Η νομισματική κυκλοφορία σε σχέση με τα οικονομικά/εμπορικά δίκτυα στην ανατολική Μεσόγειο των προχριστιανικών χρόνων
Ευαγγελινή Μάρκου, Χαρίκλεια Παπαγεωργιάδου
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η μελέτη της νομισματικής κυκλοφορίας μέσα από τους «θησαυρούς» αποτελεί ένα από τα ισχυρότερα «εργαλεία» για την ιστορική έρευνα, καθώς τόσο η σύνθεση όσο και ο τόπος εύρεσής τους μπορούν να δώσουν σημαντικές πληροφορίες για μια σειρά διασυνδέσεων και μετακινήσεων μεγάλης κλίμακας.
Σκοπός μας είναι να διερευνήσουμε κάποιες παραμέτρους που αφορούν την πολιτική και οικονομική δυναμική που διαμορφώνεται από τη χρήση του νομίσματος και παρατηρείται από τους αρχαϊκούς χρόνους μέχρι τον 1ο π.Χ. αιώνα στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου.
Η μελέτη των «θησαυρών» αποκαλύπτει την πορεία, την άνοδο και την παρακμή –πολιτική και οικονομική– ισχυρών πόλεων ή βασιλείων μέσα από την κυκλοφορία των νομισμάτων τους, καθώς και τις ιδιαίτερες σχέσεις τους με απομακρυσμένες περιοχές μέσα από την εμβέλεια και τη δυναμική του νομίσματός τους.
Η Αίγινα, η Αθήνα και η Κόρινθος κυριαρχούν σε συγκεκριμένες αγορές, για ορισμένο διάστημα, το οποίο καθορίζεται από τις μεταξύ τους έριδες αλλά και από τις σχέσεις τους με τους γείτονές τους, όπως το περσικό βασίλειο. Με την παρακμή τους αναδύονται άλλες δυνάμεις, μεγαλύτερης ή μικρότερης οικονομικής και νομισματικής εμβέλειας. Παρατηρείται, ωστόσο, ότι ήδη από τον 4ο π.Χ. αιώνα οι αγορές έχουν ανάγκη και λειτουργούν καλύτερα με ένα ισχυρό ενιαίο νόμισμα, το οποίο διευκολύνει τις συναλλαγές, όπως αυτό της Ρόδου.
Στον χάρτη αποτυπώνονται οι τοποθεσίες στις οποίες ανακαλύφθηκαν «θησαυροί» που περιέχουν νομίσματα των Αθηνών και απομιμήσεις τους, νομίσματα της Αίγινας, της Κορίνθου και των αποικιών της, νομίσματα της Ρόδου και απομιμήσεις τους, νομίσματα του Φιλίππου Β΄, βασιλέα της Μακεδονίας, αλλά και των Περσών. Όλες οι παραπάνω νομισματοκοπίες υπήρξαν σημαντικές. Κυκλοφόρησαν εκτός της επικράτειάς τους και η εικόνα των αποτυπωμένων καταχώσεων αποκαλύπτει πτυχές της νομισματικής κυκλοφορίας από τον 6ο έως τον 1ο π.Χ. αιώνα. Δεν αποτυπώνονται οι καταχώσεις «θησαυρών» με νομίσματα Αλεξάνδρου Γ΄, διότι τα συγκεκριμένα νομίσματα κυκλοφορούσαν ευρέως στα όρια της επικράτειάς του, η οποία καλύπτει περιοχές από την Μακεδονία έως και την Ινδία, και εκδόθηκαν σε σημαντικές ποσότητες όσο ο βασιλέας ήταν εν ζωή αλλά και μετά το θάνατό του.
Οι πληροφορίες που παρέχει η νομισματική κυκλοφορία δεν είναι μονοσήμαντες, καθώς εμπεριέχουν στοιχεία που αφορούν όχι μόνον την πολιτική και την οικονομία, αλλά και τη μετακίνηση ανθρώπων που φέρνουν μαζί τους διαφορετικές πολιτιστικές συνήθειες, ιδέες και γνώσεις, αλλά και θρησκευτικές παραδόσεις. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας ευρύτερης πολιτισμικής παράδοσης στην ανατολική Μεσόγειο, που δικαίως θεωρείται το χωνευτήρι μιας σειράς πολιτισμών στο πέρασμα του χρόνου.
Η κλειστή λεκάνη της Μεσογείου, ιδιαίτερα δε το ανατολικό τμήμα της, ευνόησε την ανάπτυξη πολυσχιδών σχέσεων και επαφών ανάμεσα σε διαφορετικές περιοχές και κοινωνίες.
Ιδιαίτερο ρόλο στην αποσαφήνιση αυτών των σχέσεων διαδραματίζουν τα αρχαιολογικά κατάλοιπα, μεταξύ των οποίων και τα νομισματικά ευρήματα, ιδιαίτερα οι νομισματικοί «θησαυροί», τα κλειστά νομισματικά σύνολα δηλαδή, τα οποία προσφέρουν σημαντικές πληροφορίες για την κυκλοφορία και συμβάλλουν στη χρονολόγηση των νομισματικών εκδόσεων.
Η νομισματική μαρτυρία προσφέρει ελάχιστα στη διερεύνηση των εμπορικών δρόμων και σχέσεων στον μεσογειακό κόσμο τον 6ο π.Χ. αιώνα, δεδομένου ότι οι ελληνικές πόλεις άρχισαν να εκδίδουν νομίσματα γύρω στο 550 π.Χ. ή λίγο αργότερα –και δεν υπάρχουν, όπως φαίνεται «θησαυροί» που να χρονολογούνται με ασφάλεια πριν από το 515 π.Χ. Αντίθετα, η μελέτη της κυκλοφορίας των νομισμάτων προσφέρει σημαντικά στοιχεία για την πολιτική και κυρίως την οικονομική άνθηση και εμβέλεια των πόλεων από τον 5ο π.Χ. αιώνα, οπότε εμπεδώνεται και αναπτύσσεται η νομισματική δραστηριότητα αρκετών πόλεων.
Παρόλα αυτά κάθε περιοχή διατηρεί τον δικό της ξεχωριστό χαρακτήρα. Στη δυτική Μεσόγειο, η Μεγάλη Ελλάδα αποτελεί ένα κλειστό οικονομικό σύστημα στο οποίο τον κύριο ρόλο διαδραμάτιζαν οι τοπικές νομισματικές εκδόσεις, οι οποίες σπάνια κυκλοφορούσαν εκτός των ορίων της περιοχής όπου αυτές εκδόθηκαν, ενώ ακόμη και νομίσματα της γειτονικής Σικελίας εμφανίζονται αρκετά σπάνια σε ευρήματα από την Κάτω Ιταλία. Εντούτοις, η ύπαρξη νομισμάτων επικεκομμένων σε σικελικές ή κορινθιακές εκδόσεις υποδηλώνει ότι στην πραγματικότητα υπήρχαν σχέσεις ανάμεσα στις συγκεκριμένες περιοχές, ακόμη και αν τα ξένα νομίσματα δεν εισέρχονταν στην οικονομία της περιοχής αυτούσια, αλλά με τη μορφή των τοπικών κοπών.
Στη Σικελία αντίθετα, οι νομισματικοί «θησαυροί» εμπεριέχουν μεγάλο αριθμό αθηναϊκών «γλαυκών», κοπές θρακο-μακεδονικών νομισματοκοπείων και από τον ύστερο 5ο και τον πρώιμο 4ο π.Χ. αιώνα, κορινθιακούς στατήρες. Αλλά και οι τοπικές εκδόσεις φαίνεται ότι κυκλοφόρησαν εκτός των συνόρων του νησιού, αν και σε περιορισμένες ποσότητες, γεγονός που φανερώνει περισσότερο τη μετακίνηση μεμονωμένων ατόμων, παρά την ύπαρξη οργανωμένου εμπορικού δικτύου.
Στη Σικελία αντίθετα, οι νομισματικοί «θησαυροί» εμπεριέχουν μεγάλο αριθμό αθηναϊκών «γλαυκών», κοπές θρακο-μακεδονικών νομισματοκοπείων και από τον ύστερο 5ο και τον πρώιμο 4ο π.Χ. αιώνα, κορινθιακούς στατήρες. Αλλά και οι τοπικές εκδόσεις φαίνεται ότι κυκλοφόρησαν εκτός των συνόρων του νησιού, αν και σε περιορισμένες ποσότητες, γεγονός που φανερώνει περισσότερο τη μετακίνηση μεμονωμένων ατόμων, παρά την ύπαρξη οργανωμένου εμπορικού δικτύου.
Τα αργυρά νομίσματα της Κορίνθου, γνωστά ως «πήγασοι», έφταναν κυρίως στις αγορές της Δύσης και στη Μεγάλη Ελλάδα, όπου η Κόρινθος είχε ισχυρά οικονομικά ερείσματα μέσα από την ίδρυση σειράς αποικιών. Πολλοί νομισματικοί «θησαυροί» του τέλους του 5ου και των αρχών του 4ου π.Χ. αιώνα προέρχονται από τη Σικελία. Στην Ανατολή, κορινθιακά νομίσματα –και μάλιστα σε σημαντικές ποσότητες– εμφανίζονται μόνο στην Αίγυπτο, στο πλαίσιο ενδεχομένως ευρύτερων οικονομικών σχέσεων ανάμεσα στον ελληνικό κόσμο και στην Αίγυπτο.
Οι στατήρες της Αίγινας, αντίθετα, δεν εμφανίζονται στη Δύση. Μέχρι το 431 π.Χ. τουλάχιστον αποτελούν το κυριότερο ξένο νόμισμα που κυκλοφορούσε στην Πελοπόννησο, τις Κυκλάδες και την Κρήτη, όπου τα τοπικά νομισματοκοπεία δεν είχαν συχνά αξιόλογη παραγωγή. Νομίσματα της Αίγινας προέρχονται και από ευρήματα στη Θεσσαλία και την Αιτωλία, σε μικρότερο ωστόσο ποσοστό. Εκτός του ελλαδικού χώρου, νομίσματα της Αίγινας κυκλοφόρησαν και αποθησαυρίστηκαν ευρέως στην Ιλλυρία, ενώ μαζί με νομίσματα της Αθήνας και νομισματοκοπείων της βόρειας Ελλάδας έφτασαν μέχρι την Αίγυπτο σε σημαντικές ποσότητες. Μικρότερος αριθμός αιγινητικών στατήρων έφτασε στη νοτιοδυτική Ανατολία, τη συροπαλαιστινιακή ακτή μέχρι και την περιοχή του σημερινού Αφγανιστάν. Μεμονωμένα αιγινητικά νομίσματα προέρχονται από την Περσέπολη και από τα Εκβάτανα, ενώ αιγινητικές «χελώνες» χρησίμευσαν ως πέταλα σε νομισματοκοπεία της Κρήτης, των Κυκλάδων, της Ήλιδας, της Σάμου και περιοχών της Καρίας, Λυκίας και Κύπρου.
Τα νομίσματα της Αίγινας, όπως άλλωστε και της Αθήνας, θεωρείται ότι χρησιμοποιούνταν εν πολλοίς ως μια ελεγχόμενη μορφή εξαγωγής του πολύτιμου μετάλλου, του αργύρου, και όχι μόνον ως νομισματική μονάδα.
Οι αθηναϊκές «γλαύκες» δεν έχουν σημαντική παρουσία σε ευρήματα από την κυρίως Ελλάδα, με εξαίρεση ίσως τη γειτονική Εύβοια, ενώ βορειότερα μαρτυρούνται σε έναν «θησαυρό» από τον Άθω και σε έναν ακόμη από την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας. Ωστόσο, εμφανίζουν μεγαλύτερη διάδοση σε πιο απομακρυσμένες περιοχές, όπως η Σικελία και η Τύνιδα (εύρημα της Bizerta). Παράλληλα με τις αιγινητικές «χελώνες» έφτασαν στη νοτιοδυτική Ανατολία, στην Αίγυπτο, στη συροπαλαιστινιακή ακτή και ακόμα ανατολικότερα. Η συνύπαρξη δύο μεγάλων οικονομικών και νομισματικών δυνάμεων στον περιορισμένο χώρο της ανατολικής Μεσογείου επέφερε τη σύγκρουση, που κατέληξε στην καθυπόταξη και καταστροφή της Αίγινας. Από το 475 και ιδιαίτερα από το 470 π.Χ. οι «γλαύκες» κυριαρχούν σε όλες τις αγορές, όπου εμφανίζονται σε μεγάλες ποσότητες υποκαθιστώντας πλέον και τις «χελώνες». Εξαιρετικά μεγάλες ποσότητες αθηναϊκών νομισμάτων φτάνουν μέχρι τη Συρία, το δυτικό Ιράν, τη Βακτρία και την Καμπούλ, την Κυρηναϊκή και την Κύπρο.
Η διάδοση και η αποδοχή των «γλαυκών» στη νοτιοανατολική Μεσόγειο δημιούργησαν μια σταθερή παράδοση που συνεχίστηκε μέσω τοπικών απομιμήσεων, ακόμη κι όταν η ροή των αθηναϊκών νομισμάτων άρχισε να μειώνεται όλο και περισσότερο από τα τέλη του 5ου και τις αρχές του 4ου π.Χ. αιώνα. Εργαστήρια της Συρίας, της Αιγύπτου και της Φοινίκης αναπαρήγαγαν τόσο πιστά αντίγραφα, ώστε συχνά είναι δύσκολο να διακριθούν από τα πρωτότυπα.
Εκτός από τις παραπάνω πόλεις, οι σημαντικές πηγές αργύρου, που βρίσκονταν στη βόρεια Ελλάδα, έδωσαν την ευκαιρία σε πόλεις και τοπικά φύλα να προχωρήσουν σε έκδοση νομισμάτων, σε υπερμεγέθεις συχνά νομισματικές κοπές, ώστε να εξάγουν το πολύτιμο μέταλλο όχι μόνον ως προϊόντα σε μορφή ράβδων. Τα θρακο-μακεδονικά νομίσματα κυκλοφόρησαν στις ίδιες περιοχές με τα αιγινητικά και τα αθηναϊκά αλλά σε πολύ μικρότερες ποσότητες. Ελάχιστα δείγματα απαντούν στη Δύση, είτε σε «θησαυρούς» είτε ως πέταλα, στα οποία επικόπτονται τοπικά νομίσματα. Αντίθετα, φαίνεται ότι ήταν πιο διαδεδομένα στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολής, όπου το εμπόριο στηριζόταν κατά κύριο λόγο στα ελληνικά νομισματοκοπεία, και κυρίως στην Αίγυπτο, όπου αποτελούν το 30% του συνόλου των ευρημάτων της περιόδου 500-470 π.Χ..
Παρά την «εξαγωγική» νομισματική δραστηριότητα, η περιοχή της Μακεδονίας και της Θράκης αποτελούσε μια «κλειστή» οικονομική ζώνη, όπου δεν φαίνεται να κυκλοφορούσαν ξένες εκδόσεις, εκτός από δραχμές του Παρίου και στατήρες από ήλεκτρο της Κυζίκου, οι οποίοι άλλωστε κυκλοφορούσαν ευρέως στις περιοχές του Ευξείνου Πόντου και του Αιγαίου, ενώ βρίσκονται και στην Κριμαία, τη σημερινή Βουλγαρία, τις Κυκλάδες, την Ήλιδα, την Χίο και τις Κλαζομενές.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι από τον 4ο π.Χ. αιώνα σημαντικό ρόλο στη νομισματική κυκλοφορία στον ελλαδικό χώρο διαδραματίζουν οι περσικοί δαρεικοί, δηλαδή τα χρυσά νομίσματα του Βασιλέα των Περσών. Τα νομίσματα αυτά, που έφεραν την παράσταση του Μεγάλου Βασιλέα, ήταν μεγάλης αξίας: ένας δαρεικός αντιστοιχούσε στον μηνιαίο μισθό ενός στρατιώτη. Πιθανότατα, η ευρεία διάδοση των κυζικινών στατήρων από ήλεκτρο, που προαναφέρθηκε, οφείλεται στην ισοτιμία τους με τους δαρεικούς, όπως υποδηλώνει και η κοινή κατάχωσή τους, για παράδειγμα στον «θησαυρό» της Ήλιδας ή της Αθήνας. Και στις δύο περιπτώσεις, τα ποσά που υπολογίζονται είναι πολύ υψηλά και αναλογούν στις ετήσιες, περίπου, απολαβές ενός μισθοφόρου και θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως μαρτυρία ενός εμπορίου «διεθνούς» εμβέλειας, το οποίο στηριζόταν στα ισχυρά νομίσματα από πολύτιμο μέταλλο ανεξαρτήτως της εκδίδουσας αρχής. Ωστόσο, η κυκλοφορία των περσικών νομισμάτων εμφανίζεται μάλλον περιορισμένη, ίσως εξαιτίας της περιορισμένης νομισματικής δραστηριότητας των Περσών βασιλέων. Στον αντίποδα βρίσκεται η πλούσια νομισματοκοπία των Περσών «σατραπών» στις ελληνικές περιοχές, οι οποίοι μάλιστα φαίνεται να υιοθέτησαν και κοινούς σταθμητικούς κανόνες για να διευκολύνουν τις νομισματικές συναλλαγές με τους γείτονές τους.
Η πλειοψηφία των «θησαυρών» που βρέθηκαν στην Μικρά Ασία χαρακτηρίζεται από την παρουσία τοπικών κατά κύριο λόγο εκδόσεων, με εξαίρεση τις νοτιοδυτικές περιοχές, στα παράλια από τη Μίλητο μέχρι τα όρια της Κιλικίας και τα νησιά της Χίου και της Ρόδου, όπου ανευρίσκονται εκδόσεις και ξένων νομισματοκοπείων. Ιδιαίτερα οι αθηναϊκές «γλαύκες» κυκλοφορούσαν κατά τη διάρκεια του 5ου π.Χ. αιώνα και οι θρακο-μακεδονικές κοπές μέχρι το 450 π.Χ., ενώ τα νομίσματα της Αίγινας ανευρίσκονται κατά κύριο λόγο στην Κυρηναϊκή, οι νομισματικές μαρτυρίες από την οποία επιβεβαιώνουν τις επαφές της με την Αίγυπτο.
Η Φοινίκη, παρά τη σημασία της ως εξέχουσας ναυτικής δύναμης, δεν εκδίδει νόμισμα πριν από τα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα. Σίγλοι της Σιδώνας και της Τύρου εντοπίζονται περιστασιακά στη νοτιοδυτική Ανατολία και στα ενδότερα της Συρίας και στο δυτικό Ιράν. Αντίθετα, οι Φοίνικες βασιλείς της Κύπρου, στο Κίτιο μεταξύ άλλων, μαζί με τους υπόλοιπους βασιλείς της νήσου, εκδίδουν νόμισμα ήδη από τα τέλη του 6ου π.Χ. αιώνα, όπως επιβεβαιώνεται και από μαρτυρίες «θησαυρών». Τα προϊόντα των τοπικών νομισματοκοπείων της Μικράς Ασίας, της Φοινίκης και της Κύπρου μεταφέρονται κυρίως προς την Ανατολή, τη Συρία, το Ιράν, τη Βακτρία, την Καμπούλ, αλλά και την Αίγυπτο, όπου εμφανίζουν σημαντική παρουσία ιδιαίτερα κατά τον πρώιμο 5ο π.Χ. αιώνα.
Η νομισματική κυκλοφορία, όπως προκύπτει από τη μελέτη των ευρημάτων, διαγράφει με σαφήνεια τους εμπορικούς θαλάσσιους δρόμους της Μεσογείου.
Στη δυτική Μεσόγειο εκτός από την διακίνηση νομισμάτων σε γειτονικές περιοχές, και κυρίως κοπών των σικελικών πόλεων προς τη Μεγάλη Ελλάδα, ιδιαίτερα αυξημένη είναι και η παρουσία αθηναϊκών «γλαυκών» στη Σικελία. Οι «πήγασοι» της Κορίνθου και των αποικιών της ωστόσο αποτελούν το σημαντικότερο ποσοστό της κυκλοφορίας του τελευταίου τέταρτου του 6ου και του 5ου π.Χ. αιώνα, στη νότια Ιταλία και στη Σικελία. Παρόλα αυτά, τα ελληνικά νομίσματα δεν προωθήθηκαν περαιτέρω προς τη Δύση, μολονότι έχει βρεθεί κεραμική υψηλής ποιότητας και πολυτελή αντικείμενα σε πολλά κέντρα. Πιθανότατα, τα εμπορεύματα έφταναν μέχρι τη Μεγάλη Ελλάδα και τη Σαρδηνία και από εκεί διακομίζονταν από ντόπιους εμπόρους δυτικότερα.
Η ελληνική οικονομική παρουσία στη Δύση δεν συνεχίστηκε. Τα καταστροφικά αποτελέσματα της Σικελικής εκστρατείας στο πλαίσιο του Πελοποννησιακού Πολέμου στα τέλη του 5ου π.Χ αιώνα, οι έριδες μεταξύ των αποικιών μέχρι την τελική υποταγή τους στους Ρωμαίους –παράλληλα με την έστω και βραχύβια αλλά δυναμική ανάδυση της ναυτικής δύναμης της Καρχηδόνας– δεν άφησαν πολλά περιθώρια στην προς δυσμάς επέκταση του ζωτικού οικονομικού χώρου των ελληνικών πόλεων. Η Κόρινθος άλλωστε, η μόνη από τις πόλεις της δυτικής Ελλάδας που είχε σημαντική παρουσία στην Ελλάδα, δεν μπορούσε να επιβληθεί επί πολύ σε έναν τόσο εκτεταμένο και σημαντικό οικονομικό χώρο, όπου πολύ μεγαλύτερες δυνάμεις είχαν στρέψει την προσοχή τους.
Στην ανατολική Μεσόγειο η κατάσταση είναι διαφορετική. Στις περιοχές αυτές η χρήση αργύρου και νομίσματος για τις συναλλαγές ήταν ευρέως διαδεδομένη και συνεπώς η εισροή ξένων νομισμάτων καλής ποιότητας ήταν ευπρόσδεκτη. Εδώ, οι «θησαυροί» δείχνουν έναν ενεργό εμπορικό δρόμο στον οποίο διακινούνταν θρακο-μακεδονικά, αθηναϊκά και αιγινητικά νομίσματα, και ο οποίος κατευθυνόταν προς τα παράλια και τα νησιά της νοτιοδυτικής Ανατολίας, την Αίγυπτο, τη συροπαλαιστινιακή ακτή και την εγγύς Ανατολή, και κυρίως σε περιοχές όπου υπήρχε έλλειψη πολύτιμου μετάλλου ή τοπικής νομισματικής παραγωγής. Στην Αίγυπτο για παράδειγμα, όπου είναι γνωστή η έλλειψη αργύρου, τα νομίσματα δεν προορίζονταν για την κυκλοφορία, αλλά θεωρούνταν πηγή πολύτιμου μετάλλου για άλλες χρήσεις πέραν της έκδοσης νομισμάτων. Για τον λόγο αυτό αποκρύπτονται μαζί με ράβδους ή ξέσματα αργύρου, ενώ πολλά από αυτά έχουν απωλέσει την αρχική τους μορφή, καθώς έχουν τεμαχιστεί ή φέρουν εμφανή τα δοκιμαστικά σημάδια του ελέγχου της καθαρότητας του μετάλλου. Τέτοιου τύπου «θησαυροί», οι λεγόμενοι μεικτοί, είναι άλλωστε χαρακτηριστικοί και στις πρωιμότερες περιόδους, όταν δεν είχε παγιωθεί η χρήση των νομισμάτων. Σε αυτούς εμπεριέχονται όχι μόνον νομίσματα αλλά και κοσμήματα ή ράβδοι ή τμήματα νομισμάτων ή πολύτιμων μετάλλων, υποδηλώνοντας μια πρακτική χαρακτηριστική σε περιοχές που δεν είχαν εκχρηματιστεί σε μεγάλο βαθμό και όπου τα νομίσματα που έφταναν σε αυτές –είτε μέσω του εμπορίου είτε μέσω των στρατευμάτων–, αξιολογούνταν και γίνονταν αποδεκτά σύμφωνα με την πραγματική αξία του βάρους και της καθαρότητας του μετάλλου τους και όχι σύμφωνα με την ονομαστική τους αξία. Ενδεικτικό για την αξία των «θησαυρών» και τις πληροφορίες που μπορούμε να αντλήσουμε από αυτούς είναι το παράδειγμα από την Ασκαλώνα, το οποίο αποδίδει με εξαιρετική ευκρίνεια μια διαδρομή στα νερά της ανατολικής Μεσογείου, την οποία προτιμούσαν οι ταξιδιώτες για αιώνες. Σύμφωνα με τα ευρήματα από τις ανασκαφές στο Ισραήλ, σε μια μακρά χρονική περίοδο από τον 4ο αιώνα μέχρι το τέλους του 2ου π.Χ. αιώνα, ελάχιστα νομίσματα από τις πόλεις της δυτικής και νοτιότερης Μικράς Ασίας έφταναν στην περιοχή της αρχαίας Παλαιστίνης, εκτός ίσως από κάποια νομίσματα της Σίδης. Στον θησαυρό από την Ασκαλώνα ωστόσο, εμπεριέχεται μια ποικιλία χάλκινων νομισμάτων από την Τέω, τη Σάμο, την Κω, την Κνίδο, τη Ρόδο, τη Λυκία, την κοιλάδα του Ξάνθου και τα Πάταρα, τη Σίδη, την Πάφο, την Αντιόχεια (Σελεύκεια) και την Τύρο. Όλες οι πόλεις βρίσκονται πάνω σε έναν γνωστό, εμπορικό θαλάσσιο δρόμο που περιέπλεε τις δυτικές και νότιες ακτές της Τουρκίας και των γειτονικών ελληνικών νησιών. Σύμφωνα με τους μελετητές, πιθανότατα τα νομίσματα του «θησαυρού» ανήκαν σε κάποιο μέλος του πληρώματος ενός πλοίου που διέπλεε τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας ταξιδεύοντας για την Κύπρο και τη Φοινίκη, ώσπου να καταπλεύσει στο λιμάνι της Ασκαλώνας, γύρω στα 100 π.Χ. Καθώς οι ναυτικοί επιδίδονταν συχνά σε ένα μικρής εμβέλειας εμπόριο προς ίδιον όφελος, ο εν λόγω «θησαυρός» χαρακτηρίζεται ως ιδιωτικός που προέρχεται από την εμπορική δραστηριότητα κάποιου ναύτη. Το ίδιο δρομολόγιο ακολουθούσαν και μεταγενέστερα, όπως μαρτυρείται από τις πηγές. Ο Ιώσηππος (Josephus, AJ 16. 17-20) αναφέρει, για παράδειγμα, ότι το 14 π.Χ. ο Ηρώδης περνώντας από την Παλαιστίνη προς το Βυζάντιο, διέπλευσε τη Ρόδο, την Κω, τη Λέσβο, τη Χίο και τη Μυτιλήνη, ενώ και ο Απόστολος Παύλος, στα μέσα του 1ου αιώνα, ακολούθησε ανάλογη πορεία περνώντας από τη Σελεύκεια, τη Σαλαμίνα της Κύπρου, την Πάφο, την Πέργη, τη Θεσσαλονίκη, την Έφεσο και την Καισάρεια, ή από την Τρωάδα, την Άσσο, τη Μυτιλήνη, τη Χίο, τη Σάμο. Το λιμάνι της Ασκαλώνας εξακολουθεί να λειτουργεί και αναφέρεται και τον 4ο μ.Χ. αιώνα. (Vita Porphyrii, 6).
Η δυναμική και η κατεύθυνση των προαναφερθέντων νομισματικών ρευμάτων διαφοροποιούνται στο πέρασμα του χρόνου. Κατά τον ύστερο 6ο και τις πρώτες δεκαετίες του 5ου π.Χ. αιώνα, οι κοπές των θρακο-μακεδονικών νομισματοκοπείων υπερτερούν έναντι όλων των άλλων στους «θησαυρούς» που προέρχονται από τη συροπαλαινιστινιακή ακτή και την Αίγυπτο. Μετά από τους Περσικούς Πολέμους πολλά από τα τοπικά φύλα ενσωματώθηκαν στο Μακεδονικό βασίλειο, με αποτέλεσμα να διακόψουν ή να μειώσουν δραματικά τη νομισματική τους δραστηριότητα, ώστε αρκετές τοπικές εκδόσεις συνέχισαν μεν να παράγονται, στα μέσα του 5ου αιώνα, αλλά χωρίς να επαναλαμβάνεται, η προηγούμενη δυναμική διάχυσή τους.
Το νομισματικό αποτύπωμα της Αίγινας είναι έντονο αλλά μάλλον βραχύβιο. Κατά την πρωιμότερη περίοδο, πριν από το 470 π.Χ., οι «χελώνες» έφτασαν σε σημαντικές ποσότητες μέχρι την νοτιοδυτική Ανατολία και την Αίγυπτο αλλά όχι μέχρι τη συροπαλαιστινιακή ακτή, ενώ εμφανίζονται σπάνια σε «θησαυρούς» των μέσων του 4ου π.Χ. αιώνα. Μετά το 470 π.Χ. τα αιγινητικά νομίσματα εξαφανίζονται ουσιαστικά από τα ευρήματα, ως αποτέλεσμα της διαμάχης της Αίγινας με την Αθήνα και της απώλειας της ηγεμονικής της θέσης στη θάλασσα μετά το 479 π.Χ.
Τα πρωιμότερα νομίσματα της Αθήνας (γνωστά ως «wappenmünzen» ή «εραλδικά νομίσματα») δεν ήταν πολυπληθή και κυκλοφόρησαν ελάχιστα εκτός της πόλης. Το ίδιο συνέβη και με τις πρώτες κοπές των «γλαυκών». Τα ευρήματα από την Αίγυπτο αποτελούν την κυριότερη μαρτυρία για τη νομισματική κυκλοφορία της αρχαϊκής περιόδου. Σε αυτό το υλικό δεν υπάρχει ούτε ένα αθηναϊκό νόμισμα ανάμεσα στα 174 που έχουν καταχωθεί γύρω στα 500 π.Χ. Από τις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα ωστόσο, οι «γλαύκες» αρχίζουν να εμφανίζονται στη νοτιοδυτική Ανατολία, τη συροπαλαιστινιακή ακτή και την Αίγυπτο και αποτελούν συνήθως το μεγαλύτερο ποσοστό στα περισσότερα ευρήματα, ενώ από το 425 π.Χ. απομένουν η μοναδική, σχεδόν, νομισματική μονάδα που διακινείται στους εμπορικούς δρόμους της νοτιοανατολικής Μεσογείου. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του μεγάλου «θησαυρού» από το Tell el Maskhouta του πρώιμου 4ου π.Χ. αιώνα π.Χ. Περιείχε πάνω από 6.000 αθηναϊκά τετράδραχμα και ελάχιστα άλλα νομίσματα (τοπικές απομιμήσεις αθηναϊκών νομισμάτων, έναν στατήρα της Τύρου και μια απομίμηση «γλαύκας», πιθανώς από την περιοχή της Γάζας). Η Αθήνα φαίνεται πως επικρατούσε στην περιοχή μέχρι την πολιτική και οικονομική καταστροφή της και την κατάρρευση του νομίσματός της, ως αποτέλεσμα της ήττας της κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο.
Το οικονομικό και νομισματικό κενό που δημιουργήθηκε από την καταστροφή των Αθηνών, θα συμπληρωνόταν από τα νομίσματα άλλων ισχυρών δυνάμεων που αναδείχθηκαν στη συνέχεια. Από τον 4ο π.Χ. αιώνα, ενώ οι κοπές της Αθήνας, της Κορίνθου ή της Αίγινας σπάνια πλέον αποθησαυρίζονται σε πιο απομακρυσμένες περιοχές, εμφανίζονται τα νομίσματα του Φιλίππου Β΄, τα οποία ωστόσο δεν έτυχαν ευρείας αποδοχής στις αγορές της Μικράς Ασίας. Αντίθετα, μέσω των εμπορικών επαφών που είχαν αναπτυχθεί, εμφανίζονται συχνά στις παραδουνάβιες περιοχές, όπου αντιγράφηκαν μάλιστα από τα γηγενή φύλα και ιδιαίτερα από τους Κέλτες, τον 2ο και κυρίως τον 1ο π.Χ. αιώνα.
Οι εκδόσεις του Αλεξάνδρου Γ΄, που συνεχίστηκαν από τους διαδόχους του και μετά τον θάνατό του το 323 π.Χ., υπήρξαν ένα από τα ισχυρότερα και μακροβιότερα νομίσματα, τα οποία αποτέλεσαν την κοινή νομισματική μονάδα σε έναν ευρύ γεωγραφικό χώρο από την κυρίως Ελλάδα μέχρι τα ανατολικότερα όρια της αυτοκρατορίας του, όπως για παράδειγμα την Ινδία. Ενδεικτικό του μεγέθους της νομισματοκοπίας του είναι ο αριθμός των νομισματοκοπείων. Επί Αλεξάνδρου λειτουργούσαν δύο στη Μακεδονία, ένα στην Αίγυπτο και είκοσι τρία στην Ασία, ενώ μετά τον θάνατό του ο αριθμός τους αυξήθηκε στα τριάντα ένα, ενώ στο τελευταίο τέταρτο του 3ου π.Χ. αιώνα –εκατό και πλέον χρόνια από τον θάνατό του– πενήντα ένα νομισματοκοπεία παρήγαν «αλεξάνδρους», κυρίως αργυρά τετράδραχμα.
Στην αυγή των ελληνιστικών χρόνων, από τα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα κι εξής, τα ανατολικά νομισματοκοπεία –όπως της Κυζίκου, της Χίου, της Κνίδου, της Κω, της Θάσου, της Εφέσου, της Μιλήτου και της Ρόδου– αυξάνουν την παραγωγή τους σε νόμισμα και πιθανότατα καλύπτουν το κενό στις μικρασιατικές αγορές. Ιδιαίτερα η Ρόδος, η οποία κατείχε εξαιρετική γεωγραφική θέση για το διαμετακομιστικό εμπόριο, καθώς βρισκόταν πολύ κοντά στην Αίγυπτο και στη Μέση Ανατολή, αξιοποιώντας τη ναυτική υπεροχή της και εκμεταλλευόμενη τις ανακατατάξεις στον χώρο του Αιγαίου, κυριάρχησε για πολλά χρόνια στην ανατολική Μεσόγειο.
Το ισχυρό και αναγνωρίσιμο νόμισμά της θα εμπνεύσει την κοπή πολλών απομιμήσεων από διαφορετικά νομισματοκοπεία και θα κυκλοφορήσει σε μεγάλες ποσότητες κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Η εμβέλεια των νομισμάτων της Ρόδου αλλά και της Κω είναι εξαιρετικά σημαντική, όπως αποδεικνύουν τα ανασκαφικά ευρήματα από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Αν και η πόλη ανήκε στην «κλειστή» οικονομική σφαίρα επιρροής των Πτολεμαίων, ο σημαντικός αριθμός των κοπών της Ρόδου που ήρθε στο φως, αποδεικνύει τη δυναμική του νομίσματός της αλλά και τη διεξαγωγή σημαντικών εμπορικών ανταλλαγών σε δύο από τα σημαντικότερα λιμάνια της ανατολικής Μεσογείου.
Ο 3ος π.Χ. αιώνας ταράσσεται από τις συνεχείς συγκρούσεις των διαδόχων του Αλεξάνδρου Γ΄ που άφησαν το αποτύπωμά τους σε πολλά επίπεδα της πολιτικής και οικονομικής ζωής των ελληνικών πόλεων. Στις αγορές της ανατολικής Μεσογείου επικρατούν οι μεταθανάτιες κοπές του Αλεξάνδρου Γ’, οι οποίες εκδόθηκαν σε διαφορετικά νομισματοκοπεία από τους διαδόχους του, παράλληλα με τις εκδόσεις των ηγεμόνων των ελληνιστικών βασιλείων: των Πτολεμαίων, των Αντιγονιδών, των Σελευκιδών και του Λυσιμάχου στη Θράκη.
Οι μεταξύ τους πόλεμοι οδηγούν στην έκδοση σημαντικών ποσοτήτων νομισμάτων, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση του Δημήτριου του Πολιορκητή, ο οποίος το 287 π.Χ. εξεστράτευσε στη Μικρά Ασία για να ανακαταλάβει τα απωλεσθέντα εδάφη. Η εκστρατεία αυτή αντικατοπτρίζεται στα νομισματοκοπεία της κεντρικής Ελλάδας –όπως της Κορίνθου, αλλά κυρίως της Μακεδονίας, όπως της Αμφίπολης και της Πέλλας–, τα οποία παρουσιάζουν σημαντική δραστηριότητα στις αρχές του 3ου π.Χ αιώνα. Το θησαυροφυλάκιο των Αντιγονιδών πέρασε στον έλεγχο του Σέλευκου μετά την ήττα του Δημήτριου, όπως και του Λυσίμαχου, λίγα χρόνια αργότερα (282 π.Χ.), μετά τη μάχη του Κουροπεδίου. Τα νομίσματα αυτά χρησίμευαν για την πληρωμή των στρατιωτών και των μισθοφόρων και κυκλοφορούσαν ευρέως μέχρι την κατάχωσή τους υπό την απειλή μιας νέας πολεμικής σύρραξης. Τέτοια ήταν η εισβολή των Γαλατών το 279 π.Χ., την οποία κλήθηκε να αντιμετωπίσει ο νικητής του Σελεύκου, Πτολεμαίος Κεραυνός, και με τα γεγονότα της οποίας συνδέονται οι περισσότεροι «θησαυροί» του 3ου π.Χ. αιώνα.
Τον 2ο π.Χ. αιώνα οι Ρωμαίοι έχουν επιβάλει την κυριαρχία τους στην Ελλάδα μετά από τη συντριβή του Μακεδονικού βασιλείου και τα νομισματοκοπεία, όσα δεν έχουν εξαναγκαστεί να διακόψουν την παραγωγή τους, λειτουργούν υπό τον έλεγχό τους. Οι νέες εκδόσεις της Αθήνας, οι λεγόμενες «νέας τεχνοτροπίας» ή «στεφανηφόροι» –λόγω των νέων εικονογραφικών τύπων και του στεφανιού που περιβάλλει τον οπισθότυπο–, κατακλύζουν τις αγορές όχι μόνον της κυρίως Ελλάδας, αλλά και της Θράκης και της Ανατολής.
Μια άλλη κατηγορία «θησαυρών» αφορά στα νομισματικά ευρήματα που ήρθαν στο φως κυρίως κατά τις ανασκαφές πόλεων, και σε αντίθεση με τα «εμπορικού» χαρακτήρα σύνολα, με νομίσματα μεγάλης αξίας που επέτρεπαν τη διεξαγωγή μεγάλων συναλλαγών, περιέχουν χάλκινες συνήθως υποδιαιρέσεις που σπάνια κυκλοφορούσαν εκτός των ορίων της εκδίδουσας αρχής τους, αλλά αποτυπώνουν την πραγματική νομισματική κυκλοφορία και χρήση των νομισμάτων σε μια δεδομένη περιοχή, σε συγκεκριμένο χρόνο. Η αξία τους έγκειται, κυρίως, στο ότι αποτελούν αδιάψευστες μαρτυρίες της ιστορίας μιας πόλης, ενώ ενίοτε αποκαλύπτουν και ιστορικά γεγονότα τα οποία μαρτυρούνται από τις αρχαίες πηγές. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή της Κορίνθου, όπου οι ανασκαφές της Αμερικανικής Αρχαιολογικής Σχολής έχουν αποκαλύψει ένα σημαντικό και καλά χρονολογημένο αριθμό «κλειστών» νομισματικών συνόλων. Να σημειωθεί ότι η Κόρινθος είχε διακόψει τις αυτόνομες εκδόσεις της από το 200 π.Χ., αν και ήταν ελεύθερη πόλη και φαίνεται ότι στηριζόταν εν πολλοίς στα νομίσματα της γειτονικής Σικυώνας, τα οποία ακολουθούσαν τον ίδιο σταθμητικό κανόνα και πιθανότατα χρησίμευαν ως συμπληρωματικά τους. Πιθανότατα, καθώς η Κόρινθος ήταν σημαντικό εμπορικό κέντρο πανελλήνιας εμβέλειας, δεν είχε ανάγκη τοπικού νομίσματος, εφόσον η οικονομία της μπορούσε να στηρίζεται σε νομίσματα από όλες τις περιοχές, ιδιαίτερα δε τις μεγάλες χάλκινες υποδιαιρέσεις που κυκλοφορούσαν ευρέως.
Στα ανασκαφικά ευρήματα υπερτερούν τα νομίσματα των γειτονικών νομισματοκοπείων της Πελοποννήσου, ενώ σημαντικό ποσοστό κατέχουν οι τοπικές εκδόσεις, αθηναϊκά νομίσματα «νέας τεχνοτροπίας», καθώς και νομίσματα πόλεων της βόρειας Ελλάδας και των Μακεδόνων βασιλέων, τα οποία έφτασαν στην Κόρινθο πιθανότατα στη διάρκεια της κατοχής της πόλης από τον Δημήτριο Πολιορκητή και τον Αντίγονο Γονατά. Σημαντική είναι η παρουσία συγκεκριμένης σειράς νομισμάτων του Πτολεμαίου Γ’, τα οποία πιθανότατα συνδέονται με την πληρωμή προς τον ΄Αρατο που αναφέρει ο Πλούταρχος (Plutarch, Aratus, XLI; Cleomenes, XIX), δεδομένου ότι ανάλογη εικόνα προέρχεται από την Ασέα στην Αρκαδία.
Εν κατακλείδι, η μαρτυρία της νομισματικής κυκλοφορίας εν γένει και των νομισματικών «θησαυρών» πιο συγκεκριμένα, είναι σημαντική, επειδή καταδεικνύει με ακρίβεια την ιστορική πραγματικότητα. Στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου ιδιαίτερα αποτυπώνει με σαφήνεια τις οικονομικές και εμπορικές σχέσεις μεταξύ διαφορετικών περιοχών, κυρίως όμως την οικονομική και πολιτική εμβέλεια ισχυρών αρχών, η κυκλοφορία των νομισμάτων των οποίων σκιαγραφεί την εμφάνιση, την άνθηση και την παρακμή τους.
BASLEZ M. F., La circulation et le rôle des dariques en Grèce d’Europe à la fin du Ve et au IVe siècles, στο: DESCAT R. (επιμ.), L’or perse et l’histoire grecque. Table ronde CNRS, Bordeaux, 20-22 Mars 1989, Bordeaux 1989 = Revue des études anciennes 91/1-2 (1989), 237-246.
CAHN Η. Α., Knidos: die Münzen des sechsten und des fünften Jahrhunderts v. Chr. [Antike Münzen und geschnittene Steine 4], Berlin 1970.
CASSON L., Ships and Seamanship in the Ancient World, London 1995.
DESCAT R. (επιμ.), L’or perse et l’histoire grecque. Table ronde CNRS, Bordeaux, 20-22 Mars 1989, Bordeaux 1989 = Revue des études anciennes 91/1-2 (1989).
DUNAND M., Fouilles de Byblos II, 1933-8 [Études et documents d’archéologie 3], Paris 1958.
ELAYI J. - ELAYI A. G., Trésors de monnaies phéniciennes et circulation monétaire (Ve-IVe siècle) avant J.-C., Transeuphratène (suppl. 1), Paris 1933.
GITLER H. - KAHANOV Y., The Ascalon 1988 Hoard (CH 9.548). A Periplus to Ascalon in the Late Hellenistic Period?, στο: [Special Publication/Royal Numismatic Society 35], London 2002, 259-268.
DE CALLATAY FR., Athenian New Style Tetradrachms in Macedonian Hoards, AJN 3/4 (1991-1992), 11-20.
FAUCHER T. - MARCELLESI M.-C. - PICARD O. (επιμ.), Nomisma: La circulation monétaire dans le monde grec antique. Actes du colloque international (Athènes, 14-17 avril 2010), BCH (supp. 53), Paris 2011.
HABICHT C., Zu den Münzmagistraten der Silberpräging des Neues Stils, Chiron 1 (1991), 1-23.
HOLMBERG J. E. - HAMMARSTRAND N. - PAIN M. K., The Swedish Excavations at Asea in Arcadia, Lund 1994.
KRAAY C. M., Hoards, Small Change and the Origin of Coinage, The Journal of Hellenic Studies 84 (1964), 76-91.
KRAAY C. M. - MOOREY P. R. S., Two Fifth Century Hoards from the Near East (Pl. XIX-XXVIII), Revue numismatique 10 (1968), 181-235.
LALOUX M., La circulation des monnaies d’électrum de Cyzique, Revue Belge de Numismatique 117 (1971), 31-69.
MATTINGLY H. B., The Jordan Hoard (IGCH 1482) and Kimon's Last Campaign, στο:
CARRADICE I. A. - κ.ά. (επιμ.), Proceedings of the 10th International Congress of Numismatics = Actes du 10ème Congrès International de Numismatique, London, September 1986, London 1986, 59-64.
MATTINGLY H. B., A New Light on the Early Silver Coinage of Teos, Revue suisse de Numismatique 73 (1994), 5-9.
MATTINGLY H. B, Some Problems in Second Century Attic Prosopography, Historia: Zeitschrift für Alte Geschichte 20/1 (1971), 26-46.
MØRKHOLM O., Chronology and Meaning of the Wreath Coinages of the Early 2nd Century BC, NumAntCl 9 (1980), 145-158.
NICOLET-PIERRE H., Or perse en Grèce: Deux trésors de dariques conservés à Athènes, στο: ΧΑΡΑΚΤΗΡ: Mélanges Mando Oikonomidou, Athènes 1996, 200-208.
PICARD O. - κ.ά., Les monnaies des fouilles du Centre d'études alexandrines: les monnayages de bronze à Alexandrie, de la conquête d'Alexandre à l'Égypte moderne [Études alexandrines 25], Paris 2012.
PRICE M. J., Coins from Some Deposits in the South Stoa at Corinth, Hesperia 36 (1967), 348-88.
READE J., A Hoard of Silver Currency from Achaemenid Babylon, Iran 24 (1986), 79-89.
READE J., Three Hoards from Babylonia in the British Museum, Coin Hoards 8 (1994), 88-89.
REGLING K., Des griechische Goldschatz von Prinkipo, ZfN 41 (1931), 1-46.
STARR CH. G., Athenian Coinage 480-449BC, Oxford 1970.
THOMPSON M. - MORKHOLM O. - KRAAY C. M. (επιμ.), An Inventory of Greek Coin Hoards, New York 1973.
TOURATSOGLOU I., Les Galates sous les pentes de l'Olympe: le trésor IV de Néos Pantéléïmon, lieu-dit Krania, Revue numismatique 162/6 (2006), 99-116.
TSANGARI D. I., Corpus des monnaies d'or de la Confédération Etolienne, Athènes 2007.