Η έννοια του δικτύου στη λογοτεχνία (θεωρητική προσέγγιση):
το δίκτυο των λογοτεχνών του βορειοανατολικού Αιγαίου και της γενιάς του τριάντα και οι επαφές τους με ομάδες στη Γαλλία κατά τον μεσοπόλεμο
Ουρανία Πολυκανδριώτη
Η έννοια του δικτύου προϋποθέτει τη σταθερή επικοινωνία και την οργανωμένη συνεργασία μεταξύ ατόμων ή οργανισμών, στοχευμένη σε ένα κοινό σκοπό, είτε αυτός είναι ιδεολογικός είτε είναι οικονομικός ή άλλος. Παράλληλα, όμως, η λογοτεχνία δεν θα ήταν λογοτεχνία αν δεν στηριζόταν στην ανεξαρτησία, στην ελευθερία, στην πολυσημία, στην υπαινικτικότητα της έκφρασης, δηλαδή σε μία, κατά το δυνατόν, μη συστημική βάση. Συνεπώς, η έννοια του δικτύου στη μελέτη της λογοτεχνίας, αν δεν θεωρηθεί ασύμβατη με την ίδια τη λογοτεχνική πράξη και τους συντελεστές της, δηλαδή τους λογοτέχνες, παραπέμπει κυρίως σε εξωλογοτεχνικές πραγματικότητες και σε κοινωνιολογικού τύπου προσεγγίσεις των λογοτεχνικών φαινομένων, παραμερίζοντας τη μελέτη αυτής καθεαυτής της λογοτεχνικής δημιουργίας. Παραπέμπει δηλαδή στο πλαίσιο και, ενδεχομένως, και στις προϋποθέσεις της λογοτεχνικής δημιουργίας. Έτσι, το δίκτυο στη μελέτη της λογοτεχνίας μπορεί να αφορά σε σταθερές σχέσεις και επαφές, σε κοινούς στόχους και δράσεις, επίσης σε φιλίες, γνωριμίες, συνεργασίες, επαφές, αναγνώσεις και παντός είδους περιέργειες. Ακολουθώντας μια τέτοια λογική στο πεδίο της πολιτισμικής επικοινωνίας, συχνά παρατηρείται μια αρκετά ευρεία προσέγγιση της έννοιας του δικτύου[1]μια αντίληψη δηλαδή του δικτύου όχι τόσο ως προκαθορισμένη και οριοθετημένη επικοινωνία μέσα σε ένα κλειστό σύστημα, αλλά ως ανοικτή και πολυφωνική διασύνδεση που οδηγεί σε ποικίλες οσμώσεις και πολιτισμικές μεταφορές. Ως συνέπεια, είναι ανάγκη να επαναπροσδιοριστεί ο ρόλος και ο τρόπος λειτουργίας των συντελεστών του δικτύου στη δημόσια σφαίρα, να επαναπροσδιοριστεί δηλαδή ο ρόλος και η λειτουργία του συγγραφέα, του αναγνώστη και του κειμένου.
Για τον λόγο αυτόν έχει επισημανθεί ότι στον τομέα της λογοτεχνίας η μελέτη των δικτύων νομιμοποιείται στον βαθμό που το δίκτυο μπορεί να θεωρηθεί ένα μέσο, ένα μεθοδολογικό εργαλείο και όχι σκοπός. Το δίκτυο με αυτόν τον τρόπο μπορεί να αξιοποιηθεί και να αναδείξει το γενικότερο πλαίσιο και τις προϋποθέσεις μέσα στα οποία δημιουργούνται τα λογοτεχνικά κείμενα και τα λογοτεχνικά φαινόμενα[2]. Για παράδειγμα, η διασύνδεση περιοδικών μεταξύ τους, ή οι αλληλογραφίες των λογοτεχνών μπορεί να συνιστούν πολύ σημαντικά δίκτυα σχέσεων και επαφών που λειτουργούν ως αγωγοί ιδεών και λογοτεχνικών - καλλιτεχνικών ρευμάτων. Ωστόσο, δίχως τη συγκριτική ανάλυση των κειμένων που τα συγκροτούν (μεταξύ των περιοδικών ή και στο εσωτερικό της αλληλογραφίας) η μελέτη των δικτύων αυτών παραμένει, βέβαια, κατά κύριο λόγο εξωλογοτεχνική. Επίσης, η συγκρότηση ενός δικτύου διανοουμένων με στόχο την ιδεολογική συστράτευση σε ένα σκοπό δεν έχει τόσο φιλολογική αλλά και πολιτική ή κοινωνιολογική αξία, εκτός και αν μελετηθούν τα ίδια τα κείμενα και οι συνάφειές τους (μορφής και περιεχομένου), τα οποία έχουν γραφτεί από τους συντελεστές του δικτύου. Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, θα μπορούσε, για παράδειγμα, να θεωρηθεί δίκτυο ο κύκλος των λογοτεχνών του βορειοανατολικού Αιγαίου, κυρίως λόγω της δημιουργίας του κινήματος «Λεσβιακή άνοιξη» και των διασυνδέσεων των μελών της ομάδας μεταξύ τους, ή και ο κύκλος αριστερών διανοουμένων κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Αντίστροφα όμως πάλι, τα κείμενα, είτε είναι κείμενα λογοτεχνικά ή κείμενα ιδεολογικά και θεωρητικά, μπορούν να αποκτήσουν νέες διαστάσεις και νέες πολυεπίπεδες ερμηνείες εάν τα προσεγγίσουμε μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της δημιουργίας τους, έτσι όπως συγκροτείται μεταξύ άλλων από το δίκτυο –κοινωνικό, καλλιτεχνικό, ιδεολογικό κ.ά.– των επαφών και της επικοινωνίας του δημιουργού τους. Τελικά, στην ουσία, δεν πρόκειται παρά για τη χαρτογράφηση των δρόμων που δημιουργούνται, για τις πολιτισμικές μεταφορές, και για τη διαμόρφωση της πολιτισμικής φυσιογνωμίας και ταυτότητας της κάθε γλωσσικής - εθνικής ομάδας [3].
Οι δυνατότητες αξιοποίησης της έννοιας του δικτύου στην Ιστορία της λογοτεχνίας και στην Ιστορία των ιδεών θα μπορούσαν συνεπώς να διερευνηθούν, με γόνιμο και πειραματικό τρόπο, μέσα από μία διευρυμένη οπτική. Στο πλαίσιο αυτό, θα μπορούσε ενδεχομένως το κέντρο βάρους να μετατεθεί από το δίκτυο στους συντελεστές που το συγκροτούν, στα άτομα (συγγραφείς και αναγνώστες), στα κείμενα, και στους ποικίλους οργανισμούς / θεσμούς που συνδέονται με αυτό. Μια τέτοια προσέγγιση θα μπορούσε να προσφέρει πολλές δυνατότητες μελέτης όπως είναι, για παράδειγμα, η μελέτη των τρόπων δημιουργίας δικτύων στερεοτύπων[4], μεταφράσεων, ιδεών κ.ά. Συμπληρωματικά, η κυκλοφορία μιας πληροφορίας ή ενός κειμένου στο εσωτερικό μιας ομάδας ατόμων θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συγκροτεί το δίκτυο του κειμένου αυτού (και της ιδεολογίας που μεταφέρει), στη διάχυσή του σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.
Στο πλαίσιο αυτό, θεωρήσαμε ότι ένα ενδεικτικό παράδειγμα για τη μελέτη του δικτύου ως μεθοδολογικού και ερμηνευτικού εργαλείου θα μπορούσε να είναι το δίκτυο των λογοτεχνών του μεσοπολέμου, τόσο εκείνο των λογοτεχνών του βορειοανατολικού Αιγαίου όσο και εκείνο, λίγο μεταγενέστερο, των λογοτεχνών του αθηναϊκού κέντρου. Οι λογοτέχνες του βορειοανατολικού Αιγαίου έδρασαν, μετά τη μικρασιατική καταστροφή, ως συντεταγμένη ομάδα για την προώθηση ενός αναγεννημένου ελληνικού πολιτισμού, τονίζοντας κυρίως την έννοια της εντοπιότητας, και κρατώντας μια μάλλον επιφυλακτική και συγκαλυμμένη στάση απέναντι στους νεωτερισμούς που έρχονταν από τη Δύση. Λίγο - πολύ συντοπίτες, διατήρησαν τις επαφές μεταξύ τους και μετά την απομάκρυνση των περισσοτέρων από τον χώρο του βορειοανατολικού Αιγαίου και τη μετάβασή τους στην Αθήνα, το Παρίσι ή και αλλού. Η συγχώνευση και η συμπόρευσή τους με τη γενιά του τριάντα και η δραστηριότητά τους γύρω από περιοδικά συμπλέει ιδεολογικά με αντίστοιχες ομάδες στην Ευρώπη, και ιδιαίτερα στη Γαλλία, ομάδες που προωθούσαν την ιδέα της μεσογειακότητας σε αντίστιξη προς τον εθνικισμό. Η χαρτογράφηση των δικτυώσεων και των επαφών τους με το εσωτερικό και το εξωτερικό, θα μπορούσε έτσι να αναδείξει τη σχέση των λογοτεχνών αυτών με τον δυτικό κόσμο και να αναδείξει τις σταθερές και μη συναναστροφές τους, τις διασυνδέσεις τους με άλλες ομάδες ή και περιοδικά. Το ίδιο ισχύει και για τους λογοτέχνες του αθηναϊκού κέντρου. Κοσμοπολίτες, με γλωσσομάθεια και αστική νοοτροπία και συμπεριφορά, ασφαλώς περισσότερο δεκτικοί στον ανανεωτικό άνεμο πρωτοπορίας από τη Δύση, οι λογοτέχνες αυτοί ανέπτυξαν μια διαφορετική άποψη για την εντοπιότητα και τον εθνικό χαρακτήρα, και στο πλαίσιο αυτό διατηρούσαν πλήθος επαφών με λογοτέχνες αλλά και με ομάδες και περιοδικά στην Ευρώπη.
Η χαρτογράφηση συνεπώς των ποικίλων επαφών και δικτυώσεων των λογοτεχνών του μεσοπολέμου ήταν η αρχική ιδέα για τη διερεύνηση της έννοιας του δικτύου ως μεθοδολογικού εργαλείου στην Ιστορία της λογοτεχνίας και στην Ιστορία των ιδεών. Το συγκεκριμένο δηλαδή ερευνητικό έργο, με βάση τη λογοτεχνική δημιουργία, τα ημερολόγια και άλλα προσωπικά κείμενα, με βάση επίσης την αρθρογραφία των λογοτεχνών του μεσοπολέμου, θέλησε να χαρτογραφήσει, κατά έναν πειραματικό και ενδεικτικό τρόπο, τις δικτυώσεις, τις επαφές και τις διασυνδέσεις τους, θεωρώντας ότι λειτούργησαν ως αγωγοί κίνησης ιδεών, πολιτισμικών μεταφορών και διαμόρφωσης πολιτισμικής ταυτότητας. Η ευρετηρίαση ονομάτων και έργων, έτσι όπως προκύπτει από την καταχώριση πληροφοριών σε Βάση Δεδομένων, συνεπικουρούμενη από την ήδη γνωστή και δημοσιευμένη βιβλιογραφία και από τα σχετικά με το θέμα Ευρετήρια, μπορεί να προσφέρει μια ευρεία και συνθετική εικόνα των διασυνδέσεων των Ελλήνων λογοτεχνών με το εξωτερικό, των προϋποθέσεων της λογοτεχνικής τους δημιουργίας και της διαμόρφωσης μιας γενικότερης άποψης για τη νεοελληνική πολιτισμική και εθνική ταυτότητα.
Πηγές των πληροφοριών που καταχωρίστηκαν σε Βάση Δεδομένων και συγκρότησαν τον ψηφιακό χάρτη αποτέλεσαν οι δημοσιευμένες αλληλογραφίες και τα ημερολόγια μιας σειράς λογοτεχνών του μεσοπολέμου, που δημοσιεύτηκαν τόσο αυτοτελώς όσο και περιστασιακά σε άρθρα περιοδικών. Στη Βάση Δεδομένων που συνοδεύει τον ψηφιακό χάρτη δεν εμφανίζονται όλα τα πεδία που την απαρτίζουν. Ένα μεγάλο μέρος της εργασίας που έχει πραγματοποιηθεί χρειάζεται περαιτέρω επεξεργασία, διορθώσεις και βελτιώσεις, προκειμένου να μπορεί να είναι χρηστική.
Κλείνοντας, θα ήθελα να σημειώσω ότι οι αποδελτιώσεις των πηγών πραγματοποιήθηκαν σε διάστημα μόλις έξι μηνών, αποκλειστικά από τις ακόλουθες συνεργάτιδες του προγράμματος:
Κωνσταντίνα Λιανού, απόφοιτη του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών (εθελοντική εργασία).
Φωτεινή Τσώνη, επί πτυχίω φοιτήτρια του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών (Πρόγραμμα Πρακτικής Άσκησης Φοιτητών).
Ελένη Χριστοπούλου, απόφοιτη του Τμήματος Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών (εθελοντική εργασία).
Η συνεισφορά της κάθε συνεργάτιδας του προγράμματος εμφανίζεται στη Βάση Δεδομένων με αναγραφή των αρχικών του κάθε ονόματος σε κάθε λήμμα χωριστά. Θα ήθελα να τις ευχαριστήσω όλες θερμά για την εξαιρετική συνεργασία και τη μεγάλη τους προθυμία.
Πηγές (αυτοτελείς εκδόσεις)[5]
Θεοτοκάς Γ., Τετράδια ημερολογίου 1939-1953, επιμ. Τζιόβας Δ., Αθήνα 2005>.
Θεοτοκάς Γ. - Κάλας Ν., Μία Αλληλογραφία, επιμ. Κωνσταντουλάκη-Χάντζου Ι., Αθήνα 1989.
Θεοτοκάς Γ. -Κατσίμπαλης Γ.Κ.,Αλληλογραφία (1930-1966), επιμ. Καράογλου Χ.Λ. - Ξυνογαλά Α., Αθήνα 2008.
Θεοτοκάς Γ. - Σεφέρης Γ., Αλληλογραφία (1930-1966), επιμ. Σαββίδης Γ.Π., Αθήνα 1981.
Καραγιάννης Β.Α., Ανέκδοτα σημειώματα και γράμματα του Στρατή Μυριβήλη [Κριτική-Μελετήματα 41], Αθήνα 1993.
Σεφέρης Γ. - Αποστολίδης Γ. Αλληλογραφία 1931-1945, επιμ. Κοντογιάννη Β., Αθήνα 2002.
Σεφέρης Γ. - Λορεντζατος Ζ., Γράμματα Σεφέρη-Λορεντζάτου (1948-1968), επιμ. Τριανταφυλλόπουλος Ν.Δ., Αθήνα 1990.
Σεφέρης Γ. - Μαλάνος Τ., Αλληλογραφία (1935-1963), επιμ. Δασκαλόπουλος Δ., Αθήνα 1990.
Σεφέρης Γ. - Καραντώνης Α., Αλληλογραφία 1931-1960, επιμ. Δημητρακόπουλος Φ., Αθήνα 1988.
Σεφέρης Γ. - Σεφέρη Μ., Αλληλογραφία Α΄ (1936-1940), επιμ. Κοπιδάκης Μ.Ζ., Αθήνα 2005.
Σεφέρης Γ. - Σεφέρη Μ., Αλληλογραφία Β΄ (1944-1959), επιμ. Στασινοπούλου Μ., Αθήνα 2005.
Σεφέρης Γ., Μέρες Α΄ (16 Φεβρουαρίου 1925 - 17 Αυγούστου 1931), Αθήνα 2003.
Σεφέρης Γ., Μέρες Β΄ (24 Αυγούστου 1931 - 12 Φεβρουαρίου 1934), Αθήνα 1984.
Σεφέρης Γ., Μέρες Γ΄ (16 Απριλίου 1934 - 14 Δεκεμβρίου 1940), Αθήνα 1984.
Σεφέρης Γ., Μέρες Δ΄ (1 Ιανουαρίου 1941 - 31 Δεκεμβρίου 1944), Αθήνα 1993.
Σεφέρης Γ., Μέρες Ζ΄ (1 Οκτώβρη 1956 - 27 Δεκέμβρη 1960), επιμ. Μιχαηλίδου Θ.Ν., Αθήνα 1990.
Σεφέρης Γ., Μέρες Στ΄ (20 Απρίλη 1951 4 Αυγούστου 1956), επιμ. Μέρμηγκας Π., Αθήνα 1986.
Σταύρου Τ.Δ., Τετράδια μνήμης: Μυριβήλης, Βενέζης, Καστανάκης, Αθήνα 1982.
Camus A., Carnets III (mars 1951 - décembre 1959), επιμ. Gay-Crosier R., Paris 2013.
Keeley E., Συζήτηση με τον Γιώργο Σεφέρη, μετ. Κάσδαγλη Λ., Αθήνα 1986.
1 M. Brunet, Sources, objets et objectifs de l’histoire des réseaux littéraires au xixe siècle, στο: Les idées en mouvement. Perspectives en histoire intellectuelle et culturelle du Canada, sous la direction de D.C. Bélanger - S. Coupal - M. Ducharme, Saint-Nicolas (Québec) 2004, 204. «Tant que le concept de réseau est associé à celui d’échanges multiformes et polyphoniques, les observations sont susceptibles d’enrichir l’interprétation de toute histoire littéraire désireuse de dépasser la taxinomie facile et l’abus de paradigmes qui figent les processus créateurs», Brunet, Sources, objets et objectifs, 209.
2 «L’observation des réseaux peut jouer un rôle utile et considérable dans la mise en contexte des faits et des œuvres littéraires», A. Viala, Conclusion, στο: επιμ. D. de Marneffe - B. Benis, Les réseaux littéraires, Bruxelles 2006, 266-267.
3 Τα θέματα αυτά διερευνά το ερευνητικό πρόγραμμα του Πανεπιστημίου του Stanford, Mapping the Republic of Letters http://republicofletters.stanford.edu/#. Το πρόγραμμα αυτό, μάλιστα, εφαρμόζει την έννοια του δικτύου και διερευνά τις διασυνδέσεις των λογοτεχνών, των φιλοσόφων, των λογίων και διανοουμένων ξεκινώντας ήδη από την περίοδο του Διαφωτισμού, από τον 18ο δηλαδή αιώνα και ύστερα.
4 Le cliché en traduction [Palimpsestes 13], επιμ. P. Bensimon, Paris 2001. Κυρίως τη μελέτη: M. Sanconie, Au-delà du vertige. Mises en abyme ou la traduction des réseaux de clichés dans les romans Harlequin, 155-166.
5 Στη βιβλιογραφία αυτή δεν περιλαμβάνονται οι αποδελτιώσεις περιοδικών (κυρίως αποδελτιώσεις στη Νέα Εστία και τον Κονδυλοφόρο), οι οποίες έγιναν μόνο ενδεικτικά και αποσπασματικά.
Υπεύθυνη μελέτης: Ουρανία Πολυκανδριώτη
Συνεργάτιδες: Κωνσταντίνα Λιανού, Φωτεινή Τσώνη, Ελένη Χριστοπούλου
Χαρτογράφηση: Δημήτρης Τριαντακωνσταντής