Ενότητα Εργασίας 1

Δίκτυα χερσαίων και θαλάσσιων δρόμων

Οι μελέτες της πρώτης ενότητας αποσκοπούν στην τεκμηρίωση, χαρτογράφηση και μελέτη των χερσαίων και θαλάσσιων δρόμων επικοινωνίας σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, από την εποχή του Χαλκού έως τον 19ο αιώνα. Ειδική έμφαση δίνεται στις διαφοροποιήσεις που επέρχονται και παρατηρούνται ανά περίοδο, με στόχο να ιχνηλατηθούν οι άξονες επικοινωνίας και οι κόμβοι που αναπτύχθηκαν κατά μήκος τους, αλλά και να αναδειχθεί η σημασία τους στην ανάπτυξη του εμπορίου, των αγορών και της κοινωνίας. Οι πληροφορίες αντλούνται κυρίως από πρωτογενείς πηγές (ανέκδοτες και εκδεδομένες) και αρχαιολογικά ευρήματα.

Ο έντονος κατακερματισμός της ελληνικής ενδοχώρας σε ένα σύνολο λιγότερο ή περισσότερο απομονωμένων περιοχών και η θαλάσσια και νησιωτική γεωγραφία επέβαλαν τη συγκρότηση πυκνών δικτύων επικοινωνίας και επέτρεψαν την ανάπτυξη σημαντικών οικονομικών και πολιτιστικών κέντρων τοπικού χαρακτήρα.

Το χερσαίο δίκτυο επικοινωνίας συγκροτήθηκε κυρίως κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους. Η ρωμαϊκή αρχή, με το ενδιαφέρον της να εστιάζεται τόσο στην επιχειρησιακή (στρατιωτική) της αποτελεσματικότητα όσο και στην επιχειρηματική και οικονομική της δράση, χρησιμοποίησε προϋπάρχουσες αρτηρίες που παραδοσιακά εξυπηρετούσαν τις τοπικές ανάγκες και δημιούργησε ένα από τα αρτιότερα χερσαία οδικά δίκτυα, που κάλυπτε 80.000 περίπου χιλιόμετρα σε όλη την επικράτεια. Αν και σχεδιάστηκαν για να εξυπηρετούν τις πολεμικές επιχειρήσεις και τη ρωμαϊκή επέκταση, οι δρόμοι αυτοί έδωσαν ώθηση στο εμπόριο, στα ταξίδια και στις επικοινωνίες σε σημαντικό βαθμό, και παράλληλα με τους θαλάσσιους δρόμους, οι οποίοι εξακολουθούσαν να αποτελούν την κυριότερη οδό του εμπορίου. Η οργάνωση, ωστόσο, και η συντήρηση του οδικού δικτύου αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα εκρωμαϊσμού των περιοχών από όπου περνούσε, καθώς πάνω στις ρωμαϊκές οδούς, ιδρύονταν αποικίες, φυλάκια ή στρατόπεδα, πυρήνες δηλαδή της ρωμαϊκής δύναμης. Το δίκτυο αυτό αποτέλεσε τη βάση του συστήματος επικοινωνίας κατά τους βυζαντινούς και οθωμανικούς χρόνους.

Από την άλλη, οι θαλάσσιες επικοινωνίες συγκροτούν τοπικά δίκτυα περιορισμένης κλίμακας, τα οποία ωστόσο συνδέονται μεταξύ τους. Οι περισσότερες θαλάσσιες διασυνδέσεις είναι περιορισμένες –η ακτίνα τους δεν ξεπερνά τις κοντινές ακτές ή τα γειτονικά οικονομικά, διοικητικά, ή λατρευτικά κέντρα–, και αποσκοπούν πρωτίστως στην εξασφάλιση της επάρκειας σε τοπική κλίμακα. Παράλληλα, οι τοπικές δικτυώσεις μικρής κλίμακας συναντούν τους μεγάλους ναυτικούς και χερσαίους δρόμους και αγκιστρώνονται σε αυτούς. Συγκροτείται έτσι ένα ευρύ πλέγμα συμβιωτικών αμοιβαιοτήτων που εδράζεται στην οικονομία, και σταδιακά επηρεάζει το σύνολο των εκδηλώσεων της κοινωνίας και του πολιτισμού.

Τα δίκτυα επικοινωνίας στον ελληνικό χώρο διαδέχονται ή επικαλύπτουν το ένα το άλλο, καθώς οι κόμβοι τους αλλάζουν με την πάροδο των αιώνων και τη διαδοχή των πολιτισμών. Οι διαδοχικές διασυνδέσεις προκύπτουν από τη διαφορετική κάθε φορά ανάπτυξη υπερτοπικών δικτύων επικοινωνίας και συναλλαγής και από τις πιέσεις εξωστρέφειας των τοπικών κοινωνιών. Λειτουργούν πέρα από τα εκάστοτε εσωτερικά και εξωτερικά σύνορα, πέρα από τις ποικίλες εδαφικές δικαιοδοσίες και υπεράνω των τοπικών κοινωνιών και των οικονομιών τους. Τα δίκτυα επικοινωνίας στον ελληνικό χώρο είναι εξωστρεφή και υπερτοπικά, και τον κρατούν συνδεδεμένο με πλήθος άλλα κέντρα τόσο στην κεντρική Ευρώπη και την Ασία όσο και στη Μεσόγειο αλλά και πέρα από αυτήν.