Το έπιπλο από την αρχαιότητα μέχρι την προβιομηχανική εποχή
Δήμητρα Ανδριανού
Η μελέτη των αρχαίων επίπλων είχε τις τελευταίες δεκαετίες συνδυαστεί με τη μελέτη της εικονογραφίας[1]και των αρχαίων οικιών[2]. Με την ανακάλυψη, όμως, των πλούσια επιπλωμένων Μακεδονικών τάφων[3] αναζωπυρώθηκε το ενδιαφέρον της έρευνας για τον συγκεκριμένο τομέα. Πρόσφατες μελέτες, που αντιμετώπισαν το θέμα σε συνδυασμό με τις γραπτές πηγές και τα αρχαιολογικά κατάλοιπα, έδωσαν νέα πνοή στην κατανόηση των εσωτερικών χώρων –οικιστικών ή ταφικών–, εγείροντας νέα ερωτήματα[4].
Tο πρόγραμμα της Κρηπίδας μας έδωσε την ευκαιρία να μελετήσουμε βαθύτερα και διαχρονικά τη σχετική με τα έπιπλα ορολογία και τον τρόπο με τον οποίο μεταβάλλεται ή παραμένει εν μέρει ίδια ανά τους αιώνες. Πιο συγκεκριμένα, αποθησαυρίσαμε, σε μία ειδικά διαμορφωμένη βάση δεδομένων, τους όρους με τους οποίους περιγράφονται κλίνες, τραπέζια και καθίσματα σε επιγραφές, φιλολογικά κείμενα, επιστολές, βυζαντινούς παπύρους, νοταριακούς ή εκκλησιαστικούς κώδικες, λυτά νοταριακά και άλλα δικαιοπρακτικά έγγραφα (προικοσύμφωνα, διαθήκες, ιβεντάρια, κατάλογοι περιουσιών) από την εποχή του Ομήρου μέχρι την προβιομηχανική εποχή. Το υλικό κατανεμήθηκε σε τέσσερις ερευνητές ως εξής:
• Eλληνική και Ρωμαϊκή αρχαιότητα: Δήμητρα Ανδριανού (ΤΕΡΑ)
• Βυζάντιο: Μαρία Λεοντσίνη - Ηλίας Αναγνωστάκης (ΤΒΕ)
• Προβιομηχανική εποχή: Δημήτρης Δημητρόπουλος (ΤΝΕ)
Το έπιπλο στην αρχαιότητα
Ειδικότερα όσον αφορά στην αρχαιότητα, οι φιλολογικές πηγές (επιγραφές ιερών και λογοτεχνικά κείμενα της αρχαίας γραμματείας) μας δίνουν αρκετές αλλά όχι πάντα σαφείς πληροφορίες για τη χρήση τους, ενώ παρέχουν συχνά περισσότερες από μία ονομασίες (όρους) για έναν και μόνον τύπο επίπλου. Για παράδειγμα, όροι όπως κιβώτιον, κοιτίς, κιβωτός δεν αντιστοιχούν αναγκαστικά σε τρεις διαφορετικούς τύπους κιβωτίων. Στην επιγραφή IDélos 1444 Aa. 34-37 από το Αρτεμίσιο της Δήλου, οι συγκεκριμένοι όροι φαίνεται να περιγράφουν κιβώτια παρόμοιου μεγέθους, υλικού, διακόσμησης, κατασκευής ή αξίας[5]. Παράλληλα, οι επιγραφές μαρτυρούν είδη επίπλων που είναι ανασκαφικά άγνωστα (π.χ. κυλικεία). Κατά την αρχαιότητα διάφοροι τύποι επίπλων χρησιμοποιούνταν σε ιερά, είτε για την τέλεση της λατρείας είτε για την ασφαλή φύλαξη των προσφορών των πιστών (π.χ. διάφορα είδη κιβωτίων). Οι επιγραφές των ιερών, όπως της Ακρόπολης και της Δήλου, περιλαμβάνουν λίστες απογραφής επίπλων που φυλάσσονταν στον ναό. Οι λίστες αυτές ανανεώνονταν με νέες απογραφές που σημείωναν τυχόν ελλείψεις ή καταστροφές. Συχνά καταγράφονται επιγραφικά επισκευές επίπλων, γεγονός που υποδηλώνει τη χρήση τους. Η σπουδαιότητά τους για τον αποθησαυρισμό σχετικών λέξεων είναι σημαντική.
Παρόλα αυτά, οι σύγχρονες αρχαίες πηγές που αναφέρουν έπιπλα, είναι λιγοστές. Τον 5ο π.Χ. αιώνα η επίπλωση αναφέρεται από φιλοσόφους, όπως ο Πλάτων, ως είδος τρυφής. Προς τα τέλη του ίδιου αιώνα οι λεγόμενες ‘Αττικές Στήλες’, που αναγράφουν την κατασχεμένη ιδιοκτησία του Αλκιβιάδη και των συντρόφων του, αποτελούν μία πολύτιμη πηγή όρων, κάποιοι από τους οποίους συναντώνται και σε μεταγενέστερα κείμενα του 4ου και 3ου π.Χ. αιώνα Αντίθετα, στις ‘ωνές’, όπου αναφέρεται περιουσία προς πώληση ή δανεισμό και όπου γίνονται συχνές αναφορές σε οικίες, τα έπιπλα δεν φαίνεται να αποτελούν πηγή δανεισμού, πώλησης ή ενεχυρίασης. Μία επιγραφή δανεισμού με εγγύηση "τεῖ οἰκίει ὅλει" (4ου π.Χ. αιώνα) από την Όλυνθο αναφέρει δάνειο 4,500 δραχμών και δεν είναι γνωστό αν η φράση "τεῖ οἰκίει ὅλει" (κι επομένως και το χρηματικό ποσό του δανείου) περιλαμβάνει και την επίπλωση του σπιτιού. Συνήθως σε επιγραφικά κείμενα αγοραπωλησιών τα αντικείμενα που αναφέρονται ξεχωριστά, είναι οι θύραι, οι κέραμοι, οι πίθοι, και τα σκεύη, όπως στην περίπτωση της IG II 5, 872.
Κείμενα, όπως του Μενάνδρου (4ος π.Χ αιώνας), του Αθήναιου (3ος μ.Χ. αιώνας) και υστερότερων λεξικογράφων (όπως του Πολυδεύκη) που αναφέρουν όρους πρωιμότερων εποχών, συμπληρώνουν την εικόνα των επίπλων στον ιδιωτικό χώρο. Από το κείμενο του Μενάνδρου (Δειπνοσοφισταί) μαθαίνουμε ότι κάποια έπιπλα δανείζονταν από εύπορους σε λιγότερο εύπορους ιδιοκτήτες. Για τη ρωμαϊκή εποχή αποθησαυρίστηκαν κείμενα όπως το Σατυρικό του Πετρωνίου, το οποίο γράφτηκε πιθανότατα τον 1ο μ.Χ. αιώνα. Εκεί, σε μία πολυτελή για τα δεδομένα της εποχής οικία, μπορούμε μέσα από τη ροή της αφήγησης να κατανοήσουμε καλύτερα τη θέση των επίπλων στον χώρο. Όροι επίπλων αντλήθηκαν, επίσης, από κείμενα του Οβιδίου (Μεταμορφώσεις), Βάρρονα (De lingua latina), του Λιβίου (Ab urbe condita),του Απουλίου (Χρυσός Γάιδαρος), του Πλινίου (Naturalis Historia), του Σουετώνιου (Caligula) και του Γιουβενάλη (Σάτιρες), και, φυσικά, από τα τεχνικά κείμενα του Βιτρουβίου. Νέοι τύποι επίπλων, όπως το arcisellium (κάθισμα με στρογγυλή πλάτη), κάνουν την εμφάνισή τους σε μία περίοδο κατά την οποία η πολυτέλεια και η επίδειξή της είναι εμφανείς.
Η βάση περιλαμβάνει ενδεικτικά και έπιπλα που έχουν ανασκαφεί και ανάγονται χρονολογικά στην υπό εξέταση περίοδο. Ωστόσο, απαιτείται προσοχή στην αντιστοίχιση των όρων, που απαντούν σε όλες τις προαναφερθείσες πηγές, και των αρχαιολογικών καταλοίπων. Στο σημείο αυτό, μελέτες όπως των Darrell A. Amyx και William K. Pritchett σχετικά με την ορολογία των 'Αττικών Στηλών', καθώς και της Elfriede Brümmer για τα κιβωτίδια, είναι εξαιρετικά βοηθητικές στην αναγνώριση τύπων επίπλων που αναφέρονται με περισσότερους του ενός όρους.
Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο της σχετικής ορολογίας είναι οι γεωγραφικοί όροι με τους οποίους προσδιορίζονται στις πηγές συγκεκριμένοι τύποι κλινών ή δίφρων. Διαβάζουμε για χιακές, μιλησιακές ή σικελικές κλίνες, χωρίς να γνωρίζουμε αν ο συγκεκριμένος γεωγραφικός προσδιορισμός αναφέρεται στην περιοχή κατασκευής των κλινών, τον ιδιαίτερο τύπο τους ή την προέλευση των κατασκευαστών τους. Ωστόσο, αυτοί οι όροι μαρτυρούν ένα ιδιότυπο δίκτυο με τη μεταφορά της κατασκευαστικής γνώσης. Δεν έχουμε απτά παραδείγματα για την ιδιαίτερη μορφή μιας χιακής κλίνης, αλλά η επανάληψη του όρου στις ‘Αττικές Στήλες’, στον Αθήναιο, καθώς και στις ιερές επιγραφές του Παρθενώνα, σηματοδοτεί ένα δίκτυο γνώσης. Η ιδιότητα, η λειτουργία και τα είδη των υλικών είναι άμεσα συνδεδεμένα με τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ένα τέτοιο δίκτυο, διασταυρώνοντας τεχνίτες και τεχνικές. Άλλωστε στη Μεσόγειο τέτοια δίκτυα γνώσης προσφέρονται για επιλεγμένες περιπτώσεις μελέτης[6].
Η βάση δεδομένων σχεδιάστηκε εξαρχής για τις ανάγκες του έργου και περιλαμβάνει τα ακόλουθα πεδία:
• ID (αύξων αριθμός εισαγωγής)
• Τεκμηρίωση (όπου αναφέρεται αν αποδελτιώνεται εύρημα ή κείμενο)
• Όρος (όπως αυτός αναφέρεται στις πηγές)
• Κατηγορία (η ευρύτερη ομάδα στην οποία εντάσσεται ο όρος σε νεοελληνική απόδοση)
• Περιγραφή (αν αναφέρεται στην πηγή, ή περιγραφή του αντικειμένου, εφόσον πρόκειται για αντικείμενο ανασκαφής)
• Χρήση (οικιακή, ταφική, λατρευτική)
• Τόπος (εύρεσης, αν πρόκειται για αντικείμενο ανασκαφής, ή αν αναφέρεται στην πηγή). Οι συντεταγμένες του τόπου είναι ιδιαιτέρως σημαντικές για την απεικόνιση του όρου στον χάρτη
• Υλικό (αν αναφέρεται στην πηγή, ή περιγραφή του, εφόσον πρόκειται για αντικείμενο ανασκαφής)
• Χρονολόγηση (του ευρήματος ή προσδιορισμός της χρονολόγησης της πηγής)
• Πηγές (φιλολογικές)
• Σχολιασμός (νεώτερος βιβλιογραφικός σχολιασμός ή δημοσίευση, εφόσον πρόκειται για αντικείμενο ανασκαφής)
• Απεικόνιση (των αντικειμένων ανασκαφής, σε ξεχωριστό φάκελο φωτογραφιών)
ΒΑΣΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Andrianou D., The Furniture and Furnishings of Ancient Greek Houses and Tombs, Cambridge 2009.
Brümmer E., Griechische Truhenbehälter, JDI 100 (1988), 1-168.
Cahill N., Household and City Organization at Olynthus, New Haven-London 2002.
Pritchett W. K., The Attic Stelai, Part I, Hesperia 22 (1953), 225-299.
Pritchett W. K.,The Attic Stelai, Part II, Hesperia 25 (1956), 178-317.
Rebay-Salisbury K. - Brysbaert Α. - Foxhall L. (επιμ.), Knowledge Networks and Craft Traditions in the Ancient World, Material Crossovers, New York 2015.
Richter G. M. A., The Furniture of the Greeks, Etruscans and Romans, New York 1966.
Σισμανίδης K. Κλίνες και κλινοειδείς κατασκευές των Μακεδονικών τάφων, Αθήνα 1997.
Βυζαντινά έπιπλα. Παραγωγή και διακίνηση. Χαρακτηριστικά παραδείγματα από τους παπύρους, τα έγγραφα, τα ιστορικά κείμενα και την Αγιολογία.
Υπεύθυνος: Ηλίας Αναγνωστάκης
Συνεργάτρια: Μαρία Λεοντσίνη
Για τη δημιουργία της βάσης δεδομένων για τα βυζαντινά έπιπλα επικεντρωθήκαμε κυρίως στην επεξεργασία των μαρτυριών, οι οποίες υπάρχουν στους βυζαντινούς παπύρους (3ος-8ος αιώνας)[7], σε επιλεγμένα έγγραφα και κείμενα βυζαντινών ιστορικών και στην Αγιολογία. Επελέγησαν, δηλαδή, μόνον οι πιο χαρακτηριστικές μαρτυρίες από τη βυζαντινή ιστοριογραφία και αγιολογία, ενώ αξιοποιήθηκαν αναλυτικότερα τα πρωτόκολλα των επίσημων αυτοκρατορικών εκδηλώσεων, τα οποία συγκεντρώνονται στο έργο Ἔκθεσις τῆς Βασιλείου Τάξεως ή Περὶ Βασιλείου Τάξεως (De Cerimoniis)[8]. Επίσης, αποδελτιώθηκαν δύο έγγραφα που ενέχουν θέση παραδείγματος, ένα του 5ου (μία επιστολή) και ένα του 13ου αιώνα (μία διαθήκη)[9]. Ιδιαίτερα η επιστολή προσφέρει όσο καμία άλλη πηγή πληθώρα στοιχείων για τη διακίνηση πολύτιμων ειδών οικοσκευής από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στην Κωνσταντινούπολη και επιτρέπει με βάση κάποια ευρήματα να αναζητηθούν αντίστοιχα δίκτυα διακίνησης όμοιων αντικειμένων προς την Ιταλία, τη Ρώμη και τη Ραβέννα, κατά τον 6ο αιώνα.
Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι οι πληροφορίες της επιστολής για την οικοσκευή μάλλον δεν επιδέχονται αμφισβήτηση, σε αντίθεση με άλλες πηγές που χαρακτηρίζονται για τη ρητορική και την αρχαιογνωστική τους εκζήτηση και άρα δεν είναι πάντα βέβαιο ότι αντανακλούν τις πραγματικότητες των μεγάλων πόλεων ή επαρχιών της αυτοκρατορίας, όπου έζησαν και έδρασαν οι συγγραφείς (Κωνσταντινούπολη, Αντιόχεια, Αλεξάνδρεια, Ρώμη, Μικρά Ασία, Κύπρο, Συρία, Παλαιστίνη)[10]. Η επιστολή (η οποία σώζεται στα λατινικά και γι΄ αυτό η ορολογία της παρουσιάζει ειδικό ενδιαφέρον) αλλά και τα πλούσια δώρα που αναφέρει, εστάλησαν από τον πατριάρχη Κύριλλο Αλεξανδρείας στην Κωνσταντινούπολη το 432/3. Απαριθμούνται χρηματικά ποσά και δώρα (πολλά έπιπλα μάλιστα από ελεφαντόδοντο) που πρέπει να μοιραστούν σε αξιωματούχους και μάλιστα κουβικουλαρίους στην Κωνσταντινούπολη, για να εξαγορασθούν συνειδήσεις κατά τις θεολογικές χριστολογικές έριδες στις οποίες ο Κύριλλος, ως πατριάρχης Αλεξανδρείας, πρωταγωνιστούσε. Σύμφωνα με τους σχολιαστές της επιστολής, οι οποίοι έχουν υπολογίσει τον αριθμό και την τιμή των δώρων, από την Αλεξάνδρεια στην Κωνσταντινούπολη εστάλησαν μαζί με 77.760 χρυσά νομίσματα 60 scamna καθίσματα (οκτώ από ελεφαντόδοντο, eburnea), 14 cathedrae eburneae (θρόνοι από ελεφαντόδοντο), πλήθος παραπετασμάτων, κουρτίνες και καλύμματα επίπλων, όπως 36 καλύμματα θρόνων, 22 mensalia (καλύμματα τραπεζιού) και πολλά scamnalia (καλύμματα καθισμάτων)[11].
Όσον αφορά τους βυζαντινούς παπύρους από την Αίγυπτο, κυρίως σε αυτούς που διασώζουν διάφορα έγγραφα -όπως αγοραπωλησίες, καταγραφές περιουσιακών στοιχείων, διαθήκες- υπάρχουν πλούσιες αναφορές σε έπιπλα, αλλά η συχνά μαρτυρούμενη εμπορία τους ελάχιστα στοιχεία προσφέρει για τον εντοπισμό δικτύων. Στην καλύτερη περίπτωση θα μπορούσαμε να υποθέσουμε την ύπαρξη δικτύων διακίνησης μεταξύ της Αλεξάνδρειας και αιγυπτιακών νομών και κωμοπόλεων. Τα περισσότερα έπιπλα (κρεβάτια, τραπέζια, κιβώτια, καθίσματα) χαρακτηρίζονται ξύλινα, αναφέρονται όμως και κατασκευές από άλλα υλικά, όπως τραπέζια από χαλκό, γυαλί, αλάβαστρο, καθώς και διάφορα καθίσματα από σίδηρο. Χαρακτηριστικά, ένα ξύλινο τραπέζι περιγράφεται ως μονόπτυχο, ενώ ορισμένα κρεβάτια, προφανώς από ξύλο, καλούνται ελαφρά. Από ξύλο, έβενο και ελεφαντόδοντο, αλλά και από χαλκό και ασήμι είναι κάποιες θήκες και ερμάρια του 6ου-8ου αιώνα.
Χρήσιμη για την τυπολογία των επίπλων στους παπύρους του 3ου αιώνα είναι μία αναφορά για κράβακτον Αἰγύπτιον, δηλαδή κρεβάτι αιγυπτιακού τύπου φτιαγμένο από ιτιά[12]. Επίσης, ενδιαφέρον παρουσιάζουν ορισμένες αναφορές παπύρων του 2ου και 3ου μ. Χ. αιώνα σε τραπέζι από ρείκι (μαγίς ἐρικίνη)[13], καθώς και σε τράπεζα κουρική και δίφρον κουρικόν[14]. Επίσης, αν και το έπιπλο και η λέξη δίεδρος–δίεδρον είναι αρχαία, και τα συναντάμε συχνά στους ελληνιστικούς παπύρους, πιο διαδεδομένος είναι ο τύπος διέδριον στην ύστερη αρχαιότητα και απαντά συχνότερα σε ιατρικά συμφραζόμενα. Θεωρήθηκε ότι θα μπορούσε να είναι μια περίπτωση «chaise longue», αλλά τελικά μεταφράζεται «κάθισμα για δύο», «a double seat, a kind of carriage with seating for two»[15]. Aς σημειωθεί ότι στις αγοραπωλησίες επίπλων –όπως στην περίπτωση που αναφέρθηκε για το τραπέζι από ρείκι– κατονομάζονται συνήθως τόσο τα υλικά όσο και οι τιμές, γεγονός που μπορεί να επιτρέψει σημαντικές διαπιστώσεις για την οικονομία, τις διάφορες τιμές ανά εποχή και την εμπορία των επίπλων.
Και μια απορία-διαπίστωση: πώς αλήθεια εξηγείται η σχετικά μικρή παρουσία πολύτιμων και κυρίως επίπλων από ελεφαντόδοντο στους βυζαντινούς παπύρους, όταν συγκριτικά οι πάπυροι αυτοί εκτείνονται σε μια τόσο μεγάλη χρονική διάρκεια σε σχέση με τα δώρα μιας μόνον χρονικής στιγμής, όπως αυτά της επιστολής του Κυρίλλου; Αν η απορία δεν ανακύπτει απλώς από μια τυχαία διάσωση μέρους-δείγματος εγγράφων και παπυρικού υλικού, η απάντηση θα μπορούσε να είναι σχετικά απλή: οι εν λόγω πάπυροι αφορούν αγροτικούς νομούς της Αιγύπτου, επαρχίες που, παρά τη σχετική ευμάρειά τους, δεν συγκρίνονται με τον πλούτο της Αλεξάνδρειας. Έτσι εξηγείται η συχνότερη αναφορά σε κατασκευές από ξύλο, ιτιά ή ρείκι, ενώ σπανίζουν αναφορές σε πολύτιμες και ακριβές κατασκευές από χρυσό, έβενο και ελεφαντόδοντο. Η Αλεξάνδρεια, μέγα διοικητικό, οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο, ουσιαστικά προμηθεύεται από την αφρικανική ενδοχώρα, το Αξούμ, την Ερυθρά και τη Μεσόγειο θάλασσα, κάθε πολύτιμο υλικό (χρυσό, άργυρο, ελεφαντόδοντο κλπ.) και το επεξεργάζεται προωθώντας ακολούθως τα προϊόντα, είτε ως εμπορεύσιμα τέχνεργα είτε ως δώρα, παντού στη Μεσόγειο και πρώτιστα στην Κωνσταντινούπολη, την Παλαιστίνη, την Αντιόχεια και τη Ρώμη[16].
Κατά τους πρωτοβυζαντινούς χρόνους, έπιπλα από πολύτιμα μέταλλα ή με πολυτελείς διακοσμήσεις μεταφέρονταν σε μακρινές αποστάσεις ως αυτοκρατορικά δώρα και συνήθως περιλαμβάνονταν στις υποχρεώσεις που προβλέπονταν στις διμερείς συνθήκες ανάμεσα στο Βυζάντιο, τους βασιλείς των Περσών και τον χαγάνο των Αβάρων[17]. Χρυσές κλίνες βρίσκονταν ανάμεσα στα πολύτιμα αντικείμενα που οι βυζαντινοί αυτοκράτορες, όπως ο Ιουστινιανός Α΄ και ο Μαυρίκιος, έστειλαν στον χαγάνο των Αβάρων[18], ενώ χρυσή τράπεζα στάλθηκε από τον τελευταίο στον Πέρση βασιλιά Χοσρόη Β΄ (591) που είχε καταλάβει το Δάρας[19]. Χρυσόπαστος τράπεζα (διὰ χρυσοῦ διακοσμημένη) περιλαμβανόταν στα πολύτιμα είδη που έλαβαν οι Άβαροι από τη βυζαντινή Σιγγηδόνα (σημερινό Βελιγράδι) και τα μετέφεραν στο Σίρμιο (591/2) ως αντάλλαγμα για την παύση της πολιορκίας της[20]. Κλίνες σφυρήλατες από χρυσό και πολύτιμες τράπεζες κατείχαν επίσης οι Ούννοι–Τούρκοι (Άβαροι), που εισέπρατταν φόρους από τους Πέρσες και το κράτος τους εκτεινόταν από τον Δούναβη ως τον Δνείπερο, τον Έλβα και τις Βαλτικές χώρες[21]. Όταν, όμως, ηττήθηκαν στη Σουανία (Κολχίδα) από τον Πέρση Βαράμ (στρατηγό του βασιλιά Ορμίσδα Δ΄), τέτοια ακριβώς πολύτιμα έπιπλα αναφέρεται ότι μεταφέρθηκαν ως λάφυρα στην έδρα του περσικού βασιλείου, Κτησιφώντα (589/90). Το γεγονός ότι γνωρίζουμε την αναγκαστική διακίνηση και τις ανταλλαγές αυτών των πολύτιμων επίπλων ανάμεσα στους ηγέτες του 6ου αιώνα (ως λάφυρα ή ως δώρα), χωρίς να έχουμε σχετική αρχαιολογική τεκμηρίωση, έχει οδηγήσει στην υπόθεση ότι τα συγκεκριμένα έπιπλα, όπως χρυσές και αργυρές κλίνες, τράπεζες και άλλα τεχνουργήματα από πολύτιμα μέταλλα, ρευστοποιούνταν για να καλύψουν τις ανάγκες κοπής νομισμάτων.
Οι αρχαίες λέξεις κλίνη, στιβάς, αν και χρησιμοποιούνται διαχρονικά και κυρίως από λόγιους βυζαντινούς συγγραφείς, τις βρίσκουμε, ωστόσο, και ως υποκοριστικά κλινάριον, κλινίδιον, στιβάδιον σε δημώδη χρήση. Βέβαια, ο όρος στιβάς, αν και θα μπορούσε επίσης να δηλώνει γενικά την κλίνη (αναφέρονται στιβάδες από ελεφαντόδοντο)[22], δήλωνε κυρίως, σε αντίθεση με την κλίνη, κάθε επίσημη ή πρόχειρη στρωμνή[23]. Επίσης πολλές φορές οι ίδιες αυτές λέξεις δήλωναν ακριβώς τα ίδια αντικείμενα[24]. Άλλες πάλι φορές οι όροι κλίνη, στιβάς, αντιστοιχίζονται με τον όρο σκίμπους που σημαίνει επίσης κλίνη, ή όλα αυτά χρησιμοποιούνται σχεδόν αδιάφορα από τους λογίους, για να δηλώσουν όχι κάποιο συγκεκριμένο έπιπλο αλλά απλώς τη στρωμνή. Αρκεί να δώσουμε ένα αυτοκρατορικό παράδειγμα, το οποίο δηλώνει τα δύο κοινωνικά άκρα της χρήσης των κρεβατιών (πλούσιοι –φτωχοί και ταπεινοί, πολύτιμα- ξύλινα )· αυτό του αυτοκράτορα Μαυρικίου (582-602), ο οποίος φημιζόταν για τα πολύτιμα κρεβάτια του αλλά κυρίως τον θρόνο του (μοναδικό κειμήλιο προς επίδειξη στο παλάτι, κατά τους επόμενους αιώνες). Αποδίδεται, λοιπόν, στον Μαυρίκιο μια πρακτική ανάπαυσης σε ξύλινο κρεβάτι, δηλαδή ένας κοινός τόπος, όπου ο ηγεμόνας δίνει το παράδειγμα ταπεινότητας και απορρίπτει την πολυτέλεια και τον πλούτο. Σύμφωνα με τον Σιμοκάττη, ο αυτοκράτορας παραμέριζε τις χρυσές με πολύτιμους λίθους κλίνες και ξάπλωνε όλη την νύχτα στον ξύλινον σκίμποδα που κάποτε ανήκε σε ένα άγιο άνδρα, και έτσι έπαιρνε την ευλογία από την ξυλίνην στιβάδα[25]. Ας σημειωθεί ότι για όλα αυτά τα έπιπλα δεν διαθέτουμε αναλυτική περιγραφή και σπάνια δίνονται τα υλικά κατασκευής τους, όπως σε αυτήν εδώ την περίπτωση, μόνον για να δηλωθεί ο πλούτος, η φτώχεια και η ταπεινοφροσύνη του χρήστη. Σημειωτέον ότι ο Σιμοκάττης αναφέρει και το χρυσό κρεβάτι (κλίνην χρυσῆν) που έστειλε ο Μαυρίκιος στον Χαγάνο, δώρο που δεν έγινε αποδεκτό και επεστράφη και, κατά μια άποψη, ταυτίζεται με το αναφερόμενο αργότερα να υπάρχει στο Παλάτι κραββάτιον τῆς λύπης[26].
Πολυτελή επίπλωση διέθεταν οι αριστοκρατικές οικίες στις μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας, ειδικά κατά την πρωτοβυζαντινή εποχή (4ος-6ος αιώνας). Στο λιμάνι των Κεγχρεών (Σαρωνικός Κόλπος) βρέθηκαν κομμάτια από ἀρμάριο (πυργίον), καρέκλες και τραπέζια κατασκευασμένα από ξύλο, μέταλλα και ελεφαντόδοντο, εξαιρετικής τέχνης, που ανήκαν σε τρικλίνιο, τα οποία, ίσως, είχαν μεταφερθεί από την Αίγυπτο ως μέρος της οικοσκευής υψηλού αξιωματούχου (4ος-5ος αιώνας)[27]. Όταν οι πλούσιοι αριστοκράτες, κατά την μεταβατική εποχή (7ος-8ος αιώνας), μετακινούνται προς τις μητροπόλεις και κυρίως την Κωνσταντινούπολη, η διακίνηση πολυτελών επίπλων περιορίζεται. Εκτός από σπάνιες περιπτώσεις, σχεδόν πάντα κέντρο και αφετηρία για τις μεταφορές πολύτιμων επίπλων είναι η βυζαντινή πρωτεύουσα ή άλλες μεγάλες πόλεις. Τράπεζα ἐλεφαντίνη (από ελεφαντόδοντο ή καλυμμένη με ελεφαντοστέινα πλακίδια) ἀρχαίαν περικεχρυσωμένην στρογγυλοειδῆ παμμεγέθη, ὡς καθέζεσθαι ἐν αὐτῇ ἄνδρας τριάκοντα ἕξ υπήρχε, σύμφωνα με τον Βίο του αγίου Φιλαρέτου, στην έπαυλή του στην Άμνια κοντά στη Γάγγρα της Παφλαγονίας, στις αρχές του 8ου αιώνα. Η συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεί εξαίρεση. Πιθανόν το αγιολογικό κείμενο χρησιμοποιεί το στοιχείο αυτό για να δηλώσει την αριστοκρατική καταγωγή του βιογραφούμενου αγίου-ήρωα[28].
Όσον αφορά τα έπιπλα των ανακτόρων, αν και η οικοσκευή του Ιερού Παλατίου δεν μπορεί να θεωρηθεί τεκμήριο της οικοσκευής των μέσων ή ακόμη και των ανώτερων κοινωνικών ομάδων[29], η συστηματική καταγραφή τους στην ηλεκτρονική βάση, από τα πρωτόκολλα του Περί βασιλείου τάξεως, κρίνεται χρήσιμη τόσο για την κατανόηση της σχετικής ορολογίας, που απαντά και σε άλλα κείμενα, όσο και για την ανάδειξη της συμβολής των λειτουργικών και τελετουργικών χρήσεων αυτών των ιδιαίτερων επίπλων στην προβολή της αυτοκρατορικής ισχύος. Στο Περί βασιλείου τάξεως, πολλά από τα αναφερόμενα είδη επίπλων και οι ονομασίες τους συνεχίζουν την παράδοση της ύστερης αρχαιότητας, όταν δηλαδή στην ελληνιστική ορολογία έχει τεθεί πλέον η σφραγίδα της ρωμαϊκής διοίκησης, δημιουργώντας μια ελληνορωμαϊκή κοινή. Έτσι, χρησιμοποιούνται οι γνωστοί μας αρχαίοι όροι, δίφρος, θρόνος, καθέδρα, κλίνη αλλά και κράβαττος, ὑποπόδιον, τράπεζα, και τα σχετικώς νεότερα κάθισμα, τραπέζιον και παρατράπεζα, παρατράπεζον, παρατραπέζιον και τα λατινικής καταγωγής ἀκ(κ)ούβιτον, σελλίον, σένζον(ς), σκάμνος-σκαμνίον (μικρόν σκαμνίον, μακροσκαμνίον), σκρίνιον, ταβλίν[30].
Τα πολυτελή έπιπλα των βυζαντινών ανακτόρων έπαιζαν οργανικό ρόλο στη διεξαγωγή του τελετουργικού τυπικού στο Ιερό Παλάτιο[31]. Θρόνοι (θρόνος της βασιλείας) και άλλα αυτοκρατορικά καθίσματα (σέν(τ)ζος, σέν(τ)ζον, σέσσος από το λατινικό sessus, sella curulis)[32], τράπεζες, κλίνες, κρεβάτια, ερμάρια ή σκευοφυλάκια (πυργίον, πενταπύργιον)[33], αναφέρονται να χρησιμοποιούνται στις αυτοκρατορικές τελετές, μερικές φορές μεταφέρονταν από αίθουσα σε αίθουσα ή μεταξύ ανακτόρων και ναών[34]. Ως προς τα υλικά κατασκευής, το σχήμα, το μέγεθος και τη χρήση δίδονται σχετικές πληροφορίες. Όντως τα αυτοκρατορικά έπιπλα μαζί με τα μηχανικά αὐτόματα ήταν έργα περίτεχνα, γεννούσαν και πάντα γεννούν την απορία, τουλάχιστον όπως μας παραδίδονται σε απίθανες, υπερβολικές περιγραφές και μυθοπλασίες: Αλήθεια ή Μύθος; Στο παλάτι υπήρχαν προφανώς διάφοροι μεγαλοπρεπείς θρόνοι και το χρυσό τραπέζι του αυτοκράτορα από πολύτιμους λίθους και μαργαριτάρια (βασιλικὸν τραπέζιον χρυσοῦν διὰ λίθων καὶ μαργαριταρίων)[35], αλλά και άλλα μικρά και μεγάλα χρυσά τραπέζια. Εντύπωση, βέβαια, προκαλεί η παντελής απουσία αναφοράς σε τραπέζια, κλίνες και καθίσματα από ελεφαντόδοντο, ενώ μνημονεύονται ελεφαντοστέινες θύρες και ταβλία. Γνωρίζομε ότι γενικά υπήρχε πληθώρα ελεφαντοστέινων κιβωτίων και πυξίδων. Κάποια κρεββάτια, σκαμνία, τραπέζια, που έπαιρνε ο αυτοκράτορας μαζί του όταν επρόκειτο να εκστρατεύσει, χαρακτηρίζονται συστελτά, ἵνα καθέζονται εἰς ἓν ἕκαστον σκαμνίον ἄνδρες γʹ[36] .
Στο έργο Ἔκθεσις τῆς Βασιλείου Τάξεως αναφέρονται έπιπλα των οποίων η ειδική χρήση και οι ονομασίες δεν μνημονεύονται πουθενά αλλού και προφανώς χρησιμοποιούνται αποκλειστικά στα ανάκτορα. Έτσι, αναφέρονται έπιπλα και σκεύη ιδιόμορφης κατασκευής και χρήσης, ορισμένα με ειδικό συμβολισμό, όπως τα διάφορα σένζα παλαιών αυτοκρατόρων αλλά και τα κραββάτιον τῆς λύπης, κραββάτιον τῆς χαρᾶς, κανοθήκη, πυργίον, πενταπύργιον, ποτηροπλύτης, τα οποία συνυπάρχουν στον ίδιο χώρο του παλατιού, κατά τρόπο βαθειά συμβολικό, χρηστικό, αλλά μάλλον ακόμη ανερμήνευτο. Από όλα αυτά το μοναδικό πενταπύργιον, «this famous object of art» (περιφανές κτῆμα), θεωρήθηκε από τους βυζαντινολόγους «a sort of vast wardrobe - a treasure – made of five towers», «une sorte de vaste armoire –un trésor– composée de cinq tours»[37].
Η παραγωγή πολυτελών βυζαντινών επίπλων κατά την μεσοβυζαντινή περίοδο περιορίστηκε στην Κωνσταντινούπολη και τις λίγες πλέον μεγάλες πόλεις. Αν και η Αλεξάνδρεια –φημισμένη για τα εργαστήρια αντικειμένων από πολύτιμα μέταλλα και ελεφαντόδοντο– πέρασε στα χέρια των Αράβων, η κομβική συμβολή της στη βιοτεχνία και το εμπόριο δεν σταμάτησε. Το ελεφαντόδοντο από τις Ινδίες και την Αφρική έφτανε στην Αλεξάνδρεια μέσω της Ερυθράς θάλασσας και του Νείλου[38]. Η διακίνηση και το εμπόριο πολύτιμων μετάλλων και ελεφαντόδοντου διατηρήθηκε στην Αλεξάνδρεια μέσω ιδιωτών, στις δραστηριότητες των οποίων ασκούνταν πάντοτε κρατικός έλεγχος[39]. Γραπτές και αρχαιολογικές μαρτυρίες δείχνουν, ωστόσο, ότι η υψηλή τέχνη της πολυτελούς επιπλοποιίας συνέχισε να αναπτύσσεται στην Κωνσταντινούπολη, όπως, άλλωστε, και όλοι οι τομείς της μικροτεχνίας. Μια αγία τράπεζα από ασήμι και χρυσό παραγγέλθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τον δόγη Πέτρο Α΄ Ορσέολο (976-978) και μια Pala d' Oro (antependium, τοποθετείται πίσω από την αγία τράπεζα) για την εκκλησία των δόγηδων από τον Ορντελάφο Φαλιέρ (1105), ενώ θύρες από ορείχαλκο με εμπίεστη διακόσμηση από ασήμι εξήχθησαν από τη βυζαντινή πρωτεύουσα στην Ιταλία (Αμάλφι, Μοντεκασσίνο, Βενετία και αλλού, 1060-1100). Υπάρχουν, επίσης, μαρτυρίες για πώληση επίπλων από την Κωνσταντινούπολη στις αγορές της Αιγύπτου και της Παλαιστίνης[40]. Η διακίνηση των επίπλων σε όλη τη μεσοβυζαντινή εποχή παρουσιάζει σταθερά σημεία ανταλλαγών, με την Κωνσταντινούπολη να αποτελεί την κομβική θέση του δικτύου, μέσω του οποίου διακινούνταν με τη μεγαλύτερη συχνότητα τα έπιπλα και ειδικά εκείνα με τη μεγάλη καλλιτεχνική και εμπορική αξία.
Το έπιπλο από την αρχαιότητα μέχρι την προβιομηχανική εποχή ως κοινωνικό δίκτυο γνώσης
Υπεύθυνος: Δημήτρης Δημητρόπουλος
Συνεργάτρια: Φιλίππα Χορόζη
Στο πλαίσιο του συγκεκριμένου έργου του προγράμματος «Κρηπίς» – Κύρτου πλέγματα έγινε προσπάθεια να αποδελτιωθούν νεοελληνικά ιστορικά τεκμήρια με σκοπό να συγκεντρωθούν όροι που αφορούν την οικιακή επίπλωση. Για τον εντοπισμό των λέξεων που αποδίδουν οικιακά έπιπλα αποδελτιώθηκαν εκδεδομένοι νοταριακοί ή εκκλησιαστικοί κώδικες ή και λυτά νοταριακά και άλλα δικαιοπρακτικά έγγραφα (προικοσύμφωνα, διαθήκες, ιβεντάρια, κατάλογοι περιουσιών). Τα τεκμήρια αυτά χρονολογούνται στον 16ο, 17ο, 18ο και αρχόμενο 19ο αιώνα, μέχρι την ίδρυση του ελληνικού κράτους και προέρχονται από ένα ευρύ γεωγραφικό φάσμα, που περιλαμβάνει νησιωτικές και ηπειρωτικές περιοχές.
Η αποδελτίωση στη φάση αυτή του έργου απέδωσε 207 δελτία με διαφορετικούς ονοματικούς προσδιορισμούς επίπλων. Οι λέξεις έχουν ομογενοποιηθεί στη συνήθη ή επικρατούσα γραφή της λέξης και με μονοτονικό σύστημα, αναφέρονται όμως και διαφορετικοί τρόποι εκφοράς του όρου, π.χ. «πάγκος» – «μπάγκος» ή «πάγκος» – «μπάνκος», για τα τεκμήρια που απαντά η αντίστοιχη γραφή.
Ο κάθε όρος που αποδίδει ονομασία επίπλου καταγράφεται στο αρχαιότερο τεκμήριο εκάστου τόπου και επαναλαμβάνεται εάν απαντά σε μεταγενέστερο τεκμήριο της ίδιας περιοχής με συμπληρωματικά στοιχεία ή παραλλαγές. Για παράδειγμα ο όρος «αρμάρι» καταγράφεται στο πρώτο τεκμήριο του Ηρακλείου που εντοπίστηκε σε διαθήκη του έτους 1512, καταγράφεται όμως και σε μεταγενέστερα τεκμήρια της ίδιας περιοχής όταν φέρει και συμπληρωματικά ή διευκρινιστικά στοιχεία της χρήσης του («αρμάρι φουρνίδον», ή «αρμάρι ταλπεδένιο»). Ο όρος καταγράφεται επίσης αν έχει εντοπιστεί και σε τεκμήρια άλλων περιοχών προκειμένου να φανεί η γεωγραφική του διασπορά. Συνολικά εντοπίστηκαν 58 μοναδικοί όροι που αποδίδουν διαφορετικά έπιπλα ή παραλλαγές επίπλων.
Η γεωγραφική διασπορά των τεκμηρίων που έχουν εξεταστεί είναι ευρεία, αλλά θα συμπληρωθεί και θα επεκταθεί με τη συνέχιση του έργου, καθώς αυτή είναι αναγκαία για την εγκυρότητα των όποιων πορισμάτων μπορούν να προκύψουν από τη χρήση της ψηφιακής εφαρμογής. Στην παρούσα φάση του έργου έχουν αποδελτιωθεί τεκμήρια από τις ακόλουθες περιοχές:
- Κρήτη: Ρέθυμνο, Χανιά, Ηράκλειο και γειτονικούς οικισμούς.
- Κυκλάδες: Άνδρος, Θήρα, Ίος, Κέα, Κίμωλος, Μήλος, Νάξος, Πάρος, Σίφνος.
- Σποράδες: Σκύρος.
- Νησιά βορειοανατολικού Αιγαίου: Λέσβος, Χίος.
- Επτάνησα: Κέρκυρα, Κεφαλονιά.
- Δωδεκάνησα: Πάτμος.
- Στερεά Ελλάδα: Αθήνα, Σαλαμίνα.
- Θεσσαλία, Μακεδονία: Λάρισα, Τρίκαλα, Τύρναβος, Σιάτιστα.
Στην αποδελτίωση των τεκμηρίων μετείχαν στο πλαίσιο προγραμμάτων πρακτικής άσκησης οι φοιτητές: Εύα Βαλαβάνη, Βασιλική Βάρσου, Ηρακλής Κορδατζάκης-Κούρτοβικ, Λαμπρινή Πασχέντη, Δήμητρα Χριστάκη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
(Περιλαμβάνονται μόνο οι μελέτες που έχουν αποδελτιωθεί για τις ανάγκες της ψηφιακής εφαρμογής)
Ανδρέας Αμάραντος Νοταριακές Πράξεις Αρακλί Κεφαλονιάς (1548-1562), επιμ. Mοσχονάς N. - Bαγιωνάκης X. - Kατσίβελα O. - Mιχαλαγά Δ. - Mπελαβγένη B. - Mπλέτας Μ., Αθήνα 2001.
Ανέκδοτα Ανδριακά έγγραφα του δεκάτου έκτου αιώνος, επιμ. πολέμης Δ., Άνδρος 1999.
ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ Ξ., Προίκα και προικοσύμφωνα στη Σκύρο επί Τουρκοκρατίας, Επετηρίς Κέντρου Ερεύνης Ιστορίας Ελληνικού Δικαίου 31 (1995), 151-248.
Αρχείο εγγράφων Σκύρου, επιμ. ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ Ξ., Αθήνα 1990.
ΒΙΣΒΙΖΗΣ Ι., Αι μεταξύ συζύγων περιουσιακαί σχέσεις εις την Χίον κατά την Τουρκοκρατίαν, Επετηρίς του Αρχείου Ιστορίας Ελληνικού Δικαίου 1 (1948), 1-164.
ΒΙΣΒΙΖΗΣ Ι., Το κληρονομικόν δικαίωμα των συζύγων επί ατέκνου γάμου εις την Πάρον κατά τον 18ον αιώνα, Επετηρίς του Αρχείου της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου 8 (1958), 135-203.
Γιάκουμος Σουριάνος Νοτάριος Κάστρου Κατάστιχο 1570-1598, επιμ. ΖΑΠΑΝΤΗ Σ., Αργοστόλι 2001.
Εμμανουήλ Τοξότης Νοτάριος Κερκύρας Πράξεις (1500-1503), επιμ. ΠΑΝΤΑΖΗ Σ. - ΑΓΓΕΛΟΜΑΤΗ-ΤΣΟΥΓΚΑΡΑΚΗ Ε. - ΜΑΥΡΟΜΑΤΗΣ Γ., Κέρκυρα 2007.
Η Σύρος επί Τουρκοκρατίας. Η δικαιοσύνη και το δίκαιον, επιμ. ΔΡΑΚΑΚΗΣ Α., Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών 6(1967), 63-492.
ΚΑΒΒΑΔΑΣ Σ., Οι κώδικες της Χίου, Χίος 1950.
ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ Κ. Π., Λαογραφικά σύλλεκτα εξΊου, Λαογραφία 2 (1910), 591-637.
ΚΥΡΙΑΚΟΥ Δ., Άνδρος ιστορία και πολιτισμός, Αθήνα 1966.
Κώδιξ Μητροπόλεως Σισανίου και Σιατίστης ιζ΄- ιθ΄αι., επιμ. ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ Ν., Θεσσαλονίκη 1974.
Μανόλης Βαρούχας Νοταριακές Πράξεις Μοναστηράκι Αμαρίου (1597-1613), επιμ. BAKKER W. - VAN GEMERT A., Ρέθυμνο 1987.
Μανουήλ Γρηγορόπουλος Νοτάριος Χάνδακα 1506-1532, επιμ. ΚΑΚΛΑΜΑΝΗΣ Σ. - ΛΑΜΠΑΚΗΣ Σ., Ηράκλειο 2003.
Ναξιακά δικαιοπρακτικά έγγραφα του 17ου αιώνος, επιμ. ΚΑΤΣΟΥΡΟΣ Α., Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών 7 (1968), 24-337.
Νεοελληνικό αρχείο Ι. Μονής Ιωάννου Θεολόγου Πάτμου. Κείμενα για την τεχνική και την τέχνη, επιμ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ Σ. - ΦΛΩΡΕΝΤΗΣ Χ., Αθήνα 1990.
Νοταριακές πράξεις Φιλώτου Παπα-Στέφανου Αρώνη (1716-1742), τ. 1, επιμ. ΗΜΕΛΛΟΣ Σ. -ΨΑΡΡΑΣ Σ., Αθήνα 2011.
Νοτάριος Καστελίου Φούρνης Κατάστιχο 43 (1607-1653), επιμ. ΗΛΙΑΚΗΣ Κ. - ΜΑΥΡΟΜΑΤΗΣ Γ. - ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Δ., ΠΑΠΑ-ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΤΖΑΡΑΣ, Ηράκλειο 2008.
Ο Κώδικας της Μητροπόλεως Λαρίσης ΕΒΕ 1472:1647-1868, επιμ. ΚΑΛΟΥΣΙΟΣ Δ., Λάρισα 2009.
Ο Κώδικας της Τρίκκης 1688-1857, επιμ. ΚΑΛΟΥΣΙΟΣ Δ., Λάρισα 2005.
Ο κώδιξ του Νοταρίου Αθηνών Παναγή Πούλου 1822-1833, επιμ. ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ Γ., [Μνημεία Μεταβυζαντινού Δικαίου 1], Αθήνα 1957.
Ο νοτάριος της Νάξου Στέφανος Τρουμπίνος (1712-1738), επιμ. ΨΑΡΡΑΣ Σ. -CAMPAGNOLO M., Αθήνα 2010.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ Β. σε συνεργασία με τους ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟ Δ. -ΜΙΧΑΗΛΑΡΗ Π., Αρχείο Αλή Πάσα Συλλογής Ι. Χώτζη Γενναδείου Βιβλιοθήκης της Αμερικάνικης σχολής Αθηνών, τ. 4, Αθήνα 2009.
ΠΑΣΧΑΛΗΣ Δ., Κυκλαδικά θέσμια μετ’ ανεκδότων εγγράφων, Αρχείον Ιδιωτικού Δικαίου 6(1939), 212-261.
ΠΑΣΧΑΛΗΣ Δ., Νομικά έθιμα της νήσου Άνδρου ήτοι τοπικαί εν Άνδρω συνήθειαι περί του οικογενειακού και του κληρονομικού δικαίου, εμπορικών συμβάσεων, αγροτικών εκμισθώσεων κλπ., Αρχείον Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών 5 (1925), 152-173.
ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ Γ., Νομικά έγγραφα Σίφνου της συλλογής Γ. Μαριδάκη (1684-1835), [Μνημεία της Ελληνικής Ιστορίας 3], Αθήνα 1956.
ΠΟΛΕΜΗΣ Δ., Αβαντάρια και άλλα προικώα έγγραφα εξ Άνδρου, Πέταλον 2 (1980), 30-45.
ΡΑΜΦΟΣ Ι., Δικαιοπρακτικά έγγραφα εκ Κμώλου (1692-1839), Κιμωλιακά 4 (1974), 3-72.
Σαλαμινιακά έγγραφα, επιμ. ΠΑΛΛΑΣ Δ. - ΓΚΡΑΤΖΙΟΥ Ο. - ΛΟΥΚΟΣ Χ., Αθήνα 1996.
ΣΙΦΩΝΙΟΥ-ΚΑΡΑΠΑ Α. - ΡΟΔΟΛΑΚΗΣ Γ. - ΑΡΤΕΜΙΑΔΗ Λ., Ο κώδικας του νοταρίου Νάξου Ιωάννου Μηνιάτη 1680-1689, Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου 29-30 (1982-1983), Αθήνα 1990, 125-1312.
ΣΚΛΕΠΑΡΗΣ Δ., Τέσσερα προικοσύμφωνα Αγιάσου, Λεσβιακά 13 (1991), 312-327.
Σπυρίδων Βερβιτζίωτης Νοτάριος Κέρκυρας Πρωτόκολλο (1741-1744), επιμ. ΑΓΓΕΛΟΜΑΤΗ-ΤΣΟΥΓΚΑΡΑΚΗ Ε. - ΜΑΥΡΟΜΑΤΗΣ Γ. - ΠΙΠΙΛΗ Κ., Κέρκυρα 2009.
ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ Σ., Ανέκδοτα νομικά έγγραφα Σίφνου. Άλλα οκτώ προικώα - ένδεκα διαθήκες, Σιφνιακά 2 (1992), 103-140.
ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ Σ., Δεκαπέντε προικώα έγγραφα Σίφνου, Σιφνιακά 1 (1991), 80-110.
ΤΣΕΛΙΚΑΣ Α., Μαρτυρίες από τη Σαντορίνη (1573-1819), Αθήνα 1985.
ΧΑΤΖΙΔΑΚΗΣ Ι., Η ιστορία της νήσου Μήλου, Αθήνα 1927 (Αθήνα 1994).
ΨΥΛΛΑΣ Ι., Ιστορία της νήσου Κέας από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς, Αθήνα 1920 (Κέα 1992).
[1] Richter G. M. A., The Furniture of the Greeks, Etruscans and Romans, New York 1966.
[2] Cahill N., Household and City Organization at Olynthus, New Haven-London 2002.
[3] Σισμανίδης K., Κλίνες και κλινοειδείς κατασκευές των Μακεδονικών τάφων, Αθήνα 1997.
[4] Andrianou D., The Furniture and Furnishings of Ancient Greek Houses and Tombs, Cambridge 2009.
[5] Andrianou, The Furniture, 111-112.
[6] Rebay-Salisbury K. - Brysbaert Α. - Foxhall L. (επιμ.), Knowledge Networks and Craft Traditions in the Ancient World, Material Crossovers, New York 2015.
[7] Aποδελτίωση από το Papyri.info: http://www.columbia.edu/cu/lweb/projects/digital/apis/.
[8] Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Ἔκθεσις τῆς βασιλείου τάξεως, Reiske J. (έκδ.), Constantini Porphyrogeniti imperatoris de cerimoniis aulae Byzantinae libri duo [Corpus scriptorum historiae Byzantinae], Bonn 1829, όπου και παραπέμπουμε. Vogt Α. (έκδ.), Le livre des cérémonies, τ. 1-2, Paris 1935-1939 (ανατ. 1967) και Haldon J. F. (έκδ.), Constantine Porphyrogenitus: Three treatises on imperial military expeditions, Vienna 1990. Πρόκειται για έργο που συντάχθηκε από τους ανώτατους υπαλλήλους, στο μεγαλύτερο μέρος του επί Κωνσταντίνου Ζ΄ (913-959), προκειμένου να εξυπηρετήσει το πρωτόκολλο της βυζαντινής αυλής. Αποτελείται από πολλά μέρη που έχουν συνταχθεί από τον 6ο αιώνα και μετά. Περιγράφουν τις επίσημες τελετές στο Παλάτιο, την Αγία Σοφία και σε άλλα σημεία της βυζαντινής πρωτεύουσας και γίνονται συχνά αναφορές σε πολύτιμα έπιπλα που ανήκουν στον εξοπλισμό των ανακτόρων της Κωνσταντινούπολης.
[9] Kυρίλλος Αλεξανδρείας, Επιστολές, Schwartz Ε. (έκδ.), Collectio Casinensis στο: Acta Conciliorum Oecumenicorum 1.4, Βerlin 1932-33, 224-22 και St. Cyril of Alexandria, Letters 51–110, αγγλ. μετ. McEnerney J. I. [The Fathers of the Church, 76], Washington DC 2007, 151-153· Διαθήκη Θεοδοσίου και Θεοδούλου Σκαράνου, Bompaire J. (έκδ.), στο: Actes de Xéropotamou [Archives de l'Athos III], Paris 1964, 79-87.
[10] Βλ. σχετική πλούσια αποδελτίωση των συγγραφέων αυτών στο: Κουκουλές Φ., Βυζαντινῶν βίος καὶ πολιτισμός, τόμ. Β2, Αθήνα 1948, 60-85.
[11] Batiffol P., Les présents de saint Cyrille à la cour de Constantinople, Bulletin d'ancienne littérature et d'archéologie chrétiennes, 1 (1911), 247-264· Brown P., Power and Persuasion in Late Antiquity: Towards a Christian Empire, Madison 1992, 15-17· Rodziewicz E., Ivory, bone, glass and other production at Alexandria, 5th-9th centuries, στο: Byzantine Trade, 4th-12th Centuries. The Archaeology of Local, Regional and International Exchange. Papers of the Thirty-eighth Spring Symposium of Byzantine Studies, St John's College, University of Oxford, March 2004, επιμ. Mundell Mango M., Aldershot 2009, 83-95.
[12] Πάπυρος Michael. Gr. 18, 8 (χρονολόγηση 225-275).
[13] Πάπυρος BGU 1 40, 8 (2ος-3ος αιώνας).
[14] Πάπυρος Sammelb. 429· δίφρου τετραπόδου καὶ κουρικοῦ ξυλίνου: πάπυρος Oxy.646 (2ος μ.Χ. αιώνας). Πάπυρος SB 8 9834 b, r40 (χρονολόγηση 300-325). Για την τράπεζα κουρική, βλ. πάπυρος Michael. Gr. 18, 11 (3ος μ.Χ. αιώνας).
[15] Για όλα τα παραπάνω, βλ. αναλυτικότερα τη βάση επίπλων στην Κρηπίδα.
[16] Rodziewicz, Ιvory, bone, glass, 83-96.
[17] Kαρδαράς Γ. Θ., Το Βυζάντιο και οι Άβαροι, ΣΤ΄-Θ΄ αι. Πολιτικές, διπλωματικές και πολιτισμικές σχέσεις [ΕΙΕ/ΙΒΕ, Μονογραφίες 15], Αθήνα 2010, 70, 80. Βλ. Daim F., Avars and Avar archaeology an introduction, στο: Goetz H.-W - Jarnut J. - Pohl W., με τη συνεργασία του Kaschke S. (επιμ.), Regna and Gentes. Τhe Relationship between Late Antique and Early Medieval Peoples and Kingdoms in the Transformation of the Roman World, Leiden-Boston 2003, 463-569. Βλ. επίσης Hardt M., Nomadische Gier nach Gold: Jahrgelder, Burgundenuntergang und Awarenschatz vor dem Hintergrund einer mobilen Lebensweise, στο: Weiß A. (επιμ.), Der imaginierte Nomade [Nomaden und Sesshafte 8], Wiesbaden 2007, 105–519. Ευχαριστώ τον Γ. Καρδαρά για την υπόδειξη του τελευταίου άρθρου.
[18] Blockley R. C., The History of Menander the Guardsman. Introductory Essay, Text, Translation, and Historiographical Notes [ARCA, Classical and Medieval Texts, Papers and Monographs 17], Liverpool 1985, fr. 5.2, 48-50. Θεοφύλακτος Σιμοκάττης, Ιστορίαι, de Boor C. (έκδ.), Theophylacti Simocattae historiae, Leipzig 1887 (ανατ. Stuttgart 1972), 1, 3.11-13, 46.
[19] Θεοφύλακτος Σιμοκάττης, Ιστορίαι, 5, 3.7, 193.
[20] Θεοφύλακτος Σιμοκάττης, Ιστορίαι, 6, 4.4, 226.
[21] Θεοφύλακτος Σιμοκάττης, Ιστορίαι,3, 6.11, 121.
[22] Βασίλειος Καισαρείας, Courtonne Y. (έκδ.), Saint Basile. Homélies sur la richesse, Paris 1935, §4. 43.
[23] Poland F., Realencyclopädie der classischen Altertumswissenschaft, τ. III A (1929), λήμμα: stibas, col. 2482-2484. Verpoorten J. M., La «stibas» ou l'image de la brousse dans la société grecque, Revue de l'histoire des religions 162 (1962), 147-160. Smith D. E., From Symposium to Eucharist: The Banquet in the Early Christian World, Minneapolis 2003, 112-117.
[24] Για την διαφορετική χρήση των στιβάς και Kline από τους αρχαίους, βλ. Paradiso Α., Forme di dipendenza nel mondo greco: Ricerche sul VI libro di Ateneo, Bari 1991, 31-36 και Poulsen Β., Möbel für das Kultmahl: Kline-lectus-stibas, στο: Balty J. Ch. (έκδ.), Thesaurus cultus et rituum antiquorum (ThesCRA), Los Angeles 2005, 358-362.
[25] Θεοφύλακτος Σιμοκάττης, Ιστορίαι 7, 6.5, 255
[26] Θεοφύλακτος Σιμοκάττης, Ιστορίαι, 1, 3.11-13, 46. Βλ. Angar M., Furniture and Imperial Ceremony in the Great Palace: Revisiting the pentapyrgion, στο: Featherstone Μ. - κ.ά (επιμ.), The Emperor’s House. Palaces from Augustus to the Age of Absolutism, Berlin 2015, 181–200, και εδώ 186.
[27] Olch Stern W. - Hadjilazaro Thimme D., Kenchreai. Eastern Port of Corinth. Results of Investigations by the University of Chicago and Indiana University for the American School of Classical Studies at Athens, VI. Ivory, Bone, and Related Wood Finds, Leiden-Boston 2007, 2-29, 276-312.
[28] Rydén L., The Life of St. Philaretos the Merciful written by his grandson Niketas, Uppsala 2002, 418-420, 86.
[29] Oikonomides N., The Contents of the Byzantine House from the Eleventh to the Fifteenth Century, Dumbarton Oaks Papers 44 (1990), 205-214 και Papanikola-Bakirtzis D., Household Furnishings, στο: Drandaki A. - Papanikola-Bakirtzi D. - Tourta A. (επιμ.), Heaven and Earth. Art of Byzantium from Greek Collections, Athens 2013, 218–222. Συναφείς αναφορές για την επίπλωση των μεσαιωνικών σπιτιών στη Δύση έδειξαν ότι η έρευνα για το θέμα έχει ανοίξει ένα ενδιαφέρον πεδίο συζήτησης. Βλ. αναλυτικότερα Hamerow H., Early Medieval Settlements: The Archaeology of Rural Communities in North-West Europe, 400-900, Oxford-N. York 2002. Βλ. ακόμη Allison P. M., Using the Material and Written Sources: Turn of the Millennium Approaches to Roman Domestic Space, American Journal of Archaeology 105 (2001), 181-208. Για το Βυζάντιο, βλ. Parani M. G., Reconstructing the reality of images: byzantine material culture and religious iconography (11th-15th centuries), Leiden-Boston 2003, 159-197.
[30] Για το θέμα αυτό βλ. τα υπό έκδοση άρθρα μας στον τόμο: A Cultural History of Furniture in Antiquity, επιμ. Andrianou D.
[31] Angelidi C., Designing Receptions in the Palace (De Cerimoniis 2.15), στο: Beihammer Α. - Constantinou S. - Parani M. (επιστ. επιμ.), Court Ceremonies and Rituals of Power in Byzantium and the Medieval World. Comparative Perspectives, Leiden-Boston, 2013, 465-485.
[32] Dagron G., Trônes pour un empereur, στο: Βυζάντιο. Κράτος και Κοινωνία, Μνήμη Νίκου Οικονομίδη, επιμ. Αβραμέα A. - Λαϊου A. - Χρυσός E., Αθήνα 2003, 179-203.
[33] Dagron G., Architecture d’intérieur: le Pentapyrgion, Travaux et Mémoires 15 (2005), 109-117. Βλ. και Angar, Furniture, 181-200.
[34] Featherstone J. M., ΔI’ ΕΝΔΕΙΞΙΝ: Display in Court Ceremonial (De Cerimoniis II, 15), στο: Cutler A. - Papaconstantinou A. (επιμ.), The Material and the Ideal: Essays in Medieval Art and Archaeology in Honour of Jean-Michel Spieser (The Medieval Mediterranean 70), Leyden-Boston 2007, 93-95.
[35] Τακτικὸν Escorial, The Escorial Taktikon, Oikonomidès N. (έκδ.), Les listes de préséance byzantines des ΙΧe et Χe siècles: introduction, texte, traduction et commentaire, Paris 1972, 275. 6-7.
[36] Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Ἔκθεσις τῆς βασιλείου τάξεως (έκδ. Reiske), 465-466• Haldon, Constantine Porphyrogenitus, C, 168-170, 104. Βλ. Κουκουλές, Βυζαντινῶν βίος, τόμ. Β2, 77.
[37] Vogt, τ. I, 103-104; Dagron Architecture d’intérieur, 109-117; Angar, Furniture, 181-200.
[38] Guillou Α., Ο Βυζαντινός Πολιτισμός, μετ. Odorico P. - Τσοχανταρίδου Σ., Αθήνα 1996, 112.
[39] Rodziewicz Ε., Ivory, 83-95.
[40] Cutler, Η παραγωγή έργων τέχνης, 291· Goitein S. D., A Mediterranean Society: The Jewish Communities of the Arab World as Portrayed in the Documents of the Cairo Geniza, τ. 1: Economic Foundations, Berkeley-Los Angeles 1967, 46· Laiou A. E. - Morrisson C., The Byzantine Economy, Cambridge 2007.
Υπεύθυνοι μελέτης: Δήμητρα Ανδριανού, Ηλίας Αναγνωστάκης, Μαρία Λεοντσίνη, Δημήτρης Δημητρόπουλος.
Συνεργάτες: Χρήστος Μακρυπούλιας, Φιλίππα Xορόζη
Χαρτογράφηση: Παναγιώτης Στρατάκης