Ο εμπορικός οίκος του Ηλία Εφέσιου και το αρχείο του
Μαρία Χριστίνα Χατζηιωάννου, Δημήτριος Μ. Κοντογεώργης
Το αρχείο του Ηλία Εφέσιου και των απογόνων του, που απόκειται σε ψηφιακή μορφή στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών/Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, συνίσταται σε 5.802 ψηφιακά αντίγραφα, που έχουν καταχωρηθεί σε 18 CD (δίσκους ακτίνας) . Στη μεγάλη τους πλειονότητατα τεκμήρια αφορούν τη λειτουργία ενός εμπορικού οίκου με έδρα την Καλαμάτα και διακλαδώσεις κυρίως στην Πελοπόννησο, τη Μάλτα και την Τύνιδα, κατά την περίοδο 1814-1875, κυρίως στα έτη 1830-1861. Ο εμπορικός οίκος, του οποίου κινητήρια δύναμη ήταν ο Ηλίας Εφέσιος, επικεντρώθηκε στη διακίνηση αγροτικών και βιοτεχνικών προϊόντων από την Πελοπόννησο (μετάξι, δημητριακά) προς την Τύνιδα, και αντίστοιχα στην εισαγωγή φεσιών και χρήματος από το αφρικανικό λιμάνι.
Η εμπορική αλληλογραφία, η οποία περιλαμβάνει 1.059 τεκμήρια, χωρίς να συνυπολογιστούν αντίγραφα και λίγες κατεστραμμένες επιστολές, προέρχεται από τα έτη 1817-1861. Από τα έτη 1829-1832, 1841-1844, 1855, δεν έχουμε καθόλου επιστολές, ενώ από κάποια άλλα έχουμε ελάχιστες (1816: δύο επιστολές, 1821 και 1824: τέσσερεις, 1845: μόνο μία). Στη συντριπτική της πλειονότηταη αλληλογραφία συνίσταται από επιστολές που έλαβε ο Ηλίας Εφέσιος. Μόνο από τα έτη 1823-1828 έχουμε αξιόλογη σειρά επιστολών (61 τεκμήρια), που έστειλε ο Ηλίας Εφέσιος από την Τύνιδα στον αδελφό του–κυρίως–Νικόλαο Σπ. Εφέσιο, είτε στην Καλαμάτα είτε στην Μάλτα. Σπάνιες είναι οι επιστολές του Ηλία Εφέσιου σε άλλα μέλη της οικογένειάς του, ή σε άλλους συνεργάτες του (π.χ. τον Γεώργιο Μπάστα στη Ζάκυνθο). Το πληρέστερο τμήμα χρονολογείται στα έτη 1838-1840 και 1846-1854. Ένα πολύ σημαντικό ποσοστό, περίπου το 25%, των επιστολών, προέρχεται από την Τύνιδα (259 τεκμήρια) ενώ η μεγάλη πλειονότητα των γραμμάτωναπό διάφορα κέντρα της νότιας Πελοποννήσου, π.χ. τη Μεσσήνη (103), τον Μυστρά (97), τη Θουρία (37), την Κυπαρισσία (54) κ.ά. (Γαργαλιάνοι, Χώρα, Σπάρτη).
Η προσωπική/οικογενειακή αλληλογραφία χρονολογείται κυρίως στα τέλη της δεκαετίας του 1850 και στις αρχές της δεκαετίας του 1860, και αφορά κυρίως την αλληλογραφία του Σπύρου, γιουτου Ηλία Εφέσιου που σπούδαζε στο Ναύπλιο, με διάφορους συγγενείς και φίλους κυρίως στην Αθήνα, την Καλαμάτα και την Ερμούπολη. Στο αρχείο ευρίσκονταιεπίσης διάφορα βιβλία και κατάστιχα, λυτά έγγραφα (συμφωνητικά, πιστοποιητικά, διάφορα σημειώματα, δοσοληπτικοί λογαριασμοί, αποδείξεις πληρωμής τελωνειακών δασμών ή άλλων φόρων, άδειες επιτηδεύματος κ.λπ.), δικαστικά έγγραφα και πλούσια σειρά φορτωτικών.
Τα κατάστιχα του εμπορικού οίκου χρονολογούνται κυρίως από τα έτη 1826-1856. Περιλαμβάνουν ημερολόγια, βιβλία ισολογισμών, καταγραφές λογαριασμών «χταποδιών», βιβλία πωλήσεων μεταξιού, ένα «λήμπρον σταρήου», ένα βιβλίο ελαιοτριβείου κ.ά., ιδίως από τις δεκαετίες του 1830 και του 1840.
Πέρα από την αλληλογραφία και τα εμπορικά βιβλία, στο αρχείο περιλαμβάνονται επίσης οικογενειακά έγγραφα, προσωπικά τετράδια, γενεαλογικά δένδρα, καθώς και αντίγραφα ή, σπανιότερα,πρωτότυπα έγγραφα του 18ου αιώναστα ιταλικά και τα ελληνικά, κυρίως από τη Δημόσια Βιβλιοθήκη Ζακύνθου και την Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος. Επίσης περιλαμβάνονται αρκετά προικοσύμφωνα και διάφορα οθωμανικά έγγραφα (χοτζέτια), τα περισσότερα από τον 18ο αιώνα, διάφορα έντυπα και διπλώματα συλλόγων. Τέλος, αρκετά έγγραφα αφορούν το κληροδότημα της οικογένειας Εφεσίου υπέρ προικοδοτήσεως νεανίδων κατά την περίοδο 1921-1936.
Ο Ηλίας Εφέσιος (1789-1867) ήταν γόνος μικρασιατικής οικογένειας, που είχε εγκατασταθεί στην Καλαμάτα ήδη από τις αρχές του 18ου αιώνα και είχε κατορθώσει αφενός να αποκτήσει αξιόλογη αστική και αγροτική έγγειο ιδιοκτησία και αφετέρου να συγγενέψει με γνωστέςοικογένειες της Καλαμάτας, όπως οι Μαυρομιχάληδες και οι Μπενάκηδες. Ο Ηλίας Εφέσιος εργαζόταν ως έμπορος ήδη από τα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 19ου αιώνα, αρχικά ως συνέταιρος του εμπόρου Νικόλαου Κορφιωτάκη και αργότερα για δικό του λογαριασμό. Μετά από διάφορα ταξίδια στη Σμύρνη, στην Αλεξάνδρεια και σε άλλες πόλεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εγκαταστάθηκε το 1816 στην Τύνιδα, από όπου διηύθυνε τις εργασίες του εμπορικού του οίκου. Το 1828 επέστρεψε στην Καλαμάτα και κατά τις δύο επόμενες δεκαετίες ο οίκος του κατέστη ένας από τους ισχυρότερους στην περιοχή.Παράλληλα,ο ίδιος ο Ηλίας Εφέσιος απολάμβανε σημαντικό κύρος και επιρροή. Είναι ενδεικτικό ότι μία από τις κόρες του, η Χαρίκλεια, παντρεύτηκε τον δήμαρχο της Καλαμάτας, Πέτρο Α. Μαυρομιχάλη.
Μολονότι ο Εφέσιος δεν θα μπορούσε να συμπεριληφθεί στους μεγαλύτερους και πιο διεθνοποιημένους ελληνικούς εμπορικούς οίκους, αποτελεί μία αξιόλογη περίπτωση «μεσαίου» εμπόρου, που είχε συγκροτήσει ένα πυκνό και σταθερό στον χρόνο δίκτυο εμπόρων, παραγωγών και συνεταίρων στη νότια Πελοπόννησο, με παράλληλες διακλαδώσεις σε άλλες πόλεις και λιμάνια τόσο εντός της Ελλάδας (Ερμούπολη) όσο και εκτός (Τύνιδα).
ΚΑΛΑΜΑΤΑ
Η Καλαμάτα, η μεγαλύτερη σε πληθυσμό πόλη της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου, ήταν από τα μέσα του 18ου αιώνα το πιο δραστήριο εμπορικό κέντρο της περιοχής, χάρη στην πλούσια και ποικίλη γεωργική παραγωγή της εύφορης αγροτικής ενδοχώρας της και τις στενές σχέσεις που διατηρούσε με λιμάνια της Αδριατικής και της δυτικής Μεσογείου, όπως το Λιβόρνο, η Μασσαλία και η Τύνιδα. Ισχυροί ήταν επίσης οι δεσμοί της με τα Επτάνησα και τη Σμύρνη. Από την Καλαμάτα εξάγονταν προϊόντα όπως λάδι, σύκα, σταφίδα και πρινοκόκι. Η δυναμική της πόλης αντικατοπτριζόταν στον ιδιωτικό πλούτο των μεγάλων προεστών της, ανάμεσα στους οποίους ξεχώριζε ο Παναγιώτης Μπενάκης. Η οικονομική της ανάπτυξη, που συνεχίστηκε παρά τις καταστροφές που γνώρισε στα Ορλωφικά (1770) και κατά την Ελληνική Επανάσταση (1825-1827), την κατέστησε πόλο έλξης για πολλούς εποίκους τόσο από γειτονικά χωριά όσο και από άλλες επαρχίες της Πελοποννήσου, όπως η Αρκαδία, αλλά και από πολύ πιο απομακρυσμένες περιοχές, όπως η Μικρά Ασία. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πληθυσμός της Καλαμάτας αυξήθηκε από περίπου 4.500 κατοίκους το 1855 σε περισσότερους από 6.000 το1861. Παράλληλα, στα μέσα του 19ου αιώνα εκσυγχρονίστηκαν οι υποδομές της πόλης (όπως το λιμάνι της) και κτίστηκαν πολλά δημόσια κτίρια (σχολεία, νοσοκομείο), ναοί και κατοικίες, ενώ ιδρύθηκαν και οι πρώτες βιομηχανικές μονάδες (μεταξουργεία, ελαιουργεία).
Στα μέσα του 18ου αιώνα η οικογένεια του Ηλία Εφέσιου κατείχε ήδη σημαντική ακίνητη περιουσία και αγροτική γη, ενώ τα δύο ξαδέλφια, Νικολέττος και Σταμάτης, είχαν συστήσει εμπορικό οίκο. Η οικογένεια είχε συγγενέψει με άλλες μεγάλες οικογένειες της πόλης και της περιοχής, όπως οι Μπενάκηδες και οι Μαυρομιχάληδες, γεγονός που καταδεικνύει το κύρος και τη σημασία της.
Πρωταγωνιστής του εμπορικού οίκου από τα μέσα της δεύτερης δεκαετίας του 19ου αιώνα ήταν ο Ηλίας Εφέσιος (1789-1867). Το 1816, μετά από μια περίοδο μαθητείας σε άλλους εμπόρους της Καλαμάτας, όπως ο θείος του Νικόλαος Κορφιωτάκης, και μια περίοδο διαμονής στη Σμύρνη, εγκαταστάθηκε στην Τύνιδα, από όπου διηύθυνε το εμπορικό δίκτυο της επιχείρησής του, με ανταποκριτές στη Μάλτα και τη Ζάκυνθο. Η Καλαμάτα, στην οποία επέστρεψε μάλλον το 1828, ήταν το κέντρο του εμπορικού του οίκου, όπως εξάγεται και από τη μελέτη της εμπορικής αλληλογραφίας. Συγκεκριμένα, στο αρχείο υπάρχουν 871 επιστολές με τόπο αποστολήςτην Καλαμάτα, δηλαδή το 82% του συνόλου. Η πλειονότητάτους (850 τεκμήρια) απευθύνονταν στον Ηλία Εφέσιο. Οι επιστολές προέρχονταν από εμπόρους και κτηματίες χωριών και πόλεων της Μεσσηνίας και της Λακωνίας,όπως η Μεσσήνη (103 επιστολές), η Κυπαρισσία (54 επιστολές), η Θουρία (37 επιστολές), οι Γαργαλιάνοι (29 επιστολές), ο Μυστράς (95 επιστολές) κ.ά.,με τους οποίους ο Ηλίας Εφέσιος διατηρούσε στενές σχέσεις. Μερικές επιστολές στάλθηκαν από την Ερμούπολη (39 τεκμήρια, ιδίως των ετών 1857-1861). Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1850, κύρια «εξωτερική» πύλη του εμπορικού δικτύου παρέμενε η Τύνιδα (188 επιστολές).
ΤΥΝΙΔΑ
Η Τύνιδα, πρωτεύουσα της Τυνησίας και σημαντικό λιμάνι στη νότια Μεσόγειο, αποτέλεσε αξιοσημείωτο κόμβο του μεσογειακού και ευρωπαϊκού εμπορίου και της ναυτιλίας ήδη από τα μέσα του 18ου αιώνα. Καθώς βρισκόταν υπό τον έμμεσο έλεγχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας διατηρούσε στενούς δεσμούς με την ανατολική Μεσόγειο, ενώ ταυτόχρονα είχε αναπτύξει εμπορικές σχέσεις με λιμάνια της δυτικής Μεσογείου. Από την Τύνιδα εξάγονταν σιτηρά, μαλλί, κερί και σφουγγάρια προς τη Μασσαλία,κυρίως, αλλά και προς το Λιβόρνο, τη Μάλτα και άλλα λιμάνια. Η εμπορική κίνηση οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην παρουσία μικρών, αλλά δυναμικών κοινοτήτων Γάλλων, Ιταλών και ιδιαίτερα Εβραίων εμπόρων. Στις αρχές του 19ου αιώνα η παρακμή της πειρατικής δράσης των Τυνήσιων, όπως και γενικότερα των μουσουλμάνων της «Μπαρμπαριάς», σε συνδυασμό με τη μεταρρυθμιστική πολιτική του τοπικού ηγεμόνα Ahmad Bey (1837-1881), έδωσε μεγάλη ώθηση στο εμπόριο και στην προσέλκυση ξένων εποίκων, ιδίως Ιταλών και Μαλτέζων.
Ο μεσογειακός και ταυτόχρονα οθωμανικός χαρακτήρας της Τύνιδαςτην καθιστούσαν ελκυστική επιλογή και για τους Έλληνες εμπόρους και ναυτικούς, γεγονός που οδήγησε στη δημιουργία μιας ολιγάριθμης, αλλά δραστήριας κοινότητας. Στα μέσα του 19ου αιώνα κατοικούσαν στην Τύνιδα περίπου 250 Έλληνες, κυρίως από τη δυτική Πελοπόννησο. Οι Έλληνες είχαν επικεντρωθεί στη διακίνηση και την εμπορία φεσιών, χαρακτηριστικού προϊόντος της Τυνησίας. Παράλληλα, η Τύνιδα ήταν τμήμα του ελληνικού εμπορικού δικτύου που εκτεινόταν ανατολικά μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα, ενώ παράλληλα διατηρούσε ισχυρή παρουσία στα μεγαλύτερα λιμάνια της δυτικής Μεσογείου (Λιβόρνο, Μασσαλία, Μάλτα).
Ο Ηλίας Εφέσιος εγκαταστάθηκε στην Τύνιδα το 1816, από όπου διηύθυνε τον εμπορικό οίκο του μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1820. Κατόπιν μετακινήθηκε στη γενέτειρά του, Καλαμάτα, και τον ρόλο του ανταποκριτή και συνεργάτη του στην Τύνιδα ανέλαβαν άλλοι, όπως ο Παναγιώτης Σ. Γιαλιάς και ο Ηλίας Κρασσακόπουλος. Η βορειοαφρικανική πόληπαρέμεινε, πάντως, ο κυριότερος εξωτερικός πόλος του εμπορικού οίκου. Τροφοδοτούσε το κεντρικό κατάστημα της Καλαμάτας σταθερά με προϊόντα, ιδίως φέσια, και παράλληλα απορροφούσε κάποιες, περιορισμένες, ποσότητες πελοποννησιακών αγαθών, κυρίως μετάξι. Ακόμη σημαντικότερος ήταν ο ρόλος της Τύνιδας στο εμπόριο του χρήματος, καθώς από εκεί στέλνονταν τακτικά προς την Καλαμάτα ισπανικά κολονάτα, τάληρα και φράγκα, μια κίνηση που μπορεί να συνδυαστεί και με τη λειτουργία οθωμανικού νομισματοκοπείου εκεί.
Το 24% των εισερχομένων και χρονολογημένων επιστολών του Αρχείου Εφεσίου (259 τεκμήρια) έχει τόπο αποστολής την Τύνιδα. Στο 1/3 των επιστολών (92 τεκμήρια=35,5%) αποστολέας είναι ο Παναγιώτης Σ. Γιαλιάς, στενός συνεργάτης του Ηλία Εφέσιου, και αντιπρόσωπός του στην Τύνιδα κατά τα έτη 1833-1840. Συντάκτης πολλών επιστολών είναι ο Ηλίας Κρασσακόπουλος (48 τεκμήρια=18,5%), που φαίνεται ότι διαδέχτηκε τον Γιαλιά το χρονικό διάστημα 1847-1854. Μετά από το 1855 οι επιστολές είναι σχετικά λίγες, καθώς μάλιστα ο Ηλίας Εφέσιος μείωσε σταδιακά την ενεργή του συμμετοχή στο εμπόριο και αποσύρθηκε από τις διεθνείς συναλλαγές. Οι περισσότερες από τις επιστολές μετά το 1855 (13 τεκμήρια=5%) οφείλονται στην εταιρεία που συνέστησαν οι γιοι του Ηλία Κρασσακόπουλου (Α. και Ν. Αδελφοί Κρασσακόπουλοι). Από την Τύνιδα στέλνονταν τακτικά στην Καλαμάτα και εξοφλητικοί λογαριασμοί των διαφόρων εμπορευμάτων που διακινούσε ο εμπορικός οίκος (χταπόδια, φέσια κ.ά.). Ειδική περίπτωση συνιστούν οι 82 επιστολές που έστειλε από την Τύνιδα ο Ηλίας Εφέσιος κατά τα χρόνια 1820-1827, οπότε και ήταν εγκατεστημένος στο τυνησιακό λιμάνι. Οι επιστολές απευθύνονται σχεδόν αποκλειστικά στον αδελφό του, Νικόλαο Σπ. Εφέσιο, που κατοικούσε κατά κύριο λόγο στη Μάλτα, και συνιστούν την πλειονότητατων πρωιμότερων τεκμηρίων του αρχείου.
ΜΑΛΤΑ
Η Μάλτα, νησί στην κεντρική Μεσόγειο νοτίως της Σικελίας και σε κοντινή απόσταση από την Τυνησία και τη Λιβύη, ήταν κατά τον 19ο αιώνα ένας από τους σημαντικότερους κόμβους του μεσογειακού εμπορίου και της ναυτιλίας. Ιδιαίτερα γνωστή στην αρχή για την κουρσάρικη δράση των Ιωαννιτών Ιπποτών που τη διοικούσαν από το 1530, η Μάλτα είχε αναπτύξει, ήδη από τον 18ο αιώνα, στενές σχέσεις με τη βορειοδυτική αφρικανική ακτή. Ο ρόλος της Μάλτας στο εμπόριο, ιδιαίτερα της δυτικής Μεσογείου, θα μπορούσε να παραλληλιστεί με εκείνον της Βενετίας στην Αδριατική. Η επιβολή, το 1800 και μετά από ένα πολύ σύντομο διάστημα γαλλικού ελέγχου, της βρετανικής κυριαρχίας, που ενισχύθηκε με τη μετατροπή της Μάλτας σε αποικία το 1813, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για ακόμη μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη. Η πρωτεύουσα του νησιού, Βαλέτα, μετατράπηκε σε έναν από τους σημαντικότερους αποθηκευτικούς λιμένες της Μεσογείου, κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου, ιδίως προϊόντων από το Λεβάντε και αργότερα από τη Μαύρη Θάλασσα. Παρά τις περιόδους κρίσης που γνώρισε, όπως τα έτη 1813-1825, παρέμεινε τόπος έλξης για πολλούς ξένους εμπόρους, ανάμεσα στους οποίους ξεχώριζαν οι Ιταλοί, οι Άγγλοι και οι Έλληνες.
Πέρα από τη χρήση της μαλτέζικης σημαίας από υδραίικα και μεσολογγίτικα πλοία, αξιοσημείωτη ήταν και η εξαγωγή πολλών ελληνικών προϊόντων στη Μάλτα, όπως ελαιόλαδου, βαμβακιού, μαλλιού, σταφίδας και σαπουνιού. Ο αριθμός των Ελλήνων που είχε εγκατασταθεί εκεί ήταν σχετικά μικρός, αν και αυξήθηκε κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, αλλά οι κατάπλοι των ελληνικών πλοίων ήσαν συνεχείς. Ενδεικτικό της εμπορικής σημασίας της Μάλτας ήταν και το γεγονός ότι η επαναστατική ελληνική κυβέρνηση είχε κινηθεί, ήδη από το 1826, για την ίδρυση ελληνικού προξενείου στο νησί, παρά το γεγονός ότι η ελληνική ανεξαρτησία δεν είχε ακόμη αναγνωριστεί από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις.
Για τον Ηλία Εφέσιο, η Μάλτα ήταν ένας από τους βασικούς διεθνείς κόμβους του εμπορικού του δικτύου. Είναι ενδεικτικό ότι από το 1823 μέχρι το 1828 αντιπρόσωπος του εμπορικού οίκου στο νησί ήταν ο αδελφός του, Νικόλαος. Προς αυτόν απευθύνονται και οι περισσότερες από τις 57 επιστολέςτου αρχείου που στάλθηκαν στη Μάλτα. Από το νησί προέρχονταιοι 60από τιςχρονολογημένες επιστολές (6%). Περίπου οι μισές (29 επιστολές) στάλθηκαν από τον Ιωάννη Αλαμάγκο, κυρίως κατά τα έτη 1856-1861, ενώ σε αρκετές (23) αποστολείς ήταν οι Δήμος Κανελλόπουλος και Ηλίας Κρασσακόπουλος, στενοί συνεργάτες του Ηλία Εφέσιου. Αυτές οι επιστολές χρονολογούνται στα επαναστατικά χρόνια (1822-1823).
ΜΕΣΣΗΝΗ
Η Μεσσήνη, γνωστή κατά την Τουρκοκρατία και μέχρι και τον 19ο αιώνα ως Νησί, ήταν,ήδη από τη βυζαντινή περίοδο, αξιοσημείωτο αστικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου, με αξιόλογη γεωργική παραγωγή. Παράλληλα ήταν έδρα επισκοπής. Η πόλη διατήρησε τη σημασία της και κατά την Τουρκοκρατία, παρά τις καταστροφές που γνώρισε στα Ορλωφικά (1770) και κατά την Επανάσταση του 1821. Μετά την απελευθέρωση προσέλκυσε αξιόλογο αριθμό εποίκων, ιδίως από την Αρκαδία αλλά και από άλλες περιοχές, διατηρώντας τον αγροτικό της χαρακτήρα, με αξιοσημείωτη παραγωγή σταφίδας και ελαιόλαδου, ενώ παράλληλα γνώρισε κάποια βιοτεχνική και βιομηχανική ανάπτυξη με βάση το μετάξι. Συνδεόταν εμπορικά με την Καλαμάτα, πρωτεύουσα του νομού, προς την οποία διοχέτευε κυρίως την αγροτική της παραγωγή. Στη Μεσσήνη λειτουργούσε και δραστήρια εμποροπανήγυρη κάθε Αύγουστο.
Η Μεσσήνη ήταν ένας από τους σημαντικότερους τοπικούς κόμβους του δικτύου του εμπορικού οίκου του Ηλία Εφέσιου. Από τις χρονολογημένες επιστολές του αρχείου περίπου το 10% (103 τεκμήρια) προέρχονταν από τη Μεσσήνη. Στις περισσότερες επιστολές (88 τεκμήρια) αποστολείς ήταν μέλη της οικογένειας Μίχαλου, κυρίως ο Νικόλαος και ο Πανάγος Μίχαλος. Από τον τελευταίο προέρχονταν οι επιστολές των ετών 1833-1840 και από τον πρώτο κυρίως των ετών 1846-1850.
CHATZIIOANNOU M.C., Shaping Greek-Tunisian Commercial Relations in the Ottoman Mediterranean World: The Efessios Merchant House, International Journal of Maritime History 19/1 (2007), 161-180.
ΜΗΛΙΤΣΗ-ΝΙΚΑ Α.- ΘΕΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ-ΣΤΕΦΑΝΟΥΡΗ Χ., Καλαμάτα. Οδοιπορικό σε πλατείες και δρόμους της πόλης μέσα από τεκμήρια δημοσίων και ιδιωτικών αρχείων 1830-1940, Καλαμάτα, 2010.
TΣΕΛΙΚΑΣ A., Κατάστιχο Νικόλαου Κορφιωτάκη, εμπόρου Καλαμάτας, (1809-1813), Μεσσηνιακά Χρονικά 3 (2003-2007), 775-864.