Δίκτυα διακίνησης τεχνιτών και εικονογραφικών θεμάτων στην Ανατολική Μεσόγειο κατά την ύστερη αρχαιότητα:
η περίπτωση των ψηφοθετών στις επαρχίες Παλαιστίνης και Αραβίας

Καλλιόπη I. Κρητικάκου-Νικολαροπούλου – Κωνσταντίνος Σ.-Δ. Ανανιάδης

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η τέχνη του ψηφιδωτού γνώρισε μεγάλη άνθηση στις ρωμαϊκές-βυζαντινές επαρχίες της Παλαιστίνης (Πρώτη, Δευτέρα και Τρίτη) και Αραβίας (βλ. σχετικό χάρτη), περιοχή που περικλείεται στα σημερινά όρια Νότιας Συρίας, Ιορδανίας, Ισραήλ, Παλαιστινιακής Αρχής και Χερσονήσου του Σινά. Η περίοδος ακμής αυτής της τέχνης εκτείνεται από τον 4ο έως τον 8ο μεταχριστιανικό αιώνα, με κορύφωση στον 6ο. Για την εξεταζόμενη περιοχή το διάστημα αυτό αντιστοιχεί στη Βυζαντινή (324-638 μ.Χ.) και την Πρώιμη Αραβική περίοδο (638-1099 μ.Χ.), ειδικότερα την πρώτη φάση της (638-ύστερος 8ος αι. μ.Χ.), η οποία χαρακτηρίζεται από τα γεγονότα της Αραβικής κατάκτησης και την άνοδο στην εξουσία των δυναστειών των Ομεϋαδών και Αββασιδών.

Παλαιότερες αλλά και νεότερες ανασκαφικές έρευνες, ιδιαίτερα των τελευταίων τριών δεκαετιών στο χώρο αυτό, και κυρίως στην Ιορδανία, αποκάλυψαν σε θρησκευτικά (χριστιανικούς ναούς, συναγωγές) και, σε μικρότερο βαθμό, σε κοσμικά (ιδιωτικά και δημόσια) κτήρια πλήθος πλούσια διακοσμημένων ψηφιδωτών δαπέδων, ένας σημαντικός αριθμός των οποίων φέρει την υπογραφή των τεχνιτών που τα φιλοτέχνησαν, των ψηφοθετών. Οι επιγραφές, κατά κανόνα στην ελληνική γλώσσα, αναφέρονται σε 48 επώνυμους και ανώνυμους ψηφοθέτες. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι μνείες των καλλιτεχνών αυτών συνιστούν το πολυπληθέστερο και πλέον ενδιαφέρον σχετικό σύνολο σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο (Ελλάδα, Κύπρο, Μικρά Ασία, Λίβανο, Συρία), καθώς παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για την ταυτότητα και τη δράση τους. Τα παραδείγματα των ενεπίγραφων ψηφιδωτών δαπέδων των επαρχιών Παλαιστίνης και Αραβίας της ύστερης αρχαιότητας που μνημονεύουν ψηφοθέτες συγκροτούν κεντρικό πλαίσιο αναφοράς του παρόντος ερευνητικού έργου, το «Δίκτυο», με φορέα του «Δικτύου» τους ίδιους τους ψηφοθέτες. Το «Δίκτυο» βασίζεται σε έναν κατάλογο ψηφοθετών, ο οποίος περιέλαβε ακόμα και εκείνους που αποκαλύφθηκαν πολύ πρόσφατα. Αντίθετα, από τον κατάλογο έχουν αποκλεισθεί, με βάση επιγραφικά και ιστορικά κριτήρια, άλλα πρόσωπα που συμμετείχαν μεν στη διαδικασία της ψήφωσης, δηλαδή της διακόσμησης των χώρων ενός κτηρίου με ψηφιδωτές συνθέσεις, αλλά με διαφορετική ιδιότητα, όπως π.χ. οι δωρητές, οι οποίοι συχνά συγχέονται με τους ψηφοθέτες.

Με βάση το πρωτεύον «Δίκτυο» των ψηφοθετών, παρουσιάζονται και τα επιμέρους δεδομένα της έρευνας που σχετίζονται με τη συγκεκριμένη κατηγορία τεχνιτών («υπο-δίκτυα»), τα οποία καλύπτουν το χρονικό, γεωγραφικό και καλλιτεχνικό εύρος της δράσης των ψηφοθετών στις επαρχίες Παλαιστίνης και Αραβίας (προέλευση και περιοχή δραστηριότητας, επαγγελματική θέση, εργαστήρια και «Σχολές», διακοσμητικά θέματα που περιβάλλουν τα σημεία των δαπέδων που φιλοξενούν τις υπογραφές των ψηφοθετών).

Υπογραμμίζεται ότι, επειδή στο παρόν έργο δίδεται ιδιαίτερη έμφαση στο επιγραφικό τεκμήριο, δηλ. στην ίδια τη μνεία του ψηφοθέτη, έχουν επέλθει κάποιες βελτιώσεις στην αρχική έκδοση ορισμένων επιγραφών, όπου αυτό κρίθηκε απαραίτητο. Επίσης, λόγω της γλωσσικής ιδιαιτερότητας που απαντά στην περιοχή, θεωρήθηκε σκόπιμο να διατηρηθεί η ορθογραφία του επιγραφικού κειμένου, ενώ σε κάποια μη διαδεδομένα ονόματα σημιτικής προέλευσης παραλείπεται ο τονισμός. Τέλος, επισημαίνεται ότι τόσο τα πλήρη επιγραφικά τεκμήρια όσο και τα δεδομένα που σχετίζονται με αυτά (όπως π.χ. τόπος εύρεσης, χρονολόγηση, εικόνες, πλήρης βιβλιογραφία), είναι προσβάσιμα μέσω της βάσης δεδομένων.

Επαρχίες Παλαιστίνης και Αραβίας (Βυζαντινή περίοδος) (Πηγή: Ἰ. Ἐ. Μεϊμάρης με τη συνεργασία Ν. Σ. Μακρυγιάννη, Ἔρνος Κύδιμον Παλαιστινῆς Γαίης: Ἀνθολογία ἑλληνικῶν ἐπιγραφῶν Παλαιστίνης καὶ Ἀραβίας, Ἀθήνα 2008, σ. 10)/>

Ι. ΤΥΠΟΙ ΥΠΟΓΡΑΦΩΝ ΨΗΦΟΘΕΤΩΝ

Όπως έχει διαπιστωθεί, στα ψηφιδωτά δάπεδα της κλασικής, ελληνιστικής και πρώιμης ρωμαϊκής περιόδου η πλειονότητα των ψηφοθετών δεν υπογράφει τα έργα που παράγει. Ωστόσο, μετά τα μέσα του 2ου αι. μ.Χ. αυξάνει ο αριθμός των ενυπόγραφων ψηφιδωτών δαπέδων στις επαρχίες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τόσο του Ανατολικού όσο και του Δυτικού τμήματος.

Αναφορικά με τις επαρχίες Παλαιστίνης και Αραβίας, οι επιγραφές με τις μνείες των ψηφοθετών σε επιδαπέδια ψηφιδωτά καλύπτουν το διάστημα από τον 4ο έως τον 8ο αι. μ.Χ. Στη συντριπτική τους πλειονότητα είναι ελληνικές και ένας μεγάλος αριθμός από αυτές έχει συνταχθεί στην ιδιάζουσα ελληνιστική «κοινή» της περιοχής, η οποία περιέχει αρκετά συντακτικά και ορθογραφικά λάθη που οφείλονται σε ελλιπή γνώση της γλώσσας από το γηγενή πληθυσμό. Οι βιβλιογραφικές αναφορές για τους βεβαιωμένους ψηφοθέτες, οι οποίοι παρουσιάζονται στη συνέχεια, δεν παρατίθενται στις σημειώσεις λόγω του ότι είναι προσβάσιμες μέσω της βάσης δεδομένων.

Οι τύποι των υπογραφών, οι οποίοι απαντούν σχεδόν αποκλειστικά σε θρησκευτικά κτήρια, είναι είτε αυτοτελείς, είτε αποτελούν συνήθως την καταληκτήρια φράση αφιερωματικών ή ευχετικών επιγραφών. Οι μονολεκτικοί όροι, που χρησιμοποιούνται για τη δήλωση του επαγγέλματος του ψηφοθέτη, είναι ψηφοθέτης, ψηφιοτής (μία αναφορά), ψιφάριος (μία αναφορά) και τεχνίτης (δύο παραδείγματα). Στην εξεταζόμενη περίοδο ο πλέον διαδεδομένος όρος είναι εκείνος του ψηφοθέτου, ο οποίος κατά κανόνα έπεται του ονόματος του τεχνίτη. Συγκεκριμένα, στην περιοχή ο όρος εμφανίζεται ολογράφως (ψηφοθέτης), σε παραλλαγή (π.χ. ψηφωτήτης ή ψεφοθέτης) ή συντομογραφημένος (π.χ. ψηφ(οθέτης)).

Στα μέχρι σήμερα σωζόμενα ενυπόγραφα ψηφιδωτά δάπεδα των επαρχιών Παλαιστίνης και Αραβίας, ο όρος ψηφοθέτης απαντά για πρώτη φορά σε δάπεδο του ύστερου 4ου αι. μ.Χ. (386-392) στο Ναό Γ στο Shiloh (Ισραήλ, Δυτική Όχθη: Ζώσυν ψιφ(οθέτην)). Στον 5ο αιώνα εμφανίζεται σε τρεις επιγραφές ψηφιδωτών δαπέδων, δύο σε παλαιοχριστιανικό ναό της πόλης ʿEvron (Ισραήλ, 415 μ.Χ.: Παύλου, Τιμοθέου, ψηφοθέτου), και μία στο δάπεδο του κεντρικού κλίτους του ναού της Μονής του Καϊανού στο Όρος Nebo της Ιορδανίας (β΄ μισό 5ου αι. μ.Χ.), όπου, σύμφωνα με το κείμενο της επιγραφής, οι δύο δωρητές, ο αρχιδιάκονος Ὀβέδος και –ο πιθανότατα– μοναχός Σαλαμάνος, φιλοτέχνησαν οι ίδιοι το δάπεδο (ψηφοθέται αὐτοὶ ἠργάσοντα). Ευρεία χρήση του όρου παρατηρείται στον 6ο αι., κυρίως στην Ιορδανία (Επαρχία Αραβίας). Ο όρος επιβιώνει και κατά τη διάρκεια του 7ου και 8ου αιώνα, με υστερότερη μνεία εκείνη του Ναού του Αγίου Στεφάνου στο Κάστρον Μεφάα (Umm al-Rasas, Ιορδανία, πιθανώς 785 μ.Χ.), όπου αναφέρονται ανώνυμοι ψηφοθέτες (τοὺς ψιφωθέτας).

Από τους προαναφερθέντες μονολεκτικούς όρους, ο ψηφιοτής είναι ο μόνος που δεν εμφανίζεται σε ψηφιδωτό δάπεδο, αλλά σε επιτύμβια στήλη που βρέθηκε εντοιχισμένη σε δεύτερη χρήση σε μονή στα Βόστρα (Νότια Συρία, 4ος αι. μ.Χ.). Ο όρος είναι εξαιρετικά σπάνιος, αφού παράλληλό του συναντάται μόνο σε πολύ μεταγενέστερη επιγραφή (6ου ή 7ου αι.) από τα Δίδυμα της Μικράς Ασίας. Μοναδική περίπτωση χρήσης άλλου σχετικού όρου εντοπίζεται στο Ναό των Αγίων Μαρτύρων στο Khallit ‘Isa Sir/Beit Idis (περιοχή Irbid, Ιορδανία) σε επιγραφή του 444 (ή 612/613 μ.Χ.), όπου απαντά η φράση Στεφάνου ψιφαρίου. Η κατάληξη του προσδιοριστικού ψιφάριος προφανώς αποδίδει στην ελληνική την κατάληξη της αντίστοιχης λατινικής λέξης για τον ψηφοθέτη (tesselarius).

Στην περιοχή, ο γενικότερος όρος τεχνίτης χρησιμοποιείται επίσης για τον προσδιορισμό του επαγγέλματος του ψηφοθέτη. Για παράδειγμα, ως τεχνῖτε ὑ κάμνοντες τὼ ἔργον τοῦτω αποκαλούνται στη σχετική επιγραφή του δαπέδου της Συναγωγής της Beth Alpha (Ισραήλ, 518-527 μ.Χ.) οι ψηφοθέτες Μαριανός και Ἀνινᾶς. Στο ψηφιδωτό δάπεδο της Συναγωγής Β του Συγκροτήματος του Κυρίου Λεοντίου στη γειτονική Beth Shean (Σκυθόπολη, Ισραήλ, β΄ μισό 6ου αι. μ.Χ.) σε αραμαϊκή επιγραφή γίνεται μνεία του τεχνίτη που φιλοτέχνησε το δάπεδο, χωρίς αυτός να κατονομάζεται.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο όρος τεχνίτης στις επιγραφές των επαρχιών Παλαιστίνης και Αραβίας χρησιμοποιείται γενικά για τη δήλωση και άλλων, πλην των ψηφοθετών, οικοδομικών επαγγελμάτων, όπως π.χ. των λιθοξόων, όπως μαρτυρεί η υπογραφή Ἀραβίου τεχνίτου ἔργον σε ανώφλι επιτύμβιου μνημείου από τη βόρεια νεκρόπολη των Γαδάρων (Umm Qes, Ιορδανία, 356 μ.Χ.). Προβληματική είναι η ταύτιση του ἐρ(γολάβου) Ζαχαρ(ία) Ἰσε͂, ο οποίος υπογράφει ψηφιδωτό δάπεδο ναού στο Khirbet Yattir (αρχαία Ἰέθιρα, Ισραήλ, 631/632 ή 725 μ.Χ.), με ψηφοθέτη, και αυτό γιατί ο συγκεκριμένος όρος συνδέεται ως επί το πλείστον με γενικότερες οικοδομικές εργασίες και όχι με την ψήφωση, εκτός και αν στην προκειμένη περίπτωση η συντομογραφία ĒΡ συμπληρωθεί ως ἔρ(γον) και όχι ως ἐρ(γολάβου).

Το ουσιαστικό ἔρ(γον), συνοδευόμενο από το όνομα του ψηφοθέτη σε γενική πτώση, αποτελεί συνήθη τύπο υπογραφής για την περιοχή (συνολικά πέντε περιπτώσεις). Ειδικότερα, σε χρονολογική σειρά, επισημαίνουμε τον εντοπισμό του όρου σε ψηφιδωτό δάπεδο του Ναού του Αγίου Γεωργίου στο Khirbet el-Mekhayyat (Όρος Nebo , Ιορδανία, 535/536 μ.Χ.) και στο δάπεδο του βαπτιστηρίου στη Jabaliyeh (περιοχή Γάζας, 548/549 μ.Χ.). Και στις δύο αναφορές, όπως και στην αμέσως επόμενη, ο όρος ἔργον συνοδεύεται, εκτός από τα ονόματα των τεχνιτών, και από την ιδιότητά τους (ψηφωτητῶν, ψηφοθετῶν αντίστοιχα). Στο ψηφιδωτό δάπεδο του νάρθηκα ναού στο el-Rashidiyeh (Gharandal/αρχαία Ἀρίνδηλα, Ιορδανία, 574 μ.Χ.), απαντά η περίφραση ἔργ(ον) γενάμενον διὰ Ἀνδρέου Ἐληώτου ψι(φοθέτου), στην οποία, όπως και στην περίπτωση του βαπτιστηρίου στη Jabaliyeh –όπου εργάζονται οι ψηφοθέτες Βίκτωρ και Κοσμᾶς από τη γειτονική Ασκαλώνα (Ἀσκαλωνιτ(ῶν))– δηλώνεται η καταγωγή των ψηφοθετών. Στην περίπτωση του Ἀνδρέου πρόκειται είτε για την πλησιόχωρη στα Ἀρίνδηλα πόλη, Ἀίλα ή Ἀίλανον Eilat), στο μυχό του κόλπου της Άκαμπα στην Ερυθρά Θάλασσα, ή για τη ρωμαϊκή ονομασία της Ιερουσαλήμ, Aelia Capitolina (Αἰλία). Εάν ισχύει το δεύτερο ενδεχόμενο, είναι αξιοσημείωτη η πρόσκληση ενός ψηφοθέτη να εργασθεί τόσο μακριά από τον τόπο καταγωγής του, γεγονός που πιθανώς οφειλόταν στη φήμη που είχε αποκτήσει ως τεχνίτης. Μία επιπλέον μνεία της γενέτειρας του ψηφοθέτη απαντά σε ψηφιδωτό δάπεδο πρεσβυτερίου του Ναού του Αγίου Στεφάνου στο Κάστρον Μεφάα (Umm al-Rasas, Ιορδανία,756 μ.Χ.), όπου ο ένας από τους δύο ψηφοθέτες, ο Σταυράκιος –ο άλλος είναι ο συνεργάτης του (ἑτέρος= ἑτaῖρος) Εὑρέμιος–, πέραν της ιδιότητας (τοῦ ψιφωθέτου) και του πατρωνυμικού του (ἱοῦ τοῦ Ζαδα), προσδιορίζεται και με το εθνικό του, Ἐζβοντίνου. Στην περιοχή αναφέρονται άλλες δύο περιπτώσεις χρήσης του όρου ἔργον. Συγκεκριμένα, σε ψηφιδωτό δάπεδο ναού του πρώιμου 6ου αι μ.Χ. στο El-Hit (Ν. Συρία) εντοπίζεται η φράση ☩ Ἔργον [Λιβ]ανίου καὶ Προκοπ(ίου), ενώ σε αντίστοιχο δάπεδο στη βασιλική του Kissufim (περιοχή Negev, Ισραήλ, 578/579 μ.Χ.) απαντά η φράση Ἔργον Ἀλεξάνδρου. Παρά το γεγονός ότι η ιδιότητα των τεχνιτών παραλείπεται, λόγω της ψηφιδωτής παράστασης είναι αδιαμφισβήτητο ότι πρόκειται για έργα που υλοποιήθηκαν από ψηφοθέτες και όχι από άλλη ειδικότητα.

Ρηματικός τύπος που αντιστοιχεί στον όρο ἔργον, το ἠργάσετο (αντί του ἠργάσατο), χρησιμοποιείται σε αφιερωματική επιγραφή χριστιανικού ευκτήριου οίκου, του 3ου αι. μ.Χ., στη Legio/Μαξιμιανούπολη (σημ. Kefar ‘Othnay, Ισραήλ,) και αναφέρεται στην ψήφωση του χώρου που διεκπεραίωσε ο ψηφοθέτης Βρούτι(ο)ς. Το τεκμήριο είναι σημαντικό για πολλούς λόγους, αλλά κυρίως επειδή, σύμφωνα με τους ανασκαφείς, πρόκειται για την πρωιμότερη μνεία ψηφοθέτη σε ψηφιδωτό δάπεδο στις επαρχίες Παλαιστίνης και Αραβίας. Χρήση του τύπου ἠργάσ<α>ντ<ο> εμφανίζεται και στην προαναφερθείσα περίπτωση του ψηφιδωτού δαπέδου που φιλοτέχνησαν στη Μονή Καϊανού στο Όρος Nebo (β΄ μισό 5ου αι. μ.Χ.) οι Ὀβέδος και Σαλαμάνος. Ένα ενδιαφέρον ρήμα, με το οποίο περιγράφουν την εργασία τους οι ψηφοθέτες της περιοχής, είναι το ομηρικό κάμνω με τη σημασία του «κατασκευάζω με κόπο». Εκτός από την έκφραση που απαντά στο ψηφιδωτό δάπεδο του Ναού του Αγίου Γεωργίου στην Deir el-ʿAdas (Ν. Συρία, 722 μ.Χ.), […τοὺ]ς ψηφωθήτας τοὺς κάμναντας ὧδε), ανώνυμοι ψηφοθέτες υπογράφουν επίσης ως καμόντας τὸ ψηφεί<ο>ν τοῦτο{ν} στην αφιερωματική επιγραφή του ψηφιδωτού δαπέδου του Ναού του Αγίου Σεργίου στο Κάστρον Μεφάα (Umm al-Rasas, Ιορδανία, 587 μ.Χ.). Η χρήση της λέξης ψηφεί<ο>ν καθιστά ασφαλή την ταύτιση των τεχνιτών αυτών με ψηφοθέτες. Εξειδικευμένης φύσης εργασία αναφέρεται στην επιγραφή ψηφιδωτού δαπέδου στο Μαρτύριο του Αγίου Φιλήμονος στα Βόστρα (Ν. Συρία, 663 μ.Χ.), στην οποία ο τεχνίτης Πέτρος αποκαλείται γράψας. Η χρήση του συγκεκριμένου όρου για τη δήλωση ψηφοθέτη είναι προβληματική, καθότι το ρήμα γράφω συνδέεται σε ψηφιδωτές επιγραφές της περιοχής και με ζωγραφικές εργασίες στο εσωτερικό των κτηρίων.

Άλλος τύπος υπογραφής, ο οποίος αναφέρεται στην εργασία της ψήφωσης και απαντά σε ψηφιδωτό δάπεδο παλαιοχριστιανικού ναού στο ‘Ain Fattir (κοντά στο Beit Jimâl, Ισραήλ, 461, 476 ή, το πιθανότερο, 536 μ.Χ.), είναι το ουσιαστικό ψηφοθεσία συνοδευόμενο από τα ονόματα των ψηφοθετών σε γενική πτώση (Κλαυδιανοῦ κ(αὶ) Ἰμαννουὲλ). Σε δύο περιπτώσεις, στη Συναγωγή Α της Beth Shean (Σκυθόπολης, α΄ τέταρτο 7ου αι. μ.Χ.) και στο Ναό του Αγίου Γεωργίου στην Deir el-ʿAdas (Ν. Συρία), απαντά ο συγγενής εννοιολογικά όρος χιραθησία (αντί του χ(ε)ιρoθεσία) που δίνει έμφαση στη χειρωνακτική φύση του επαγγέλματος. Ανάμεσα στα ενυπόγραφα ψηφιδωτά δάπεδα της περιοχής εντοπίζονται πέντε περιπτώσεις, στις οποίες είτε οι ψηφοθέτες διατηρούν την ανωνυμία τους, ως ένδειξη ταπεινοφροσύνης, είτε τα ονόματά τους δεν σώζονται. Σε χρονολογική σειρά, στο αποσπασματικά διατηρημένο ψηφιδωτό στο Μουσείο της Κοπεγχάγης (α΄ μισό 6ου αι. μ.Χ.), δεν έχουν σωθεί τα ονόματα των ψηφοθετών παρά μόνον η ιδιότητά τους (….]ψ̣ηφοθέται). Είναι ενδιαφέρον ότι στην αραμαϊκή υπογραφή του δαπέδου της Συναγωγής Β του Συγκροτήματος του Κυρίου Λεοντίου στη Σκυθόπολη (β΄ μισό 6ου αι. μ.Χ.) ο Ιουδαίος τεχνίτης επιλέγει να παραμείνει ανώνυμος, μιμούμενος τους χριστιανούς ομοτέχνους του. Ανώνυμοι ψηφοθέτες, οι οποίοι περιγράφουν τους εαυτούς τους ως καμόντας τὸ ψηφεί<ο>ν τοῦτο{ν} και ως […τοὺ]ς ψηφωθήτας τοὺς κάμναντας ὧδε, απαντούν αντίστοιχα στις προαναφερθείσες αφιερωματικές επιγραφές του Ναού του Αγίου Σεργίου στο Κάστρον Μεφάα και του Ναού του Αγίου Γεωργίου στην Deir el-ʿAdas. Στο ψηφιδωτό δάπεδο στο Ναό του Αγίου Στεφάνου επίσης στο Κάστρον Μεφάα (Umm-al Rasas, 718 ή, το πιθανότερο, 786 μ.Χ.), η ευχετική επιγραφή των ανώνυμων ψηφοθετών έχει συνταχθεί κατά το πρότυπο συνήθους επίκλησης στο Θεό: Μνήσθητι Κ(ύρι)ε τοὺς δούλους σου τοὺς ψιφωθέτας, οὓς γινόσκις τὰ ὠνόμ(ατ)α).

Σε έναν αριθμό αφιερωματικών επιγραφών των δύο επαρχιών χρησιμοποιούνται και άλλοι ρηματικοί τύποι, όπως π.χ. οι τύποι ἐποίει-ἐποίεσεν του ρήματος ποιῶ ή οι ἐψήφωσα-ἐψήφωσεν του ρήματος ψηφόω, οι οποίοι, ωστόσο, σύμφωνα με την πλειονότητα των ερευνητών, περιγράφουν την πράξη της δωρεάς εκ μέρους των χορηγών και όχι της ψήφωσης. Στη συνέχεια, παρατίθενται ενδεικτικά ορισμένες από αυτές τις περιπτώσεις, οι οποίες για τον ανωτέρω λόγο έχουν αποκλεισθεί από τον κατάλογο των ψηφοθετών.

Συγκεκριμένα, από τις επιγραφές ψηφιδωτών δαπέδων της εξεταζόμενης περιοχής που αναφέρονται σε άλλους συμμετέχοντες στη διαδικασία της ψήφωσης, πλην των ψηφοθετών, ξεχωρίζουμε την περίπτωση του Ἀντώνι Γαλογᾶ, ο οποίος παρότι ἠποίησεν ψηφιδωτό δάπεδο σε ναό στο Battir (Ισραήλ, β΄ μισό 6ου αι. μ.Χ.: Ἠποίησεν…τὼ ἔργων τοῦτο ὑπὲρ σωτηρ(ίας) Γεωργίου), θεωρείται κατεξοχήν δωρητής και όχι ψηφοθέτης. Ομοίως, ως χορηγοί ταυτοποιήθηκαν οι εὐχαριστοῦντες ὑποβόηθοι (κατώτεροι διοικητικοί υπάλληλοι), οι οποίοι κατέβαλαν το απαραίτητο χρηματικό ποσό (ἐποίησαν) για την κατασκευή ψηφιδωτού δαπέδου του 5ου(;) αι. μ.Χ. στο προστώο του κυβερνητικού κτηρίου (praetorium) στην Καισάρεια, πρωτεύουσα της Πρώτης Παλαιστίνης. Ως δωρητής αναγνωρίζεται και ο ἀναγνώστης Αἰλιανὸς Ζοναίνου, ο οποίος τον άνδρα της θυγατέρας του Προκοπίου, Ασβόλιο Πατρίκιο, χρονολογώντας τα ψηφιδωτά δάπεδα του κτηρίου στον πρώιμο 6ο αι. μ.Χ. Αντίθετα, άλλοι ερευνητές, υιοθετώντας την άποψη των ανασκαφέων, αναγνώρισε στα αναφερόμενα στο επίγραμμα πρόσωπα δεξιοτέχνες ψηφοθέτες τοπικού Εργαστηρίου της Σέπφωρης του α΄ τετάρτου του 5ου αι. μ.Χ. Σε κάθε περίπτωση, οι ψηφοθέτες, οι οποίοι εργάσθηκαν στο κτήριο –είτε πρόκειται για τους Πατρίκιο-Προκόπιο είτε για άλλους, μη κατονομαζόμενους στην επιγραφή τεχνίτες–, ανέλαβαν να εκπονήσουν ένα πολύ φιλόδοξο εικονογραφικό πρόγραμμα, ευρείας κλίμακας, διακοσμώντας τους χώρους του κτηρίου με μορφές της ελληνικής μυθολογίας (Αμαζόνα, Κένταυρος) αλλά και με νειλωτικά θέματα, συμπεριλαμβανομένων των προσωποποιήσεων της Αιγύπτου και του Νείλου ποταμού. Η επιλογή των νειλωτικών παραστάσεων οφείλεται πιθανότατα, σύμφωνα με τους ανασκαφείς, στους δεσμούς που συνέδεαν τους επικεφαλής του έργου της ψήφωσης, Πατρίκιο και Προκόπιο, με την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.

ΙΙ. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ «ΣΧΟΛΕΣ» ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΨΗΦΙΔΩΤΩΝ

Ο όρος ἐργαστήριον δεν απαντά σε ψηφιδωτά επιγραφικά κείμενα από το Ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας –στο οποίο, κυρίως σύμφωνα με τη μαρτυρία των φιλολογικών πηγών, εννοιολογικά συνδέεται περισσότερο με τον όρο σχολή–, σε αντίθεση με τον όρο ex officina, ο οποίος μαρτυρείται στο Δυτικό τμήμα και σχετίζεται με το εργαστήριο. Στην περίπτωση των επαρχιών Παλαιστίνης και Αραβίας με τον όρο «Εργαστήριο» («Workshop») η έρευνα αναφέρεται σε συνεργεία ή ομάδες ψηφοθετών, οι οποίοι εργάζονται είτε έχοντας σταθερή έδρα είτε περιοδεύοντας σε κοντινές (όπως διαφαίνεται από τις περιπτώσεις χρήσης του εθνικού τους) ή, σπανιότερα, σε πιο απομακρυσμένες από την έδρα τους περιοχές, αναλαμβάνοντας έργα ψήφωσης επί πληρωμή.

Με βάση τα δεδομένα από τα ψηφιδωτά δάπεδα επαρχιών Παλαιστίνης και Αραβίας, αν εξαιρέσουμε τις μνείες μεμονωμένων ψηφοθετών (18 περιπτώσεις), τεκμαίρεται ότι το συχνότερο σχήμα «Εργαστηρίου» είναι εκείνο που απαρτίζεται από δύο ψηφοθέτες (8 περιπτώσεις: Ὀβέδος-Σαλαμάνος, Λιβάνιος-Προκόπιος, Πορφύριος-Μᾶρκος, Κλαυδιανός-Ἰμμανουέλ, Μαριανός-Ἀνινᾶς στη Συναγωγή της Beth Alpha, Βίκτωρ-Κοσμᾶς, Μαριανός-Ἀνινᾶς στη Συναγωγή Α της Beth Shean, Σταυράκιος και ο συνεργάτης του Εὑρέμιος) και ακολουθεί εκείνο με τρεις ψηφοθέτες-μέλη (3 περιπτώσεις: οι Σοέλος-Καϊοῦμος-Ἠλίας στη Βασιλική του Προφήτου Μωϋσέως και οι Ναουμᾶς-Κυριακός-Θωμᾶς στη Βασιλική του Αγίου Γεωργίου του Όρους Nebo της Ιορδανίας, αντίστοιχα, και, τέλος, οι Σαμουῆλος-Θεοφάνης-Θωμᾶς στο Ναό στο ʿΑnab el-Kabir του Ισραήλ (Δυτική Όχθη). Τα σχήματα με τους δύο και τους τρεις ψηφοθέτες απαντούν σε θέσεις που καλύπτουν όλο το γεωγραφικό εύρος των υπό εξέταση περιοχών. Ο ακριβής αριθμός των εμπλεκομένων τεχνιτών στην κατασκευή ψηφιδωτών δαπέδων δεν μπορεί να καθορισθεί στις περιπτώσεις εκείνες, όπου το κείμενο της επιγραφής σώζεται αποσπασματικά, όπως λ.χ. στο ψηφιδωτό που φυλάσσεται στο Μουσείο της Κοπεγχάγης του 500-550(;) μ.Χ. ή σε εκείνες, όπου οι ψηφοθέτες επιλέγουν την ανωνυμία, όπως λ.χ. στο ψηφιδωτό δάπεδο στο νότιο κλίτος του Ναού του Αγίου Στεφάνου στο Κάστρον Μεφάα της Ιορδανίας του 785 (ή 718) μ.Χ. (Μνήσθητι Κ(ύρι)ε τοὺς δούλους σου τοὺς ψιφωθέτας οὓς γινόσκις τὰ ὠνόμ(ατ)α).

Από την επεξεργασία των δεδομένων γύρω από τη δομή των κατά τόπους εργαστηρίων, που μας παρέχει η επιγραφική μαρτυρία των ψηφιδωτών δαπέδων, διαφαίνονται κάποια στοιχεία για τη διάρθρωσή τους. Γενικά, όπως υποδηλώνεται από την απαρίθμηση των ονομάτων των ψηφοθετών, τις εργασίες επιμερίζονται εν τω συνόλω τους τα μέλη του εργαστηρίου. Σε ορισμένες περιπτώσεις, φαίνεται ότι επικεφαλής τίθεται ένας έμπειρος τεχνίτης, όπως ο ψηφοθέτης Σταυράκιος (Κάστρον Μεφάα), ο οποίος ενδέχεται να αναλάμβανε και τον ρόλο του συντονιστή των υπόλοιπων μελών της ομάδας (εν προκειμένω του συνεργάτη του, Εὑρέμιου). Στην περίπτωση του Προκοπίου Ραέου, διαχωρίζεται η διεκπεραίωση συγκεκριμένης εργασίας (χειροθεσίας), πιθανώς της ορθής τοποθέτησης των γραμμάτων της επιγραφής πάνω στο δάπεδο, από τις πιο κοινές εργασίες ψηφοθεσίας που είχαν αναλάβει ανώνυμοι ψηφοθέτες στον ίδιο χώρο (Deir el-ʿAdas). Το διπλό ρόλο του ψηφοθέτη και δωρητή υπαινίσσεται η έκφραση τῶν ἰδ(ίων) που ακολουθεί την υπογραφή του τεχνίτη, Ζώσυν ψιφ(οθέτην), στην επιδαπέδια ψηφιδωτή επιγραφή του Ναού Γ στο Shiloh (Ισραήλ/Δυτική Όχθη) του 386-392 μ.Χ. Σχέσεις δασκάλου-μαθητευομένων στα κατά τόπους εργαστήρια της περιοχής είναι δύσκολο να ανιχνευθούν.

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν ορισμένες περιπτώσεις ενυπόγραφων ψηφιδωτών δαπέδων, όπου τα μέλη του εργαστηρίου ενδέχεται να συνδέονται μεταξύ τους με συγγενικούς δεσμούς. Η πλέον αξιοσημείωτη περίπτωση υποδήλωσης κληρονομικής μεταβίβασης της τέχνης της ψηφοθεσίας στις επαρχίες Παλαιστίνης και Αραβίας προέρχεται από τις Συναγωγές της περιοχής της Σκυθόπολης, εκείνη της Beth Alpha και τη Συναγωγή Α στην ίδια τη Σκυθόπολη (Βeth Shean). Σε δάπεδα προερχόμενα από τις δύο Συναγωγές, τα οποία απέχουν μεταξύ τους χρονικά (518-527 και 600-624 μ.Χ., αντίστοιχα), απαντούν τα ίδια ονόματα ψηφοθετών (Μαριανός, Ἀνινᾶς). Στην επιγραφή του ψηφιδωτού δαπέδου κοντά στην είσοδο της Συναγωγής της Beth Alpha αναφέρεται σαφώς ότι ο Ἀνινᾶς είναι γιος του ομότεχνού του Μαριανοῦ, οδηγώντας μεγάλο μέρος των ερευνητών στη διατύπωση της άποψης ότι οι ψηφοθέτες της Συναγωγής Α της Beth Shean, η οποία έπεται χρονολογικά, αποτελούν νεότερα μέλη, πιθανότατα εγγόνια, της ίδιας οικογένειας ψηφοθετών, η οποία εξασκούσε την τέχνη της ψήφωσης για περίπου τρεις γενιές. Σε άλλες πέντε περιπτώσεις (Σοέλος Κασιανοῦ, Ἀναστάσιος Δομεντιανοῦ, Ζαχαρίας Ἰσε̃͂, Προκόπιος Ραέου, Σταυράκιος Ζαδα), η χρήση του πατρωνυμικού, όχι συχνή σε υπογραφές ψηφοθετών της περιοχής, ενδέχεται να υποδηλώνει ομοίως τη διαδοχή του επαγγέλματος από πατέρα σε γιο.

Λιγότερο σαφείς ενδείξεις για συγγενικές σχέσεις μεταξύ των μελών ενός εργαστηρίου παρέχουν άλλες επιγραφές ψηφιδωτών δαπέδων από την περιοχή. Σε δάπεδο του Νότιου Ναού του εκκλησιαστικού συγκροτήματος του Αγίου Σεργίου στο χωριό Nitl (περιοχή Μηδάβων, Ιορδανία, β΄ μισό 6ου αι. μ.Χ.), μνημονεύεται ο ψηφοθέτης Ἀμμώνις (Ἀμμώνιος) και τα τέκνα του. Το γεγονός ότι το κείμενο της επιγραφής παρουσιάζει γραμματικά-συντακτικά λάθη, σε συνδυασμό με τη διττή χρήση του ρηματικού τύπου ἔκαμον (ίδιος για το α’ ενικό και το γ’ πληθυντικό πρόσωπο του αορίστου β’), δεν επιτρέπει να προσδιορίσουμε με βεβαιότητα εάν το ψηφιδωτό δάπεδο φιλοτεχνήθηκε αποκλειστικά από τον Ἀμμώνιο ή και από τα παιδιά του. Στην ψηφιδωτή επιγραφή του 6ου αι. μ.Χ. στο νάρθηκα βασιλικής στο Bahan (Khirbet Kafr Sibb) της Σαμάρειας αναγράφονται εντός κυκλικού μεταλλίου οι ψηφοθέτες Πορφύριος και Μάρκος ως ἀδελφοί. Η πιθανότητα να πρόκειται για μοναστηριακή βασιλική ενισχύει την υπόθεση, ότι ο όρος ἀδελφοί παραπέμπει σε μοναχούς που ασκούσαν παράλληλα και την τέχνη της ψηφοθεσίας.

Εκτός από τον ειδικότερο όρο «Εργαστήριο», η σχετική έρευνα, εξετάζοντας την παραγωγή ψηφιδωτών δαπέδων της ύστερης αρχαιότητας στην περιοχή, χρησιμοποιεί ενίοτε τον όρο «Σχολή» («School»). Ο όρος αυτός, όπου χρησιμοποιείται, αποδίδει τα ευρύτερα, ομοιογενή σε σύλληψη και εκτέλεση, εικονογραφικά και τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά που εγγράφονται στην καλλιτεχνική παραγωγή των έργων των ψηφοθετών των διαφόρων, οργανωμένων σε τοπική βάση, εργαστηρίων, υπερβαίνοντας τυχόν ιδιώματα, ώστε να συγκροτείται σαφές και ευανάγνωστο καλλιτεχνικό ρεύμα. Ωστόσο, μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει ομοφωνία ως προς το περιεχόμενο του όρου, τη χρήση και την ακριβή σημασία του για την περιοχή. Πυρήνας των «Σχολών» των επαρχιών Παλαιστίνης και Αραβίας θεωρούνται μεγάλα αστικά κέντρα, όπως τα Μήδαβα (Μαδηβά), η Ιερουσαλήμ και η Γάζα. Γύρω από τα τρία αυτά κέντρα οργανώνονταν σε τοπικό επίπεδο εργαστήρια, αποτελούμενα, σε αντίθεση με τους μεμονωμένους τεχνίτες, από ομάδες ψηφοθετών, οι οποίοι ασκούσαν την τέχνη της ψηφοθεσίας σύμφωνα με τον κυρίαρχο κανόνα της εκάστοτε «Σχολής». Αυτή η εικόνα αποτυπώνεται στο σχετικό «υπο-δίκτυο» της έρευνάς μας. Ειδικότερα, κυρίως ο M. Piccirillo και συμπληρωματικά η M. Castagnetti, ακολουθώντας διαφορετική μεθοδολογία ο καθένας, διατύπωσαν σε σειρά μελετών την άποψη ότι τα Μήδαβα διαμορφώθηκαν σε «Σχολή» κατά το διάστημα της επισκοπείας του Ιωάννου (557-573 μ.Χ.), κατόπιν μετάκλησης στην περιοχή ψηφοθετών από τη «Σχολή» της Αντιόχειας μετά την κατάληψή της από τους Πέρσες (540 μ.Χ.). Η μετάκληση αυτή είχε ως συνέπεια να οργανωθούν στο β΄ μισό του 6ου αι. μ.Χ., ειδικά κατά τη διάρκεια της επισκοπείας του Σεργίου (575-598 μ.Χ.), σε τοπικό επίπεδο –στα Μήδαβα και στην ευρύτερη περιοχή τους (Όρος Nebo και Κάστρον Μεφάα/Umm al-Rasas)–, εργαστήρια ψηφοθετών με ενιαία αντίληψη στη σύνθεση και εκτέλεση των έργων που αναλάμβαναν, και χαρακτηριστικό γνώρισμα της τεχνικής τους το διαγώνιο σχήμα σύνθεσης. Προεξάρχον ήταν ένα ειδικευμένο εργαστήριο, το οποίο απεικόνιζε στις συνθέσεις του πόλεις και αρχιτεκτονήματα, κατά τα πρότυπα του ψηφιδωτού «Χάρτη της Μαδηβάς».

Τον όρο «Σχολή» για τα Μήδαβα, εκτός του Piccirillo, αποδέχθηκε και η R. Hachlili, η οποία χρησιμοποίησε τον ίδιο όρο και για την περίπτωση της Γάζας, ενώ η Π. Ατζακά αναφέρεται γενικά στην εξαίρετη και μεγάλη παραγωγή «Εργαστηρίων» των επαρχιών Παλαιστίνης και Αραβίας. Οι M. Avi-Yonah και A. Ovadiah κατατάσσουν τη Γάζα σε «Εργαστήριο», ενώ ο Ovadiah θεωρεί τους ψηφοθέτες της Συναγωγής Α της Beth Shean (Σκυθόπολης), Μαριανό και Ἀνινᾶ, ως μέλη τοπικού εργαστηρίου, όπως επίσης και τους ομότεχνους και ομώνυμούς τους στη Συναγωγή της Beth Alpha (έτερο τοπικό εργαστήριο). Ο ίδιος, επίσης, διαπιστώνει έντονες επιρροές στην επιλογή των εικονιστικών θεμάτων και τη διάταξη της διακόσμησης ίσως από τη Συρία, και, ενδεχομένως, από την ίδια τη «Σχολή» της Αντιόχειας, για τον ανώνυμο ψηφοθέτη, ο οποίος εργάσθηκε στη Συναγωγή Β της Beth Shean. Στο ίδιο πλαίσιο, η R. Talgam θεωρεί όλους τους ψηφοθέτες των Συναγωγών της Σκυθόπολης μέλη τοπικών εργαστηρίων, ενώ η ίδια, όπως και η J. Balty, δεν αποδέχεται γενικά τον όρο «Σχολή» για την περιοχή, προτιμώντας τον όρο «Εργαστήριο». Ανάλογα με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα των κατά τόπους «Εργαστηρίων»/«Σχολών», μέρος της ερευνητικής κοινότητας έχει διακρίνει ευρύτερες τάσεις, οι οποίες, στην περίπτωση των ψηφοθετών που εγγράφονται θεματικά και τεχνοτροπικά στη «Σχολή» των Μηδάβων, χαρακτηρίζονται από έντονο τοπικό ‘χρώμα’. Αντίθετα, στην περίπτωση των ψηφοθετών που εντάσσονται στη «Σχολή»/«Εργαστήριο» της Γάζας, η επιλογή της θεματικής συνδέεται συνήθως, κατά την Ατζακά, με τις προτιμήσεις της τοπικής άρχουσας τάξης, όπως αποτυπώνεται γραπτώς σε κείμενα, όπως η Ἔκφρασις Eἰκόνος ἐν τῇ πόλει τῶν Γαζαίων κειμένης του ρήτορα και θεολόγου Προκοπίου Γάζης. Στο εν λόγω κείμενο περιγράφονται αναλυτικά συνθέσεις τοιχογραφιών εμπνευσμένες από την ελληνική κλασική εικονιστική-μυθολογική παράδοση. Η σύνδεση είναι εμφανής στο ψηφιδωτό δάπεδο με την παράσταση κυνηγιού λεοπάρδαλης, έργο του ψηφοθέτη Ἀλεξάνδρου στη Βασιλική του Kissufim (578-579 μ.Χ.), ενταγμένου τεχνοτροπικά στη «Σχολή» της Γάζας. Στο ψηφιδωτό εικονίζεται έφιππος γενειοφόρος άνδρας να πλήττει με το δόρυ του λεοπάρδαλη. Λόγω του θέματος και της συνοδευτικής επιγραφής, ορισμένοι ερευνητές ταύτισαν την εικονιζόμενη μορφή με τον Αλέξανδρο Γ΄ της Μακεδονίας.

Η ίδια τάση απεικόνισης παραστάσεων εμπνευσμένων από την αρχαία ελληνική εικονιστική-μυθολογική παράδοση ανιχνεύεται σε ανυπόγραφα ψηφιδωτά δάπεδα από την πόλη των Μηδάβων, π.χ. στην παράσταση του μύθου του Ιππολύτου και της Φαίδρας σε δάπεδο αίθουσας έπαυλης του 6ου αι. μ.Χ., που σώζεται κατά χώραν, ή στην παράσταση του Αχιλλέα στον τύπο του αρπιστή, που φυλάσσεται στο Μουσείο του Ναού των Αγίων Αποστόλων. Στο ίδιο πνεύμα αναπαράστασης μυθολογικών θεμάτων εντάσσονται την ίδια περίοδο τα ψηφιδωτά δάπεδα έπαυλης στο Sheikh-Zouède της Χερσονήσου του Σινά, έργο ενός «λαϊκής-ναΐφ» τεχνοτροπίας τοπικού «Εργαστηρίου».

Συνοπτικά, η έρευνα, εκκινώντας όχι κατ’ ανάγκη από την ίδια αφετηρία, από το σύνολο των ψηφοθετών, είτε των μεμονωμένων, είτε εκείνων που εργάζονται κατά ομάδες (λ.χ. οι Ὀβέδος και Σαλαμάνος, Κλαυδιανός-Ἰμμανουὲλ κ.ο.κ.), έχει με βάση τα κριτήρια της επιλογής του θεματολογίου και της τεχνοτροπικής απόδοσης καταχωρίσει ως τώρα στη «Σχολή» των Μηδάβων τους ψηφοθέτες Σοέλο-Καϊοῦμο-Ἠλία, Ναουμᾶ-Κυριακό-Θωμᾶ, Σταυράκιο-Εὑρέμιο, Σαλαμάνιο και τους ανώνυμους ψηφοθέτες του Ναού του Αγίου Στεφάνου στο Κάστρον Μεφάα (Umm al-Rasas) της Ιορδανίας, στη «Σχολή»/«Εργαστήριο» της Γάζας τον ψηφοθέτη Αλέξανδρο της Βασιλικής του Kissufim, και στη «Σχολή»/«Εργαστήριο» της Γάζας ή το «Εργαστήριο» της Ασκαλώνος τους ψηφοθέτες Βίκτορα και Κοσμά, λόγω της καταγωγής τους από την Ασκαλώνα. Ακόμη, μέρος των ερευνητών έχει αποδώσει τους ψηφοθέτες της Συναγωγής Α της Beth Shean (Σκυθόπολης), Μαριανό και Ἀνινᾶ, όπως επίσης και τον ανώνυμο ψηφοθέτη της Συναγωγής Β, επίσης στην ίδια πόλη, σε τοπικά «Εργαστήρια» της Beth Shean (τον τελευταίο με επιρροές από τη Συρία και ενδεχομένως, όπως συμβαίνει γενικά με τα ψηφιδωτά δάπεδα του Συγκροτήματος του Κυρί(ο)υ Λεοντίου στη Beth Shean, τη «Σχολή» της Αντιόχειας), ενώ τους ψηφοθέτες της Συναγωγής Beth Alpha, Μαριανό και Ἀνινᾶ, σε τοπικό «Εργαστήριο» της Beth Alpha, με έντονη σχηματοποίηση, πιθανόν επηρεασμένη από την κοπτική παράδοση. Η σύμφωνα με τις επικρατούσες απόψεις ένταξη των ψηφοθετών της περιοχής σε «Σχολές» και «Εργαστήρια» αποτυπώνεται στο σχετικό «υπο-δίκτυο».

ΙΙΙ. ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΝΥΠΟΓΡΑΦΩΝ ΨΗΦΙΔΩΤΩΝ ΔΑΠΕΔΩΝ

Τα εικονογραφικά θέματα, που απεικονίζονταν από τους ψηφοθέτες, ήταν σε άμεση συνάρτηση με το είδος του κτηρίου που προορίζονταν να κοσμήσουν και το διαθέσιμο χώρο. Η μεγάλη πλειονότητα των ενυπόγραφων ψηφιδωτών δαπέδων προέρχεται από θρησκευτικά κτήρια, κυρίως χριστιανικούς ναούς, αλλά και συναγωγές, και πολύ λιγότερο από κοσμικά οικοδομήματα δημόσιου χαρακτήρα. Σωζόμενα ψηφιδωτά δάπεδα ιδιωτικών οικιών της ύστερης αρχαιότητας στην περιοχή δεν φέρουν υπογραφές ψηφοθετών.

Στις περισσότερες περιπτώσεις η υπογραφή του ψηφοθέτη φιλοξενείται είτε στο χώρο του πρεσβυτερίου είτε σε περίοπτη θέση στο ορθογώνιου σχήματος δάπεδο του μεσαίου κλίτους του ναού, συνήθως ως τμήμα της αφιερωματικής επιγραφής, είτε, τέλος, εντός ή εκτός του πλαισίου που περιβάλλει την κεντρική παράσταση. Επειδή στην παρούσα εργασία δίδεται έμφαση στο επιγραφικό τεκμήριο, ο σχολιασμός της διακόσμησης (μοτίβο, θέμα, παράσταση) στη βάση δεδομένων δεν περιλαμβάνει τον εικονογραφικό διάκοσμο του χώρου συνολικά, λ.χ. όλα τα δάπεδα στο κεντρικό και στα πλαϊνά κλίτη (εικονογραφικός «κύκλος»), αλλά μόνο εκείνον του σημείου του δαπέδου όπου βρίσκεται το εκάστοτε σχετικό επιγραφικό τεκμήριο, ακόμη και εάν οι μνημονευόμενοι ψηφοθέτες είναι υπεύθυνοι για όλη την ψήφωση του χώρου. Συγκεκριμένα, με βάση τεχνοτροπικά και παλαιογραφικά κριτήρια, έχουν ταυτισθεί ψηφοθέτες, οι οποίοι με βεβαιότητα έχουν διακοσμήσει δάπεδα και σε άλλες θέσεις της ίδιας περιοχής όπου έχουν εργασθεί ή έχουν εγκαταστήσει περιοδικά την έδρα του εργαστηρίου τους, αλλά οι ίδιοι επιλέγουν να μην υπογράφουν το σύνολο του έργου τους. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον Piccirillo, οι ψηφοθέτες Σταυράκιος και Εὑρέμιος, αντίθετα με το ψηφιδωτό δάπεδο του πρεσβυτερίου που υπογράφουν στο Ναό του Αγίου Στεφάνου στο Umm al-Rasas (756), δεν επέλεξαν να κάνουν το ίδιο, δηλ. να υπογράψουν, τα δάπεδα που φιλοτέχνησαν περίπου το ίδιο διάστημα στο Παρεκκλήσιο της Θεοτόκου στη Μονή της Ἁin al-Kanisah του Όρους Nebo και στο Ναό της Παρθένου Μαρίας στα Μήδαβα (762 και 767 μ.Χ., αντίστοιχα). Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινισθεί ότι, λόγω της επιγραφικής προσέγγισης του θέματος των ψηφοθετών, δεν επιδιώκεται η συνολική αποτίμηση της καλλιτεχνικής δημιουργίας των ψηφοθετών σε επίπεδο σύλληψης και σε επίπεδο εκτέλεσης, αλλά η έρευνά μας εστιάζεται σε γενικότερης φύσης διαπιστώσεις και επισημάνσεις. Η διακόσμηση των ψηφιδωτών δαπέδων των επαρχιών Παλαιστίνης και Αραβίας που σε κεντρικό σημείο τους φιλοξενούν τα επιγραφικά τεκμήρια με βεβαιωμένες υπογραφές ψηφοθετών περιλαμβάνει τις εξής ενότητες («υπο-δίκτυο» διακόσμησης): γραμμικά και γεωμετρικά μοτίβα, εικονιστικές σκηνές απλού ή σύνθετου χαρακτήρα με ανθρώπινες μορφές, προσωποποιήσεις, ζώα, θαλάσσια όντα, όπως επίσης και οικοδομήματα. Γενικά φαίνεται να υπάρχει μία τάση για τη διάσπαση της διακόσμησης σε πλαίσια ή διάχωρα με γεωμετρικά, φυτικά και εικονιστικά μοτίβα, ενώ οι παραστάσεις που περιλαμβάνουν μορφές είναι ευάριθμες. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι υπογραφές των ψηφοθετών τοποθετούνται σε πλαίσιο, το οποίο έχει κατά κανόνα τη μορφή δίωτης δέλτου (tabula ansata), ή σε μετάλλιο, συνήθως κυκλικό ή οκταγωνικό. Το πλαίσιο συνήθως σχηματίζεται από συνεχή γραμμή και οδοντωτό μοτίβο (ολόβαφα τρίγωνα) ή τρέχουσες σπείρες, ενώ εξωτερικά ενδέχεται να περιβάλλεται από ελικοειδείς πλοχμούς που σχηματίζονται από οφθαλμωτά μοτίβα (δίλοβα και εφαπτόμενους κύκλους με κεντρική στιγμή) ή πλέγμα μαιάνδρων. Το μετάλλιο με τη σειρά του ενδέχεται να σχηματίζεται από έλικες κληματίδας, βότρυς, φύλλα αμπέλου ή απλές γραμμές.

Τα απλούστερα γεωμετρικά-γραμμικά μοτίβα αποτελούνται από ταινίες, τρίγωνα, ρόμβους διασταυρούμενους και σχηματοποιημένα άνθη. Τα μη γραμμικά μοτίβα διακρίνονται σε φυτικά, όπως φοινικόδεντρο ή ροδιά, και εικονιστικά, όπως αγγεία και καλάθια με καρπούς. Εικονίζονται επίσης ζώα και πτηνά, όπως πουλιά που ραμφίζουν καρπούς δέντρου ή πίνουν νερό από ευρύστομη φιάλη ή ιχθύες, όλα σύμβολα του Παραδείσου. Υπάρχουν επίσης απεικονίσεις ανθρώπινων μορφών, κτηρίων, αλλά και μοτίβων με πιο σαφή χριστιανικό συμβολισμό, όπως ο Σταυρός ή το Χριστόγραμμα.

Σε ό,τι αφορά στην αναπαράσταση μορφών, κοσμικών και ιερών, αλλά και ζώων, στα ψηφιδωτά δάπεδα των επαρχιών Παλαιστίνης και Αραβίας, αυτή ήταν αρκετά συχνή κατά την πρώτη περίοδο της εικονομαχίας. Χριστιανοί συγγραφείς, όπως ο Ιωάννης Δαμασκηνός, μέσω της πατερικής γραμματείας εμφανίζονται θερμοί υπέρμαχοι της απεικόνισης της μορφής των ιερών προσώπων. Ωστόσο, η περίοδος διακυβέρνησης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας υπό τον Αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄ (717-741 μ.Χ.) και τον διάδοχό του Κωνσταντίνο Ε’ (741-775 μ.Χ.) χαρακτηρίζεται γενικότερα από την ενδυνάμωση των εικονομάχων -αντίθετων στη λατρεία των εικόνων και υπερμάχων της αφαίρεσης των μορφών από τις εικονιστικές συνθέσεις-, τάση που εκφράσθηκε με ενάργεια και αποτυπώθηκε με σαφήνεια στις αποφάσεις της Συνόδου στο Παλάτι της Ιερείας το 754 μ.Χ. Παράλληλα, το 721 μ.Χ. ο Ομεϋάδης Χαλίφης Yazid εξέδωσε διάταγμα για τη σταδιακή απομάκρυνση όλων των μορφών από τις συνθέσεις των ψηφιδωτών δαπέδων, ενέργεια που άφησε χώρο μόνο για τις ανεικονικές συνθέσεις. Αναφορικά με τα οικοδομήματα, τα οποία αναπαρίστανται συχνά σε ψηφιδωτά δάπεδα της περιοχής των Μηδάβων, αυτά κατά κανόνα αντιπροσωπεύουν απεικονίσεις πόλεων: ορισμένες από αυτές ενδέχεται να παραπέμπουν στη διαδικασία της μετατροπής των ρωμαϊκών φρουρίων του 4ου και 5ου αι. μ.Χ. της περιοχής σε Μονές, διαδικασία η οποία δρομολογήθηκε επί Ιουστινιανού (527-565 μ.Χ.), όταν οι Ανατολικές επαρχίες του Βυζαντινού κράτους ήταν ακόμη ασφαλείς από εξωτερικούς κινδύνους και δεν κρίνονταν πλέον σκόπιμη η διατήρηση των φρουρίων αυτών.

Τα εικονογραφικά πρότυπα που επιλέγονται προς χρήση για τη φιλοτέχνηση ψηφιδωτών δαπέδων στις επαρχίες Παλαιστίνης και Αραβίας κατά την ύστερη αρχαιότητα, είναι ενίοτε επηρεασμένα από την ελληνορωμαϊκή παράδοση, κυρίως όμως εμπνευσμένα από τη χριστιανική λατρεία. Εξετάζοντας διαχρονικά ορισμένα από τα πιο αξιόλογα δείγματα εικονιστικών συνθέσεων δαπέδων που φιλοξενούν υπογραφές ψηφοθετών, επισημαίνουμε το ψηφιδωτό δάπεδο του κεντρικού κλίτους του Ναού των Αγίων Αποστόλων στα Μήδαβα της Ιορδανίας του 578-579 μ.Χ., το οποίο υπογράφει ο ψηφοθέτης Σαλαμάνιος. Σε αυτό απεικονίζονται σχηματοποιημένα δέντρα που φέρουν καρπούς ή άνθη και περιβάλλονται εκατέρωθεν από πτηνά. Στο κέντρο της σύνθεσης ένα κυκλικό μετάλλιο περιβάλλει την προσωποποίηση της μορφής της Θάλασσας, ενώ ολόγυρα έχει αποδοθεί το υδάτινο στοιχείο, αλλά και θαλάσσια όντα.

Σε αντίθεση με τη σταθερή ποιότητα που χαρακτηρίζει τα ψηφιδωτά δάπεδα που παράγουν ψηφοθέτες, οι οποίοι εντάσσονται τεχνοτροπικά στη «Σχολή» των Μηδάβων», όπως ο Σαλαμάνιος, η παραγωγή των ψηφοθετών των τοπικών Εργαστηρίων ενδέχεται να χαρακτηρίζεται εντέλει από καλλιτεχνικά άνισα αποτελέσματα. Για παράδειγμα, οι ψηφοθέτες Μαριανός και Ἀνινᾶς (Συναγωγή Beth Alpha, 518-527 μ.Χ.), εικονογραφούν σε μία χαρακτηριστικά λαϊκή, σχεδόν «ναΐφ», απόδοση ένα επεισόδιο από τη βιβλική αφήγηση της Θυσίας του Αβραάμ, και συγκεκριμένα τη σκηνή όπου ο Ισαάκ δένεται στο θυσιαστήριο. Αντίθετα, οι ψηφοθέτες των τοπικών Εργαστηρίων της Beth Shean επιτυγχάνουν την απεικόνιση σύνθετων θεμάτων με ταυτόχρονη ικανοποιητική εκτέλεση του σχεδίου. Ομοίως, στο ψηφιδωτό δάπεδο με την παράσταση κυνηγιού λεοπάρδαλης του ψηφοθέτη Ἀλεξάνδρου σε Βασιλική της περιοχής Negev στο Kissufim του 578-579 μ.Χ., η απόδοση της σκηνής στο σύνολό της χαρακτηρίζεται από καλλιτεχνική ποιότητα, δείγμα της υψηλής τεχνικής την οποία είχαν αναπτύξει ψηφοθέτες που ανήκαν τεχνοτροπικά στη «Σχολή» της Γάζας, όπως ο Ἀλέξανδρος.


ADAJ = Annual of the Department of Antiquities of Jordan
AE = L’Année Épigraphique
ARAM = ARAM. Periodical of the ARAM Society
ArOr = Archiv orientální
BAR = Biblical Archaeology Review
BCH = Bulletin de Correspondance Hellénique
BTS = Bible et Terre Sainte
Bull.Ép. = Bulletin Épigraphique
ByzZ = Byzantinische Zeitschrift
CEFR = Cahiers de l’École française de Rome
CIIP II = Corpus Inscriptionum Iudaeae/Palaestinae. A Multi-lingual Corpus of the Inscriptions from Alexander to Muhammad, Vol. II: Caesarea and the Middle Coast 1121-2160 (W. Ameling et alii, επιμ.), Berlin και Boston (ΜΑ) 2011
CIIP III = Corpus Inscriptionum Iudaeae/Palaestinae. A Multi-lingual Corpus of the Inscriptions from Alexander to Muhammad, Vol. III: South Coast 2161-2648 (W. Ameling et alii, επιμ.), Berlin και Boston (ΜΑ) 2014
DossPar = Histoire et archéologie: Les dossiers (Paris)
ΕΑΑ = Enciclopedia dell'Arte Antica, Classica e Orientale
ΕΚΒΜΜ = Δελτίον. Ευρωπαϊκό Κέντρο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων
ErIsr = Eretz-Israel
Hadashot Arkheologiyot = Hadashot Arkheologiyot. Excavations and Surveys in Israel
Hellenica = Hellenica. Recueil d’épigraphie, de numismatique et d’antiquités grecques (L. Robert, επιμ.), Vols. I-XIII, Paris 1940-1965
IEJ = Israel Exploration Journal
IGLS = Inscriptions grecques et latines de la Syrie
JRA = Journal of Roman Archaeology
KLA = Künstlerlexikon der Antike
LA = Liber Annuus of the Studium Biblicum Franciscanum
MB = Le Monde de la Bible
MusSect = Musiva et Sectilia
PEQ = Palestine Exploration Quarterly
RA = Revue Archéologique
RB = Revue Biblique
RendPontAcc = Rendiconti della Pontificia Accademia Romana di Archeologia
SCI = Scripta Classica Israelica
SEG = Supplementum Epigraphicum Graecum
Tempora = Tempora. Annales d’histoire et d’archéologie, Université Saint-Joseph de Beyrouth
VetChr = Vetera Christiana
ZDPV = Zeitschrift des deutschen Palästina-Vereins
Α. ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ


Ασημακοπούλου-Ατζακά Π., «Παρατηρήσεις σχετικά με τους τύπους υπογραφής καλλιτεχνών και τεχνιτών στην παλαιοχριστιανική εποχή, συγκριτικά με την ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα», στο Ἀμητός. Τιμητικός Τόμος για τον καθηγητή Μανόλη Ανδρόνικο. Μέρος πρώτο, Θεσσαλονίκη 1987, 11-43.
Ασημακοπούλου-Ατζακά Π., «Οι δωρητές στις ελληνικές αφιερωματικές επιγραφές του Ανατολικού Κράτους στην όψιμη αρχαιότητα», στο Ἁρμός. Τιμητικός τόμος στον καθηγητή Ν. Κ. Μουτσόπουλο για τα 25 χρόνια προσφοράς του στο Πανεπιστήμιο, Τόμος Α΄, Θεσσαλονίκη 1990, 227-267.
Ἀσημακοπούλου-Ἀτζακᾶ Π., Τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ψηφοθέτη κατὰ τὴν ὄψιμη ἀρχαιότητα (3ος-7ος αἰ.), Ἀθήνα 1993.
Ἀσημακοπούλου-Ἀτζακᾶ Π., Ψηφιδωτὰ δάπεδα. Προσέγγιση στὴν τέχνη τοῦ ἀρχαίου ψηφιδωτοῦ. Ἕξι κείμενα, Θεσσαλονίκη 2003.
Ἀτζακᾶ Γ., Τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ψηφοθέτη (4ος αἰ. π.Χ. - 8ος αἰ. μ.Χ.), Ἀθήνα 2011.
Μεϊμάρης Ι.Ε. με τη συνεργασία Μακρυγιάννη Ν.Σ., Ἔρνος Κύδιμον Παλαιστινῆς Γαίης: Ἀνθολογία ἑλληνικῶν ἐπιγραφῶν Παλαιστίνης καὶ Ἀραβίας, Ἀθήνα 2008.

Β. ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ

Adams E., “The Ancient Church at Megiddo: The Discovery and an Assessment of its Significance”, The Expository Times 120.2 (2008), 62-69.
Alpi F., “Les inscriptions de l’église de ῾Ain Fattir”, RB 99 (1992), 435-439.
Applebaum S., Isaac B. και Landau Y., “Varia Epigraphica”, SCI 4 (1978), 133-159.
Applebaum S., Isaac B. και Landau Y., “Varia Epigraphica”, SCI 6 (1981-82), 98-111.
Avi-Yonah M., “Mosaic Pavements in Palestine”, QDAP 2 (1933), 26-73.
Avi-Yonah M., “Mosaic Pavements in Palestine. Second Supplement”, QDAP 3 (1934), 187-193.
Avi-Yonah M., “Mosaic Pavements in Palestine”, στο H. Katzenstein, Y. Tsafrir και M. Avi-Yonah (επιμ.), Art in Ancient Palestine. Selected Studies, Jerusalem 1981, 283-382.
Bahat D., “The Synagogue at Beth-Shean. Preliminary Report”, Qadmoniot 18.2 (1972), 55-58 (στα εβραϊκά).
Bahat D., “A Synagogue at Beth-Shean”, στο L.I. Levine (επιμ.), Ancient Synagogues Revealed, Jerusalem 1981, 82-85.
Balmelle B. και Darmon J.-P., “L’artisan-mosaïste dans l’antiquité tardive”, στο Artistes, artisans et production artistique au Moyen Age. Actes du colloque international de Rennes, 2-6 mai 1983, Vol. I. Les hommes, Paris 1986, 235-253.
Balty J., Mosaïques antiques de Syrie, Bruxelles 1977.
Balty J., “Iconographie classique et identités régionales: les mosaïques romaines de Syrie”, στο L. Kahil, C. Augé και P. Linant de Bellefonds (επιμ.), Iconographie classique et identités régionales. Paris 26 et 27 mai 1983 (BCH Supplément XIV), Athènes - Paris 1986, 395-406. Baron R.M., “A Survey of Inscriptions Found in Israel, and Published in 1992 and 1993: Part I. Communications and Preliminary Reports; Part II. Full Publications; Part III. Suggested New Readings to Published Inscriptions”, SCI 13 (1994), 142-162.
Barrois A., “Chronique”, RB 39 (1930), 267-275.
Baumann P., Spätantike Stifter im Heiligen Land. Darstellungen und Inschriften auf Bodenmosaiken in Kirchen, Synagogen und Privathäusern, Wiesbaden 1999.
Bowersock G.W., “Response to L. Di Segni, JRA Suppl. 49, 91-97- The Mosaic Inscription in the Nile Festival Building at Sepphoris: the House of the Daughter of the Governor Procopius (A.D. 517-18?) and her Husband Asbolius Patricius”, JRA 17 (2004), 764-766.
Bruneau P., “Les mosaïstes antiques avaient-ils des cahiers de modèles?”, RA 1984, 241-272.
Brunot A., “Les découvertes du Nébo”, BTS 188 (1977), 7-16.
Chambon A. και Strus A., “Une installation agricole byzantine à ῾Ain Fattir”, RB 99 (1992), 425-435.
Chlouveraki S. και Politis K., “The Monastery of Agios Lot, Deir Ἁin Ἁbata, Jordan”, ΕΚΒΜΜ 2 (2001), 48-59.
Cohen R., “Notes and News: Kissufim”, IEJ 27 (1977), 254-256.
Cohen R., “A Byzantine Church and Mosaic Floor near Kissufim”, Qadmoniot 45.1 (1979), 19-24 (στα εβραϊκά).
Cohen R., “The Marvelous Mosaics of Kissufim”, BAR 6.1 (1980), 16-23.
Cohen R., “A Byzantine Church and Its Mosaic Floors at Kissufim”, στο Y. Tsafrir (επιμ.), Ancient Churches Revealed, Jerusalem 1993, 277-282.
Delivorrias A. (επιμ.), Greece and the Sea. Catalogue of the Exhibition Organized by the Greek Ministry of Culture, the Benaki Museum, the National Foundation De Nieuwe Kerk, Amsterdam, 29 Oct.-10 Dec. 1987, in Honour of Amsterdam Cultural Capital of Europe 1987, Amsterdam - Athens 1987.
Desreumaux A. και Humbert J.-B., “Les vestiges chrétiens de Khirbet es-Samra en Jordanie”, in N. Duval (επιμ.), Les églises de Jordanie et leurs mosaïques. Actes de la journée d’études organisée à l’occasion de l’inauguration de l’exposition “Mosaïques byzantines de Jordanie” au musée de la Civilisation gallo-romaine à Lyon en avril 1989 (Institut Français du Proche-Orient, Bibliothèque Archéologique et Historique 168), Beyrouth 2003, 23-34.
Di Segni L., “The Greek Inscriptions”, στο M. Piccirillo και E. Alliata (επιμ.), Mount Nebo. New Archaeological Excavations 1967-1997 (Studium Biblicum Franciscanum, Collectio Maior 27), Jerusalem 1998, 425-467.
Di Segni L., “Greek Inscriptions in the Nile Festival Building”, στο J.H. Humphrey (επιμ.), The Roman and Byzantine Near East, Vol. 3. Late-Antique Petra, Nile Festival Building at Sepphoris, Deir Qal’a Monastery, Khirbet Qana Village and Pilgrim Site, ʼAin-ʼArrub Hiding Complex and Other Studies (JRA Supplementary Series 49), Portsmouth (RI) 2002, Appendix 91-100.
Di Segni L., “Christian Epigraphy in the Holy Land: New Discoveries”, ARAM 15 (2002), 247-267.
Di Segni L., “The Mosaic Inscription in the Nile Festival Building at Sepphoris”, JRA 18 (2005), 781-784.
Di Segni L., “Varia Arabica. Greek Inscriptions from Jordan. 6. A Mosaic Inscription from el-Rashidiyah”, LA 56 (2006), 587-589.
Di Segni L., “Greek Inscriptions from the Early Northern Church at Shiloh and the Baptistery”, στο N. Carmin (επιμ.), Christians and Christianity, Vol. III. Churches and Monasteries in Samaria and Northern Judea, Jerusalem 2012, 209-218.
Di Segni L., “Greek Inscriptions from the Church at ʿAnab el-Kabir”, στο N. Carmin (επιμ.), Christians and Christianity, Vol. IV. Churches and Monasteries in Judea, Jerusalem 2012, 385-392.
Donceel-Voûte P., Les pavements des églises byzantines de Syrie et du Liban. Décor, archéologie et liturgie (Publications d’archéologie et d’histoire de l’art de l’Université Catholique de Louvain 69), Louvain-la-Neuve 1988.
Donderer D., Die Mosaizisten der Antike und ihre wirtschaftliche und soziale Stellung. Eine Quellenstudie (Erlanger Forschungen Reihe A. Geisteswissenschaften 48), Erlangen 1989.
Donderer D., Die Mosaizisten der Antike II: epigraphische Quellen-Neufunde und Nachträge (Erlanger Forschungen Reihe A. Geisteswissenschaften 116), Erlangen 2008.
Dunand M., “Nouvelles inscriptions du Djebel Druze et du Hauran”, ArOr 18.1-2 (1950), 144-164.
Dunbabin K.M.D., Mosaics of the Greek and Roman World, Cambridge 1999.
Eshel J. et alii, “Interim Report on Khirbet Yattir in Judea: A Mosque and a Monastic Church”, JRA 12 (1999), 411-422.
Eshel J., Magness J. και Shenhav E., “Khirbet Yattir, 1995-1999: Preliminary Report”, IEJ 50.3-4 (2000), 153-168.
Farioli Campanati R., “Il mosaico pavimentale d’epoca umayyade della chiesa di S. Giorgio nel Deir Al-Adas (Siria)”, στο A. Iacobini και E. Zanini (επιμ.), Arte profana e arte sacra a Bisanzio (MILION-Studi e ricerche d’arte bizantina 3), Roma 1995, 257-269.
Foerster G., “The Survival of Some Classical and Hellenistic Themes in the Iconography of Late Antiquity in Israel”, στο Πρακτικὰ τοῦ ΧΙΙ Διεθνοῦς Συνεδρίου Κλασικῆς Ἀρχαιολογίας, Ἀθήνα, 4-10 Σεπτεμβρίου 1983, Τόμος Α΄, Ἀθήνα 1985, 130-133.
Frey J.-B., Corpus Inscriptionum Iudaicarum II, Rome/Vatican City 1952.
Gatier P.-L., Inscriptions de la Jordanie, Tome 2. Région Centrale (Amman-Hesban-Madaba-Main-Dhiban) (IGLS XXI – Bibliothèque Archéologique et Historique 114), Paris 1986.
Gatier P.-L., “Les inscriptions grecques et latines de Samra et de Riḥāb”, στο J.-B Humbert και A. Desremaux (επιμ.), Fouilles de Khirbet es-Samra en Jordanie I: La voie romaine. Le cimetière. Les documents épigraphiques (Bibliothèque de l’Antiquité Tardive 1), Turnhout 1998, 359-431.
Gatier P.-L., “Mosaïques inscrites de Hit (Syrie du Sud)”, Tempora 18 (2007-2009), 59-71.
Guidoni Guidi G., “La rappresentazione dello Zodiaco sui mosaici pavimentali del Vicino Oriente”, στο R. Farioli Campanati (επιμ.), III Colloquio internazionale sul mosaico antico, Ravenna, 6-10 settembre 1980, Vol. I, Ravenna 1983, 253-262.
Hachlili R., Ancient Mosaic Pavements: Themes, Issues and Trends. Selected Studies, Leiden και Boston (ΜΑ) 2009.
Hachlili, R. Ancient Synagogues – Archaeology and Art: New Discoveries and Current Research, Leiden και Boston (ΜΑ) 2013.
Hamarneh B., “Evergetismo ecclesiastico e laico nella Giordania bizantina ed omayyade nel V-VIII secolo. Testimonianze epigrafiche”, VetChr 33 (1996), 57-75.
Hamarneh B., “Mosaici pavimentali delle chiese rurali di Nitl della Provincia Arabia”, MusSect 1 (2004), 199-215.
Humbert J.-B., “Ricerca storico-archeologica in Giordania: Khirbet es-Samra 1983”, LA 33 (1983), 416-420.
Humbert J.-B., “Chronique archéologique: Khirbet es-Samra 1981-1982”, Syria 60 (1983), 310-313.
Humbert J.-B. και Desreumaux A., “Khirbet es-Samra, la ruine sombre”, MB 35 (1984), 113-121.
Humbert J.-B., Bittar Th. και Buschhausen H., “Das byzantinische Jordanien”, στο S. Mittmann (επιμ.), Der Königsweg. 9000 Jahre Kunst und Kultur in Jordanien und Palästina (Ausstellungskatalog, Rautenstrauch-Joest-Museum, Köln, vom 3. Oktober 1987-27. März 1988; Schallaburg, Niederösterreich, April-November 1988; München, Prähistorische Staatssammlung, Januar-März 1989), Mainz am Rhein 1987, 307-340.
Humbert J.-B. et alii, “Mukheitem à Jabaliyah, un site byzantine”, στο J.-B. Humbert (επιμ.), Gaza méditerranéenne. Histoire et archéologie en Palestine, Paris 2000, 121-126.
Hunt L.A., “The Byzantine Mosaics of Jordan in Context: Remarks on Imagery, Donors and Mosaicists”, PEQ 126 (1994), 106-126.
al-Husan A., “Preliminary Results of the Archaeological Excavations at al-Mafraq, 1991-2001”, ADAJ 45 (2001), 5-14 (στα αραβικά).
al-Husan A., “Light on Recent Archaeological Discoveries in the Two Excavation Projects in Al Faddain and Rihab-Mafraq through Excavation Works Carried out from 1991 to 2001”, ADAJ 46 (2002): Juma Kareem Memorial Volume, 71-94 (στα αραβικά). Hüttenmeister F. και Reeg G., Die antiken Synagogen in Israel, Teil 1. Die jüdischen Synagogen, Lehrhäuser und Gerichtshöfe [F. Hüttenmeister]. Teil 2. Die samaritanischen Synagogen [G. Reeg], Wiesbaden 1977.
Kahn Auktionen AG, Kunstwerke der Antike, Auktion 18. September 2009.
Kaufmann C.M., “Ausgewählte Bauinschriften und verwandte Texte, mit besonderer Berücksichtingung des Orients. Die Landkarte von Madaba: Bauinschriften in Mosaik”, Handbuch der Altchristlichen Epigraphik (Freiburg 1917), 388-444.
Levi D., Antioch Mosaic Pavements, Princeton (ΝJ) 1947.
Lifshitz B., Donateurs et fondateurs dans les synagogues juives. Répertoire des dédicaces grecques relatives à la construction et à la réfection des synagogues (Cahiers de la RB 7), Paris 1967.
Lifshitz B., “Scythopolis. L’histoire, les institutions et les cultes de la ville à l’époque hellénistique et impériale”, στο H. Temporini και W. Haase (επιμ.), Aufstieg und Niedergang der römischen Welt II, Principat 8: Politische Geschichte (Provinzen und Randvölker: Syrien, Palästina, Arabia), Berlin και New York (ΝΥ) 1977, 262-294.
Lux U., “Die Apostelkirche in Madeba”, ZDPV 84 (1968), 106-129.
Madden A.M., Corpus of Byzantine Church Mosaic Pavements from Israel and the Palestinian Territories (Colloquia Antiqua 13), Leuven 2014.
Magen Y., Peleg Y. και Sharukh I., “The Church at ʿAnab el-Kebir”, Qadmoniot 125 (2003), 47-54 (στα εβραϊκά).
Meimaris Y.E. με τη συνεργασία Kritikakou K. και Bougia P., Chronological Systems in Roman-Byzantine Palestine and Arabia. The Evidence of the Dated Greek Inscriptions (ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ 17), Athens 1992.
Meimaris Y.E. και Kritikakou-Nikolaropoulou K.I., “Ch. V.11: The Greek Inscriptions”, στο K.D. Politis (επιμ.), Sanctuary of Lot at Deir Ἁin Ἁbata in Jordan. Excavations 1988-2003, Amman 2012, 393-416.
Melhem I. και al-Husan A., “΄Excavations of Khalet Issa (Sir)/Beit Idis, First Campaign 2000’ και ‘Analysis of Mosaic Inscriptions Discovered in the Excavations΄”, ADAJ 45 (2001), 33-50 (στα αραβικά).
Mouterde R.P., “Inscriptions grecques relevées par l’Institut Français de Damas”, Syria 6 (1925), 351-364.
Noth M., “Die Mosaikinschriften der Apostel-Kirche in Madeba”, ZDPV 84 (1968), 130-142.
Olszewski M.-T., “La mosaïque de “style naïf’’ de Cheikh Zouède au Sinaï”, Archeologia 53 (2002), 45-61.
Ovadiah A., Corpus of Byzantine Churches in the Holy Land, Bonn 1970.
Ovadiah A., “Mosaic Pavements Discovered in the Last Decade in Israel (1970-1980)”, στο R. Farioli Campanati (επιμ.), III Colloquio internazionale sul mosaico antico, Ravenna, 6-10 settembre 1980, vol. I, Ravenna 1983, 309-320.
Οvadiah A., “Artisans and Workshops in Ancient Mosaic Pavements in Israel”, στο M. Fano Santi (επιμ.), Studi di archeologia in onore di Gustavo Traversari, vol. II, Roma 2004, 693-715.
Ovadiah A., “Artisans and Workshops in Ancient Mosaic Pavements in Israel”, στο S. Mucznik, A. Ovadiah και Y. Turnheim (επιμ.), Art in Eretz Israel in Late Antiquity. Collectanea, Tel Aviv 2004, 85-96.
Ovadiah A. και Mucznik S., “The Mosaic Pavement of Kissufim, Israel”, στο R. Ginouvès (επιμ.), Mosaïque. Recueil d’hommages à Henri Stern, Paris 1983, 273-280.
Ovadiah R. και Ovadiah A., Hellenistic, Roman and Early Byzantine Mosaic Pavements in Israel (Bibliotheca Archaeologica 6), Roma 1987.
Piccirillo M., “Campagna archeologica nella basilica di Mosè Profeta sul Monte Nebo-Siyagha (1 luglio – 7 settembre 1976)”, LA 26 (1976), 281-318.
Piccirillo M., “New Discoveries on Mount Nebo”, ADAJ 21 (1976), 55-59 και 167-171.
Piccirillo M., “Campagne archéologique dans la basilique du Mont Nebo-Siyâgha”, RB 84 (1977), 246-253.
Piccirillo M., “I mosaici di Giordania dal I all’VIII sec. d.C.”, Il Vetro 25 (1981), 723-750.
Piccirillo M., I mosaici di Giordania dal I. all’VIII. secolo d.C., Roma 1982.
Piccirillo M., “Forty Years of Archaeological Work at Mount Nebo-Siyagha in Late Roman-Byzantine Jordan”, στο A. Hadidi (επιμ.), Studies in the History and Archaeology of Jordan I, Amman 1982, 291-300.
Piccirillo M., Studium Biblicum Franciscanum: Attività storico-archeologiche ed esegetiche (Studium Biblicum Franciscanum, Museum 5), Jerusalem 1982.
Piccirillo M., “Il mosaico bizantino di Giordania come fonte storica di un’epoca alla luce delle recenti scoperte”, στο R. Farioli Campanati (επιμ.), III Colloquio internazionale sul mosaico antico, Ravenna, 6-10 settembre 1980, vol. I, Ravenna 1983, 199-217.
Piccirillo M., “Los mosaicos de Jordania”, στο Homenaje al Prof. Martin Almagro Basch, IV, Madrid 1983, 195-223.
Piccirillo M., “La Jordanie Byzantine”, MB 35-Special Issue (1984).
Piccirillo M., “Le chiese di Quweismeh – Amman”, LA 34 (1984), 329-340.
Piccirillo M. et alii, I mosaici di Giordania. Catalogo della Mostra: Palazzo Venezia, Roma, Roma 1986.
Piccirillo M. et alii, Frühes Christentum-Byzantinische Mosaiken aus Jordanien. Ausstellungskatalog: Schallaburg, NÖ, 9.8.1986-2.11.1986; Klagenfurt, Festhalle des Städtischen Bergbaumuseums, 11.12.1986-8.3.1987; Münster, Westfälisches Landesmuseum für Archäologie, 28.3.1987-14.6.1987; München, Prähistorische Staatsammlungen, 3.7.1987-27.9.1987; Berlin, Bode-Museum, 15.11.1987-28.2.1988, Wien 1986.
Piccirillo M., “Moïse au Mont Nébo”, MB 44-Special Issue (1986).
Piccirillo M., “Le iscrizioni di Umm er-Rasas - Kastron Mefaa in Giordania I (1986-1987)”, LA 38 (1987), 177-239.
Piccirillo M., “Les mosaïques de Jordanie”, DossPar 118 (1987), 88-91.
Piccirillo M., Chiese e mosaici di Madaba (Studium Biblicum Franciscanum, Collectio Maior 34), Jerusalem 1989.
Piccirillo M., The Mosaics of Jordan (American Center of Oriental Research Publications 1), Amman 1993.
Piccirillo M., “Gli scavi del complesso di Santo Stefano”, στο M. Piccirillo και E. Αlliata (επιμ.), Umm al-Rasas – Mayfa'ah 1. Gli scavi del complesso di Santo Stefano (Studium Biblicum Franciscanum, Collectio Maior 28), Jerusalem 1994, 69-164.
Piccirillo M., “Le iscrizioni di Kastron Mefaa”, στο M. Piccirillo και E. Alliata (επιμ.), Umm al-Rasas - Mayfa'ah 1. Gli scavi del complesso di Santo Stefano (Studium Biblicum Franciscanum, Collectio Maior 28), Jerusalem 1994, 241-269.
Piccirillo M., “The Mosaics”, στο M. Piccirillo και E. Alliata (επιμ.), Mount Nebo. New Archaeological Excavations 1967-1997 (Studium Biblicum Franciscanum, Collectio Maior 27), Jerusalem 1998, 265-371.
Piccirillo M., “The Architecture and Liturgy of the Early Church”, στο Y. Israeli και D. Mevorah (επιμ.), Cradle of Christianity, The Israel Museum (Israel Museum Catalogue 438), Jerusalem 2000 (ανατύπωση Jerusalem 2006), 48-113.
Piccirillo M., “The Church of Saint Sergius at Nitl. A Centre of the Christian Arabs in the Steppe at the Gates of Madaba”, LA 51 (2001), 267-284.
M. Piccirillo, L'Arabia cristiana. Dalla provincia imperiale al primo periodo islamico, Milano 2002.
M. Piccirillo, “La chiesa di San Sergio di Nitl: un centro degli Arabi Cristiani nella steppa alla porte di Madaba”, RendPontAcc 77 (2004-2005), 309-349.
Piccirillo M., “The Church of St. Sergius at Nitl, Jordan”, Minerva 16 (2005), 40-42.
Piccirillo M., “Il mosaico pavimentale in Giordania come fonte storica di un’epoca: V (1997-2001)”, στο H. Morlier (επιμ.), La mosaïque gréco-romaine IX. Actes du IXe Colloque international pour l’étude de la mosaïque antique et médiévale, Rome, École française/Palazzo Altemps, 5-10 novembre 2001, I (CEFR 352), Rome 2005, 459-469.
Piccirillo M. και Αlliata E. (επιμ.), The Madaba Map Centenary 1897-1997: Travelling through the Byzantine Umayyad Period. Proceedings of the International Conference Held in Amman, 7-9 April 1997 (Studium Biblicum Franciscanum, Collectio Maior 40), Jerusalem 1999.
Politis K.D., “Update on Conservation Work at the Sanctuary of Lot”, LA 52 (2002), 480-481.
Politis K.D., “Τhe Monastery of Aghios Lot at Deir Ἁin Ἁbata in Jordan”, στο F. Daim και J. Drauschke (επιμ.), Byzanz-Das Römmereich im Mittelalter, Teil 2.1. Schauplätze (Monographien des Römisch-Germanischen Zentralmuseums 84), Mainz 2010, 1-24.
Pomerantz I. (επιμ.), Highlights of Archaeology: The Israel Museum, Jerusalem 1984.
Rοth-Gerson L., The Greek Inscriptions from the Synagogues in Eretz-Israel, Jerusalem 1987.
Saliou C., “Gaza dans l’Antiquité Tardive: Nouveaux documents épigraphiques”, RB 107.3 (2000), 390-411.
Saller S.J. και Bagatti B., The Town of Nebo (Khirbet el-Mekhayyat) with a Brief Survey of the Ancient Christian Monuments in Transjordan (Studium Biblicum Franciscanum, Collectio Maior 7), Jerusalem 1949.
Sartre M., Inscriptions grecques et latines de la Syrie, Tome XIII, Fascicule 1: Bostra (IGLS XIII 1, Bibliothèque Archéologique et Historique 113), Paris 1982.
Schick R., The Christian Communities of Palestine from Byzantine to Islamic Rule. A Historical and Archaeological Study (Studies in Late Antiquity and Early Islam 2), Princeton (ΝJ) 1995.
Stern E. (επιμ.), The New Encyclopedia of Archaeological Excavations in the Holy Land, Jerusalem 1993.
Sukenik E.L., Ancient Synagogues in Palestine and Greece (Schweich Lectures of the British Academy 1930), London και Oxford 1934.
Sukenik E.L., The Ancient Synagogue of Beth Alpha. An Account of the Excavations Conducted on Behalf of the Hebrew University, Jerusalem, Hildesheim και New York (ΝΥ) 1975 (μτφρ. της α΄ έκδοσης - Jerusalem και London 1932).
Talgam R., Mosaics of Faith. Floors of Pagan Jews, Samaritans, Christians and Muslims in the Holy Land, Jerusalem και University Park, Pennsylvania (ΡΑ) 2014.
Tarawneh A., “Al Rashidiyyeh Church in Tafieleh, Jordan”, EKBMM 4 (2003) [2005], 350.
Tepper Y. και Di Segni L., A Christian Prayer Hall of the Third Century CE at Kefar ‘Othnay (Legio). Excavations at the Megiddo Prison 2005, Jerusalem 2006.
Tepper Y. και Di Segni L., “Ancient Christian Prayer Hall at Kefar’ Othnay (Legio)”, Qadmoniot 136 (2008), 113-120 (στα εβραϊκά).
Thomsen P., “Das Stadtbild Jerusalems auf der Mosaikkarte von Madeba”, ZDPV 52 (1929), 149-174 και 192-219.
Thomsen P., “Die Künstler der Mosaikkarte von Mädaba”, ByzZ 30 (1929/1930), 597-601.
Treasures of the Holy Land. Ancient Art from the Israel Museum, Exhibition Catalogue, New York (ΝΥ) 1986/1987.
Tzaferis V., “The Greek Inscriptions from the Early Christian Church at ῾Evron”, ErIsr 19 (1987), 36-53.
Vincent H., “Chronique: L’église des SS. Apotres à Madaba”, RB 11 (1902), 599.
Virrolleaud C., “Les travaux archéologiques en Syrie en 1922-1923”, Syria 5 (1924), 44-52.
Weiss Z., “Artistic Trends and Contact Between Jews and 'Others' in Late Antique Sepphoris: Recent Research”, στο D.M. Gwynn και S. Bangert (επιμ.), Religious Diversity in Late Antiquity (Late Antique Archaeology 6-2008), Leiden και Boston (ΜΑ) 2010, 167-188.
Weiss Z. και Talgam R., “The Nile Festival Building and its Mosaics: Mythological Representations in Early Byzantine Sepphoris”, στο J.H. Humphrey (επιμ.), The Roman and Byzantine Near East, Vol. 3. Late-Antique Petra, Nile Festival Building at Sepphoris, Deir Qal’a Monastery, Khirbet Zana Village and Pilgrim Site, ʼAin-ʼArrub Hiding Complex and Other Studies (JRA Supplementary Series 49), Portsmouth (RΙ) 2002, 55-90.
Yon J.-B. και Gatier P.-L., Choix d’inscriptions grecques et latines de la Syrie (Guide archéologique 6), Beyrouth 2009.
Zayadine F., “Jordanie-Chronique archéologique”, Syria 62 (1985), 143-158.
Zayadine F., “Peintures murales et mosaïques à sujets mythologiques en Jordanie”, στο L. Kahil, C. Augé και P. Linant de Bellefonds (επιμ.), Iconographie classique et identités régionales. Paris 26 et 27 mai 1983 (BCH Supplément XIV), Athènes - Paris 1986, 407-432.
Zori N., “The Ancient Synagogue at Beth Shean”, ErIsr 8 (1967), 147-169 (στα εβραϊκά).