Ενότητα Εργασίας 2

Δίκτυα αγορών

Οι εργασίες αυτής της ενότητας αντανακλούν το εύρος του ιστορικού χρόνου που καλύπτουν ερευνητικά οι συνεργάτες του ΙΙΕ και αναδεικνύουν την οργανωτική λειτουργία του δικτύου που συνδέει τους ανθρώπους, τα αγαθά και τις αγορές. Προβάλλουν την έννοια της αγοράς ως στοιχείο δικτύου και χώρο σύγκλισης ανθρώπων και αγαθών, τη σύνδεσή της με άλλους χώρους μέσω της διακίνησης πρώτων υλών (αλάτι, μέταλλα, χρωστικές ύλες), αγροτικών (λάδι, κρασί, δημητριακά) και μεταποιημένων προϊόντων (κεραμικά αντικείμενα, οικιακός εξοπλισμός). Το δίκτυο των αγορών μελετάται από την προϊστορική περίοδο έως τη σύγχρονη εποχή και αναδεικνύει το γεωγραφικό σύνολο της Μεσογείου, που ορίζεται από κοινά κλιματικά και γεωφυσικά χαρακτηριστικά, συγκροτώντας μια φυσική ζώνη στην οποία οι άνθρωποι που την κατοικούν όχι μόνο καλλιεργούν συναφή αγροτικά προϊόντα και εκμεταλλεύονται έναν παρόμοιο φυσικό πλούτο, αλλά μοιράζονται τα αγαθά αυτά και χρησιμοποιούν κοινά υλικά στις κατασκευές και την καθημερινή ζωή τους. Χάρη στις επιμέρους εργασίες της συγκεκριμένης θεματικής ενότητας και στη μελέτη των πολυεπίπεδων δικτύων εμπορίου προβάλλεται αδρά η ενιαία μεσογειακή παραγωγική και οικονομική ζώνη.

Η φυσική και η εκχρηματισμένη οικονομία συνυπήρχαν για μεγάλο χρονικό διάστημα στην ιστορία διαφορετικών γεωγραφικών περιοχών της Μεσογείου, και μέσα από αυτήν τη συνύπαρξη ανιχνεύονται οι δομές και οι μηχανισμοί της. Η δικτυακή οργάνωση είναι το εργαλείο με το οποίο καθίσταται δυνατή η μελέτη της συνέχειας, της επιβίωσης και της συμπληρωματικότητας διαφορετικών μορφών οργάνωσης στην οικονομία. Ο κύριος διαμεσολαβητής μεταξύ της οικονομίας της αγροτικής υπαίθρου και της πόλης είναι ο έμπορος. Τα εμπορικά δίκτυα αποτελούν ουσιαστικά τη βάση του συστήματος ανταλλαγών, καθώς επιτρέπουν τη σύνδεση των καταναλωτών με τους παραγωγούς. Ο Karl Polanyi έθεσε τις θεωρητικές βάσεις για τη μελέτη των συστημάτων ανταλλαγής, που στηρίζονταν αρχικά στην αμοιβαιότητα και την αναδιανομή, και απαιτούσαν την προΰπαρξη μακροχρόνιων σχέσεων, ώστε να έχουν αναπτυχθεί δεσμοί αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των εμπλεκομένων. Αργότερα, και με την οργάνωση των θεσμών της κεντρικής εξουσίας, οι ανταλλαγές γίνονταν στην αγορά όπου συνέρρεαν οι παραγωγοί και οι καταναλωτές, σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Στις ανταλλαγές αυτού του είδους δεν προαπαιτούνταν σχέσεις μεταξύ των δύο πλευρών, ενώ, εκτός από την ανταλλαγή των ειδών, χρησιμοποιούνταν σε αυξανόμενη κλίμακα το νόμισμα. Οι προϊστορικοί αρχαιολόγοι, με κύριο εκπρόσωπο τον Colin Renfrew, ήταν εκείνοι που διείδαν την αξία των εμπορικών δικτύων ως παραγόντων πολιτισμικών αλλαγών, με τη διάδοση των ιδεών και τη διάχυση νέων τεχνολογιών. Παράλληλα, οι παραδοσιακοί δρόμοι του εμπορίου φαίνεται ότι αποτέλεσαν τη βάση για τη διάνοιξη των μεταγενέστερων οδικών δικτύων, όπως αυτά υλοποιήθηκαν από τις εκάστοτε κεντρικές εξουσίες. Η γεωγραφική μετακίνηση είναι σύμφυτη με τη δημιουργία της αγοράς και με την εμπορική δραστηριότητα, και η πρώτη μεγάλη τομή εντοπίζεται από την ευρωπαϊκή βιβλιογραφία μεταξύ 1200 και 1400, με την αποκαλούμενη εμπορική επανάσταση. Η οργάνωση του εμπορίου από διαφορετικά πληθυσμιακά σύνολα παρουσιάζει ένα πλήθος κοινών τυπολογικών χαρακτηριστικών για πολλούς αιώνες, όπως το οικογενειακό οργανωτικό σχήμα. Η εξέλιξη της τυπολογίας του εμπόρου από τον 16ο έως και τον 19ο αιώνα μελετάται παράλληλα με τις οικονομικές κρίσεις και τις μετατοπίσεις του κέντρου βάρους των αγορών. Ο ζωντανός οργανισμός που συναρθρώνει τις γεωγραφικές μετατοπίσεις του κέντρου βάρους των αγορών είναι η εμπορική επιχείρηση μέσα από την οργάνωση των δικτύων της. Ο οικονομικός χώρος των εμπόρων κατακτήθηκε με κύρια όπλα την επιχείρηση και το δίκτυο, πέρα από τα όρια των εθνικών κυριαρχιών. Από τον 13ο έως τον 19ο αιώνα είχε δημιουργηθεί ένας «ενιαίος οικονομικός χώρος» στη Μεσόγειο χάρη στις εμπορικές συναλλαγές, την κυκλοφορία των νομισμάτων και τις πρακτικές των συναλλαγών.