Η νομισματική κυκλοφορία στην Κόρινθο και την Αθήνα στα χρόνια της ρωμαιοκρατίας
Αθηνά Ιακωβίδου, Σοφία Κρεμύδη
Τα νομίσματα που παρουσιάζονται εδώ έχουν χωριστεί σε τρεις κατηγορίες:
- τα τοπικά, ήτοι τα χάλκινα νομίσματα που κόπηκαν από τις δύο πόλεις που εξετάζονται,
- τα επαρχιακά, ήτοι τα χάλκινα νομίσματα που προέρχονται από άλλες πόλεις επαρχιών της Ρώμης,
- τα ρωμαϊκά, ήτοι τα νομίσματα που κόπηκαν από τα κρατικά νομισματοκοπεία και, κατά κύριο λόγο, από το νομισματοκοπείο της Ρώμης.
Το εν λόγω υλικό έχει μοιραστεί σε τρεις χρονολογικές περιόδους για την Κόρινθο και τέσσερις για την Αθήνα. Όσον αφορά την Κόρινθο, η πρώτη περίοδος περιλαμβάνει τα νομίσματα που χρονολογούνται από την ίδρυση της αποικίας (44 π.Χ.) έως το τέλος της βασιλείας του Δομιτιανού (96 μ.Χ.), η δεύτερη ταυτίζεται με το 2ο μ.Χ. αιώνα και αφορά τα χρόνια από τον Νέρβα έως τον Κόμμοδο (96-192 μ.Χ.), ενώ η τρίτη περίοδος αφορά τα χρόνια από τον Σεπτίμιο Σεβήρο έως τον Γαλλιηνό (193-268 μ.Χ.). Για την Αθήνα, η πρώτη περίοδος (1ος π.Χ αιώνας.) ξεκινά με την κατάληψη της Αθήνας από τον Σύλλα, το 86 π.Χ., και τελειώνει με τη ναυμαχία του Ακτίου, το 31 π.Χ. Η δεύτερη περίοδος καλύπτει την εποχή από τον Αύγουστο έως τον Δομιτιανό (31 π.Χ.-96 μ.Χ. –σημειωτέον ότι η Αθήνα κόβει νομίσματα μόνον έως το 10 μ.Χ.). Οι υπόλοιπες δύο περίοδοι συμπίπτουν χρονικά με τις αντίστοιχες της Κορίνθου. Η επιλογή της βασιλείας του Γαλλιηνού ως καταληκτήριας περιόδου για τη μελέτη μας οφείλεται στη διαπίστωση ότι αποτελεί ένα χρονικό όριο κατά το οποίο τα περισσότερα επαρχιακά νομισματοκοπεία σταματούν τη λειτουργία τους. Επιπροσθέτως, επιτρέπει την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με την κυκλοφορία των νομισμάτων άλλων επαρχιακών νομισματοκοπείων, καθώς η Κόρινθος δεν παράγει δικό της νόμισμα κατά το πρώτο μισό του 3ου μ.Χ. αιώνα.
Η ρωμαϊκή Κόρινθος
Η Κόρινθος, πρωτεύουσα της επαρχίας της Αχαΐας και έδρα του διοικητή της, υπήρξε διεθνής εμπορικός κόμβος της εποχής, καθώς λόγω της νευραλγικής της θέσης ήλεγχε το πέρασμα από την Ιταλία στο Αιγαίο. Το 44 π.Χ. ο Ιούλιος Καίσαρας εγκατέστησε στην Κόρινθο απελεύθερους από την Ιταλία και ίδρυσε μια ρωμαϊκή αποικία στη θέση της εγκαταλελειμμένης ελληνικής πόλης. Η πόλη είχε καταστραφεί μετά την ήττα των Ελλήνων από τον Ρωμαίο στρατηγό Λεύκιο Μόμμιο στον Ισθμό, το 146 π.Χ. Αμέσως μετά την ίδρυσή της ως Colonia Laus Iulia Corinthiensis, η πόλη άρχισε και πάλι να κόβει νομίσματα, δραστηριότητα που είχε εγκαταλειφθεί από το τέλος του 3ου π.Χ. αιώνα. Το νομισματοκοπείο της αποικίας της Κορίνθου εξελίχθηκε στο σημαντικότερο νομισματοκοπείο της Αχαΐας έως τις αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα, οπότε και διέκοψε τη νομισματική παραγωγή του.
Κυκλοφορία στην Κόρινθο
Ελλείψει σχετικής μονογραφίας που να συγκεντρώνει τα νομισματικά ευρήματα των ανασκαφών της Κορίνθου, το υλικό που παρουσιάζουμε προέκυψε από την αποδελτίωση μεγάλου αριθμού ανασκαφικών αναφορών, δημοσιευμένων στο περιοδικό Hesperia, καθώς και μονογραφιών της σειράς Corinth. Results of Excavations Conducted by the American School of Classical Studies in Athens, όπου παρουσιάζονται τα αποτελέσματα ανασκαφών συγκεκριμένων αρχαιολογικών τομέων.
Κορινθιακά νομίσματα
Όπως είναι αναμενόμενο, η συντριπτική πλειονότητα των νομισμάτων που κυκλοφορούν στην πόλη, κατά τις τρεις περιόδους που μας απασχολούν, είναι τοπικές κοπές της Κορίνθου. Συνολικά έχουμε 2.048 τοπικά νομίσματα, 410 επαρχιακά άλλων πόλεων και 657 ρωμαϊκά. Από τα 1.505 νομίσματα του 1ου μ.Χ. αιώνα, τα 1.329, ένα ποσοστό δηλαδή 88%, είναι κορινθιακά. Το ποσοστό των τοπικών κοπών μειώνεται σημαντικά στις επόμενες περιόδους. Από τα νομίσματα του 2ου αιώνα το 39% είναι κορινθιακά, ενώ για τα νομίσματα του 3ου αιώνα το ποσοστό πέφτει στα 17%. Ωστόσο, οφείλουμε εδώ να σημειώσουμε ένα μεθοδολογικό ζήτημα που πρέπει να ληφθεί υπόψη στην ερμηνεία αυτών των στοιχείων. Ένας σημαντικός αριθμός κορινθιακών νομισμάτων (402 νομίσματα) δεν έχει συμπεριληφθεί στις ποσοστώσεις, καθώς οι δημοσιευμένες ανασκαφικές αναφορές δεν προσφέρουν επαρκή στοιχεία για τη χρονολόγησή τους. Είναι όμως σαφές ότι, ακόμη και αν οι συγκεκριμένες κοπές ανήκουν εξ ολοκλήρου στο 2ο ή τον 3ο αιώνα, το ποσοστό των τοπικών νομισμάτων θα ανέβαινε κάπως, αλλά δεν θα αναιρούνταν η γενική εικόνα της μείωσης της τοπικής κυκλοφορίας ή παραγωγής νομίσματος κατά τους αιώνες αυτούς. Αυτό αφορά κυρίως τον 2ο μ.Χ. αιώνα, καθότι η νομισματική παραγωγή της Κορίνθου σταματά στις αρχές του 3ου αιώνα, οπότε είναι λογικό να μην υπάρχουν πολλά τοπικά νομίσματα αυτής της περιόδου. Δυστυχώς, δεν υπάρχει μελέτη σφραγίδων για το σύνολο των κορινθιακών κοπών, ώστε να μπορούμε να έχουμε εικόνα του συνολικού όγκου της παραγωγής τους. Ωστόσο, μελετώντας το σύνολο του δημοσιευμένου υλικού, θεωρούμε περισσότερο πιθανή την περίπτωση η μείωση του αριθμού των ευρημάτων κατά τον 2ο αιώνα να αφορά όχι την παραγωγή αλλά την κυκλοφορία τους, να αποτελεί δηλαδή ένδειξη μεγαλύτερης εισροής ξένου νομίσματος.
Επαρχιακά νομίσματα
Όσον αφορά τις επαρχιακές κοπές, λιγοστές είναι εκείνες που δεν παρουσιάζονται εδώ λόγω ανεπαρκών στοιχείων χρονολόγησης (μόλις 31 νομίσματα). Διαπιστώνουμε ότι, παρότι η Κόρινθος ήταν ένα διεθνές κέντρο εμπορίου, η πλειονότητα των επαρχιακών νομισμάτων που κυκλοφορούν προέρχονται από γειτονικές πόλεις. Το 85% του συνόλου προέρχεται από την επαρχία της Αχαΐας, και από αυτό το 76% αφορά πόλεις της Πελοποννήσου. Τον 2ο αιώνα ο αριθμός των νομισμάτων του Άργους, της Πάτρας, της Σπάρτης, της Σικυώνας, αλλά και της Αθήνας είναι ιδιαίτερα υψηλός. Η συνολική εικόνα της νομισματικής κυκλοφορίας αποδεικνύει πως η πόλη διατηρούσε στενότερες επαφές με τις κατά δυσμάς περιοχές (δυτική Ελλάδα, Ιταλία) και με τις κατ’ανατολάς (Μικρά Ασία), παρά με τις προς βοράν (Μακεδονία και Θράκη). Πρέπει να σημειωθεί ότι τα εν λόγω ευρήματα δεν μπορούν να αποτελέσουν δείκτη εμπορικών επαφών, καθώς αφορούν σε χάλκινες κοπές μικρής αξίας, που δεν χρησιμοποιούνταν στις εμπορικές συναλλαγές. Είναι, αντίθετα, ενδεικτικές της κίνησης των ανθρώπων που επισκέπτονταν την πόλη για διοικητικούς, θρησκευτικούς, τουριστικούς ή άλλους λόγους.
Ρωμαϊκά νομίσματα
Αναφορικά με την κυκλοφορία των κοπών της Ρώμης παρατηρούμε μια αύξηση των ποσοστών στο πέρασμα των αιώνων. Κατά τον 1ο μ.Χ. αιώνα αποτελούν μόλις το 6% της συνολικής κυκλοφορίας, ποσοστό που ανέρχεται σε 37% για τον 2ο και 59% (δηλαδή την πλειονότητα των νομισμάτων) για τον 3ο μ.Χ. αιώνα. Η μεγάλη αυτή αύξηση του 3ου αιώνα εξηγείται εν μέρει από το γεγονός ότι η Κόρινθος δεν κόβει νομίσματα παρά μόνον επί Σεπτιμίου Σεβήρου. Επιπροσθέτως, πρόκειται κυρίως για αντωνινιανούς (επάργυρο νόμισμα) του Γαλλιηνού. Η απώλεια μεγάλου αριθμού τέτοιων νομισμάτων θα μπορούσε να συνδεθεί με τις εξαιρετικά επισφαλείς συνθήκες που επικράτησαν λόγω της εισβολής του βαρβαρικού φύλου των Ερούλων, το 267 μ.Χ. Σημειώνουμε εδώ ότι στην παρουσίαση αυτή δεν έχουμε εντάξει τα ρωμαϊκά νομίσματα που δεν διέθεταν στοιχεία για το μέταλλο (ήτοι 38 νομίσματα για τον 1ο, 90 για τον 2ο, και 156 για τον 3ο μ.Χ. αιώνα).
Η ρωμαϊκή Αθήνα
Κατά τη διάρκεια του Αχαϊκού πολέμου η Αθήνα υπήρξε σύμμαχος των Ρωμαίων. Μετά τη νίκη του Λεύκιου Μόμμιου στον Ισθμό, οι Ρωμαίοι δεν την κατέστρεψαν όπως την Κόρινθο, αλλά της απένειμαν το προνομιακό καθεστώς της ελεύθερης πόλης (civitas libera et foederata). Όταν, όμως, στις αρχές του 1ου π.Χ. αιώνα η πόλη υποστήριξε τον βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη ΣΤ΄ Ευπάτορα στον πόλεμό του εναντίον της νέας υπερδύναμης, ο ύπατος Κορνήλιος Σύλλας την κατέλαβε και της στέρησε προσωρινά το προνομιακό της καθεστώς. Σε αντίθεση με την Κόρινθο, στην Αθήνα δεν εγκαταστάθηκαν ποτέ συστηματικά άποικοι από την Ιταλία, ενώ η πόλη παρέμεινε ένα σημαντικό πνευματικό και θρησκευτικό κέντρο, προσελκύοντας επισκέπτες από πολλές περιοχές του ελληνορωμαϊκού κόσμου, όπως φαίνεται και από την νομισματική κυκλοφορία.
Από τα Μιθριδατικά έως περίπου το 40 π.Χ., η Αθήνα παρήγαγε αραιές εκδόσεις αργυρών νομισμάτων με τους παραδοσιακούς αθηναϊκούς τύπους «κεφαλή Αθηνάς και γλαύκα», νομίσματα γνωστά ως «στεφανηφόρα», καθώς και πολλές χάλκινες κοπές με τους ίδιους τύπους. Η εγκατάλειψη της παραδοσιακής εικονογραφίας των Αθηνών συντελέστηκε στα χρόνια του Μάρκου Αντωνίου. Από τότε έως την εποχή του Αυγούστου η παραγωγή των χάλκινων νομισμάτων συνεχίστηκε αμείωτη. Στη συνέχεια, το νομισματοκοπείο διέκοψε την παραγωγή του έως και τη δεκαετία του 120 μ.Χ., οπότε άρχισε εκ νέου η παραγωγή, η οποία διήρκεσε έως τη δεκαετία του 170 μ.Χ. Η τρίτη και τελευταία περίοδος κοπής αθηναϊκών νομισμάτων είναι τα τέσσερα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Γαλλιηνού (264-267 μ.Χ.).
Κυκλοφορία στην Αθήνα
Tα αθηναϊκά και τα επαρχιακά νομίσματα που βρέθηκαν στις ανασκαφές της αθηναϊκής Αγοράς από το 1931 έως το 1990, μελετήθηκαν συστηματικά και δημοσιεύθηκαν στη μονογραφία των John Kroll και Alan Walker. Όσον αφορά τα ρωμαϊκά νομίσματα που βρέθηκαν στην Αθήνα, βασιστήκαμε κυρίως στη μονογραφία της Margaret Thompson, η οποία καλύπτει μόνον το υλικό των ανασκαφών για τα έτη 1931 έως 1949. Για τα έτη που απομένουν, χρησιμοποιήσαμε το λιγοστό υλικό που έχει παρουσιαστεί στο περιοδικό Hesperia. Η εν λόγω δυσαναλογία στη δημοσίευση του υλικού οφείλει ασφαλώς να ληφθεί υπόψη στην ερμηνεία των δεδομένων. Επίσης, δεν παρουσιάζονται εδώ 10 μόλις επαρχιακές κοπές με αβέβαιη χρονολόγηση αλλά και 849+ αθηναϊκά νομίσματα, που ο Kroll χρονολογεί με ασάφεια μεταξύ της πρώτης και δεύτερης περιόδου.
Αθηναϊκά νομίσματα
Τα νομίσματα που κυκλοφορούσαν μεταξύ του τέλους των Μιθριδατικών πολέμων και της βασιλείας του Αυγούστου στην Αθήνα, είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου τοπικές κοπές (απαντούν μόνον 31 ελληνιστικά νομίσματα άλλων πόλεων και 15 ρωμαϊκά σε σύνολο 1.288 νομισμάτων). Η πόλη στηριζόταν στη δική της παραγωγή και κατά την επόμενη περίοδο (2.060 αθηναϊκά νομίσματα, και μόλις 104 επαρχιακά και 46 ρωμαϊκά). Οφείλουμε, δε, να σημειώσουμε εδώ ότι, σύμφωνα με τον Kroll, όλα τα αθηναϊκά νομίσματα του 1ου μ.Χ. αιώνα κόπηκαν την εποχή του Αυγούστου. Όπως μαρτυρούν οι «θησαυροί» αλλά και η διατήρηση των εν λόγω νομισμάτων, αυτά συνέχισαν να κυκλοφορούν μέσα στον 2ο και πιθανώς ακόμα και μέσα στον 3ο μ.Χ. αιώνα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνάς μας, το ποσοστό των τοπικών νομισμάτων μειώνεται αισθητά κατά τον 3ο μ.Χ. αιώνα και φτάνει στο 58%, σε αντίθεση με το 97% κατά τον 1ο π.Χ. αιώνα, το 93% τον 1ο μ.Χ. αιώνα και το 88% τον 2ο μ.Χ. αιώνα.
Ρωμαϊκά νομίσματα
Η παρουσία ρωμαϊκών νομισμάτων στην πόλη δείχνει μια σταδιακή αύξηση (από μόλις 1% τον 1ο π.Χ. αιώνα σε 38% κατά τον 3ο μ.Χ. αιώνα), γεγονός που πιθανώς μπορεί να ερμηνευτεί ως «συμμόρφωση» των τοπικών αγορών με το ρωμαϊκό νομισματικό σύστημα. Η παρουσία εξαιρετικά μεγάλου αριθμού αντωνινιανών της εποχής του Γαλλιηνού συνδέεται οπωσδήποτε με την καταστροφή μεγάλου μέρους της πόλης από την επιδρομή των Ερούλων, το 267 μ.Χ., όπως άλλωστε μαρτυρούν και οι «θησαυροί» έκτακτης ανάγκης που έχουν ανευρεθεί στην περιοχή.
Επαρχιακά νομίσματα
Το ποσοστό παρουσίας νομισμάτων άλλων επαρχιακών νομισματοκοπείων στην Αθήνα παραμένει ιδιαίτερα χαμηλό για όλες τις περιόδους που εξετάζουμε και κυμαίνεται από 2% έως 5%. Μεγάλος αριθμός αυτών (62%) προέρχεται και πάλι, όπως είναι αναμενόμενο, από τα γειτονικά νομισματοκοπεία της επαρχίας της Αχαΐας, με πολυπληθέστερες τις κοπές της Κορίνθου και της Σπάρτης. Όπως στην Κόρινθο έτσι και στην Αθήνα, τα ποσοστά δείχνουν έντονη κινητικότητα από πόλεις της Ανατολής και λιγότερες επαφές με τον βορρά. Ιδιαίτερα υψηλός είναι αναλογικά και ο αριθμός των νομισμάτων από τη Νικόπολη.
Διαφοροποιήσεις στη νομισματική κυκλοφορία μεταξύ Αθήνας και Κορίνθου
Η μελέτη του νομισματικού υλικού που παρουσιάζεται εδώ, καταδεικνύει κάποιες βασικές διαφορές στην κυκλοφορία των νομισμάτων των δύο υπό εξέταση πόλεων. Εν πρώτοις, διαπιστώνουμε ότι τόσο τα ρωμαϊκά όσο και τα επαρχιακά νομίσματα, δηλαδή όλα τα «ξένα» νομίσματα, έχουν ανευρεθεί σε σχετικά μεγαλύτερο ποσοστό στην Κόρινθο (21% ρωμαϊκά και 13% επαρχιακά) από ό,τι στην Αθήνα (12% ρωμαϊκά και 3% επαρχιακά). Ήδη σχολιάσαμε την πιθανότητα επισφαλών συμπερασμάτων αναφορικά με τον αριθμό των ρωμαϊκών νομισμάτων που έχουν βρεθεί στην Αθήνα. Όσον αφορά όμως τις επαρχιακές κοπές, μια πιθανή εξήγηση για τη διαφορά που προκύπτει, μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι η Αθήνα χρησιμοποιούσε το δικό της μετρολογικό σύστημα, σε αντίθεση με την Κόρινθο που ακολουθούσε τον ρωμαϊκό κανόνα, όπως άλλωστε και η πλειονότητα των νομισματοκοπείων της επαρχίας της Αχαΐας. Κατά συνέπεια, τα ξένα νομίσματα που εισέρχονταν στην πόλη, θα έπρεπε να αλλαχθούν, και μάλιστα σε τιμή ιδιαίτερα συμφέρουσα για την Αθήνα, που πιθανότατα χρησιμοποιούσε το μέταλλο για να κόψει δικά της νομίσματα μεγαλύτερης ονομαστικής αξίας.
Η μελέτη του νομισματικού υλικού που παρουσιάζεται εδώ, καταδεικνύει κάποιες βασικές διαφορές στην κυκλοφορία των νομισμάτων των δύο υπό εξέταση πόλεων. Εν πρώτοις, διαπιστώνουμε ότι τόσο τα ρωμαϊκά όσο και τα επαρχιακά νομίσματα, δηλαδή όλα τα «ξένα» νομίσματα, έχουν ανευρεθεί σε σχετικά μεγαλύτερο ποσοστό στην Κόρινθο (21% ρωμαϊκά και 13% επαρχιακά) από ό,τι στην Αθήνα (12% ρωμαϊκά και 3% επαρχιακά). Ήδη σχολιάσαμε την πιθανότητα επισφαλών συμπερασμάτων αναφορικά με τον αριθμό των ρωμαϊκών νομισμάτων που έχουν βρεθεί στην Αθήνα. Όσον αφορά όμως τις επαρχιακές κοπές, μια πιθανή εξήγηση για τη διαφορά που προκύπτει, μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι η Αθήνα χρησιμοποιούσε το δικό της μετρολογικό σύστημα, σε αντίθεση με την Κόρινθο που ακολουθούσε τον ρωμαϊκό κανόνα, όπως άλλωστε και η πλειονότητα των νομισματοκοπείων της επαρχίας της Αχαΐας. Κατά συνέπεια, τα ξένα νομίσματα που εισέρχονταν στην πόλη, θα έπρεπε να αλλαχθούν, και μάλιστα σε τιμή ιδιαίτερα συμφέρουσα για την Αθήνα, που πιθανότατα χρησιμοποιούσε το μέταλλο για να κόψει δικά της νομίσματα μεγαλύτερης ονομαστικής αξίας.
ΠΗΓΕΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ
ΑΘΗΝΑ
Kroll , J . H . 1973. The Eleusis hoard of Athenian imperial coins and some deposits from the Athenian Agora. Hesperia 42.3: 312-333.
Kroll , J . H ., με την συνεργασία του A . S . Walker . 1993. The Greek coins . The Athenian Agora. Results of Excavations Conducted by the American School of Classical Studies in Athens 26 . Princeton.
Shear Jr., T. L. 1973. The Athenian Agora: excavations of 1971. Hesperia 42.2: 121-179.
Shear Jr., T. L. 1997. The Athenian Agora: excavations of 1989-1993. Hesperia 66.4: 495-548.
Thompson, M. 1954. Coins: from the Roman through the Venetian period . The Athenian Agora. Results of Excavations Conducted by the American School of Classical Studies in Athens 2. Princeton.
Thompson, H. A., K. Kourouniotes. 1932. The Pnyx in Athens. Hesperia 1: 90-217.
ΚΟΡΙΝΘΟΣ
Biers, J. C. 1985. The great Bath on the Lechaion road . Corinth. Results of Excavations Conducted by the American School of Classical Studies in Athens 17. Princeton.
Blegen, C. W., H. Palmer, R. S. Young. 1964. The north cemetery. Corinth. Results of Excavations Conducted by the American School of Classical Studies in Athens 13. Princeton.
Bookidis, N. 1997. The sanctuary of Demeter and Kore: topography and architecture . Corinth. Results of Excavations Conducted by the American School of Classical Studies in Athens 18.3. Princeton.
Bookidis, N., J. E. Fisher. 1972. The sanctuary of Demeter and Kore on Acrocorinth: preliminary report IV: 1969-1970. Hesperia 41.3: 283-331.
Bookidis N., J. E. Fisher. 1974. Sanctuary of Demeter and Kore on Acrocorinth: Preliminary Report V: 197 1-1973. Hesperia 43.3: 267-307.
Edwards, K. M. 1933. Coins, 1896-1929 . Corinth. Results of Excavations Conducted by the American School of Classical Studies in Athens 6. Cambridge.
Edwards, K. M. 1937. Report on the coins found in the excavations at Corinth during the years 1930-1935. Hesperia 6.2: 241-256.
Eliot, C. W. J., M. Eliot. 1968. The Lechaion cemetery near Corinth. Hesperia 37.4: 345-367.
Fisher, J. E. 1980. Coins: Corinth excavations, 1976: Forum Southwest. Hesperia 49.1: 1-29.
Fisher, J. E. 1984. Coins: Corinth excavations, 1977, Forum Southwest. Hesperia 53.2: 217-250.
Gebhard, E. R., F. P. Hemans, J. W. Hayes. 1998. University of Chicago: excavations at Isthmia, 1989: III. Hesperia 67.4: 405-456.
Harris, J. M. 1941. Coins found at Corinth. Hesperia 10.2: 143-162.
Hayes, J. W. 1973. Roman pottery from the South Stoa at Corinth. Hesperia 42.4: 416-470.
Hohlfelder, R. L. 1973. A sixth century hoard from Kenchreai. Hesperia 42.1: 89-101.
Hohlfelder, R. L. 1978. The Coins. Kenchreai, Eastern Port of Corinth: Results of Investigations by the University of Chicago and Indiana University for the American School of Classical Studies at Athens 3. Leiden.
Mac Isaac, J. D. 1987. Corinth: coins, 1925-1926 the Theater district and the Roman Villa. Hesperia 56.2: 97-157.
Palinkas, J., J. A. Herbst. 2011. A roman road southeast of the Forum at Corinth: technology and urban development. Hesperia 80.2: 287-336.
Price, M. J. 1967. Coins from some deposits in the South Stoa at Corinth. Hesperia 36.4: 348-388.
Robinson, H. S. 1962. Excavations at Corinth, 1960. Hesperia 31.2: 95-133.
Sanders, G. D. R. 1999. A late roman bath at Corinth: excavations in the Panayia Field, 1995-1996. Hesperia 68.4: 441-480.
Scranton, R. L., E. S. Ramage. 1967. Investigations at Corinthian Kenchreai. Hesperia 36.2: 124-186.
Shear, T. L. 1931. A hoard of coins found in the Theatre district of Corinth in 1930. American Journal of Archaeology 35: 139-151.
Slane, K. W. 1990. The sanctuary of Demeter and Kore: the roman pottery and lamps . Corinth. Results of Excavations Conducted by the American School of Classical Studies in Athens 18.2. Princeton.
Stirling, L. M. 2008. Pagan statuettes in late antique Corinth: sculpture from the Panayia Domus. Hesperia 77.1: 89-161.
Stroud, R. S. 1965. The sanctuary of Demeter and Kore on Acrocorinth: preliminary report I: 1961-1962. Hesperia 34.1: 1-24.
Stroud, R. S. 1968. The sanctuary of Demeter and Kore on Acrocorinth: preliminary report II: 1964-1965. Hesperia 37.3: 299-330.
Williams II, C. K. 1969. Excavations at Corinth, 1968. Hesperia 38.1: 36-63.
Williams II, C. K., J. E. Fisher. 1971. Corinth, 1970: Forum Area. Hesperia 40.1: 1-51.
Williams II, C. K., J. E. Fisher. 1972. Corinth, 1971: Forum Area. Hesperia 41.2: 143-184.
Williams II, C. K., J. E. Fisher. 1975. Cor inth, 1974: Forum Southwest. Hesperia 44.1: 1-50.
Williams II, C. K., J. E. Fisher. 1976. Corinth, 1975: Forum Southwest. Hesperia 45.2: 99-162.
Williams II, C. K., O. H. Zervos. 1982. Corinth, 1981: east of the Theater Hesperia 51.2: 115-163.
Williams II, C. K., O. H. Zervos. 1983. Corinth, 1982: east of the Theater. Hesperia 52.1: 1-47.
Williams II, C. K., O. H. Zervos. 1984. Corinth, 1983: The route to Sikyon. Hesperia 53.1: 83-122.
Williams II, C. K., O. H. Zervos. 1985. Corinth, 1984: east of the Theater. Hesperia 54.1: 55-96.
Williams II, C. K., O. H. Zervos. 1986. Corinth, 1985: east of the Theater, Hesperia 55.2: 129-175.
Williams II, C. K., O. H. Zervos. 1987. Corinth, 1986: Temple E and east of the Theater. Hesperia 56.1: 1-46.
Williams II, C. K., O. H. Zervos. 1988. Corinth, 1987: south of Temple E and east of the Theater. Hesperia 57.2: 95-146.
Williams II, C. K., O.H. Zervos. 1989. Corinth, 1988: east of the Theater. Hesperia 58.1: 1-50.
Williams II, C. K., O. H. Zervos. 1990. Excavations at Corinth, 1989: the Temenos of Temple E. Hesperia 59.2: 325-369.
Williams II, C. K., O. H. Zervos. 1991. Corinth, 1990: southeast corner of Temenos E. Hesperia 60.1: 1-58.
Williams II, C. K., O. H. Zervos. 1992. Frankish Corinth: 1991. Hesperia 61.2: 133-191.
Williams II, C. K., O. H. Zervos. 1993. Frankish Corinth: 1992. Hesperia 62.1: 1-52.
Williams II, C. K., O. H. Zervos. 1994. Frankish Corinth: 1993. Hesperia 63.1: 1-56.
Williams II, C. K., O. H. Zervos. 1995. Frankish Corinth: 1994. Hesperia 64.1: 1-60.
Williams II, C. K., O. H. Zervos. 1996. Frankish Corinth: 1995. Hesperia 65.1: 1-55.
Williams II, C. K., J. L. Angel, P. Burns, J. E. Fisher. 1973. Corinth, 1972: the Forum Area. Hesperia 42.1: 1-44.
Williams II, C. K., J. MacIntosh, J. E. Fisher. 1974. Excavation at Corinth, 1973. Hesperia 43.1: 1-76.
Williams, II, C. K., L. M. Synder, E. Barnes, O. H. Zervos. 1998. Frankish Corinth: 1997. Hesperia 67.3: 223-281.
Wiseman, J. 1969. Excavations in Corinth, the Gymnasium Area, 1967-1968. Hesperia 38.1: 64-106.
Zervos, O. H. 1986. Coins excavated at Corinth, 1978-1980. Hesperia 55.2: 183-205.
Zervos, O. H. 1997. Frankish Corinth, 1996: the coins. Hesperia 66.2: 173-192.
Zervos, O. H., A. H. Rohn, E. Barnes, G.D.R. Sanders. 2009. An early Ottoman cemetery at ancient Corinth. Hesperia 78.4: 501-615.
Υπεύθυνη μελέτης: Σοφία Κρεμύδη.
Συνεργάτιδα: Αθηνά Ιακωβίδου.
Χαρτογράφηση: Παναγιώτης Στρατάκης.