Προξενικές αρχές στον ευρύτερο χώρο του Αιγαίου και του Ιονίου πελάγους, 1600-1830
Γιώργος Κουτζακιώτης
Οι ρίζες του προξενικού θεσμού ανάγονται στην αρχαιότητα και εντοπίζονται στις ελληνικές πόλεις-κράτη. Ωστόσο, ο θεσμός αυτός θα επανεμφανιστεί στην ιστορία πολύ αργότερα, κατά τον 12ο αιώνα, έχοντας διάφορες παραλλαγές και ονομασίες[1]. Η επανεμφάνισή του εγγράφεται στην εμπορική εξάπλωση των δυτικοευρωπαϊκών ναυτικών πόλεων ‒πρώτιστα των ιταλικών‒ στις ανατολικές ακτές της Μεσογείου, μετά από την παραχώρηση σειράς προνομίων στις πόλεις αυτές από τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες. Κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα, ο θεσμός αρχίζει να αποκτά τα σημερινά χαρακτηριστικά του και αναπτύσσεται ολοένα και περισσότερο στον ίδιο γεωγραφικό χώρο χάρη στις Διομολογήσεις, τις οποίες εξασφάλισαν σταδιακά τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη από τους Οθωμανούς σουλτάνους. Ιδιαίτερα στην ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου πελάγους αναπτύχθηκαν, μετά τα μέσα του 17ου αιώνα, τα πυκνότερα δίκτυα προξενικών αρχών, καθιστώντας έτσι την περιοχή αυτή προνομιακό πεδίο μελέτης της διαμόρφωσης του θεσμού σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η εγκατάσταση προξενικών αρχών δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για την ασφαλή διεξαγωγή του εμπορίου των ξένων υπηκόων και, κατ’ επέκταση, για την εδραίωση ξένων εμπορικών παροικιών. Οι προξενικές αρχές συνέδραμαν τους συμπατριώτες τους που διέρχονταν από την περιοχή δικαιοδοσίας τους, επόπτευαν τις εμπορικές παροικίες (Nations, Nazioni) των εγκατεστημένων συμπατριωτών τους και προστάτευαν τα συμφέροντά τους ενώπιον των αρχών της χώρας υποδοχής· παράλληλα, ενημέρωναν την κεντρική διοίκηση της χώρας τους για οικονομικά και πολιτικά ζητήματα της περιοχής δικαιοδοσίας τους και, κυρίως, για τις συνθήκες διεξαγωγής του εμπορίου: ποιότητες, ποσότητες, τιμές, φορολόγηση και ζήτηση προϊόντων, πολιτικές ταραχές και πολέμους, κούρσος και πειρατεία, επιδημίες και φυσικές καταστροφές. Επιπλέον, πληροφορούσαν τους προϊστάμενούς τους για την ύπαρξη αρχαιοτήτων και παλαιών χειρογράφων και αναλάμβαναν την εξαγορά και την αποστολή τους σε αυτούς, συμβάλλοντας έτσι καθοριστικά στον εμπλουτισμό αρχαιολογικών συλλογών και βιβλιοθηκών στη Δυτική Ευρώπη. Κατ’ αυτούς τους τρόπους, ο προξενικός θεσμός αποτέλεσε βασικό μηχανισμό για την ανάπτυξη των διεθνών οικονομικών σχέσεων και των πολιτισμικών οσμώσεων στον ευρωπαϊκό-μεσογειακό χώρο.
ΣΤΟΧΟΙ ΤΗΣ ΒΑΣΗΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
Η βάση δεδομένων «Προξενικές αρχές στον ευρύτερο χώρο του Αιγαίου και του Ιονίου πελάγους, 1600-1830» εγγράφεται στις δραστηριότητες του Έργου «Διπλωματικά και Προξενικά Δίκτυα (17ος-19ος αι.)», το οποίο εκπονείται στο ΙΙΕ/ΕΙΕ από το 2011. Η συγκεκριμένη βάση δεδομένων αποσκοπεί:
I. Να αποτυπώσει για πρώτη φορά χαρτογραφικά την έκταση και την πυκνότητα των προξενικών δικτύων τα οποία αναπτύχθηκαν σταδιακά στον γεωγραφικό αυτόν χώρο από τις αρχές του 17ου αιώνα έως το 1830, έτος διεθνούς αναγνώρισης της ανεξαρτησίας της Ελλάδας, του πρώτου έθνους-κράτους το οποίο δημιουργήθηκε στην ευρύτερη περιοχή.
II. Να συγκεντρώσει και να παρουσιάσει τη βασική βιβλιογραφική τεκμηρίωση για τις παλαιότερες προξενικές αρχές οι οποίες εγκαταστάθηκαν στον ίδιο γεωγραφικό χώρο και εκπροσωπούσαν συγκεκριμένα τα συμφέροντα της Βενετίας, της Γαλλίας, της Μεγάλης Βρετανίας, των Κάτω Χωρών και της Νάπολης. Το παράδειγμα αυτών των κρατών ακολούθησαν μετά τα μέσα του 18ου αιώνα και άλλα κράτη.
ΜΕΘΟΔΟΣ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΒΑΣΗΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
Τα δεδομένα τα οποία παρουσιάζονται βασίζονται μόνο σε δημοσιευμένο υλικό. Πιο συγκεκριμένα, για τη συγκέντρωση των δεδομένων αποδελτιώθηκαν οι εξής κατηγορίες δημοσιευμένων έργων:
• αναλυτικά ευρετήρια διπλωματικών και προξενικών αρχείων.
• δημοσιεύσεις διπλωματικών και προξενικών πηγών.
• μελέτες οι οποίες αναφέρονται στην ιστορία των προξενικών αρχών και του εμπορίου στον υπό εξέταση χώρο.
• μελέτες γενικής ή τοπικής ιστορίας, όταν οι πληροφορίες τους για τις προξενικές αρχές βασίζονται σε πρωτογενές υλικό.
Η βιβλιογραφική τεκμηρίωση η οποία δίνεται στον χρήστη περιλαμβάνει τα βασικά δημοσιευμένα έργα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, στις περιπτώσεις για τις οποίες έχουν δημοσιευθεί μελέτες οι οποίες αξιοποιούν επαρκώς το υλικό των διπλωματικών και προξενικών αρχείων και ενσωματώνουν τις πληροφορίες της προγενέστερης ιστοριογραφίας, κρίθηκε περιττό να αναφερθούν στη βιβλιογραφία τα αναλυτικά ευρετήρια των αρχείων και οι παλαιότερες μελέτες.
Αποδελτιώνοντας τη σχετική βιβλιογραφία αντιλαμβάνεται εύκολα κανείς ότι οι γνώσεις μας για την ιστορία των προξενικών αρχών στους περισσότερους τόπους είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Κατά συνέπεια, η πρώτη και η τελευταία χρονική ένδειξη δεν δηλώνουν πάντοτε την αδιάκοπη λειτουργία μιας προξενικής αρχής κατά το διάστημα το οποίο μεσολαβεί, ιδιαίτερα όταν το διάστημα αυτό εκτείνεται σε πολλές δεκαετίες. Κατά ανάλογο τρόπο, δεν είναι βέβαιο ότι ο βαθμός της προξενικής αντιπροσώπευσης ενός κράτους σε έναν τόπο (γενικό προξενείο, προξενείο, υποπροξενείο ή προξενικό πρακτορείο) παραμένει ο ίδιος κατά τη διάρκεια πολλών δεκαετιών. Μάλιστα, σε μερικές περιπτώσεις οι ιστοριογραφικές πληροφορίες δεν συμφωνούν ούτε ως προς την περίοδο λειτουργίας ή/και τον βαθμό της προξενικής αρχής. Στις περιπτώσεις αυτές καταχωρίστηκαν τα δεδομένα τα οποία κρίθηκαν από τον δημιουργό της βάσης δεδομένων ως περισσότερο βάσιμα. Τέλος, όταν οι χρονικές ενδείξεις είναι κατά προσέγγιση ή όταν μόνο μία χρονική ένδειξη είναι γνωστή, αυτό δηλώνεται πάντοτε στα σχόλια.
ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ
Στην παρούσα φάση η βάση δεδομένων καλύπτει, όπως σημειώθηκε, τη νεότερη περίοδο έως το 1830 και περιλαμβάνει μόνο τα πέντε πρώτα κράτη τα οποία εγκατέστησαν προξενικές αρχές στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Μελλοντικά η βάση δεδομένων πρόκειται να επεκταθεί χρονικά έως το 1912, έτος έναρξης των Βαλκανικών Πολέμων, και να συμπεριλάβει τα κράτη τα οποία εγκατέστησαν προξενικές αρχές στον ευρύτερο χώρο του Αιγαίου και του Ιονίου πελάγους μετά τα μέσα του 18ου αιώνα. Επίσης, προγραμματίζεται η συστηματική καταχώριση δεδομένων από το πλούσιο ανέκδοτο υλικό των προξενικών αρχείων, και η συγκρότηση μιας προσωπογραφικής βάσης δεδομένων των προξενικών αρχών.
1 J. ULBERT, Introduction: La fonction consulaire à l'époque moderne: définition, état des connaissances et perspectives de recherche, στο: επιμ. J. ULBERT - G. LE BOUËDEC, La fonction consulaire à l'époque moderne. L'Affirmation d'une institution économique et politique (1500-1800), Rennes 2006,11-16.