τρόπο την επικοινωνία μεταξύ των διαφόρων δυνάμεων. Μάλιστα από τα τέλη του 8ου αιώνα καθιερώθηκαν οι ομαδικές ανταλλαγές αιχμαλώτων, που γίνονταν σε διάφορες περιοχές (π.χ. ποταμός Λάμος στην Ταρσό) και με συγκεκριμένο «τυπικό», φέρνοντας σε επαφή τόσο την επίσημη εξουσία όσο και τους συνοριακούς πληθυσμούς, που συνήθως συμμετείχαν στη διαδικασία. Στο πλαίσιο αυτό, οι πρέσβεις είχαν κυρίαρχη θέση (π.χ. Λέων Χοιροσφάκτης, Naşirbnal-Azhar) μέσα από την παραμονή τους στην αυλή των ηγεμόνων και τη συμμετοχή τους σε επίσημες διπλωματικές τελετές. Την εθιμοτυπία της υποδοχής των ξένων πρέσβεων στο Βυζάντιο περιγράφει με λεπτομέρεια ο Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος (Έκθεσις Βασιλείου Τάξεως). Παράλληλα, οι πληροφορίες Αράβων ιστορικών παραπέμπουν σε μια ουσιαστική ανταλλαγή ιδεών, αντιλήψεων και εμπειριών κατά τη διάρκεια της ανταλλαγής αιχμαλώτων.
Συνεπώς η επικοινωνία αυτή ήταν πολυδιάστατη. Οι αιχμάλωτοι πολέμου μετέφεραν στις πατρίδες τους εικόνες του υλικού πολιτισμού των αντιπάλων, ενώ γίνονταν συχνά φορείς μετάδοσης γνώσεων, επιστημονικών ή τεχνολογικών. Η περίπτωση του μαθητή του βυζαντινού φιλόσοφου Λέοντος του Μαθηματικού, αιχμαλώτου των Αράβων, είναι χαρακτηριστική, αφού ώθησε τον χαλίφη Mamŭn να ενδιαφερθεί για τη μετάδοση των επιστημών στο χαλιφάτο. Επιπλέον, αιχμάλωτοι συγγραφείς αποτύπωσαν ιδιοχείρως τις εμπειρίες τους μεταδίδοντας πληροφορίες και ιδέες και συμβάλλοντας στη λογοτεχνική παραγωγή της εποχής τους. Το Χρονικό της Αλώσεως της Θεσσαλονίκης του Ιωάννη Καμινιάτη και το Rumiyat του Abŭ-Firas αποτελούν δύο μόνον ενδεικτικές περιπτώσεις[4] . Αξίζει στο σημείο αυτό μια ιδιαίτερη αναφορά στην ανάπτυξη του πολεμικού έπους, που διαμορφώθηκε μέσα από τις αραβοβυζαντινές συγκρούσεις και εξέφρασε τις λαϊκές πεποιθήσεις και αντιδράσεις στον πόλεμο. Από το άσμα του Αρμούρη και το άσμα του κάστρου της Ωριάς–που απηχούν την άλωση του Αμορίου (838)– μέχρι το έπος του Διγενή Ακρίτη, που αναδεικνύει τα χαρακτηριστικά των συνοριακών φρουρών και πληθυσμών, καθώς και τους θρύλους που περιέβαλλαν σημαντικές νίκες ή ήττες, ο πόλεμος εμπνέει,οδηγώντας στην ανταλλαγή συναισθημάτων, ιδεών και αντιλήψεων.
Αναμφίβολα η «συμβίωση» των Αράβων με τους βυζαντινούς πληθυσμούς στις πρώην βυζαντινές επαρχίες της Μεσοποταμίας, Συρίας-Παλαιστίνης και Αιγύπτου είχε εντάσεις και επεισόδια βίας. Σφαγές αμάχων, εκτελέσεις επιφανών προσώπων και εκκλησιαστικών ηγετών, εκδιώξεις και μετοικεσίες πληθυσμών, αιχμαλωσία και εμπόριο αιχμαλώτων, λεηλασίες θησαυρών και ιερών κειμηλίων, κατεδαφίσεις πόλεων και ναών χαρακτήρισαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις των εμπολέμων. Στο πλαίσιο αυτό κοινές πρακτικές, όπως η ανακαίνιση ή ίδρυση πόλεων και χώρων λατρείας, τα αμυντικά έργα (οχυρά και γέφυρες), οι εξοικισμοί και η μεταφορά αιχμαλώτων ως βασικά μέσα δημογραφικής ενίσχυσης περιοχών, αποδεικνύουν ότι ο πόλεμος προκαλεί αντίδραση και αλληλεπίδραση. Έτσι, συγκρούσεις που διεξήχθησαν με το πρόσχημα των αντιποίνων και είχαν ως στόχο τη διάσωση των θρησκευτικών συμβόλων (π.χ. επί Θεοφίλου) ή οι σταυροφορικού χαρακτήρα επεμβάσεις του Νικηφόρου Β΄ Φωκά και του Ιωάννη Α΄ Τζιμισκή, αντανακλούν την αντίδραση των Βυζαντινών στον ιερό πόλεμο των Αράβων μέσα σε ατμόσφαιρα ισχυρής θρησκευτικότητας –αν και κάτω από διαφορετικό πρίσμα–των δύο κόσμων. ΟιΆραβες πολεμούσαν για τη θρησκεία, οι Βυζαντινοί με τη θρησκεία. Ο εξισλαμισμός, ο εκχριστιανισμός και η ανάδειξη μαρτύρων υπήρξαν βασικές ψυχολογικέςπαράμετροι των πολέμων κυρίως του 10ου αιώνα.
Είναι σαφές ότι ο πόλεμος δεν ακύρωσε την πολιτισμική αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο κόσμων. Οι Άραβες τόσο από τη Δαμασκό (επί Ομαϋαδών) όσο και από τη Βαγδάτη (επί Αβασσιδών) αξιοποίησαν τον πνευματικό πολιτισμό των Βυζαντινών (χρήση ελληνικής γλώσσας ως μέσου έκφρασης του διοικητικού μηχανισμού, χρήση στοιχείων της χριστιανικής τέχνης και αρχιτεκτονικής στα τεμένη και τα κοσμικά κτήρια, μεταφράσεις αρχαίων ελληνικών κλασσικών κειμένων και διάδοσή τους σε Ανατολή και Δύση). Η δράση του Ιωάννη Δαμασκηνού στην αυλή του χαλίφη των Ομαϋαδών και η επίσκεψη του Ιωάννη Γραμματικού στη Βαγδάτη (829), που τον ενέπνευσε ώστε να συμβουλεύσει τον αυτοκράτορα Θεόφιλο να χτίσει τα ανάκτορα του Βρύαντα κατά μίμηση εκείνων των Σαρακηνών, αποτελούν μερικές μόνον από τις περιπτώσεις επικοινωνίας και συναλληλίας των δύο κόσμων.
Στο τέλος του 11ου αιώνα, οι Άραβες (χαλιφάτο Βαγδάτης, χαλιφάτο Φατιμιδών στο Κάιρο, χαλιφάτο Ομαϋάδων στην Κόρδοβα) συνυπάρχουν πολιτισμικά με τους Βυζαντινούς και τους Δυτικούς στον χώρο της Ευρώπης και της ανατολικής Μεσογείου. Η ισορροπία δυνάμεων πρόκειται να μεταβληθεί εκ νέου τον επόμενο αιώνα με την εμφάνιση ορισμένων ασιατικών λαών (π.χ. Σελτζούκοι) και των Σταυροφόρων στην Εγγύς Ανατολή. Οι νέοι αυτοί παράγοντες θα εκτοπίσουν τους Άραβες από το προσκήνιο και θα αποδυναμώνουν το Βυζάντιο, χωρίς ωστόσο να καταστρέψουν το πολιτισμικό υπόβαθρο του αραβικού και βυζαντινού κόσμου, όπως αυτό προσδιορίστηκε και από τη μεταξύ τους «συνάντηση» στα πεδία των μαχών. Ο πόλεμος θα γίνει ξανά αφορμή πολιτισμικών μεταφορών.
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΑΡΑΒΟΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΩΝ[5]
- Μάχη στους Μοθούς, 629
- Εκστρατεία Αράβων στη Συρία (Δαμασκός), 634
- Εκστρατεία Αράβων στην Παλαιστίνη (Γάζα), 634
- Μάχη στο Ajnãdayn, 634
- Μάχη στον Ιερομίακα, 636
- Εκστρατεία Αράβων στη Συρία (Έμεσα), 636
- Αραβική πολιορκία της Ιερουσαλήμ, 637
- Εκστρατεία Αράβων κατά των Περσών (Καδησία), 637
- Αραβική κατάκτηση της Μεσοποταμίας, 640/1
- Εκστρατεία Αράβων κατά της Αιγύπτου (Αλεξάνδρεια), 642
- Εκστρατεία Αράβων στην Αρμενία (Δοβίν), 642
- Αραβική κατάληψη της Κύπρου (Κωνσταντία), 649
- Αραβική κατάληψη της νήσου Αράδου, 650
- Αραβική εισβολή στην Ισαυρία, 650
- Εκστρατεία Αράβων στο Αιγαίο (Ρόδος), 654
- Ναυμαχία στον Φοίνικα, 655
- Επιθέσεις Αράβων στη Μικρά Ασία (Αμόριο), 665
- Εκστρατεία Αράβων στη βόρεια Αφρική (Τυνησία), 666
- Εισβολή Αράβων στη Σικελία, 670
- Αραβική πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, 674-678
- Σύγκρουση Αράβων - Βυζαντινών στην Αλγερία (Βεσκέρα), 683
- Εκστρατεία Βυζαντινών στη Συρία (Γερμανίκεια), 685
- Εκστρατεία Βυζαντινών στην Αρμενία (Σεβαστόπολη), 692
- Αραβική κατάληψη της Καρχηδόνας, 697
- Συγκρούσεις Βυζαντινών - Αράβων στη βόρεια Συρία (Σαμόσατα),700
- Αραβική εισβολή στη Σικελία (Παντελάρια), 700
- Αραβική εισβολή στην Κιλικία (Φλαβιούπολη), 705
- Συγκρούσεις Βυζαντινών - Αράβων στην Καππαδοκία (Τύανα), 708
- Αραβική εισβολή στην Ταγγέρη, 709
- Βυζαντινές επιχειρήσεις στη Λαζική (Αρχαιόπολη), 711
- Αραβική εισβολή στην Μικρά Ασία (Αμάσεια), 712
- Εκστρατεία Αράβων στη Γαλατία, 713
- Αραβική εισβολή στην Πισιδία (Αντιόχεια), 713
- Αραβική εισβολή στην Πέργαμο, 716
- Αραβική πολιορκία του Αμορίου, 716
- Αραβική πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, 716-717
- Εκστρατεία Αράβων στη Βιθυνία (Νίκαια), 727
- Μάχη στο Ακροϊνό, 740
- Εκστρατεία Βυζαντινών στη Συρία (Γερμανίκεια), 746
- Εκστρατεία Βυζαντινών στη Μεσοποταμία (Μελιτηνή), 752
- Ναυμαχία των Κεραμαία, 747
- Εκστρατεία Βυζαντινών στη Συρία (Γερμανίκεια), 778
- Εκστρατεία Αράβων στη Μικρά Ασία (Δορύλαιο), 779
- Εκστρατεία Αράβων στη Μικρά Ασία (μάχη στο Δαρηνός), 782
- Μάχη στο Κοπιδνάδος, 788
- Ναυτική σύγκρουση στη Λυκία, 790
- Σύγκρουση Βυζαντινών και Αράβων στη Μικρά Ασία (Ανούσα), 795
- Εκστρατεία Αράβων στη Βιθυνία (Μαλάγινα), 798
- Εκστρατεία Αράβων στη Φρυγία (Κρασσός), 804
- Εκστρατεία Αράβων σε Καππαδοκία και Γαλατία (Ηράκλεια), 806
- Αραβική επιδρομή στη Ρόδο, 807
- Αραβική κατάκτηση της Κρήτης, 828/9
- Αραβική εισβολή στη Σικελία (Παλέρμο), 831
- Εκστρατεία Βυζαντινών στη βόρεια Συρία (Σωζόπετρα), 837
- Μάχη στον Δαζημόνα, 838
- Άλωση του Αμορίου από τους Άραβες, 838
- Εκστρατεία Βυζαντινών στην Κρήτη, 843
- Αραβική κατάκτηση της Σικελίας (Μεσσίνα), 843
- Μάχη στον Μαυροπόταμο, 844
- Άλωση της Δαμιέττας από τους Βυζαντινούς, 853
- Εκστρατεία Βυζαντινών στη βόρεια Συρία (Σαμόσατα), 856
- Μάχη στο Castrogiovanni, 859
- Μάχη στο Χωνάριο, 860
- Μάχη στον Λαλακάοντα ποταμό, 863
- Μάχη στο Λιβάδι του Επισκόπου (Margal-Uskuf), 863
- Αραβική εισβολή στη Δαλματία (Ραούσιον), 868
- Μάχη στον Βαθυρρύακα, 872
- Αραβική κατάληψη των Συρακουσών, 878
- Συγκρούσεις Αράβων-Βυζαντινών στο Ιόνιο (Μεθώνη), 879
- Αραβική επιχείρηση στην Εύβοια (Εύριπος), 879
- Εκστρατεία Βυζαντινών στη νότια Ιταλία (Τάραντας), 880
- Αραβική κατάληψη της Σικελίας (Ταυρομένιο), 902
- Αραβική κατάληψη της Θεσσαλονίκης, 904
- Βυζαντινή επιχείρηση στην Κύπρο, 910
- Εκστρατεία Βυζαντινών στη Μελιτηνή, 934
- Εκστρατεία Βυζαντινών στη Μεσοποταμία (Έδεσσα), 943
- Εκστρατεία Βυζαντινών στην Κρήτη, 949
- Αραβικές επιδρομές στη Μεσοποταμία (Αραμόσατα), 956
- Συγκρούσεις Βυζαντινών-Αράβων στη βόρεια Συρία (Αδατάς), 957
- Μάχη στην Αδρασσό, 960
- Εκστρατεία Βυζαντινών στην Κρήτη (Χάνδακας), 961
- Εκστρατεία Βυζαντινών στη Συρία (Χαλέπι), 962
- Εκστρατεία Βυζαντινών στην Κιλικία (Μοψουεστία), 964
- Εκστρατεία Βυζαντινών στην Κιλικία (Ταρσός), 965
- Εκστρατεία Βυζαντινών στην Κύπρο, 965
- Εκστρατεία Βυζαντινών στη Σικελία (Ρήματα), 965
- Εκστρατεία Βυζαντινών στη Συρία (Ιεράπολη), 966
- Εκστρατεία Βυζαντινών στη Συρία (Άρκα), 968
- Άλωση της Αντιόχειας από τους Βυζαντινούς, 969
- Εκστρατεία Βυζαντινών στη Συρία (Δαμασκός), 975
- Μάχη στον Ορόντη ποταμό, 994
- Συγκρούσεις Βυζαντινών - Αράβων στη Συρία (Απάμεια), 998
- Εκστρατεία Βυζαντινών στη Συρία (Χαλέπι), 1030
- Μάχη στην Έδεσσα, 1031
- Εκστρατεία Βυζαντινών στη Σικελία (Ρήματα), 1038
1KEEGANJ., Η ιστορία του πολέμου, μετ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣΛ., Αθήνα 1997, 642-645.
2 Ιδιαίτερα αναλυτική ως προς τη συγκεκριμένη πρακτική είναι η πολεμική πραγματεία Περί παραδρομής. Βλ.DAGRONG.- MIHĂESCU H., Le traitésur la guérilla (De velitatione) de l’ empereurNicéphorePhocas (963-969), Paris 1986.
3 CHRISTIDES V., Piracy, Privateering and Maritime Violent Actions: Maritime Violent Activities of the Taifa of Denia in Spain (11th c.) vs. the Arab Maritime Jihãd in the Eastern Mediterranean from the Middle of the 7th to the 11thCentury, στο: JASPER N. - KALDITZS. (επιμ.), Seeraubim Mittelmeerraum. Piraterie, Korsarentumundmaritime Gewaltvonder Antikebiszur Neuzeit, München 2013, 199-208, ειδικά 203, 204.
4 ΠΑΤΟΥΡΑ Σ., Οι αιχμάλωτοι ως παράγοντες επικοινωνίας και πληροφόρησης (4ος-10ος αι.), Αθήνα 1994, 141-142 και 147-149.
5 Το χρονολόγιο περιλαμβάνει κυρίως τις συγκρούσεις εκείνες που περιγράφονται αναλυτικά στη βάση δεδομένων, και όχι εκστρατείες που είτε απέβησαν άκαρπεςείτε είχαν τη μορφή διαρκών επιδρομών. Είναι πιθανόν ορισμένες από τις αναφερόμενες συγκρούσεις να μην παρουσιάζουν ακριβή χρονολόγηση, εξαιτίας της σχετικής ασυνέπειας που παρουσιάζει η βιβλιογραφία.
Arabia, Greece and Byzantium. Cultural Contacts in Ancient and Medieval Times. Proceedings of the International Symposium on the Historical Relations between Arabia the Greek and Byzantine World (5th century BC-10th century AD) Riyadh, 6-10 December, 2010, επιμ. AL-HELABIA. - LETSIOS D. G. - AL-MORAEKHI M. - AL-ABDULJABBAR A., τ.2, Riyadh 2012 / AH 1433.
ΑΠΟΣΤΟΛOΠΟΥΛΟΥ Σ., Η άλωση της Μοψουεστίας (±965) και της Ταρσού (965) από βυζαντινές και αραβικές πηγές, Graeco-Αrabica 3 (1982), 157-167.
BONNER Μ. (επιμ.), Arab-Byzantine Relations in the Early Islamic Times [The formation of the classical Islamic world τ. 8], Aldershot-Βurlington 2004.
ΒΡΑΝΟΥΣΗ Ε., Byzantinoarabica: Οι πρώτοι αραβοβυζαντινοί πόλεμοι στην Παλαιστίνη, Ιορδανία, Συρία και Φοινίκη. Συμβολή πρώτη: κριτικός έλεγχος των πηγών, Σύμμεικτα 3 (1979), 1-28.
BROOKS Ε., The struggle with the Saracens (717-1057), στο: BURY J. B., The Cambridge Medieval History, τ.4, Cambridge 1923, 119-152.
CANARD Μ., Les expéditions des Arabes contre Constantinople dans l'histoire et dans la légende, Journal Asiatique 108 (1926), 61-121.
CHEIKHEL Ν. Μ., Byzantium viewed by the Arabs, Cambridge-Massachusetts 2004.
CHRISTIDES V., The conquest of Crete by the Arabs (ca. 824). A turning point in the struggle between Byzantium and Islam, Αθήνα 1984.
CHRISTIDES V., The Second Arab Siege of Constantinople (717-718?): Logistics and Naval Power, στο: BUMAZHNOV D. - GRYPEOU T. - SAILORS T. B. - TOEPEL A. (επιμ.), Bibel, Byzanz und Christlicher Orient. Festschrift für Stephen Gerözum 65. Geburtstag, Löwen 2011, 511-533.
CHRISTIDES V., Piracy, Privateering and Maritime Violent Actions: Maritime Violent Activities of the Taifa of Denia in Spain (11th c.) vs. the Arab Maritime Jihãd in the Eastern Mediterranean from the Middle of the 7th to the 11th Century, στο: JASPER N. - KALDITZ S. (επιμ.), SeeraubimMittelmeerraum. Piraterie, Korsarentum und maritime Gewalt von der Antikebiszur Neuzeit, München 2013, 199-208.
FISHER G., Between Empires. Arabs, Romans, and Sasanians in Late Antiquity, Oxford 2011.
HALDON J., Warfare, State and Society in the Byzantine world, 565-1204, London 1999.
HALDON J., Οι πόλεμοι του Βυζαντίου, μετ. ΠΡΩΤΟΝΟΤΑΡΙΟΣ N., Αθήνα 2001.
HASSANH., Η εικόνα των Αράβων στη βυζαντινή λογοτεχνία του 7ου και 8ου αιώνα, ανέκδοτη Διδακτορική διατριβή, ΕΚΠΑ 2012.
KAEGI W., Byzantium and the early Islamic conquests, Cambridge 1992
KAEGI W., Confronting Islam: Emperors versus Caliphs (641-c. 850), στο: SHEPARD J. (επιμ.), The Cambridge History of the Byzantine Empire, c. 500-1492, Cambridge 2008, 365-394.
ΚΟΛΙΑ-ΔΕΡΜΙΤΖΑΚΗ A., “Holy War” in Byzantium twenty years later: A question of term definition and interpretation, στο: KODER J. - STOURAITIS I. (επιμ.), Byzantine war ideology between roman imperial concept and Christian religion. Akten des Internationalen Symposiums, Wien, 19-21 Mai 2011, Wien 2012, 121-132.
ΚΟΛΙΑ-ΔΕΡΜΙΤΖΑΚΗ A., O Βυζαντινός «ιερός πόλεμος». Η έννοια και η προβολή του θρησκευτικού πολέμου στο Βυζάντιο, Αθήνα 1991.
ΚΟΛΙΑΣ Τ. Γ., Νικηφόρος Β΄ Φωκάς (963-969). O στρατηγός αυτοκράτωρ και το μεταρρυθμιστικό του έργο [Ιστορικές Μονογραφίες 12], Αθήνα 1993.
KOLIAS Τ. G., Diebyzantinische Kriegsmarine. Ihre Bedeutungim Verteidigungssystem von Byzanz, στο: Griechenland und das Meer. Beiträgeeines Symposion sin Frankfur tim Dezember 1996. Akten des Internationalen wissenschaftlichen Symposions. Frankfurt, 7-8 Dezember 1996 [Peleus. Studien zur Archäologie und Geschichte Griechnenlands und Zyperns 4], επιμ. CHRYSOS E. - LETSIOS D. - RICHTERH. A. - STUPPERICH R., Mannheim-Möhnsee 1999, 133-139.
KOLIAS T. G., Wechselseitige Einflüsse und Begegnungenzwischen Orientund Okzidentim Bereich des Kriegswesens, στο: Kommunikationzwischen Orient und Okzident. Alltag und Sachkultur, Krems 6-9.10.1992 [Veröffentlichungen des Instituts für Realienkunde des Mittelalters und der frühen Neuzeit, Nr.16], Wien 1994, 251-270.
KOUTRAKOU N., “Spies of towns”. Some remarks on espionage in the context of Arab-Byzantine relations (VII-Xth centuries), Graeco-Arabica 7/8 (2000), 243-266.
KOUTRAKOU N., Diplomacy and Espionage: Their Role in Byzantine Foreign Relations, 8th-10th Centuries, στο: HALDON J. (επιμ.), Byzantine Warfare, Aldershot 2007, 529-548.
ΚΡΑΛΙΔΗΣ A. – ΓΚΙΟΥΤΖΟΥΚΩΣΤΑΣ A. (επιμ.), Βυζάντιο και Αραβικός κόσμος. Συνάντηση πολιτισμών. Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου, Θεσσαλονίκη 2013.
LILIE R.-J., Die byzantinische Reaktion auf die Ausbreitung der Araber. Studienzur Strukturwandlung des byzantinischen Staatesim 7. und 8. Jhd. [Miscellanea Byzantina Monacensia 22], Münich 1976.
ΜΑΚΡΥΠΟΥΛΙΑΣ X., Η πολιορκητική τέχνη των Βυζαντινών, 4ος-15ος αιώνας, Διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων 2011: http://phdtheses.ekt.gr/eadd/handle/10442/35022.
MAKRYPOULIAS CH., Byzantine Expeditions against the Emirate of Crete c. 825-949, στο: Proceedings of the sixth International Congress of Graeco-Oriental and African Studies, Nicosia, 30 April-5 May 1996 [Graeco-Arabica 7-8], επιμ. CHRISTIDES V. - PAPADOPOULOSTH.,Nicosia 2000, 347-362.
NICOLLE D., The Great Islamic Conquests, AD 632-750 [Essential Histories 71], Oxford 2009.
PAPACONSTANTINOU A., Confrontation, Interaction, and the Formation of the early Islamic Oikoumene, Revue des Études Byzantines 63 (2005), 167-181.
ΠΑΤΟΥΡΑ Σ., Οι αιχμάλωτοι ως παράγοντες επικοινωνίας και πληροφόρησης (4ος-10οςαι.), Αθήνα 1994.
SYNKELLOU Ε., Reflections on Byzantine “war ideology” in Late Byzantium,στο: Byzantine War Ideology between Roman imperial concept and Christian religion: Akten des Internationalen Symposiums, Wien, 19-21 Mai 2011 [Veröffentlichungen zur Byzanzforschung τ. 30],επιμ. KODER J.- STOURAITIS I.,Wien 2012, 99-107.
STOURAITIS I., Jihad and Crusade: Byzantine positions towards the notions of “holy war”, ΒυζαντινάΣύμμεικτα 21 (2011), 11-62. The Encounter of Eastern Christianity with Early Islam, επιμ. GRYPEOU E. - SWANSON M. -THOMAS D., Leiden-Boston 2006.
TSOUGARAKIS D., Byzantine Crete. From the 5th century to the Venetian Conquest, Αθήνα 1988.
TRITLE L. A., Tatzate's flight and the Byzantine-Arab peace treaty of 782, Byzantion 47 (1977), 279-300.
VASILIEV A., Byzance et les Arabes, τ.1, Bruxelles 1935.
WALKER P. E., The "crusade" of John Tzimiskes in the light of new Αrabic evidence, Byzantion 47 (1977), 301-327.
WELLHAUSEN J., Arab wars with the Byzantines in the Umayyad period, στο: BONNER Μ. (επιμ.), Arab-Byzantine Relations in the Early Islamic Times, Aldershot-Burlington 2004, 31-64.
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΣ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΕΡΓΟΥ: Ταξιάρχης Κόλιας
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ: Ευστρατία Συγκέλλου